Τετάρτη 3 Σεπτεμβρίου 2025

Άγιος Πολύδωρος ο Κύπριος Νεομάρτυρας



Άγιος Πολύδωρος ο Κύπριος Νεομάρτυρας  
3 Σεπτεμβρίου

Το όνομά του δεν είναι γνωστό στους πολλούς. Κι όμως αποτελεί ένα πραγματικό στολίδι της νεότερης κυπριακής ιστορίας κι ένα ηρωικό μαχητή και νέο μάρτυρα της εκκλησίας μας. Ο Πολύδωρος γεννήθηκε στη Λευκωσία της Κύπρου λίγο μετά τα μέσα του 18ου αιώνα. Απαγχονίστηκε στη Νέα Έφεσο (Γενί Κουσάντασι), στίς 3 Σεπτεμβρίου του 1794. 
Εκείνα τα χρόνια ήταν δύσκολα. Χρόνια σκοτεινά. Χρόνια μαύρης σκλαβιάς. Παρ’ όλα αυτά όμως οι γονείς του Χατζηλουκάς και Λουρδανού, άνθρωποι θεοφοβούμενοι κι ευσεβείς φρόντισαν να δώσουν στο παιδί τους μόρφωση χριστιανική και τον έστηλαν και διδάχθηκε θεολογία. 
Όταν ο Πολύδωρος μεγάλωσε, φύση έξυπνη και δημιουργική, επιδόθηκε στο εμπόριο. Για τις δουλειές του μάλιστα άρχισε να ταξιδεύει σε διάφορα μέρη και στην Αίγυπτο. Για ένα διάστημα οι συμβουλές των γονιών του, να προσέχει στις συναναστροφές του, αντηχούσαν διαρκώς στ’ αυτιά του και τον συγκρατούσαν, όμως με τον καιρό ή προσοχή χαλαρώθηκε. Σ’ ένα από τα ταξίδια του στη χώρα του Νείλου γνωρίστηκε μ’ ένα πλούσιο εξωμότη από την Ζάκυνθο και προσλήφθηκε στην υπηρεσία του. Στην εργασία αύτη συνδέθηκε και με διάφορους τύπους της ηλικίας του. Τύπους που θα ονομάζαμε σήμερα των κατωγείων, τύπους χωρίς ηθικούς φραγμούς. Και γρήγορα άρχισε να ξενυχτά, να πίνει και να μεθά, να χαρτοπαίζει και να νυχτοξημερώνεται στα διάφορα καταγώγια. Μια βράδια σ’ ένα από τα κέντρα αυτά της ηδονής παρασύρθηκε κι ήπιε τόσο που μέθυσε. Και στο μεθύσι επάνω, αλλαξοπίστησε κι ασπάσθηκε τον μωαμεθανισμό. Η νέα θρησκεία δεν του πρόσφερε καμιά χαρά μα ούτε μπορούσε να του προσφέρει και την ελάχιστη ψυχική ικανοποίηση. Παρά τα χρήματα που κέρδιζε και τις θέσεις και τα μεγαλεία που εξασφάλισε με τη νέα του ζωή, καμιά χαρά δεν είδε. Αντίθετα οι τύψεις που άρχισαν να ξυπνούν μέσα του και που μεγάλωναν μέρα με τη μέρα και πλήθαιναν δεν τον άφηναν να ησυχάσει. Η συνείδηση του, μαστίγιο σκληρό κι ανελέητο, τον έδερνε φρικτά και χωρίς οίκτο. 
Κάποια βράδια σε μια τέτοια ψυχική αναστάτωση, θυμήθηκε με γλυκιά νοσταλγία το σπίτι του. Αγράμματοι ήταν οι γονείς του μα είχαν τη μόρφωση της πίστεως και της αρετής. Πριν να πάνε για ύπνο το βράδυ γονάτιζαν όλοι μπροστά στο εικόνισμα της Παναγίας και προσεύχονταν να τους φύλαξει από τους Τούρκους και αυτού του Τούρκου τη θρησκεία ασπάσθηκε τώρα. Τότε θυμήθηκε τα λόγια της καλής του μάνας. Του τα είπε σε μια περίπτωση, που έκανε κάτι που δεν έπρεπε κι ήταν ανήσυχος και στενοχωρημένος, Παιδί μου, του είχε πει. Την ταραγμένη συνείδηση ένα πράγμα μόνο την καθησυχάζει και την γαληνεύει: Η μετάνοια κι η εξομολόγηση. 
Κι η θύμηση αυτή τον ενίσχυσε κάπως. Μα και τον έσπρωξε χωρίς καμιά καθυστέρηση ή αναβολή ν’ αφήσει την Αίγυπτο και να φύγει για τη Βηρυτό. Σαν έφτασε, με λαχτάρα έτρεξε να ιδεί τον Δεσπότη. Και όταν τον βρήκε, με βαθιά συντριβή έπεσε μπροστά του και τον παρακάλεσε να δεχθεί την εξομολόγηση του. Τα είπε όλα. Τίποτα δεν απέκρυψε. Ο Δεσπότης ένας ευλαβής κληρικός, τον άκουσε με συμπόνια και δάκρυα στοργής. Στο τέλος, αφού τον παρηγόρησε και τον ενίσχυσε, τον συμβούλεψε για ασφάλεια του και για ξεκούρασμα να καταφύγει σε κανένα μοναστήρι. Ο Πολύδωρος τον άκουσε με προσοχή. Αφού ευχαρίστησε τον καλό γέροντα έφυγε. Έσπευσε να εκτελέσει τη συμβουλή του. Κατέφυγε σ’ ένα μοναστήρι. Λίγο καιρό όμως έμεινε εκεί. Από φόβο μήπως εκθέσει τον πνευματικό του πατέρα έφυγε νωρίς. Περιήλθε διάφορους τόπους και κατέληξε στο νησί της Χίου. Εδώ επισκέφθηκε κάποιο άλλο πνευματικό, εξομολογήθηκε και πάλι με πόνο ψυχής και ζήτησε να ξαναγίνει δεκτός από την Εκκλησία. Ο πνευματικός δέχτηκε τη μετάνοια του. Του διάβασε τη συγχωρητική ευχή, τον έχρισε με άγιο μύρο και τον κοινώνησε. 
Μετά την αποκατάσταση του αυτή στους κόλπους της Εκκλησίας ο Πολύδωρος αναχώρησε για τη Νέα Έφεσο. Ο πόθος του να επανορθώσει πραγματικά το αμάρτημα του, δεν τον αφήνει ήσυχο. Μια σκέψη στριφογυρίζει αδιάκοπα στο μυαλό του. Η σκέψη να επισκεφθεί τις τουρκικές αρχές και με παρρησία να διακηρύξει μπροστά σ’ αυτούς την πίστη του στον Χριστό και την αφοσίωση του στο θέλημά του. Και το ‘καμε. 
Μια μέρα παρουσιάστηκε μπροστά στον μουφτή και χωρίς περιστροφές τον ρώτησε: 
- Πες μου, αφέντη. Είναι νόμιμο και σωστό να δώσω πίσω ένα πράγμα κάλπικο, που μου έδωκαν πριν λίγο καιρό με απάτη; 
Ο μουφτής απήντησε καταφατικά. «Ναι» , του είπε, «Είναι νόμιμο». 
Τότε ο Πολύδωρος πρόσθεσε: 
- Δώσε μου, σε παρακαλώ, αυτή την απόφαση γραπτώς. 
Ο μουφτής έγραψε την απόφαση και του την έδωσε. Μόλις ο Πολύδωρος πήρε στο χέρι την απόφαση (τον φετφά), χωρίς να χάσει καιρό, έτρεξε στον ιεροδικαστή (Καδή) και δείχνοντας την απόφαση του μουφτή του είπε: 
- Πριν δέκα χρόνια με ξεγελάσaν και με κάμαν να αρνηθώ την πίστη μου. Πέταξα το χρυσάφι που κρατούσα για να πάρω το χώμα. Τώρα μετανιώνω. Λυπάμαι γι’ αυτό που έκαμα και στενοχωρούμαι και κλαίω. Πάρτε το χώμα σας κι εγώ ξαναπαίρνω το χρυσάφι μου. Ήμουνα χριστιανός! Μένω χριστιανός! Κι είμαι έτοιμος να πεθάνω χριστιανός! 
Στα λόγια του ομολογητή ο καδής με κόπο συγκράτησε τον θυμό του. Δοκίμασε κάτι να πει. Άρχισε τις κολακείες. Προχώρησε στις υποσχέσεις. Προσπάθησε να μεταπείσει τον Πολύδωρο τάζοντας χρήματα και θέσεις και τιμές… Και κατέληξε 
- Έναν καιρό ήσουν χριστιανός. Τώρα όμως είσαι μωαμεθανός. 
- Όχι! Όχι! Διαμαρτυρήθηκε έντονα ο Πολύδωρος. Είμαι χριστιανός. Και θα πεθάνω χριστιανός. 
Ο καδής δεν απογοητεύθηκε. Συνέχισε τις υποσχέσεις. Υποσχέσεις δελεαστικές. Απίθανες. Μα τίποτα. Στο τέλος, σαν αντιλήφθηκε, πώς οι προσπάθειες του ήταν χαμένες, διέταξε να αρπάξουν τον Πολύδωρο, να τον κλείσουν στη φυλακή και ν’ αρχίσουν τα βασανιστήρια. 
Όλη νύχτα οι δήμιοι βασάνιζαν τον μάρτυρα. Να αριθμήσει κανείς τα βασανιστήρια; Είναι αδύνατο. Τούτο μόνο λέγουμε. Την επομένη ο Πολύδωρος με το πρόσωπο αλλοιωμένο από τις ολονύχτιες κακώσεις και το κορμί τσακισμένο από τους αλύπητους ξυλοδαρμούς οδηγήθηκε μπροστά σ’ ένα συμβούλιο από Τούρκους άρχοντες. Για δεύτερη φορά ο Πολύδωρος με παρρησία ζηλευτή διακήρυξε πάλι την πίστη του στον Χριστό και την αμετάκλητη απόφαση του να πεθάνει γι’ Αυτόν. Σ’ όλες τις απειλές και τις πιέσεις πού του έκαμναν η απάντηση του ήταν: 
- Είμαι χριστιανός! Θα μείνω χριστιανός! Και θα πεθάνω χριστιανός. 
Η άκαμπτη επιμονή του είχε εξοργίσει όλα τα μέλη του Συμβουλίου, που για να δώσουν μια διέξοδο στο αδιέξοδο, διέταζαν να ρίξουν και πάλι τον άγιο στη φυλακή και να επαναλάβουν τα βασανιστήρια. Οι δήμιοι με ασυγκράτητη μανία άρπαξαν το θύμα ξανά και το πέταξαν σ’ ένα σκοτεινό κελί. Εκεί με καννιβαλίστικο πάθος, τόσο γνωστό και στην εποχή μας, άρχισαν το μακάβριο έργο τους. Έδεσαν τα χέρια και τα πόδια του μάρτυρος για να μη μπορεί να μετακινηθεί και με μαστίγια τον κτυπούσαν συνέχεια παντού. Το άγιο κορμί έγινε μια πληγή από την οποία το αίμα έτρεχε άφθονο. Ύστερα του έβαλαν σίδερα καυτά και τούβλα πυρωμένα στους ώμους και τις μασχάλες. Επιπλέον παρενέβαλαν μια ράβδο σιδήρου στο πέος του, ενώ άλλοι την ίδια ώρα του φορούσαν στο κεφάλι ένα πυρακτωμένο τάσι για σκούφο. Δεν θα αναφέρουμε άλλα βασανιστήρια. Μας είναι αδύνατο. Άλλωστε και να τ’ ακούει κανείς δυσκολεύεται, τούτο μόνο σημειώνουμε. Ο καρτερόψυχος ομολογητής τα υπέμεινε όλα με θάρρος και καρτερία μοναδική. Τα υπέμεινε προφέροντας με πίστη: «Κύριε, συγχώρησε με». Είχε πια αποφασίσει τον θάνατο κι έτσι ο πόνος δεν τον φόβιζε. 
Με τα μαρτύρια πέρασε όλη η νύχτα. Όταν ξημέρωσε, μερικοί δήμιοι πήραν τον μάρτυρα και τον οδήγησαν με φωνές και βρισιές στην πλατεία, μπροστά στον κριτή, πού περίμενε καθισμένος σε μια ψηλή εξέδρα ανάμεσα σε πολλούς επίσημους μωαμεθανούς. 
Λίγο πιο κάτω ήταν στημένη μια αγχόνη. Ο μάρτυρας κοίταξε πρώτα την αγχόνη κι υστέρα τον κριτή. Ένα αίσθημα παρηγοριάς ένοιωσε βλέποντας την πρώτη. Μια αηδία σαν αντίκρισε τον δεύτερο. 
- Άϊ! τι λες; του φώναξε ο κριτής μ’ ένα γέλιο σαρδόνιο. Έβαλες μυαλά ή ακόμα επιμένεις στις απόψεις σου; 
- Τα μυαλά μου τάχασα μόνο, όταν παρασύρθηκα κι αντάλλαξα την πίστη μου με τη δική σας. Τρέλα είναι να πετά κανείς το χρυσάφι, για να πάρει το χώμα. Τώρα τα έχω τετρακόσια τα μυαλά μου. Τώρα πού ξαναγύρισα στον Χριστό μου. Στα λόγια του μάρτυρα ο κριτής έχασε την υπομονή και φώναξε: 
- Κρεμάστε τον γκιαούρη να γλυτώσουμε. Κρεμάστε τον. Είναι αγύριστο κεφάλι. 
Οι δήμιοι οδήγησαν τον Πολύδωρο προς την αγχόνη. Κι αυτός αφού με σταθερό βήμα πλησίασε, ασπάστηκε με σεβασμό το σχοινί της, έκαμε μ’ ευλάβεια τον σταυρό του και γαλήνιος δέχτηκε το σχοινί στον λαιμό του. Ο δήμιος έσυρε το σχοινί. Το κορμί υψώθηκε μετέωρο, ενώ η αγία ψυχή του μάρτυρα πέταξε στα γαλανά χάη του ουρανού.Το άγιο λείψανο έμεινε τρεις μέρες στην αγχόνη. Την τρίτη μέρα οι Τούρκοι διέταξαν τους χριστιανούς να το πάρουν και να το θάψουν. Μερικές αγνές ψυχές χριστιανοί αλλά και παραδόξως μουσουλμάνοι κατέβασαν το άγιο σκήνωμα απ’ την αγχόνη, το ξέπλυναν με καθαρό νερό και το έθαψαν κοντά στο νεκροταφείο των αρμενίων ραίνοντας το με τα δάκρυα του θαυμασμού και της αγάπης τους. 
Σήμερα η κάρα του Αγίου φυλάσσεται στο Ναό της Αγίας Αικατερίνης Πλάκας στην Αθήνα.

 Απολυτίκιον αγίου Πολύδωρα

Μέγα καύχημα της Λευκωσίας, μέγα στήριγμα πόλεις Εφέσου, μέγα κλέος τε των δύο πόλεων της μεν γαρ γόνος σεπτός εχρημάτισας, την δε τα σα επορφύρωσαν αίματα. Αλλά πρεύσβευε Χριστώ τω Θεώ άγιε Πολύδωρε, ίνα ρυσθώμεν κινδύνων και θλίψεων.

 

Άγιος Αριστίων Ιερομάρτυρας επίσκοπος Αλεξανδρείας


 

Άγιος Αριστίων Ιερομάρτυρας επίσκοπος Αλεξανδρείας
3 Σεπτεμβρίου
Ὡς εἰς ἄριστον τὴν πυρὰν σπεύδων τρέχεις,
Χριστοῦ ἄριστε Μαρτύρων Ἀριστίων. 
Ο Άγιος Αριστίων γεννήθηκε στις αρχές του 2ου αιώνα μ.Χ. στην επαρχία της Συρίας Απάμεια και έγινε Χριστιανός από τον Άγιο Αντώνιο (9 Νοεμβρίου) σε ηλικία μόλις 10 ετών. Λόγω του ενάρετου βίου του, εκλέχτηκε από τον λαό, δεύτερος επίσκοπος της Αλεξάνδρειας της μικρής που βρησκόταν στην Κιλικία της Μικράς Ασίας (κοντά στην πόλη Ισσόν). Ως ποιμενάρχης, ο Αριστίων, ποίμανε θεάρεστα το ποίμνιο του και δίδασκε με παρρησία το Λόγο του Χριστού με αποτέλεσμά να γίνουν Χριστιανοί πολλοί ειδωλολάτρες. Αυτό όμως δεν άρεσε στον Ρωμαίο έπαρχο που διέταξε να τον συλλάβουν και να τον ρίξουν στην πυρρά. Μέσα στο καμίνι, ο Αριστίων, υμνώντας και δοξάζοντας τον Χριστό έλαβε το στεφάνι του μαρτυρίου.

Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Χριστῷ ἱεράτευσας ὢ Ἀριστίων καλῶς, ὢ ὕστερον ἔθυσας σαυτὸν ὡς θῦμα σεπτόν, ἀθλήσας δι' αἵματος, ὅθεν μὴ διαλίπης ἰκετεύειν ἀπαύστως, ὑπὲρ τῶν σὲ τιμώντων, καὶ θερμῶς ἐκζητούντων, εὐχᾶς τᾶς ἁγίας σου, μαρτύρων ἄριστε.

 

Ο Άγιος Άνθιμος ο Ιερομάρτυρας Επίσκοπος Νικομήδειας

 


Ο Άγιος Άνθιμος ο Ιερομάρτυρας Επίσκοπος Νικομήδειας

ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ ΑΓΙΟΥ ΑΝΘΙΜΟΥ- ΕΔΩ 

πηγή: εδώ 

Τμηθεὶς κεφαλὴν Μάρτυς Ἄνθιμε ξίφει,
Καὶ νεκρὸς ἀνθεῖς εἰς Θεοῦ δόξαν τρίχας.
Ἄνθιμον ἐν τριτάτῃ ἀπέκτεινε ξίφος ὀξύ.
Καταγωγή του

Ο Μάρτυρας και Επίσκοπος Άνθιμος γεννήθηκε στην περίφημη πόλη της Νικομήδειας, από ευσεβείς και ευγενείς γονείς. Από μικρός διακρίθηκε για τον ευσεβή ζήλο του προς τα θεία. Όταν ενηλικιώθηκε, η ζωή του ήταν υπόδειγμα σωφροσύνης και αγάπης.

Επειδή πλούσια κατείχε το θησαυρό των θείων αληθειών, η θερμή του διδασκαλία, εμπνεόμενη από αποστολικό ζήλο, έβρισκε σχεδόν πάντα ανταπόκριση στις ψυχές των πιστών. Γι’ αυτό και τον ανέβασαν στον υψηλό βαθμό της ιερωσύνης.

Η εκ Θεού εκλογή του 
Όταν εκοιμήθη ο τότε Επίσκοπος Νικομήδειας Κύριλλος, και χήρεψε από ποιμένα η Εκκλησία και πενθούσε την ερημιά της και θρηνούσε την συμφορά της, τότε οι πρώτοι της Νικομήδειας μαζί με τους Κληρικούς της Εκκλησίας απεφάσισαν ομόφωνα να αναδείξουν Επίσκοπο τους τον ιερότατο Άνθιμο.

Αφού μπήκαν στην Εκκλησία παρακαλούσαν θερμά τον Θεό να τους αποκαλύψει, εάν αυτό αρέσει και σε Αυτόν, και εάν έχουν σύμφωνη και την άνωθεν ψήφο.

Αμέσως δε άστραψε μεγάλο και θαυμαστό φως, και ακούσθηκε θεία φωνή που προσμαρτυρούσε υπέρ του Ανθίμου και επικύρωνε την ψήφο τους, και μάλιστα τους προέτρεπε, να φέρουν εις πέρας το γρηγορότερο δυνατόν την απόφαση αυτή.

Έτσι αφού εκλέχτηκε από τον Θεό ο θείος Άνθιμος ανέλαβε την διακυβέρνηση της Εκκλησίας και τον θρόνο κατάλαβε άξιος και καλός ποιμένας ο οποίος την στόλισε.

Ο Άνθιμος, ως αγαθός Κυβερνήτης, συγκέντρωσε όλη την προσοχή του σε αυτόν μόνον τον σκοπό, να καταπραΰνει δηλαδή την δύσκολη ταραχή της ασεβείας και να φέρει στο λιμάνι του Θεού τις συμπλέουσες ψυχές.

Ο διωγμός 
Ενώ έτσι θεάρεστα επορεύετο ο Άγιος, ξαφνικά σηκώνεται βαρύς χειμώνας και επειδή η καταιγίδα που ξέσπασε ήταν σφοδρή όσο ποτέ άλλοτε, επηρέασε όλους τους χριστιανούς.

Διότι όταν επέστρεψε ο Μαξιμιανός νικητής από τον πόλεμο εναντίον των Αιθιόπων το έτος 306, διέταξε αμέσως όλους να συγκεντρωθούν στην Νικομήδεια, για να θυσιάσουν στους θεούς του.

Έτσι κηρύχθηκε τότε εκείνος ο βαρύτατος και μέγιστος διωγμός κατά των χριστιανών, ο οποίος προχωρούσε καθημερινά σε όλη την γη.

Έτσι άλλοι μεν από τους Χριστιανούς έφευγαν στα όρη και στα σπήλαια άλλοι δε με διάφορους τρόπους εθανατώνοντο, και οι μεν Ιερές Μονές ερημώνοντο, τα δε Ησυχαστήρια των Παρθένων παντελώς κατεδαφίζοντο.

Η παρθένος Θεοφίλη 
Τότε οι δήμιοι σαν άγρια θηρία άρπαξαν και μία παρθένο, και στην ψυχή και στο σώμα, που ονομαζόταν Θεοφίλη, την οποίαν οδήγησαν βίαια στο εργαστήριο της ντροπής. Αυτή δε η μακαρία, βλέπουσα προς τον ουρανό, φώναξε με δάκρυα.

«Κύριε Ιησού Χριστέ, ο έρως, το φως μου και ο φύλαξ της ζωής μου, ιδε την νυμφευθείσαν σοι, Νυμφίε μου άμωμε, και λύτρωσαί με από των θηρίων τούτων, φύλαξον δε την παρθενίαν μου άσπιλον εις δόξαν και αίνον του Παντοδυνά μου σου ονόματος».

Διάβαζε δε το Ιερό Ευαγγέλιο. Τότε ένας από τους ασεβείς μπήκε σε αυτό το σπίτι για να πράξη την επιθυμία του και αμέσως τρέμοντας απέθανε. Στη συνέχεια μπήκε άλλος και είδε φως υπέρλαμπρο και από την λαμπρότητα του φωτός έμεινε τυφλός.

Αυτό το έπαθαν πολλοί άλλοι. Όσοι όμως μπήκαν με σωφροσύνη στο σπίτι αυτό, είδαν έναν ωραίο και υπέρλαμπρο Άγγελο, να στέκεται στα δεξιά της, και τρόμαξαν, βλέποντας ένα τέτοιο παράδοξο θαύμα. Όταν δε βγήκαν έξω φώναξαν. «Μέγας ο Θεός των Χριστιανών».

Ο θείος εκείνος Άγγελος πήρε την παρθένο εκείνη αμόλυντη από την αισχρή εκείνη οικία και βγήκε μαζί της και περπατώντας την οδήγησε στην Εκκλησία των πιστών, λέγοντάς της. «Ειρήνη σοι». Τότε η Θεοφίλη λάμπουσα και χαίρουσα κτύπησε την πόρτα και μπήκε στην Εκκλησία.

Την νύκτα εκείνη ο Ιεράρχης Άνθιμος εόρταζε μαζί με όλους τους χριστιανούς την Γέννηση του Χριστού.

Οι πιστοί, όταν είδαν χωρίς να το περιμένουν την Θεοφίλη, θαύμασαν. Αυτή δε μαζί με τους άλλους που πίστεψαν από αυτήν, διηγήθηκαν όσα ο Παντοδύναμος Θεός έκανε θαυμάσια, δοξάζοντες και ευχαριστούντες Αυτόν.

«Ιδού καιρός εύπρόσδεκτος ιδού καιρός σωτηρίας»

Όταν άκουσε αυτά ο Μαξιμιανός διέταξε να ανάψουν αμέσως ξύλα γύρω από την Εκκλησία, για να καούν όλοι οι χριστιανοί που ήσαν μέσα στην Εκκλησία.

Τότε κατάλαβε ο θείος Ιεράρχης Άνθιμος τι επρόκειτο να συμβεί και πλημμυρισμένος, από την θεία Χάρι στάθηκε στο θυσιαστήριο λέγοντας:
«Θυμηθείτε αδελφοί μου φιλόχρηστοι και τέκνα εν Κυρίω, πόσες φορές θαυμάσαμε την ανδρεία των Αγίων Τριών Παίδων και την ευσέβεια τους, οι οποίοι στεκόμενοι στο μέσον της φωτιάς, καλούσαν όλη την κτίσι να υμνήση τον Κτίστη.

Ας γίνουμε λοιπόν και μεις συγκοινωνοί της δόξας τους. Εκείνοι μεν ήσαν Τρεις και δεν είχαν άλλο προηγούμενο παράδειγμα, εμείς όμως είμαστε τόσοι πολλοί και έχουμε για παράδειγμα όχι μόνον εκείνους, αλλά και τον Κύριο της δόξης, που κρεμμάστηκε επί του ξύλου για την σωτηρία μας.

Πως και μεις από αυτό να μη γίνουμε συγκοινωνοί στο Άγιο Πάθος Του; Ιδού καιρός ευπρόσδεκτος, ιδού καιρός σωτηρίας. Ας διώξουμε λοιπόν τα έργα του σκότους και ας ενδυθούμε τα όπλα του φωτός, για να αξιωθούμε της αιωνίου Βασιλείας».

Οι δισμύριοι Μάρτυρες 
Αυτά αφού είπε ο αείμνηστος Άνθιμος και συναγωνιζόμενος μαζί τους, βαπτίζει τους κατηχούμενους και αφού έκαμε την θεία Λειτουργία, μετέδωσε σε όλους τα θεία και Άχραντα Μυστήρια.

Εν τω μεταξύ άναψαν από έξω όλα τα φρύγανα, οι δε Άγιοι από μέσα έψαλλαν την υμνωδία των Αγίων Τριών Παίδων, επικαλούμενοι όλη την Κτίσι προς υμνωδία και δοξολογία του Θεού.

Και έτσι κατεκάησαν όλοι όσοι βρέθηκαν στην Εκκλησία οι οποίοι ήσαν είκοσι χιλιάδες. Ο Άγιος Άνθιμος όμως δεν κάηκε, αλλά διαφυλάχθηκε αβλαβής από την θείαν χάρι, για να ωφελήσει και άλλους από την διδασκαλία του, και να βαπτίσει και προσφέρει αυτούς σεσωσμένους στον Χριστό.

Έτσι ανεχώρησε σε κάποια κωμόπολη, για να φροντίσει για το υπόλοιπο ποίμνιο σαν καλός ποιμένας, σπέρνοντας τον λόγο της αληθείας και πολλαπλασιάζοντας το τάλαντο της πίστεως, επιστρέφοντας πολλούς στην γνώση του Θεού και στηρίζοντας τους στην ορθή πίστη.

Ο Άγιος φιλοξενεί τους διώκτες του 
Και πάλι καταγγέλλεται στον βασιλέα εκείνος, ο οποίος τότε μεν ήταν πολύ σπουδαίος μεταξύ των Ιεραρχών, μετά δε από λίγο ήταν πολύ μεγάλος και μεταξύ των Μαρτύρων. Τότε ο Μαξιμιανός στέλνει είκοσι έφιππους στρατιώτες για να τον συλλάβουν και να τον φέρουν ενώπιόν του.

Οι ιππείς οι οποίοι στάλθηκαν στην Σμύρνη, αυτό ήταν το όνομα της κωμοπόλεως, ευρίσκουν εκεί τον Άγιο και χωρίς να τον γνωρίζουν, ρωτούσαν τον ίδιο τον Άνθιμο περί του Ανθίμου, ποιος είναι και σε ποιο μέρος της κωμοπόλεως κατοικούσε.

Ο αγαθός, φιλόξενος και φιλαλήθης πατέρας, πρώτα μεν τους φιλοξένησε και παρέθεσε σε αυτούς δείπνο, έπειτα τους λέγει, ότι ο ίδιος είναι ο Άνθιμος.

Όταν εκείνοι το άκουσαν έμειναν εκστατικοί, και καθόλου δεν μπορούσαν να αντικρύσουν το λευκό του κεφάλι, σκεπτόμενοι βαθειά αφ’ ενός μεν την τράπεζα, το δείπνο και την φιλοξενία, αφ’ ετέρου δε για ποιο σκοπό στάλθηκαν και για ποιο σκοπό πρόκειται να τον φέρουν ενώπιον του Μαξιμιανού. Πάντως για κακό σκοπό και για σίγουρη τιμωρία.

Ως εκ τούτου περισσότερο ελυπούντο ψυχικά και από εντροπή δεν μπορούσαν να αντικρύσουν τον Άνθιμο διότι τους είπε την αλήθεια για τον σεβάσμιο άνδρα, τον οποίον ζητούσαν, και από το στόμα του άκουσαν και από την γλώσσα του έμαθαν, ότι αυτός είναι ο Άνθιμος. Θαύμαζαν δε την φιλαλήθειά του και τον προέτρεπαν μάλιστα να φύγει από εκεί.

Διότι γνώριζαν ότι κανένα καλό δεν θα απολαύσει όταν παρουσιασθεί στον Μαξιμιανό. Έτσι είπαν: «Σε μας είναι αρκετό να απολογηθούμε και να πούμε, ότι σε όλη την Νικομήδεια τον ζητήσαμε, αλλά δεν μπορέσαμε να τον βρούμε».

Κατηχεί και βαπτίζει τους διώκτες του 
Ο Ιερός όμως Άνθιμος, που πάντα μελετούσε τις εντολές του Θεού, και διδάσκοντας και προτρέποντας όλους να έχουν την αλήθεια στην καρδιά τους, ούτε και ανεχόταν με τα χείλη τους να πούνε ψέμα γι αυτόν, άλλωστε και επειδή διψούσε τον θάνατο υπέρ του Χριστού, ανεχώρησε από εκεί μαζί τους.

Ενώ δε βάδιζαν στο δρόμο τους έδωσε πολλές ευσεβείς συμβουλές και τους δίδαξε περί των μελλόντων αγαθών, και κάθε ασεβή λογισμό εξαφάνισε και αφού τους προετοίμασε την ψυχή τους για να δεχθούν τις θείες επαγγελίες του Ιερού Ευαγγελίου, διαβάζει τις ευχές και όταν έφθασαν σε κάποιο ποτάμι τους βαπτίζει, και κατόπιν πάλι συνέχισαν την οδοιπορία τους, μέχρις ότου έφθασαν στην πόλι.

Μπροστά στον τύραννο 
Το έτος 288 έφθασε ο Άγιος στο τυραννικό βήμα, με δεμένα πίσω τα χέρια σύμφωνα με την διαταγή του βασιλέως, έχοντας όμως τον νου του στον ουρανό, ζητώντας δε και την εξ ύψους βοήθεια.

Ο βασιλεύς θέλοντας να επιδείξει στον μακάριο Άνθιμο από υψηλή θέα το πικρό της δοκιμασίας των βασάνων, στην αρχή μεν του συμπεριφέρθηκε, με ήπιο τρόπο αφού προηγουμένως έδειξε δημόσια τα όργανα των βασανιστηρίων, έπειτα δε τον κάλεσε και του είπε: «Συ είσαι ο λεγόμενος Άνθιμος, ο οποίος έχει πλανηθεί στην πίστη του Χριστού, που ως απλός και ευκολόπιστος άνθρωπος απατήθηκες, και εκτοξεύεις χιλιάδες ύβρεις εναντίον των δικών μας θεών;»

Ο γενναίος του Χριστού αθλητής, ο οποίος και για τα όργανα των βασανιστηρίων και για τα λόγια του τυράννου γέλαγε, του είπε:
«Γνώριζε, βασιλιά, δεν θα ήθελα να σου απαντήσω σε αυτά, εάν δεν με έπειθε ο ιερός διδάσκαλος Παύλος διδάσκοντας: «Έτοιμους ημάς είναι παντί τω αιτούντι λόγον διδόναι.

Επηγγείλατο γαρ ημίν ο Θεός στόμα και σοφίαν, η ου δυνήσονται αντιστήναι πάντες οι αντικείμενοι ημίν», διότι εγώ και πιο μπροστά γνώριζα καλά την πολλή σου παχύτητα εξ αιτίας της πλάνης των ειδώλων.

Τώρα εσένα και τους δικούς σου, όπως λέγεις, θεούς θα αποδείξω φανερά αναίσθητους, διότι ήλπιζες να με προσυλητήσεις και να με πάρεις από τον Δημιουργό των απάντων, ο οποίος και σένα το αχάριστο πλάσμα τίμησε με την δική του εικόνα.

Αλλά γιατί με έφερες δεμένο σε αυτό το βήμα και παρέταξες τα όργανα των βασάνων; Ελπίζεις ότι με αυτά θα με πείσεις ή ότι με αυτά θα με καταπλήξεις; Σε άλλους αγενείς πρόσφερε αυτά, στους οποίους ο παρών βίος είναι ηδονή και η στέρησις τους είναι μεγάλη τιμωρία.

Σε μένα όμως και αυτό το χωματένιο σώμα είναι χειρότερο από κάθε φυλακή διότι εμποδίζει την ψυχή μου να διαβεί προς τον Θεό που ποθώ. Ώστε απειλές, τιμωρίες και βάσανα είναι πιο επιθυμητά σε μένα από κάθε τρόπο ζωής, τον οποίον κατόπιν ακολουθεί ο θάνατος, ο οποίος όταν με ελευθερώσει από τα δεσμά της σάρκας θα με οδηγήσει σε αυτά που ποθώ».

Αρχίζουν τα βασανιστήρια 
Αυτά αφού απολογήθηκε ο μεγάλος κατά την αρχιερωσύνη και ακόμη μεγαλύτερος κατά την άθληση, του είπε ο βασιλεύς: «Αυτά είναι μεγάλη φλυαρία, θα δεις δε μετά από λίγο». Αμέσως τότε διατάζει να τον κτυπούν με πέτρες.

Ο γενναίος Άνθιμος επειδή από την αρχή ποθούσε την άθληση για τον Χριστό και ήλπιζε να λάβει από την θεία πρόνοια το στεφάνι της αθλήσεως, γι αυτό με πραότητα δεχόταν και τις παρούσες πληγές για να πετύχει δε λαμπρότερα έπαθλα, χλευάζει τον τύραννο, και κατάκαιε την ψυχή του με την φλόγα της μανίας και τον προκαλούσε για πιο βαριές τιμωρίες, λέγοντας: «Θεοί, οι οποίοι τον ουρανό και την γη δεν έφτιαξαν, ας χαθούν».

Ο λόγος αυτός του Μάρτυρα κατατρυπούσε το κέντρο της καρδιάς του Μαξιμιανού και αμέσως διατάζει, με πυρωμένες περόνες να τρυπήσουν τους αστραγάλους του.

Στον Μάρτυρα όμως το βασανιστήριο αυτό ήταν μεγάλη ευχαρίστηση, διότι πετύχαινε αυτά που ποθούσε και απέδιδε μικρή χάρι στον Μαξιμιανό για τις τιμωρίες, διότι με αυτόν τον τρόπο διψούσε ο Άνθιμος, να ενωθεί με τον Χριστό λέγοντας το προφητικό ρητό: «Εδίψησεν η ψυχή μου προς τον Θεόν τον ισχυρόν, τον ζώντα, πότε ήξω και οφθήσομαι τω προσώπω του Θεού μου;»

Μεγάλα μαρτύρια

Ο Μαξιμιανός έχοντας πνεύμα τυραννικό νόμιζε, ότι εξ αιτίας των μεγάλων βασανιστηρίων θα νικήσει την γενναία σταθερότητα του Μάρτυρα.

Έτσι διατάζει να στρωθεί στο έδαφος όστρακο, και έπειτα να τον απλώσουν γυμνό επάνω σε αυτό και να δέρνουν τον αθλητή με ράβδους όσο πιο πολύ μπορούσαν, ώστε, με τις πληγές από τα ραβδίσματα από πάνω, και με στρωμένα από κάτω όστρακα να αισθανθεί η ψυχή του διπλάσιο πόνο.

Ο Άνθιμος όμως ούτε και με το βασανιστήριο αυτό απελπίσθηκε για την νίκη, αλλά παρακαλούσε τον Κύριο λέγοντας. «Ευχαριστώ σοι, Δέσποτα Βασιλεύ των αιώνων, ότι περιέζωσάς με δύναμιν εξ ύψους, και τους εχθρούς μου έδωκας μοι νώτον, και τους μισούντας με εξωλόθρευσας, και συνεπόδισας πάντας τους επανισταμένους επ’ εμέ υποκάτω μου».

Τότε ο Μαξιμιανός επινοεί και άλλα βασανιστήρια και διατάζει να καύσουν χάλκινες περικνημίδες και να τις βάλουν στον Μάρτυρα.

Η θεία Χάρις τον ενισχύει 
Όσο όμως χρόνο οι μακάριοι εκείνοι πόδες υπέφεραν τα σφοδρότατα και αφόρητα βασανιστήρια των πυρακτωμένων περικνημίδων, θεία Χάρις ήλθε από ψηλά στον γενναίο Μάρτυρα και φωνή ακούσθηκε που τον ενίσχυε περισσότερο και του υποσχόταν μεγάλα βραβεία, η οποία έλεγε. «Εντός ολίγου δια λαμπρώς ακτινοβολούντος στεφάνου εξ ανθέων αθλοφορεί».

Η φωνή αυτή χαροποιεί αμέσως την ψυχή του και κάνει το πρόσωπό του χαρούμενο στα δε χείλη του φαίνεται χαριτωμένο μειδίαμα, που μαρτυρούσε την εσωτερική γαλήνη της καρδιάς του.

Βλέποντας αυτά ο Μαξιμιανός απορούσε, όπως ήταν φυσικό, και θαύμαζε για αυτά. Αλλά από την απιστία του ονόμαζε αυτά μαγικά και ρωτούσε να μάθει την αιτία.

Ο δε δίκαιος είπε: «Βασιλιά, τα παρόντα θαυμάσια, τα οποία βλέπεις, είναι προοίμνια μόνο καλά και αληθινή επαγγελία των μελλόντων, σε λίγο δε θα καταλάβεις, ότι μάταια κομπάζεις, και εκείνους τους οποίους ονομάζεις θεούς θα αποδείξω ότι είναι πολύ κατώτεροι της ανθρωπίνης δυνάμεως, ώστε να μετανοήσεις για την εμπειρία των βασάνων, την οποίαν επιδεικνύεις σε μένα».

Οι δήμιοι παρέλυσαν 
Εξ αιτίας αυτού οργίσθηκε ο βασιλεύς και διατάζει να δέσουν τον Μάρτυρα πάνω σε τροχό και να τον περιστρέφουν συνεχώς, συγχρόνως δε με λαμπάδες και φωτιά να κατακαίουν τις σάρκες του και έτσι να διαλύωνται. Η διαταγή αυτή του Μαξιμιανού έγινε αμέσως έργο και οι δήμιοι που κρατούσαν τις λαμπάδες στα χέρια τους πλησίασαν την φωτιά στον τροχό.

Οι δε ψυχές τους οι οποίες ήσαν θερμότερες από την φωτιά που κρατούσαν στα χέρια τους, επιθυμούσαν να μεταβάλουν ολόκληρο τον Αθλητή σε φλόγα. Αλλά ω του θαύματος!

Σταμάτησε αμέσως να κινείται ο τροχός, οι δε δήμιοι έπεσαν κάτω, έπεσαν δε από τα χέρια τους οι λαμπάδες, επειδή τα χέρια τους έμειναν σαν νεκρά και παράλυτα και ναρκώθηκαν σαν από κάποιο ύπνο.

Εξ αιτίας αυτού του γεγονότος θύμωσε ο βασιλεύς και κατέκρινε τους δημίους, ως αμελείς των διαταγών του και ανίκανους στα χέρια τους.

Ο δε τύραννος αγνοώντας ότι θεία δύναμη έσβησε την δύναμη τους, νόμιζε ότι η οκνηρία τους ήταν η αιτία. Γι αυτό έλεγε: «πως, αφού με τόση τόλμη ήλθατε, τώρα σας έχει καταβάλει η οκνηρία;

Αυτόν λοιπόν προτιμήσατε από τις διαταγές μου, ώστε αυτά που έχουμε πετύχει να τα εγκαταλείψουμε ημιτελή, στο έδαφος δε ξαπλώσατε για να ευχαριστηθείτε, καταβεβλημένοι δήθεν από την κούραση και θέλετε δήθεν να ξεκουρασθείτε;».

Τότε οι δήμιοι του είπαν: «Ώ βασιλεύ, ούτε αμελείς είμαστε στις δικές σου διαταγές, ούτε τολμήσαμε κάτι τέτοιο, ούτε από οκνηρία καταληφθήκαμε, ούτε από τον πολύ κόπο απέκαμαν τα χέρια μας, αλλά κάποια φοβερά όψι που φανερώθηκε σε μας, παρέλυσε τα χέρια μας και ολόκληροι είμαστε διαλελυμένοι και έχομε ατονία.

Διότι τρεις άνδρες, λαμπροί μεν στην όψι, με λευκά ενδύματα, φοβεροί δε στην εμφάνιση, φανερώθηκαν σε μας με άγριο βλέμμα και έστρεψαν την φωτιά με τις αναμένες λαμπάδες εναντίον μας, και αμέσως διέταξαν να απομακρυνθούμε από τον Άνθιμο, και χαρούμενοι τον αποκαλούσαν υπηρέτη του Θεού.

Έτσι αφού μας κατενίκησαν μας έφεραν σε αυτήν την κατάσταση, που μας βλέπεις». Όσο δε αυτοί έλεγαν αυτά, και ο τροχός δεν έρχονταν γύρω, ο Μάρτυρας θερμότερα ευχαριστούσε τον Θεό και απελάμβανε μεγαλύτερη χάρι.

Ο Μαξιμιανός θέλοντας να αποδείξει, ότι αυτό συνέβη από αμέλεια των δημίων και όχι από την μαρτυρική παρρησία του προς τον Θεό, τον απειλούσε να τον θανατώσει με ξίφος εάν δεν θυσιάσει στους θεούς.

Ο θείος Άνθιμος την απειλή την δεχόταν με μεγάλη ευχαρίστηση, παρακαλώντας τον Θεό με όλη την καρδιά του, να αξιωθεί του χορού των Δισμυρίων Μαρτύρων συγχρόνως δε τον ευχαριστούσε να λέγει: «Ιδού εγώ και τα παιδία, α μοι έδωκεν ο Θεός».

Ο δε Μαξιμιανός, επειδή έβλεπε, ότι το τέλος του Ανθίμου θα αποβεί μάλλον κατά την επιθυμία του είπε: «Γνωρίζω την δοξομανία και το φιλότιμο εσάς των Χριστιανών και ότι για την ανταπόδοση αυτού του τολμήματος, που κάνετε και για να πετύχετε το όνομα που επιθυμείτε, προτιμάτε και αυτό το έσχατο όλων των κακών τον βίαιο θάνατο.

Αλλά συ τίποτα δεν θα πετύχεις αλλά αφού πρώτα σε τιμωρήσω πολύ, έπειτα και του παρόντος φωτός θα σε στερήσω, διότι δεν σου αξίζει να απολαμβάνεις τέτοια ηδονή και τέτοια μεγάλα αγαθά».

Ο δε Μάρτυρας είπε: «Αλήθεια δεν μου είναι άξια η παρούσα ηδονή ούτε το φως. Έτσι τύφλωσε τους οφθαλμούς μου για να μη σε βλέπω εσένα το αχάριστο πλάσμα». 
Οδηγείται στη φυλακή

Κατόπιν πήραν εκείνοι οι κακούργοι τον Άγιο και τον οδηγούσαν σύμφωνα με την διαταγή του βασιλέως στην φυλακή. Αλλά η θεοφθόγγος γλώσσα του πάλι έψαλλε προς τον Θεό όπως συνήθιζε και ξαφνικά ελευθερώνεται ο Άγιος από τις αλυσίδες και τα δεσμά.

Το θαύμα αυτό δεν άφησε ασυγκίνητους τους δήμιους που τον πήγαιναν στη φυλακή, αλλά πέφτοντας με το πρόσωπο στη γη έμειναν εκεί βλέποντες ένα τέτοιο παράδοξο φαινόμενο.

Διότι η θεία Χάρις ήλθε από τον ουρανό και φως εξαστράπτουσα περιεκύκλωσε τον Μάρτυρα, τους δε δημίους, που τον οδηγούσαν με τα σιδερένια εκείνα δεσμά, με τα οποία ήταν δεμένος ο Άγιος ρίχνει κάτω στην γη χωρίς να μπορούν να πούνε κάτι ούτε και αυτά τα μάτια τους δεν μπόρεσαν να καλύψουν.

Ο Μάρτυρας αφού τους σήκωσε τους είπε να εξακολουθήσουν τον δρόμο τους. Τέλος ο Άνθιμος μπήκε στη φυλακή χαρούμενος σα να έμπαινε σε πλούσιο τραπέζι και αφού πρόσφερε σε όσους βρισκότανε εκεί τον άρτο της πίστεως, με πολλή αγάπη τους δίδαξε την αληθινή πίστη του Χριστού και τους βάπτισε.

Ο Μαξιμιανός, όταν έμαθε αυτό το γεγονός επειδή φοβήθηκε μήπως χάσει εξ αιτίας του και άλλους πολλούς, φέρνει και πάλι τον Αθλητή μπροστά του και τον παροτρύνει πάλι να θυσιάσει στους θεούς του, υποσχόμενος ως ανταμοιβή αν συμφωνήσει, να τον κάνη ιερέα των ειδώλων.

Ιερεύς Χριστού 
Ο θείος Άνθιμος με πολλή παρρησία του λέγει:
«Εγώ και προτού μου υποσχεθείς είμαι Ιερεύς του πρώτου καλού ποιμένος και Αρχιερέως Χριστού του Θεού, ο οποίος από την μεγάλη του φιλανθρωπία και την άκρα συγκατάβαση, ενώ είναι άϋλος και απερίληπτος, όχι μόνον έγινε άνθρωπος παίρνοντας την δική μας σάρκα, αφού κατέβηκε μέχρι εμάς, και για εμάς πράττοντας αυτά, αλλά και τον εαυτόν του προσέφερε θυσία, για τις αμαρτίες μας, σταυρωθείς και υπομένοντας οδυνηρό θάνατο και αφού μετά τρεις μέρες αναστήθηκε και ανέβηκε στους ουρανούς, πάλι μετέφερε εμάς εκεί από όπου με τον παρακοή μας είχαμε πέσει.

Αυτού είμαι Ιερεύς και σε αυτόν προτιμώ να προσφέρω τον εαυτόν μου θυσίαν, τα δε δικά σου και οι δικοί σου λεγόμενοι θεοί είναι άξιοι μόνον του σκότους και των θρήνων μάλλον δε είναι άξιοι χλευασμού εξ αιτίας της δικής σας απώλειας και συμφοράς».

Το τέλος του Αγίου 
Τότε πολύ οργίσθηκε ο Μαξιμιανός και διατάζει να θανατώσουν τον γενναίο Άνθιμο. Οδηγείται λοιπόν ο Αθλητής, προς τον θάνατο με μεγάλη ευχαρίστηση, ένεκα της επαγγελίας των μελλόντων αγαθών, διότι επρόκειτο να περάσει με τον θάνατο στην ζωή, ευχαριστούμενος μαζί με τους Αγίους Αγγέλους και τους Μάρτυρες στις αιώνιες σκηνές.
Αφού δε ζήτησε λίγο χρόνο να προσευχηθεί, προσευχήθηκε για τελευταία φορά, και έτσι ενώ προσευχόταν στο Θεό του έκοψαν την μακαρία του κεφαλή την τρίτη του μηνός Σεπτεμβρίου, και στον τρισήλιο Θεό παραδίδει τον αγία και μακαρία ψυχή του κατά το έτος 304 μ.Χ.

Το απόγευμα ήλθαν μερικοί πιστοί οι οποίοι με σεβασμό και λαμπρότητα πήραν το τίμιο εκείνο σώμα και με μεγάλο σεβασμό το ενταφίασαν στον ίδιο εκείνο τόπο, δοξάζοντας τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα.


 

Τρίτη 2 Σεπτεμβρίου 2025

Άγιος Ρεμάκλος Επίσκοπος Μάαστριχτ.

 
Άγιος Ρεμάκλος Επίσκοπος Μάαστριχτ. 
  2 Σεπτεμβρίου.

Ο Άγιος Ρεμάκλος ήταν ιεραπόστολος και επίσκοπος Μάαστριχτ. Μεγάλωσε στην Αυλή του Δουκάτου της Ακουιτανίας και σπούδασε κάτω από την επίβλεψη του Αγίου Σουλπίτιου του Ευσεβούς, Επισκόπου Μπουρζ  [17 Ιανουαρίου]. Ο Άγιος Ρεμάκλος ενεδύθη το μοναχικό σχήμα το 625 και στη συνέχεια χειροτονήθηκε ιερέας. Ήταν ο πρώτος που ηγήθηκε του μοναστηριού του Σολινιάκ, όταν διορίστηκε ηγούμενος από τον Άγιο Ελίγιο Επίσκοπο Νογιόν - Τουρναί [1η Δεκεμβρίου]. 
Ήταν σύμβουλος του Σιγιβέρτου Β' της Αυστρασίας και τον έπεισε να ιδρύσει την Πριγκιπική Μονή του Στάβελοτ - Μαλμέντι το 651 όπου υπηρέτησε ως ηγούμενος.* 
Διορίστηκε Επίσκοπος - Ιεραπόστολος του Μάαστριχτ το 652 από τον Άγιο Άμανδο Επίσκοπο Μάαστριχτ [6 Φεβρουαρίου] όταν παραιτήθηκε από τον Επισκοπικό θρόνο, και υπηρέτησε μέχρι το 663. Οι κάτοικοι αυτής της ταραγμένης και αρκετά προβληματικής επισκοπής δολοφόνησαν μερικούς από τους προκατόχους του, ωστόσο, ο Άγιος Ρεμάκλος κατάφερε με μεγάλη επιτυχία να ευαγγελίσει τον πληθυσμό και να διαδώσει τον μοναχισμό στην περιοχή. Εργάστηκε με τον Άγιο Αδελίνο [3 Φεβρουαρίου]. Υπήρξε πνευματικός πατέρας και δάσκαλος του Αγίου Τρούντο ηγουμένου εν Ολλανδία [23 Νοεμβρίου], του Αγίου Βαβολένου [26 Ιουνίου], του Αγίου Θεοδάρδου Επισκόπου Μάαστριχτ [10 Σεπτεμβρίου] και του Αγίου Ιερομάρτυρος Λαμβέρτου Επισκόπου Μάαστριχτ [17 Σεπτεμβρίου]. 
Αποσύρθηκε στην Ιερά Μονή Στάβελοτ - Μαλμέντι όπου κοιμήθηκε ειρηνικά. Τα ιερά του λείψανα φυλάσσονται στο μοναστήρι. 

*Την εποχή της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας υπήρχαν Πριγκιπικές Μονές [Εκκλησιαστικό Πριγκιπάτο] οι οποίες διοικούσαν μεγάλες επικράτειες στις οποίες τα καθήκοντα του Πρίγκιπα.
 ασκούσε ο Ηγούμενος.

ΑΓΙΟΣ ΚΟΣΜΑΣ Ο ΕΡΗΜΙΤΗΣ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ


ΕΚΤΕΝΗΣ ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΚΟΣΜΑ
Ἀπό τόν συγγραφέα Φορτουνάτο Οὖλμο, μοναχό τοῦ Κασίνου, πού ἐκδόθηκε στή Βενετία 
Ο ΑΓΙΟΣ ΠΟΥ ΕΠΕΔΕΙΞΕ ΠΟΙΚΙΛΕΣ ΑΡΕΤΕΣ ΣΤΟΝ ΜΟΝΑΧΙΚΟ ΤΟΥ ΒΙΟ

1.Τα υπέρλαμπρα τάγματα των κορυφαίων Αγίων διαφέρουν μεταξύ τους. Έτσι ο ρυθμιστής των πάντων Κύριος οδηγεί τους εκλεκτούς του στον Ουρανό από διαφορετικούς δρόμους, ώστε κάθε αρετή να ληφθεί υπ’ όψιν και όλες οι αρετές να επιβραβεύονται για κάθε έναν από εκείνους. Ούτε τους έκρινε όλους άξιους να περιβληθούν τον πορφυρό μανδύα του διακεκριμένου μάρτυρα, αλλά τους κατηγοριοποιεί με βάση κάποιο θείο σχέδιο, ώστε για όσους δεν αντιμετώπισαν αιμοσταγείς βασανιστές, να είναι αρκετή η προθυμία και η πίστη τους. Σε άλλους πάλι, που επέλεξαν να ασκήσουν την αρετή τους με διαφορετικό τρόπο, εξασφάλισε αιώνια δόξα.

2.Για να παραλείψομε τα υπόλοιπα, η ιερή συνάθροιση των αναχωρητών αποτελεί ένα παράδειγμα προς μίμησιν, διότι εκείνοι που εγγράφονται σε αυτήν απαρνούνται κάθε κοσμική παραμυθία και διεξάγουν καθημερινά συνεχή πόλεμο με τους αόρατους δαίμονες, πιστεύοντας μόνο στον Θεό. Σε αυτούς επιδαψιλεύεται η εξαίρετη τιμή να απεκδύονται τις χαμερπείς ηδονές και να φλέγονται από ζήλο για τα θεία. Αυτοί δεν πρέπει να αποκαλούνται άνθρωποι, αλλά άγγελοι επί γης. Μεταξύ αυτών, εξαιρετικά διαπρεπής είναι ο Μακαριστός Κοσμάς, στον οποίο είναι αφιερωμένη η σημερινή λαμπρή ημέρα. Αυτός στην νήσο Κρήτη, όσο έζησε, εζήλωσε τη ζωή των αγγέλων, διάγοντας μοναχικό βίο.

3.Διότι αφοσιωμένος καθημερινά στην ενατένιση των ουρανών και στην προσευχή, κατοικούσε σε αυτό το αφιλόξενο σπήλαιο, επεδείκνυε πρόθυμα και ακούραστα πίστη στον παντοδύναμο Κύριο. Μέσα σε αυτήν την εκλεκτή μοναξιά, βέβαια, το δικό του σώμα περικυκλωμένο από τα τοιχώματα και εξασθενημένο από τις κακουχίες, την πείνα, την επίπονη και επίμονη άσκησή του, είχε ως μοναδικό σκοπό το να υπηρετεί τον Κύριο. Υπομένοντας την υγρασία και το ψύχος και περιφρονώντας τις ανέσεις είχε εξασκήσει το σώμα του στο να αντιστέκεται σε κάθε απόλαυση. Ύστερα, έχοντας ιδιαίτερα βαθιά γνώση του πώς θα πολεμήσει τον δαίμονα, αν και υπέφερε καθημερινά από στομαχικές διαταραχές, τον απωθούσε με μεγάλη ευκολία. Και έτσι, περνώντας από αρετή σε αρετή, ξεπέρασε όλους τους προηγούμενους και ανέβαινε συνεχώς όλο και ψηλότερα.

4.Φλεγόμενος από την επιθυμία να προοδεύσει, όσο προόδευε τόσο περισσότερο προσπαθούσε να προσεγγίσει το Θεό. Διαρκώς είχε στο μυαλό του τον Κύριο, και πάσχιζε ασθμαίνοντας να φτάσει σε Αυτόν. Δεν σταμάτησε να μοχθεί νυχθημερόν για να κερδίσει την αγάπη του Κυρίου. Υψώνοντας λοιπόν με την περισυλλογή τα μάτια της ψυχής του προς την αιωνιότητα, περιφρονούσε τα εγκόσμια. Και πάντοτε, καθοδηγούμενος από το φως του Θεού, μέσα από τη μοναξιά αποκάλυπτε τα μυστικά που Αυτός έκρυβε. Ευχαριστούσε τον Κύριο ο οποίος τον απέσπασε από τα ταραχώδη ανθρώπινα και του εξασφάλισε θεία προστασία

5.Περιφρονούσε τη μακροζωία, και αισθανόταν οίκτο για εκείνους που την επεδίωκαν. Αναστενάζοντας ασταμάτητα γι’ αυτούς, προσευχόταν για την επιείκεια του Κυρίου. Για χάρη τους ο οσιότατος άνδρας ασκούνταν στον μοναχικό βίο και οι καρποί των προσευχών του σε αυτούς αποδίδονταν. Προικισμένος με αυτές και άλλες αναρίθμητες αρετές, φορώντας το στέμμα της αθανασίας αναλήφθηκε στους ουρανούς, εκεί δηλαδή που τον οδηγούσε από καιρό το βήμα του, την 4η ημέρα του Σεπτεμβρίου του έτους 658 μ.Χ., και εκείνο το σπήλαιο στο οποίο κρυβόταν όσο ήταν εν ζωή, έγινε τελικά ο τάφος του.

6.To λείψανο του Αγίου παρέμεινε για κάποιο χρονικό διάστημα εκεί, και το επισκέπτονταν συχνά οι κάτοικοι της γύρω περιοχής. Αργότερα, η μεγάλη ευλάβεια που αισθάνονταν για τον Ερημίτη τους ώθησε να απομακρύνουν το σώμα από αυτό το μέρος της φρικτής απομόνωσης και να το αποθέσουν στην κοντινή πόλη σε ένα καλλωπισμένο μέρος. Ωστόσο αυτό που επακολούθησε έδειξε ότι τα ανθρώπινα σχέδια δεν ήταν συμβατά με τα θεϊκά. Διότι από τότε ο ουρανός δεν ξανάστειλε το δώρο της βροχής, και κάποιες φορές έριχνε χαλάζι.

7.Για όσο χρονικό διάστημα το σώμα του Αγίου Ερημίτη βρισκόταν στον κόσμο της κοσμικής τύρβης, ενέσκηψε τρομερή ξηρασία και επικράτησε μεγάλη σιτοδεία. Όταν λοιπόν δοκίμαζαν αυτές τις δυστυχίες οι άνθρωποι, διαπίστωναν ότι αναβιώνει η εποχή του προφήτη Ηλία,[1] που με δέηση του προφήτη έκλεισαν οι ουρανοί και δεν έβρεξε για τρία χρόνια και έξι μήνες.

Αρχικά οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να ερμηνεύσουν αυτή την τιμωρία, έπειτα όμως, με φώτιση Θεού την απέδωσαν στη μεταφορά του αγίου λειψάνου.

8.Αναθεώρησαν λοιπόν την απόφασή τους και επέστρεψαν το ιερό σώμα του Αγίου εκεί από όπου το είχαν πάρει, δηλαδή στην αγαπημένη του σπηλιά. Αμέσως άνοιξαν οι ουρανοί, έπεσε άφθονη βροχή και άρχισαν να ρέουν τεράστιες ποσότητες νερού, και όλη η περιοχή ξεχείλισε από γονιμότητα, δείγμα του ότι η θεία οργή είχε κατευναστεί. Έτσι έγινε αντιληπτό στους απαίδευτους κατοίκους ότι συνετελέσθη ένα θαύμα, και ότι πρέπει να τηρούμε ευλαβική απόσταση από εκείνα τα οποία θεωρούμε ιερά και όσια. Το λείψανο παρέμεινε εκεί (στη σπηλιά) για 400 χρόνια, και συνέχισε να λατρεύεται από τους ντόπιους. Ανάμεσα σε αυτούς και στον τάφο του Αγίου παρεμβαλλόταν μακρός και ανηφορικός δρόμος, που έπρεπε κανείς να διανύσει με τη χάρη του Θεού και του ίδιου του ερημίτη.

9.Ωστόσο, όπως στην αρχή υπάρχει ενθουσιασμός για όλα τα πράγματα, όμως στη συνέχεια εξασθενεί, έτσι και η φλόγα των πιστών συν τω χρόνω υποχώρησε, λόγω της ευάλωτης ανθρώπινης φύσης. Όμως ο παντοδύναμος Κύριος, που φροντίζει με αγάπη τους Αγίους του, μεριμνώντας για να ευρεθεί καταλληλότερος τόπος για τη λατρεία του Αγίου, σύμφωνα με την επιθυμία του μακαριστού ερημίτη να μην είναι εύκολα προσβάσιμος, επέλεξε τη Βενετία, αποφασίζοντας να κοσμήσει τη δυσπρόσιτη περιοχή μας με ένα τόσο ευγενές δώρο. Στη συνέχεια θα εκθέσομε πότε συνέβη αυτό και με ποιον τρόπο.

Η ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΤΟΥ ΣΚΗΝΟΜΑΤΟΣ ΣΤΗ ΒΕΝΕΤΙΑ  


10.Η νήσος Κρήτη δεν είχε περιέλθει ακόμη στην εξουσία της Ενετίας. Ωστόσο κατέφθαναν εκεί καθημερινώς φορτηγά πλοία, για να φορτώσουν εξωτικά εμπορεύματα. Αυτή τη ναυτική διαδρομή την συνηθίζουν ακόμη και σήμερα οι Βενετοί έμποροι, οι οποίοι δεν διστάζουν χάριν της εμπορίας να διακινδυνεύουν σοβαρά πλέοντας σε βαρβαρικές επικράτειες. Ανάμεσα λοιπόν στα πολλά πλοία που κατέφθαναν στην προαναφερθείσα νήσο, κάποτε προσορμίσθηκε αγαθή τη τύχη ένα βενετικό πλοίο. Αυτό μετέφερε πολυπληθή ομάδα ανδρών που ταξίδευαν όχι για πλουτισμό, αλλά για θρησκευτικούς λόγους. Αυτοί, δελεασμένοι από τη φήμη του Κοσμά, κρυφά σχεδίαζαν μεταξύ τους την αρπαγή του σκηνώματός του και εστίαζαν σε αυτή την πράξη όλη τη σκέψη και την ενέργειά τους, μη γνωρίζοντας προφανώς αν ο ίδιος ο Κοσμάς θα συναινούσε ή θα ήταν αντίθετος σε αυτό το εγχείρημα. Σε αυτή την αγωνία ερχόταν να προστεθεί ο φόβος για τους Κρητικούς. Aν αυτοί μάθαιναν τη σχεδιαζόμενη αρπαγή, το αποτέλεσμα θα ήταν ασφαλώς o θάνατος εκείνων που τη σχεδίαζαν με συνοπτικές διαδικασίες.

11.Ενώ λοιπόν αγωνιούσαν, και αμφιταλαντεύονταν, ο Άγιος εμφανίστηκε κατά τη διάρκεια της νύχτας καθ’ ύπνους σε όραμα σε έναν από αυτούς και του έδωσε λεπτομερείς οδηγίες για το πώς θα μετέφεραν με ασφάλεια το σκήνωμα στην Ενετία, με τη συναίνεση του Θεού. Όταν εκείνος ξύπνησε, απευθύνθηκε στους συντρόφους του και τους προέτρεψε να εκτελέσουν με επιτυχία το σχέδιο που του είχε προταθεί. Έτσι με αυτό τον τρόπο, αφού ανεθάρρησαν και ανέκτησαν τις ελπίδες τους, καθόρισαν μια συγκεκριμένη μέρα κατά την οποία θα πήγαιναν όλοι μαζί στο σπήλαιο. Μόλις λοιπόν έφεξε, με προθυμία όλοι τους έσπευδαν, βαδίζοντας από ένα μονοπάτι γεμάτο αιχμηρούς θάμνους, σχεδόν αδιάβατο λόγω της πυκνότητας των αγκαθιών.

12.Oι πιο πιστοί από αυτούς προχωρούσαν με γυμνά πέλματα, ενώ άλλοι προχωρούσαν με καλυμμένα τα πόδια. Τότε συνέβη ένα θαύμα, το οποίο επιβεβαίωσε την αγιότητα του Κοσμά και εξαφάνισε τη διστακτικότητα των Βενετών. Συγκεκριμένα, εκείνοι που πορεύονταν προς το σπήλαιο ανυπόδητοι, ελάχιστα ενοχλούνταν από την αιχμηρότητα των αγκαθιών. Αντιθέτως, τα πόδια εκείνων που προχωρούσαν φορώντας υποδήματα πληγώνονταν από ανυπόφορα τρυπήματα. Έκθαμβοι από το καινοφανές γεγονός, γέμιζαν με ανείπωτη αγαλλίαση και ανέπεμπαν θερμότερες δοξολογίες προς τον Κύριο, ο οποίος είχε ευοδώσει το ταξίδι τους. Καθώς πλησίαζαν στη σπηλιά ένας - ένας, γονατίζοντας ανέπεμπαν δεήσεις στο Θεό και στον ίδιο τον Ερημίτη, και ρίχνονταν με μεγαλύτερη λαχτάρα στην επιχείρηση της θρησκευτικής αρπαγής.

13.H πρόσβαση στη σπηλιά ήταν αρκετά δύσκολη, και η μοναδική είσοδος ήταν ένας πολύ στενός φεγγίτης, που μόλις χωρούσε ένα ανθρώπινο σώμα. Από αυτό εισήλθαν, και βρήκαν άθικτο τον πολύτιμο θησαυρό, που έδινε την εντύπωση ότι είχε πρόσφατα τοποθετηθεί εκεί με θαυμαστό τρόπο. Σήκωσαν με θρησκευτική ευλάβεια το σκήνωμα και το μετέφεραν προσεκτικά στο κατάλληλο πλοίο. Έτσι, ταχύτατα, πλέοντας σε ήρεμη θάλασσα και γαλήνιο ουρανό, έφθασαν στο νησί του Αγίου Γεωργίου στη Βενετία, το έτος 1058 από τη γέννηση της Παρθένου, μήνα Απρίλιο, την ενδεκάτη Ινδικτιώνα, την εικοστή ημέρα, πριν ολοκληρωθεί ένας αιώνας από την περίοδο που εγκαταστάθηκαν οι μοναχοί στο νησί. Aξιώθηκε να είναι ο πρώτος Άγιος που εκόσμησε με την παρουσία του το νησί.

14.Ωστόσο, δεν έχομε τη δυνατότητα να ανασυνθέσομε όλα τα πεπραγμένα του Κοσμά, στο βαθμό που θα το θέλαμε. Διότι ο ίδιος επέλεξε ένα τρόπο ζωής αρκετά μυστικό, και γνωρίζομε μόνον ό,τι ήθελε ο Θεός να μάθομε. Οι άνθρωποι αντιλήφθηκαν τις αρετές που είχε όσο ζούσε μόνο όταν έφυγε από τη ζωή. Γιατί έζησε μόνο με τον Θεό και με τον εαυτό του, εξ ου και τον γνώρισε μόνον ο Θεός και ο εαυτός του. Αν και θα θέλαμε περισσότερα, ας αρκεστούμε λοιπόν σε αυτά τα λίγα που γράψαμε, τα οποία ίσως μπορούν να ενισχύσουν την φλόγα της πίστης περισσότερο από ό,τι αν ήταν πολλά. Επειδή δηλαδή αποφεύγομε να μιμούμαστε τους αγίους, δικαιολογημένα ο Κύριος πολλές φορές δεν αποκαλύπτει τις μυστικές τους πράξεις, για να μην προβάλλονται εις μάτην παραδείγματα προς μίμησιν, τα οποία όμως δεν πρόκειται να μας εμφυσήσουν ανάλογο ζήλο.

15.Επομένως, αυτό που γίνεται στην πράξη δεν είναι καθόλου άσχετο με το έλεος του Κυρίου. Διότι την ημέρα της κρίσεως θα μας κρίνουν ως δικαστές εκείνοι τους οποίους είχαμε ως πρότυπα του ορθού βίου. Ας δοξάζομε λοιπόν τον Κύριο, γιατί χάρις στην πρόνοιά του κατέστη δυνατόν να μην περιπέσουν στη λήθη με κανένα τρόπο τα πεπραγμένα του μακαριστού ερημίτη, αλλά να διασωθούν στη μνήμη των επιγενομένων εκείνα τα στοιχεία που επιβε- βαιώνουν την αγιότητά του.

16.Tα θαύματα που πραγματοποιήθηκαν μετά θάνατον, όπως ακούσαμε, αποδεικνύουν ότι είναι δικαιολογημένη η λατρεία του. Αν λοιπόν θέλομε να αναζητήσομε τη βοήθειά του ή να προσφύγομε στη λατρεία του, ας γνωρίζομε ότι η αγιότητά του δεν θα μας αρνηθεί τη συνηγορία της. Ας προσευχηθούμε λοιπόν στον φιλεύσπλαχνο Κύριο, ώστε εκείνα τα έργα του τα οποία γνωρίζομε να μας καθοδηγούν, και εκείνες οι λαμπρές αρετές του, τις οποίες αγνοούμε, να μας βοηθούν, για να κατορθώσομε να κερδίσομε τη βασιλεία των ουρανών, με τη βοήθεια του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, του Πατρός και του Αγίου Πνεύματος. Η βασιλεία του Θεού είη εις τους αιώνας των αιώνων, αμήν.


Μετάφραση από το λατινικό πρωτότυπο:
Εμμανουήλ Κ. Αποστολάκης, Φιλόλογος

Θεώρηση μετάφρασης: Κωνσταντίνος Ε. Αποστολάκης,
Αναπληρωτής Καθηγητής Κλασικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης
ΣΥΝΤΟΜΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΛΕΙΨΑΝΩΝ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΚΑΙ ΘΕΟΦΟΡΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΚΟΣΜΑ ΤΟΥ ΕΡΗΜΙΤΟΥ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ
Πρίν ἀπό 20 χρόνια ἡ Ἱερά Μονή Κουδουμᾶ ἄρχισε νά ἐρευνᾶ τόν βίο τοῦ μεγάλου Ἐρημίτη καί Ὁμολογητή καί νά τόν τιμᾶ, κατασκευάζοντας ἕνα ναΐσκο σέ παρακείμενο σπήλαιο. Πρίν ἀπό 10 χρόνια ὑπῆρξε μάλιστα αἴτημα γιά ἀπότμημα τοῦ Ἱεροῦ του Λειψάνου, μέσῳ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, τό ὁποῖο ὅμως ἀπαντήθηκε ἀρνητικά, λόγῳ τῆς ἐντοιχίσεως τοῦ λειψάνου ἐντός τοῦ ἀλταρίου τοῦ παρεκκλησίου τοῦ Ἁγίου Βενεδίκτου. Τότε ἔγινε γιά πρώτη φορά σέ μετάφραση τοῦ βίου του καί μελετήθηκαν προσεκτικά ὅλα τά στοιχεῖα. 
Ἔτσι, μέ τίς ὁλόθυμες εὐχές καί τήν εὐλογία τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Γορτύνης καί Ἀρκαδίας κ. Μακάριου καταρτίστηκε φάκελος μέ ὅλα τά στοιχεῖα, ὁ ὁποῖος ἔγινε δεκτός καί μελετήθηκε ἀπό τήν Ἀδελφότητα τοῦ San Giorgio Maggiore καί Ἰταλούς ἀρχαιολόγους. Μία ἀποστολή ἀπο- τελούμενη ἀπό τόν Ἡγούμενο καί ἀδελφούς τῆς Ἱερᾶς Μονῆς καθώς καί τόν συντηρητή - μουσειογράφο Νικόλαο Σησαμάκη ἐπισκέφθηκε τή Βενετία, τόν Μάϊο τοῦ 2017 καί προέβη σέ συζητήσεις μέ τούς ὑπεύθυνους. Μέ ἄδεια τῆς Ἀρχαιολογικῆς Ὑπηρεσίας τῆς Ἰταλίας μελετήθηκε τό ἀλτάριο τοῦ Ἁγίου Βενεδίκτου μέσα στό ὁποῖο σύμφωνα μέ τά στοιχεῖα φυλάσσονταν τό λείψανο τοῦ Ἁγίου. Τόν Ἰούνιο τοῦ 2017 ἔγινε σκανάρισμα τοῦ μνημείου μέ τεχνική «σόναρ» ἀπό τό Πανεπιστήμιο Βενετίας γιά ἐξακρίβωση τῆς τοποθεσίας τοῦ λειψάνου. Ἀκολούθως ἔγινε μελέτη γιά τήν τομή καί ἀποκα- τάσταση τοῦ μνημείου ἀπό τόν κ. Νικόλαο Σησαμάκη, μέ τή συνεργασία τοῦ Ἰταλοῦ συντηρητῆ Carmelo Grasso.
Τόν Αὔγουστο τοῦ 2018 ἡ Ἰταλική Ἀρχαιολογική Ὑπηρεσία ἐνέκρινε τή μελέτη καί στίς 10 Ὀκτωβρίου τοῦ 2018, παρουσίᾳ τῶν ἐντεταλμένων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κουδουμᾶ, ἔγινε ἡ διάνοιξη τοῦ μνημείου.

Μέσα σέ μαρμάρινη σαρκοφάγο ὑπῆρξε μία ξύλινη λάρνακα μέ μεγάλες φθορές καί ἀνεικονικό διάκοσμο. Στίς 11 Ὀκτωβρίου ἀνοίχθηκε ἡ λάρνακα, παρουσίᾳ τοῦ Don Giuseppe Constantini, ὑπευθύνου γιά τά λείψανα τοῦ Ρωμαιοκαθολικοῦ Πατριαρχείου Βενετίας καί πιστοποιήθηκε ἡ ὕπαρξη τοῦ σώματος τοῦ Ἁγίου μέσα στή λάρνακα. Ἄμεσα ἡ λάρνακα ξανασφραγίστηκε μέ βουλοκέρι καί κλειδώθηκε σέ φυλασσόμενο χῶρο μέχρι τήν ἄφιξη τοῦ Ἡγουμένου καί ἀδελφῶν τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κουδουμᾶ

Στίς 16 Ὀκτωβρίου, παρουσίᾳ τῶν Don Giuseppe Constantini ὡς ἐκπροσώπου τοῦ Πατριαρχείου Βενετίας, τοῦ Ἡγουμένου τοῦ San Giorgio Maggiore, Norberto Villa, τοῦ μοναχοῦ Paolo Maria Gensori, καί τοῦ συντηρητῆ Carmelo Grasso ἐκ μέρους τῶν Βενετῶν καί τοῦ Ἡγουμένου Ἀρχιμ. Μακαρίου Σπυριδάκη, τῶν Ἱερομονάχων Ἰλαρίωνος Σταματάκη καί Παρθενίου Καραμανώλη, τοῦ συντηρητῆ, κ. Νικολάου Σησαμάκη καί τοῦ κ. Φωτίου Βολανάκη, ἐκ μέρους τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κουδουμᾶ, ἔγινε ἡ ἀποσφράγιση τοῦ ἱεροῦ λειψάνου.

Τό λείψανο βρέθηκε μέ μεγάλες φθορές, ἐνῶ συντηρεῖ ἀκόμα σέ ἀρκετά σημεῖα δέρμα καί μύες. Δυστυχῶς, λόγῳ τῆς κακοποίησης τοῦ λειψάνου καί τοῦ κλίματος τῆς Βενετίας τό δέρμα, τά ὑφάσματα πού τό κάλυπταν καί τά ὑποδήματα τοῦ Ἁγίου ἦταν ἀδύνατο νά ἀπομακρυνθοῦν χωρίς νά ὑποστοῦν ἀνεπανόρθωτες βλάβες. Ἔτσι, προτιμήθηκε νά μήν ἀπομακρυνθεῖ ὁ Ἅγιος ἀπό τόν χῶρο του καί ἡ Ἱερά Μονή Κουδουμᾶ παράλαβε τά τμήματα πού εἶχαν ἀποκοπεῖ ἀπό τό σῶμα καί μποροῦσαν νά μεταφερθοῦν.

Μέ σφραγίδα τοῦ Πατριαρχείου Βενετίας καί ἐπίσημο ἔγγραφο μπροστά σέ ὅλους τούς παρόντες ἔγινε ἀφαίρεση ἀπό τή λάρνακα, διά χειρός τοῦ Don Giuseppe Constantini ὑπεύθυνου τοῦ Ufficio Reliquie τοῦ Πατριαρχείου Βενετίας, τῶν δύο τμημάτων τῆς σπασμένης κάρας τοῦ Ἁγίου, τά ὁποῖα δόθηκαν στά δύο Μοναστήρια. Τό πρῶτο στήν Ἱερά Μονή Κουδουμᾶ καί τό δεύτερο στό Μοναστήρι τοῦ San Giorgio Maggiore. Κατόπιν ἀφαιρέθηκε ἕνας σπόνδυλος γιά τή λειψανοθήκη τοῦ Λατινικοῦ Πατριαρχείου Βενετίας. Στή συνέχεια παραδόθηκαν στόν Ἡγούμενο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κουδουμᾶ, ἡ δεξιά ὠμοπλάτη, μέρος ἀπό τό ὕφασμα πού κάλυπτε τόν Ἅγιο, ἐπίσης, σπαράγματα ἀπό τή ζωγραφική ἐπιφάνεια τῆς εἰκονομαχικῆς λάρνακας τοῦ 8ου αἰῶνος πού κάλυπτε τόν Ἅγιο καθώς καί οἱ ἀρχαῖες κλειδαριές, ὥστε νά συντηρηθοῦν καί νά τοποθετηθοῦν σέ ἀντίγραφο πού θά γίνει στήν Ἱερά Μονή Κουδουμᾶ γιά νά φιλοξενήσει τά λείψανα. Ἐπίσης, παραδόθηκαν ἀποτμήματα ἀπό διάφορα σημεῖα τοῦ ἀσκητικοῦ σώματος ἐκ μέρους τῆς Ἀδελφότητος τοῦ San Giorgio Maggiore.

Τήν ἴδια ὥρα, ἐπιτραχήλιο καί μοναχικό σχῆμα κομποσκοίνι καί Σταυρός τοποθετήθηκαν πάνω στό ἱερό σκήνωμα ἐκ μέρους τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κουδουμᾶ καί πολύτιμη βενετσιάνικη στόφα, ἐκ μέρους τῶν ἐκπροσώπων τοῦ Πατριαρχείου Βενετίας. Στό τέλος, τοποθετήθηκε περγαμηνή στήν Ἑλληνική καί Ἰταλική γλώσσα, ὑπογεγραμμένη ἀπό ὅλους τούς παρόντες ἡ ὁποία θά πληροφορήσει τούς μελλοντικούς ἐρευνητές. Ἡ λάρνακα ξανακλείστηκε καί σφραγίστηκε μέ βουλοκέρι. 
Στίς 17 Ὀκτωβρίου 2018 ἡ λάρνακα μέ τό ἱερό σκήνωμα μεταφέρθηκε στά χέρια τῶν μοναχῶν καί ἀπό τίς δύο Ἀδελφότητες καί ξανασφραγίστηκε ἐντός τοῦ ἀλταρίου ὅπου φυλασσόταν. Τήν ἴδια ἡμέρα, ἡ ἀποστολή τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κουδουμᾶ ἀναχώρησε μέ πλοῖο ἀπό τή Βενετία, τά ἐν λόγῳ Ἱερά Λείψανα ἔφθασαν στήν Ἱερά Μητρόπολη Γορτύνης καί Ἀρκαδίας, στίς 20 Ὀκτωβρίου 2018 καί ἀπό ἐκεῖ κατέφθασαν στό Μοναστήρι τοῦ Κουδουμᾶ, ὅπου ἔγινε ἡ ὑποδοχή τους καί ἀκολούθησε Ἱερά Ἀγρυπνία.

ΤΙΜΗ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΚΟΣΜΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΚΟΜΙΔΗΣ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΛΕΙΨΑΝΩΝ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ
πως εἶναι γνωστό ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τιμᾶται κάθε χρόνο τήν 2α Σεπτεμβρίου, ἐνῷ μέ ὁμόφωνη Ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης ἡ Ἐπανακομιδή τῶν Ἱερῶν Λειψάνων τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Ἐρημίτου καί Ὁμολογητοῦ ἀπό τή Βενετία στήν Κρήτη, θά τιμᾶται κάθε χρόνο, τήν 3η Κυριακή τοῦ μηνός Μαΐου, κατά τήν ὁποία θά ψάλλεται ἡ πλήρης Ἀσματική Ἀκολουθία, ἡ ὁποία συντάχθηκε ἐπί τούτῳ.


 

Μετάφραση ἀρχαίου βίου τοῦ ἁγίου Μάμαντος

 
Μαρτύριο τοῦ ἁγίου μάρτυρος Μάμαντος 
μετάφραση ἀρχαίου βίου τοῦ ἁγίου Μάμαντος 
2 Σεπτεμβρίου  
ΠΗΓΗ:ΕΔΩ 
1. Τοὺς πόνους τῶν ἁγίων μαρτύρων, φροντίζουμε νὰ τοὺς ἀφηγούμαστε στὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ καὶ θεωροῦμε πρέπον νὰ μνημονεύονται μὲ κάθε τρόπο, οἰκοδομώντας πνευματικὰ τὴ συνάθροιση τῶν πιστῶν στὸν Θεὸ καὶ ἑλκύοντας ἐκείνους ποὺ ἔχουν ἔνθερμη πίστη νὰ ἐπιδείξουν ζῆλο ὅμοιο μὲ ἐκεῖνον τῆς φιλόχριστης μαρτυρίας τους, ἔτσι ὥστε νὰ μπορέσουν καὶ στὸν δικό μας καιρὸ ἐκεῖνοι ποὺ ἀγαποῦν τοὺς μάρτυρες, ἐγκύπτοντας στὴ μελέτη τῆς ζωῆς ὅσων ἔχουν μαρτυρήσει παλαιότερα, νὰ γίνουν μέτοχοι πολὺ μεγάλης ὠφέλειας. Διότι δὲν εἶναι μονάχα πρὸς τοὺς Ἰουδαίους ποὺ ἔχει δοθεῖ ἡ ἐντολὴ νὰ διακηρύττουν τὰ ἔνθεα κατορθώματα τῶν (Τριῶν Παίδων) Ἀνανία, Ἀζαρία καὶ Μισαήλ, ἐνῶ ἐμεῖς οἱ χριστιανοὶ νὰ ἐμποδιζόμαστε νὰ ἐξαγγέλλουμε τὰ ἀνδραγαθήματα τῶν μαρτύρων, ποὺ κατὰ καιροὺς ἀγωνίσθηκαν τὸν ἴδιο ἀγώνα τοῦ μαρτυρίου.

2.πῆρχε λοιπὸν ἐκεῖνο τὸν καιρό, κάποιος ἄνδρας στὴν πόλη Γάγγρα τῆς Παφλαγονίας, μὲ τὸ ὄνομα Θεόδοτος, ὁ ὁποῖος ἦταν νυμφευμένος μὲ μιὰ γυναίκα ποὺ λεγόταν Ρουφίνα. Αὐτοὶ οἱ δύο,  εὐλαβεῖς καὶ μὲ φόβο Κυρίου, κατοικοῦσαν σ’ ἕνα προάστιο τῆς ἴδιας πόλης. Ὁ ἄρχοντας αὐτῆς τῆς πόλης τῆς Γάγγρας, κάποιος Ἀλέξανδρος, ὄντας πολὺ ἀσεβής, ἔνοιωθε μίσος γιὰ τοὺς χριστιανούς, ὑποχρεώνοντάς τους νὰ προσφέρουν θυσία στὰ εἴδωλα. Ὅταν ἔμαθε γιὰ τὸν μακάριο Θεόδοτο ὅτι, ὡς χριστιανός, διδάσκει τὸν λαὸ νὰ μὴ λατρεύει τοὺς θεοὺς καὶ οὔτε νὰ ὑπακούει στὸ διάταγμα τοῦ καίσαρα, ἔδωσε ἐντολὴ νὰ συλληφθεῖ καὶ νὰ παρουσιαστεῖ ἐνώπιόν του. Ὅταν παρουσιάστηκε, τὸν ρώτησε ὁ Ἀλέξανδρος: «Λέγε, ποιός εἶσαι;» Ἐκεῖνος εἶπε: «Ὁ Θεόδοτος». Ὁ Ἀλέξανδρος εἶπε: «Γιατί ἀντιτάσσεσαι στὴν προσταγὴ τοῦ καίσαρα καὶ δὲν θυσιάζεις στοὺς θεούς; Συμμορφώσου λοιπὸν καὶ πρόσφερε τὰ δῶρα στοὺς θεοὺς καὶ μπὲς στὸν ναὸ τοῦ Σεραπείου καὶ πρόσφερέ τους θυσία, γιὰ νὰ μὴ μὲ ἀναγκάσεις νὰ σὲ πείσω μὲ σκληρὰ βασανιστήρια νὰ θυσιάσεις». Ὁ Θεόδοτος ἀποκρίθηκε: «Δὲν εἶναι στὴ ἐξουσία σου νὰ μὲ βασανίσεις, γιατί εἶμαι εὐγενής». Τότε εἶπε ὁ Ἀλέξανδρος: «Ποιός εἶναι ὁ κλῆρος σου;» Ὁ Θεόδοτος εἶπε: «Εἶμαι γιὸς ἐπιφανοῦς ἄρχοντα καὶ ἔχω ἔγγραφα διαθήκης γιὰ τὴν πατρικὴ κληρονομιά». Ὁ Ἀλέξανδρος, μὴ μπορώντας νὰ τοῦ κάνει κάτι, λόγῳ τοῦ ὅτι ἀνῆκε σὲ ἀνώτερη τάξη, τοῦ εἶπε: «Σὲ νουθετῶ, Θεόδοτε, νὰ ὑπακούσεις σὲ μᾶς καὶ νὰ μὴν παρακούσεις καθόλου τὴν προσταγὴ τοῦ Καίσαρα. Εἰδεμή, ἂν δὲν θελήσεις νὰ μᾶς ὑπακούσεις, μὲ ἀναγκάζεις νὰ σὲ παραπέμψω στὸν ἡγεμόνα στὴν Καισάρεια». Ἀποκρίθηκε ὁ Θεόδοτος καὶ εἶπε: «Ἀκόμα κι ἂν μὲ παραπέμψεις στὸν ἡγεμόνα σου, δὲν θὰ φοβηθῶ. Γιατὶ ἔχω τὸν Θεὸ ποὺ μὲ βοηθᾶ». Ὅταν εἶπε αὐτά, τὸν παρέπεμψε ἀμέσως στὸν ἡγεμόνα, γράφοντάς του τὰ ἑξῆς: «Ἔστειλα στὴν ἐξοχότητά σου ἕναν ἄνδρα ποὺ δὲν ὑπακούει στὴν προσταγὴ τοῦ καίσαρα καὶ παρακινεῖ τὸν κόσμο νὰ μὴ θυσιάζει στοὺς θεούς». Τὸν Θεόδοτο ἀκολούθησε καὶ ἡ γυναίκα του, ἡ ὁποία ἀγαποῦσε τὸν σύζυγό της καὶ κατὰ κάποιον τρόπο ἦταν συνδεδεμένη μαζί του μὲ δεσμοὺς στοργῆς, ἡ ὁποία ἦταν ἔγκυος καὶ κόντευε νὰ γεννήσει.

3. ταν ἔφτασαν στὴν Καισάρεια, ὁ ἡγεμόνας παρέλαβε τὴν ἀναφορὰ καί, ἀφοῦ τὴ διάβασε, ἔδωσε διαταγὴ νὰ ρίξουν τὸν Θεόδοτο στὴ φυλακή. Μαζί του μπῆκε στὴ φυλακὴ καὶ ἡ γυναίκα του. Ὅταν λοιπὸν εἰσῆλθαν στὴ φυλακή, ὁ Θεόδοτος προσευχήθηκε μὲ δάκρυα στὰ μάτια καὶ εἶπε: «Κύριε, ὁ Θεὸς τῶν δυνάμεων, ὁ Πατέρας τοῦ μονογενοῦς Σου Υἱοῦ, ποὺ μὲ διαφύλαξες μέχρι σήμερα, χάρισέ μου πλήρη τὴ χάρη Σου, ἔτσι ὥστε νὰ κρατήσω τὸ ὄνομά Σου χωρὶς ποτὲ νὰ τὸ ἀρνηθῶ. Καὶ δῶσε μου τὴν ὑπομονὴ μέχρι τέλους καὶ κράτησέ μὲ μακριὰ ἀπὸ τὶς παγίδες τοῦ διαβόλου καὶ ἀπὸ τὰ δόλια τεχνάσματα τῶν πονηρῶν καὶ ἀσεβέστατων ἀνθρώπων». Καὶ ἀφοῦ προσευχήθηκε μ’ αὐτὰ τὰ λόγια καὶ ἀσπάστηκε τὴ γυναίκα του, ξαπλώνοντας χάμω παράδωσε τὴν ψυχή του στὸν Θεό. Ἡ Ρουφίνα, ὅταν εἶδε πὼς ὁ ἄνδραςτης πέθανε, κυριεύτηκε ἀπὸ μεγάλη ἀθυμία καί, μὴ ἀντέχοντας τὸν πόνο, ἀμέσως γέννησε. Καὶ κοιτάζοντας τὸν ἄντρα της καὶ τὸ παιδί, εἶπε ἀναστενάζοντας μὲ δάκρυα στὰ μάτια: «Κύριε ὁ Θεός, ποὺ ἔπλασες τὸν Ἀδὰμ καὶ τοῦ ἔδωσες τὴν Εὔα γιὰ βοήθεια καὶ εἶπες ὅτι “ὁ ἄνδρας θὰ ἐγκαταλείψει τὸν πατέρα του καὶ τὴ μητέρα του καὶ θὰ προσκολληθεῖ στὴ γυναίκα του καὶ θὰ ἀποτελέσουν οἱ δύο μία σάρκα”, παράλαβε καὶ τὴ δική μου ψυχή, ἔτσι ποὺ νὰ πεθάνω μαζί μὲ τὸν ἄντρα μου, καὶ διαφύλαξε αὐτὸ τὸ βρέφος μὲ τὴ χάρη Σου σὲ ὅλη τὴ ζωή του». Καί, ἀγκαλιάζοντας τὸ σῶμα τοῦ ἄντρα της, κοιμήθηκε καὶ αὐτή. Ὅσο γιὰ τὸ παιδί, ἦταν ξαπλωμένο ἐκεῖ ἀνάμεσα στοὺς δύο.

4. Τὴν ἴδια νύκτα, ἄγγελος Κυρίου ἐμφανίζεται σὲ κάποιαν ἀρχόντισσα ποὺ λεγόταν Ἀμμία, ἡ ὁποία εἶχε φόβο Θεοῦ καὶ ἦταν πάρα πολὺ εὐλαβής, καὶ τῆς λέει: «Πήγαινε καὶ ζήτα ἀπὸ τὸν ἡγεμόνα τὰ σώματα τῶν χριστιανῶν ποὺ πέθαναν στὴ φυλακὴ καὶ τὸ παιδάκι ποὺ θὰ βρεῖς ἀνάμεσά τους, πάρε το καὶ ἀνάθρεψέ το σὰν γιό σου· ὅσο γιὰ κείνους, κήδεψέ τους καθὼς ἁρμόζει καὶ ἀπόθεσε τὰ σώματά τους σὲ τόπο σεβάσμιο». Καὶ ἀφοῦ εἶπε αὐτά, ἔφυγε ἀπὸ κοντά της ὁ ἄγγελος. Ἡ Ἀμμία τρόμαξε καὶ κάλεσε ἕνα ἀπὸ τοὺς εὐνούχους ὑπηρέτες της καὶ τοῦ διηγήθηκε τὸ ὅραμα μὲ τὸν ἄγγελο καὶ ἐκεῖνα ποὺ τῆς εἶπε ὁ ἄγγελος. Ἡ Ἀμμία ἦταν χήρα καὶ δὲν εἶχε παιδιά. Ἔστειλε λοιπὸν τὸν εὐνοῦχο της στὸν ἡγεμόνα γιὰ νὰ ζητήσει τὰ σώματα τῶν μακαρίων, καταπῶς τῆς εἶπε ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ. Ὁ εὐνοῦχος πῆγε καὶ εἶπε στὸν ἡγεμόνα: «Ἡ ἀρχόντισσα Ἀμμία μὲ ἔστειλε σὲ σένα, λέγοντας· “Μιὰ παράκληση ὑποβάλλω σὲ σένα, τὴν ὁποία παρακαλῶ νὰ μοῦ ἱκανοποιήσεις. Αὐτοὺς τοὺς χριστιανοὺς ποὺ διάταξες νὰ ριχτοῦν στὴ φυλακή, νὰ δώσεις ἐντολὴ νὰ πάρω τὰ σώματά τους καὶ νὰ τοὺς θάψω. Γιατὶ ἄκουσα ὅτι ἔχουν πεθάνει”». Ὁ ἡγεμόνας ἔδωσε τότε ἐντολὴ νὰ τῆς δοθοῦν τὰ σώματα. Ἀφοῦ λοιπὸν πῆγε ἡ Ἀμμία στὴ φυλακή, τοὺς μὲν Θεόδοτο καὶ Ρουφίνα κήδεψε μὲ μεγάλες τιμές, ἐνταφιάζοντάς τους σ’ ἕναν τόπο ὀνομαζόμενο Παράδεισο, στὰ ἐξέχοντα προάστια τῆς πόλης, τὸ δὲ παιδί, τὸ πῆρε καὶ τὸ ἀνάτρεφε παραδίδοντάς το σὲ μιὰ τροφό.

5. ταν τὸ παιδὶ ἔγινε ἑνὸς ἔτους, ἡ Ἀμμία, παίρνοντάς το στὶς ἀγκάλες της, τὸ φίλησε. Τὸ παιδί, ἀνοίγοντας τὸ στόμα του, εἶπε «ἀμμά», τὸ ὁποῖο σημαίνει «μητέρα». Ἡ Ἀμμία ἡ ἀρχόντισσα ὀργάνωσε τότε πολυτελὲς γεῦμα καὶ κάλεσε τοὺς ἄρχοντεςτῆς πόλης καὶ εἶχε χαρὰ μεγάλη σ’ ὅλο της τὸ σπίτι· καὶ τὴν τροφό, ἀφοῦ τῆς ἔκανε πολλὰ δῶρα, τὴν ἀπάλλαξε ἀπὸ τὴ φροντίδα τοῦ παιδιοῦ. Ἕνας ἀπὸ τοὺς κυβερνῶντες, ποὺ ὀνομαζόταν Ἀττικός, παίρνοντας τὸν λόγο εἶπε στὴν Ἀμμία: «Δυσκολεύομαι νὰ πιστέψω αὐτὸ ποὺ λές, ἀρχόντισσα, ὅτι αὐτὸ τὸ παιδὶ εἶναι ἑνὸς ἔτους· γιατὶ ἐμένα μοῦ φαίνεται σὰν νὰ εἶναι τεσσάρων ἐτῶν». Εἶπε λοιπὸν ἡ Ἀμμία: «Ἔχεις ν’ ἀκούσεις καὶ κάτι πιὸ ἀξιοθαύμαστο ἀπ’ αὐτό, Ἀττικέ. Γιατί, ὅταν τὸ πῆρα στὶς ἀγκάλες μου ἀπὸ τὴν τροφό του, μὲ ἀποκάλεσε “ἀμμά”». Τότε, ὅλοι ὅσοι ἦσαν προσκεκλημένοι στὸ γεῦμα, σὰν μ’ ἕνα στόμα, εἶπαν ὅτι τὸ παιδὶ πρέπει νὰ ὀνομαστεῖ Μάμας. Ὅταν τὸ παιδὶ ἔγινε πέντε χρόνων, ἦταν πάρα πολὺ μυαλωμένο καὶ γνωστικό. Ἡ Ἀμμία, λοιπόν, ἡ ἀρχόντισσα, τὸ παράδωσε σ’ ἕναν δάσκαλο γιὰ νὰ μορφωθεῖ. Κανόνισε μάλιστα νὰ ἔχει κι ἕναν ὑπηρέτη, ποὺ λεγόταν Κλημέντιος, ὁ ὁποῖος νὰ τὸ ἀκολουθεῖ συνεχῶς. Ἀφοῦ ἔκανε ἕξι μῆνες στὸν δάσκαλο, ξεπέρασε ὅλα τὰ παιδιὰ στὴ φρόνηση καὶ τὴ σύνεση τῶν συλλογισμῶν, ἔτσι ποὺ καὶ ὁ ἴδιος ὁ δάσκαλος νὰ μένει ἔκθαμβος μὲ τὴ σοφία του.

6. Αὐρηλιανός, ποὺ ἦταν καίσαρας ἐκεῖνο τὸν καιρό, ἔστειλε τοπικοὺς κυβερνῆτες σὲ κάθε ἐπαρχία τῆς αὐτοκρατορίας, λέγοντάς τους: «Νά! Ἔχουν περάσει ἕξι χρόνια ἀπὸ τότε ποὺ ἔδωσα ἐντολὴ νὰ ἐκδοθοῦν διατάγματα σὲ κάθε πόλη, ἔτσι ὥστε ὅλοι νὰ προσφέρουν θυσίες στοὺς μεγάλους θεούς, καὶ κανένα ἀπὸ αὐτὰ δὲν ἐφαρμόστηκε. Γι’ αὐτό, σᾶς δίνω αὐτὴ τὴν ἐξουσία, νὰ ἐπιβάλλετε στοὺς πάντες νὰ προσφέρουν θυσίες στοὺς θεοὺς καὶ σὲ ὅσους δὲν ὑπακοῦν νὰ ἐπιβάλλετε τιμωρίες. Τὴ μέρα τῆς γιορτῆς τοῦ Δία, λοιπόν, δῶστε διαταγὴ νὰ πᾶνε ὅλα τὰ παιδιὰ ποὺ φοιτοῦν σὲ δασκάλους, μαζὶ μὲ τοὺς δασκάλους τους, στὸν ναὸ γιὰ νὰ προσφέρουν θυσία στοὺς θεούς. Γιατί, ἔτσι ὅπως εἶναι ἀθῶα τὰ παιδιά, ἡ θυσία θὰ γίνει εὐπρόσδεκτη ἀπὸ τοὺς θεοὺς καὶ τὰ παιδιὰ θὰ ἐξευμενίσουν τοὺς θεοὺς γιὰ μᾶς». Καὶ ἀφοῦ εἶπε αὐτὰ ὁ Αὐρηλιανός, τοὺς ἔστειλε στὶς ἐπαρχίες μὲ μεγάλη ἰσχύ. Ὅταν ἦρθε στὴν Καισάρεια κάποιος τύραννος μὲ τὸ ὄνομα Δημόκριτος, ἄρχισε νὰ προστάζει τοὺς πάντες, μὲ ἀπειλὲς βίας καὶ βασανιστηρίων, νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα, δίνοντας ἐντολὴ καὶ στοὺς δασκάλους νὰ πάρουν τὰ παιδιὰ καὶ νὰ πᾶνε στοὺς ναοὺς καὶ νὰ προσφέρουν θυσίες τὴ μέρα τοῦ Δία.

7. Μάμας, παρακολουθοῦσε μαθήματα σὲ κάποιον δάσκαλο. Ὅταν εἶδε τὰ παιδιὰ νὰ πηγαίνουν στοὺς ναοὺς μαζί μὲ τοὺς δασκάλους, εἶπε: «Πέστε μου, γιὰ ποιόν λόγο πηγαίνετε στοὺς ναούς; Οἱ γονεῖς σας σᾶς παρέδωσαν στοὺς δασκάλους μὲ σκοπό, ἀφοῦ διδαχθεῖτε ἀπὸ αὐτοὺς τὰ μαθήματα τῶν γραμμάτων, νὰ ἀποκτήσετε σύνεση, καὶ νὰ ἀναγνωρίσετε τὸν δημιουργὸ τῶν ὅλων καὶ Δεσπότη Θεό. Γι’ αὐτό, λοιπόν, μὴ ξεγελαστεῖτε καί, βλέποντας εἴδωλα διακοσμημένα μὲ χρυσάφι κι ἀσήμι, προσφέρετε θυσία σ’ αὐτά, τὰ ὁποῖα εἶναι κουφὰ καὶ ἄλαλα». Ἀφοῦ λοιπὸν εἶπε αὐτὰ τὰ λόγια μὲ πολλὴ τόλμη, κανένας ἀπὸ τοὺς παριστάμενους δὲν τόλμησε νὰ τὸν ἀντικρούσει, γιατὶ φοβόντουσαν τὴν ἀρχόντισσα, ἐπειδὴ ἦταν ἀκριβῶς μητέρα του καὶ πρώτη κατὰ τάξη τῆς συγκλήτου. Ὁ εὐνοῦχος ἀκόλουθός του, ποὺ λεγόταν Κλημέντιος, κατέγραφε μὲ σειρὰ ὅλα τὰ συμβαίνοντα στὴ ζωή του, παρακολουθώντας μὲ θαυμασμὸ τὴν κατὰ Θεὸ πρόοδό του. Ὅσο γιὰ τὰ παιδιὰ ποὺ σπούδαζαν μαζί του, ἔδειχναν προθυμία νὰ μιμηθοῦν τὴ συμπεριφορά του καὶ συνεργάζονταν μαζί του σὲ ὅλα. Ὅταν ἔφτασε στὴν ἡλικία τῶν ἕξι ἐτῶν, ἡ ἀρχόντισσα ἐκοιμήθη, ἀφήνοντάς του ὅλη της τὴν περιουσία.

8. Τότε, κάποιος ἀπὸ τοὺς δασκάλους, πηγαίνοντας στὸν τύραννο τοῦ εἶπε: «Ὅλες οἱ σχολές, δάσκαλοι μαζὶ καὶ παιδιά, ὑπάκουσαν στὸ πρόσταγμά σου καὶ στὸ διάταγμα του καίσαρα. Ἡ μόνη σχολὴ ποὺ παρακούει τὴ διαταγή σου εἶναι ἐκείνη τοῦ δασκάλου Ἀρίστωνα». Ὁ Δημόκριτος ἔδωσε ἐντολὴ νὰ φέρουν ἐνώπιόν του τὸν Ἀρίστωνα. Ὅταν ἐκεῖνος παρουσιάστηκε ἐνώπιόν του, ὁ Δημόκριτος τοῦ εἶπε: «Γιατί παρακοῦς τὸ θεῖο πρόσταγμα καὶ παρακινεῖς τὰ παιδιὰ νὰ μὴ θυσιάσουν στοὺς θεούς;» Ὁ Ἀρίστωνας ἀποκρίθηκε καὶ εἶπε: «Ἐγώ, ἀπ’ τὴ δική μου μεριά, ὑπακούω στὸ διάταγμα του καίσαρα. Ὅμως, εἶναι ἕνα παιδὶ στὴ σχολή μου, ποὺ λέγεται Μάμας· αὐτὸς παρακινεῖ ὅλα τὰ παιδιὰ καὶ δὲν τοὺς ἀφήνει οὔτε στοὺς ναοὺς νὰ πᾶνε, οὔτε σὲ μένα νὰ ὑπακούσουν».

9. Τότε ὁ τύραννος ἔδωσε ἐντολὴ νὰ παρουσιαστεῖ ἐνώπιόν του ὁ Μάμας. Ὅταν παρουσιάστηκε, τοῦ εἶπε ὁ Δημόκριτος: «Ἐσὺ εἶσαι ὁ Μάμας, ποὺ ἐμποδίζει τὴν τέλεση τῶν θυσιῶν στοὺς θεούς;» Ἐκεῖνος ἀποκρίθηκε: «Ἐγὼ εἶμαι, ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ Μάμας». Ὁ τύραννος εἶπε: «Ἐπειδὴ εἶσαι παιδάκι, ἔχεις ἀνάγκη ἀπὸ συμβουλή. Γι’ αὐτὸ σὲ συμβουλεύω νὰ ἀναγνωρίσεις τοὺς θεούς, ἀλλὰ καὶ νὰ μεταπείσεις τὰ παιδιά, γιὰ νὰ μὴν τὰ βρεῖ ἄσχημο τέλος ἐξαιτίας σου». Ὁ Μάμας εἶπε: «Ἂν καὶ εἶμαι παιδί, γνωρίζω τί εἶναι ὠφέλιμο γιὰ μένα· μάθε, λοιπόν, ὅτι οὔτε ἐγὼ θυσιάζω, οὔτε ἐκεῖνοι προσφέρουν θυσία». Ὁ τύραννος εἶπε: «Πάρτε τον καὶ ὁδηγεῖστε τον στὸν ναὸ τοῦ Σέραπη γιὰ νὰ προσφέρει θυσία, ἔτσι ποὺ ὅταν τὰ παιδιὰ ποὺ τὸν ἀκολουθοῦν τὸν δοῦν νὰ θυσιάζει, νὰ θυσιάσουν καὶ αὐτά». Ὁ Μάμας εἶπε: «Εἶμαι εὐγενὴς καὶ ἀπὸ ἀνώτερη τάξη καὶ δὲν φοβᾶμαι τὴ διαταγή σου». Ὁ τύραννος εἶπε: «Λέγε, ποιὸς εἶσαι!» Τότε, ὁ Τιβεριανός, ὁ πρόεδρος τῆς Βουλῆς, εἶπε: «Ἡ ἀρχόντισσα Ἀμμία τὸν ἀνάθρεψε σὰν γιό της καὶ δὲν μπορεῖς νὰ τοῦ τὸ ἐπιβάλεις μὲ τὴ βία». Ὁ Δημόκριτος εἶπε: «Ἄκουσέ με, Μάμα, γιατὶ σὲ λυποῦμαι, ὅταν βλέπω ὅτι, ἐνῶ εἶσαι τόσο ἀνήλικος, ἔχεις τόσο μεγάλη σύνεση. Γιατί, ἂν συγκατατεθεῖς νὰ θυσιάσεις, θὰ τοὺς προσελκύσεις ὅλους πρὸς ἐσένα. Καὶ θὰ γίνει ἀναφορὰ στὸν καίσαρα γιὰ σένα καὶ θὰ ζήσεις μὲ πολὺ μεγάλη τιμὴ καὶ προκοπή. Ἂν πάλι δὲν συγκατατεθεῖς νὰ κάνεις αὐτὸ ποὺ ἁρμόζει ὅσον ἀφορᾶ τὸ διάταγμα τοῦ καίσαρα, θὰ σὲ στείλω σ’ αὐτὸν κι ἐκεῖνος δὲν θὰ σὲ σπλαχνιστεῖ». Ὁ Μάμας εἶπε: «Ἡ κατάληξη τῶν λόγων σου δὲν πρόκειται νὰ αἰχμαλωτίσει τὸν συνετό μου λογισμό, ἀσεβέστατε τύραννε· γιατὶ δὲν θὰ φοβηθῶ οὔτε τὸν καίσαρά σου· ἔχω βασιλέα ἐπουράνιο τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό». Ὁ τύραννος, γεμάτος θυμό, εἶπε: «Ἐπειδὴ μίλησες δυσφημιστικὰ γιὰ τὸν καίσαρα, σήμερα κιόλας θὰ παραπεμφθεῖς ἐνώπιόν του». Καὶ ἀφοῦ διάταξε νὰ τὸν ἁλυσοδέσουν, τὸν ἔστειλε στὸν καίσαρα Αὐρηλιανό, μαζί μὲ τέσσερις στρατιῶτες, γράφοντάς πρὸς τὸν καίσαρα τὰ ἑξῆς: «Πρὸς τὸν αὐτοκράτορα Αὐρηλιανό, ἀπὸ τὸν Δημόκριτο· παρέπεμψα στὴ θεότητά σου τὸν ἱερόσυλο Μάμα, ὁ ὁποῖος δὲν ὑπακούει στὸ διάταγμα τῆς θεότητάς σου καὶ μιλᾶ ἀσεβῶς γιὰ τὴν ἐξουσία σου καὶ παρακινεῖ τὴν πόλη τῶν Καισαρέων νὰ μὴ θυσιάζει στοὺς θεούς».

10. ταν ἔφτασε ὁ Μάμας στὴν πόλη τῶν Αἰγαιῶν μαζὶ μὲ τοὺς στρατιῶτες —ἐπειδὴ ὁ βασιλέας περνοῦσε κάποιον χρόνο στοὺς παραθαλάσσιους ἐκείνους τόπους—, τὸν ὁδήγησαν σ’ αὐτόν, φέρνοντας μαζὶ καὶ τὴν ἀναφορὰ τοῦ Δημόκριτου. Ὅταν ὁ καίσαρας διάβασε τὴν ἀναφορά, πρόσταξε νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὴ φυλακή. Τὴν ἑπόμενη μέρα, ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τὸν παρουσιάσουν ἐνώπιόν του. Ὅταν ὁ ἅγιος παρουσιάστηκε, τοῦ εἶπε ὁ Αὐρηλιανός: «Λέγε, ποιὸς εἶσαι»; Ὁ Μάμας εἶπε: «Εἶμαι χριστιανὸς καὶ δοῦλος τοῦ Θεοῦ». Ὁ Αὐρηλιανὸς εἶπε: «Μὲ βάση τὰ ὅσα περιέχονται στὴν ἀναφορά, θὰ ἔπρεπε νὰ τιμωρηθεῖς ὡς βλάσφημος, χωρὶς κἂν νὰ ἀνακριθεῖς. Ἐπειδή, ὅμως, εἶναι περίοδος φιλανθρωπίας, ἀναβάλλω γιὰ λίγο τὴν ἐκτέλεση τῆς τιμωρίας. Ἔλα, λοιπόν, μπὲς μαζί μου στὸ Σεραπεῖο καὶ θυσίασε, γιὰ νὰ ἔχεις καὶ τὴ δική μου ἐκτίμηση. Γιατὶ σπλαχνίζομαι τὰ νιάτα σου καὶ εὐφραίνομαι νὰ βλέπω τὴν ὡραιότητα τῆς ὀμορφιᾶς σου». Ὁ Μάμας εἶπε: «Ἔχε ὑπόψη σου, βασιλιά, ὅτι ἐγὼ δὲν θὰ κάνω κάτι τέτοιο· ἐπειδὴ εἶμαι χριστιανὸς καὶ ἔχω φόβο Θεοῦ». Τότε ὁ Αὐρηλιανός, ἀφοῦ ἔγινε ἔξαλλος ἀπὸ θυμό, διάταξε νὰ τὸν γδύσουν καὶ νὰ τὸν χτυπήσουν οἱ δήμιοι. Ἀφοῦ χτύπησαν γιὰ πολλὴ ὥρα τὸν μάρτυρα, εἶπε ὁ Αὐρηλιανός: «Τί λές, Μάμα; Ἀλλάζεις γνώμη καὶ θυσιάζεις, γιὰ νὰ ἀπολαύσεις τὰ δῶρα καὶ τὶς τιμὲς ποὺ θὰ σοῦ δώσω;» Ὁ Μάμας εἶπε: «Δὲν ἐπιλέγω νὰ ἀνταλλάξω τὰ ἄφθαρτα μὲ τὰ φθαρτά». Ὁ Αὐρηλιανὸς εἶπε: «Συγκατάνευσε νὰ θυσιάσεις καί, δίνοντας αὐτὴ τὴν ὑπόσχεση μὲ λόγια, θὰ ἐξαγοράσεις τὴν ἴδια τὴ ζωή σου». Ὁ ἅγιος λέγει: «Ἐγὼ ποθῶ ἐκείνη τὴ ζωὴ ποὺ δὲν ἔχει τέλος· γιατὶ αὐτὴ ἐδῶ ἡ ζωὴ εἶναι πρόσκαιρη καὶ παρέρχεται». Ὅταν ὁ ἅγιος εἶπε αὐτά, ὁ Αὐρηλιανὸς διάταξε νὰ τὸν κρεμάσουν καὶ νὰ καῖνε τὸ σῶμα του μὲ ἀναμμένες λαμπάδες. Καὶ ὅταν ἔγινε αὐτό, ἡ φωτιὰ δὲν τὸν ἄγγιζε. Τοῦ εἶπε τότε ὁ Αὐρηλιανός: «Λυπήσου τὰ νιάτα σου καὶ θυσίασε». Ὁ Μάμας εἶπε: «Δὲν ἐγκαταλείπω τὸν Θεό μου καὶ νὰ θυσιάσω σὲ εἴδωλα ποὺ φτιάχτηκαν ἀπὸ ἀνθρώπινα χέρια». Καὶ πρόσταξε ὁ Αὐρηλιανὸς νὰ τὸν χτυπήσουν στὸ στόμα μὲ πέτρες. Ἐκεῖνος, ὅμως, μένοντας ἀσάλευτος στὴν πίστη, παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ λέγοντας: «Κύριε ὁ Θεός, χάρισέ μου τὴν ὑπομονὴ μέχρι τὸ τέλος». Ὁ Αὐρηλιανὸς εἶπε: «Ἂν δὲν θυσιάσεις, δίνω διαταγὴ νὰ σὲ ρίξουν στὴ θάλασσα». Ὁ Μάμας εἶπε: «Ἀσεβέστατε τύραννε καὶ ἀνάξιε γιὰ ὁποιαδήποτε τιμή, μὴ μὲ πιέζεις νὰ θυσιάσω στὰ δαιμόνια καὶ νὰ ἐγκαταλείψω τὸν ζωντανὸ Θεό, τὸν ἀληθινὸ Θεό».

11. ργισμένος ὁ Αὐρηλιανός, ἔδωσε διαταγὴ νὰ δέσουν ἕνα βαρίδι ἀπὸ μολύβι στὸν λαιμό του καὶ νὰ τὸν ρίξουν στὴ θάλασσα. Καθὼς ὅμως τὸν πῆραν οἱ στρατιῶτες καὶ τὸν ἔβαλαν στὸ πλοῖο γιὰ νὰ τὸν πᾶνε στὰ βαθιά, ἕνας ἄγγελος Κυρίου τοὺς παρουσιάστηκε ἀφήνοντάς τους κατάπληκτους καί, ἐπειδὴ φοβήθηκαν, ἐπέστρεψαν πάλι στὴν ξηρά. Ὁ ἄγγελος ἦταν μαζί μὲ τὸν ἅγιο, δίνοντάς του θάρρος καὶ στηρίζοντάς τον. Ὅταν ἀποχώρησαν οἱ στρατιῶτες, ὁ ἄγγελος τοῦ εἶπε: «Πήγαινε στὸ ὄρος τῆς Καισαρείας, γιατὶ ἐκεῖ ἔχει ὁριστεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ λάβεις τὸν στέφανο τοῦ μαρτυρίου». Καὶ ἀφοῦ εἶπε αὐτά, ὁ ἄγγελος ἀμέσως ἐξαφανίστηκε. Ὅσο γιὰ τοὺς στρατιῶτες, ἀφοῦ παρουσιάστηκαν στὸν Αὐρηλιανό, τοῦ εἶπαν: «Αὐτοκράτορα, πρόκειται νὰ ἀκούσεις γιὰ ἕνα παράδοξο θαῦμα. Γιατὶ τὸν ἄνδρα ποὺ διάταξες νὰ ρίξουμε στὴ θάλασσα, μᾶς τὸν πῆρε κάποιος ὑπέρλαμπρος νέος ποὺ παρουσιάστηκε σὲ μᾶς, στὸν ὁποῖο δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἀντισταθεῖ οὔτε ὁλόκληρο τὸ στράτευμά σου».

12. σο γιὰ τὸν ἅγιο Μάμα, ἀκολουθώντας τὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου, ἦρθε στὸ ὄρος Σιλωὰμ καὶ ἐκεῖ ζοῦσε στὸ βουνὸ μαζὶ μὲ τὰ θηρία, χωρὶς νὰ λάβει τροφὴ γιὰ σαράντα μέρες. Ὅταν πείνασε, ἀπευθύνθηκε μεγαλοφώνως πρὸς τὸν Θεὸ καὶ εἶπε: «Κύριε ὁ Θεός, ποὺ ἔστειλες τροφὴ στὸν Προφήτη Ἠλία στὸ ὄρος μέσῳ ἑνὸς πουλιοῦ καὶ στὸν Προφήτη Δανιὴλ στὸν λάκκο τῶν λεόντων μέσῳ τοῦ Προφήτη Ἀββακούμ, στεῖλε καὶ σὲ μένα τροφή, ἐπειδὴ σβήνει ἡ πνοὴ τῆς ζωῆς μου». Καὶ ἀμέσως τοῦ ἐμφανίστηκε ἄγγελος Κυρίου σὲ μορφὴ βοσκοῦ καὶ τοῦ εἶπε: «Τί ζητᾶς, Μάμα;» Ὁ Μάμας τοῦ ἀποκρίθηκε καὶ εἶπε: «Πεινῶ καὶ ἀναζητῶ τροφή». Ὁ ἄγγελος τοῦ εἶπε: «Πήγαινε σ’ ἐκείνη τὴ σπηλιὰ καὶ ἐκεῖ θὰ βρεῖς ἕνα χαντάκι ποὺ ἔκαναν οἱ βοσκοὶ μὲ πέτρες καὶ μιὰ ἐλαφίνα νὰ στέκει δίπλα του· νὰ ἀρμέξεις γάλα ἀπὸ τὴν ἐλαφίνα καί, ἀφοῦ κάνεις τυρὶ ἀπὸ αὐτό, φάγε καὶ ζῆσε». Καὶ λέγοντας αὐτά, ἀποχώρησε ἀπὸ κοντά του ὁ ἄγγελος τοῦ Κυρίου. Ὅταν ὁ Μάμας ἔκανε ὅπως τὸν πρόσταξε ὁ ἄγγελος Κυρίου, βλέπει ἕνα ραβδὶ νὰ κατεβαίνει ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ ἀκούει μιὰ φωνὴ νὰ τοῦ λέει: «Πάρε αὐτὸ τὸ ραβδὶ ποὺ κατέρχεται ἀπὸ τὸν Κύριο πρὸς ἐσένα· γιατὶ μὲ αὐτό, θὰ ἐξημερώνεις τὰ ἄγρια θηρία. Ἐπειδὴ αὐτὸ τὸ ραβδὶ δὲν θὰ ἔχει λιγότερη δύναμη ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ δόθηκε στὸν Μωυσὴ ὅταν ἦταν στὴν Αἴγυπτο. Κι ὅ,τι κι ἂν μοῦ ζητήσεις μέσῳ τῆς ράβδου αὐτῆς ἐπικαλούμενός με, θὰ τὸ λάβεις». Ὁ ἅγιος, ἀφοῦ πῆρε τὸ ραβδὶ καὶ ἔστρεψε τὸ βλέμμα του στὸν οὐρανό, χτύπησε μὲ αὐτὸ τὴ γῆ, καὶ ἀμέσως ἐμφανίστηκε ἕνα εὐαγγέλιο. Ἀμέσως τὸ πῆρε, κλίνοντας τὸ κεφάλι, καὶ εἶπε: «Κύριε, σὲ ποιόν προστάζεις νὰ ἀναγγέλλω τὶς δωρεές σου;» Ὁ Κύριος τοῦ εἶπε: «Χτίσε εὐκτήριο οἶκο καὶ φτιάξε ἁγία Τράπεζα ἐντός του καὶ Ἐγὼ θὰ σοῦ ἀναγγείλω σὲ ποιούς θὰ πρέπει νὰ πεῖς αὐτά». Ὁ Μάμας πῆγε καὶ ἔκανε ὅπως ἀκριβῶς τὸν πρόσταξε ὁ Κύριος καί, ἀφοῦ στάθηκε μπροστὰ ἀπὸ τὸ θυσιαστήριο, ἄρχισε νὰ ἀπαγγέλλει τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἀμέσως μαζεύτηκαν κοντά του ὅλα τὰ ἄγρια ζῶα καί, ἀκούγοντας τὴ φωνή, γονάτισαν καὶ ἔμειναν νὰ κοιτάζουν πρὸς τὸν οὐρανό. Καὶ μετὰ τὸ γονάτισμα βγῆκαν ἔξω. Καὶ ἔμεναν μαζί του τὰ θηλυκὰ ἄγρια ζῶα μαζὶ μὲ τὰ ἐξημερωμένα καὶ ἄρμεγε τὸ γάλα τους μὲ τὰ χέρια του καὶ πήζοντάς το ἔφτιαχνε τυριά. Καὶ εἶπε ὁ Μάμας στὸν Θεό: «Κύριε, τί νὰ τὰ κάνω αὐτὰ τὰ τυριὰ ποὺ μοῦ δώρησες;» Καὶ ὁ Θεὸς τοῦ εἶπε: «Κατέβα στὴν πύλη τῆς Καισαρείας, καὶ ἐκεῖ θὰ βρεῖς φτωχούς, χῆρες καὶ ὀρφανὰ καὶ νὰ τὰ δώσεις σ’ αὐτούς».


13. Τότε, ἀφοῦ εἶδαν αὐτὰ τὰ παράδοξα οἱ βέβηλοι, τὰ ἀνάφεραν στὸν ἡγεμόνα Ἀλέξανδρο, ὁ ὁποῖος εἶχε ἀποσταλεῖ ἀπὸ τὸν Αὐρηλιανὸ τὸν τύραννο γιὰ νὰ κυβερνᾶ τὰ ζητήματα τῆς Καππαδοκίας, ἐγείροντας κατηγορία ἐναντίον του ὅτι εἶναι μάγος καὶ μαγεύει τὰ ἄγρια ζῶα. Μόλις τὰ ἄκουσε αὐτὰ ὁ ἡγεμόνας, ἔστειλε ἀμέσως ἱππεῖς στὸ ὄρος ὅπου κατοικοῦσε. Ὅταν τοὺς εἶδε ὁ Μάμας, σηκώθηκε καὶ πῆγε καὶ τοὺς πλησίασε. Ἀφοῦ ἦρθαν κοντά του, οἱ ἄνδρες τὸν ρωτοῦσαν: «Ποῦ κατοικεῖ ὁ νεαρὸς ποὺ ὀνομάζεται Μάμας, ἢ ποῦ βόσκει τὰ πρόβατα;» Ἐκεῖνος τοὺς εἶπε: «Πέστε μου τί τὸν χρειάζεστε καὶ σᾶς τὸν φανερώνω». Οἱ ἄνδρες εἶπαν: «Ἔχει ὑποβληθεῖ κατηγορία ἐναντίον του πρὸς τὸν ἡγεμόνα καὶ τὸν ἀναζητᾶ· γιατὶ λένε πὼς μαγεύει τὰ ἄγρια ζῶα». Ὁ ἅγιος Μάμας ἀποκρίθηκε καὶ τοὺς εἶπε: «Ἂς πᾶμε πρῶτα στὸ σπίτι γιὰ νὰ φᾶμε». Ἐκεῖνοι εἶπαν: «Ἂς πᾶμε». Καὶ ἀφοῦ μπῆκαν στὸ σπίτι, τοὺς παρέθεσε γεῦμα μὲ ψωμὶ καὶ τυρί. Καὶ ἐνῶ ἔτρωγαν, ξαφνικὰ μαζεύτηκαν τὰ ἄγρια ζῶα. Καὶ ὁ Μάμας, ἀφοῦ μπῆκε καὶ στάθηκε μπροστὰ στὸ θυσιαστήριο, διάβαζε δυνατὰ ἐκεῖνα ποὺ ἔγραφε τὸ εὐαγγέλιο τοῦ Θεοῦ, τὸ ὁποῖο τοῦ δόθηκε μέσῳ τοῦ ραβδιοῦ. Ὅταν οἱ ἄνδρες εἶδαν τὰ ἄγρια θηρία, φοβήθηκαν καὶ κατέφυγαν κοντά του στὸ θυσιαστήριο. Βλέποντας ὁ Μάμας τὸν φόβο τους, τοὺς εἶπε: «Μὴ φοβάστε, γιατὶ ἐγὼ εἶμαι ὁ λεγόμενος Μάμας, ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ». Ἐκεῖνοι τοῦ εἶπαν: «Ἄνθρωπε, πές μας, ποιός εἶναι ὁ Θεός σου καὶ μπορεῖς νὰ ὑποτάσσεις μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο τὰ ἄγρια ζῶα; Καὶ ἂν μᾶς τὸν γνωρίσεις, θὰ πιστέψουμε σ’ αὐτόν». Ὁ Μάμας ἀποκρίθηκε καὶ εἶπε: «Ἐγὼ λατρεύω τὸν Θεό, ποὺ δημιούργησε τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ καὶ ὅλα ὅσα ὑπάρχουν σὲ γῆ καὶ οὐρανό». Ἐκεῖνοι τοῦ εἶπαν: «Ἂν θέλεις νὰ ἔρθεις μαζί μας νὰ πᾶμε στὸν ἡγεμόνα, ἔλα· εἰδεμή, ἐμεῖς φεύγουμε». Ἐκεῖνος τοὺς εἶπε: «Πηγαίνετε ἐσεῖς· γιατὶ ἐγὼ θὰ ἔρθω μόνος μου, μὲ τὴ συνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Κι ἐκεῖνοι ἀποχώρησαν μὲ φόβο ἀπὸ ἐκεῖ.

14. Τότε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶπε στὸν Μάμα: «Κάλεσε ἕνα λιοντάρι, τὸ ὁποῖο θὰ θανατώσει τὰ παιδιὰ τῶν Ἑλλήνων καὶ τῶν Ἰουδαίων». Καὶ ὁ Μάμας εἶπε: «Κύριε ὁ Θεὸς τῶν πατέρων μας, ρίξε τὸ βλέμμα Σου στὸν ἁμαρτωλὸ δοῦλο σου Μάμα καὶ μὴ δυσαρεστηθεῖς μαζί μου καὶ μὴν ἀπομακρυνθεῖς ἀπὸ μένα, γιατὶ εἶμαι ἕτοιμος νὰ ὑποφέρω πολλὰ γιὰ τὸ ὄνομά Σου». Καὶ ἀφοῦ προσευχήθηκε μ’ αὐτὰ τὰ λόγια, ἦρθε ἕνα λιοντάρι ἀπὸ τὴν ἔρημο, καὶ ἀφοῦ στράφηκε ὁ Μάμας καὶ τὸ εἶδε, εἶπε: «Νά, ἐγὼ πορεύομαι στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου μου Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ σὺ ἀκολούθα τὴν πορεία σου ὅπως σοῦ ζήτησε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα· καὶ ὅταν μπεῖς στὴν ἀρρένα τοῦ θεάτρου, κάνε ἐκεῖνο ποὺ προστάχθηκες». Ἀφοῦ εἶπε στὸ λιοντάρι αὐτὰ τὰ λόγια ὁ Μάμας, ξεκίνησε γιὰ τὴν πόλη τῆς Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας. Οἱ ἄνδρες, ποὺ εἶχαν σταλεῖ γιὰ νὰ τὸν βροῦν, κάθονταν στὴν πύλη τῆς πόλης καὶ τὸν περίμεναν· καὶ ὅταν τὸν εἴδαν, μένοντας ἄφωνοι ἀπὸ κατάπληξη, ἔπεσαν στὰ πόδια του καὶ εἶπαν: «Καλῶς ἦρθες, δοῦλε τοῦ Θεοῦ».

15. Οἱ στρατιῶτες, ἀφοῦ ἔφυγαν βιαστικά, τὸ ἀνακοίνωσαν στὸν ἡγεμόνα, λέγοντάς του ὅτι παρουσιάστηκε ὁ Μάμας, καὶ ὅτι «δὲν εἶναι μάγος ἢ ἀπατεώνας ἢ ὁτιδήποτε ἄλλο ἀπὸ τὰ μὴ ἐπιτρεπόμενα, ὅπως λένε οἱ κακίες ἐκείνων ποὺ τὸν κατηγοροῦν, ἀλλὰ εἶναι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ καὶ κήρυκας τῆς ἀλήθειας». Τότε ὁ ἡγεμόνας τοὺς εἶπε: «Πέστε μου· γιὰ πόσο χρῆμα πουλήσατε αὐτὴν ἐδῶ τὴ μαρτυρία γι’ αὐτόν; Ἔναντι ποιᾶς ἀποζημίωσης μοῦ παρουσιάζετε τοὺς ἐπαίνους γι’ αὐτόν;» Ἐκεῖνοι ἀπάντησαν: «Δὲν πουλᾶμε, ἄρχοντα, καλὰ λόγια, ἀλλὰ ἀναφέρουμε αὐτὸ ποὺ εἶναι ἀλήθεια». Ὁ ἡγεμόνας πάλι τοὺς εἶπε: «Ὁπωσδήποτε πήρατε χρήματα ἀπὸ αὐτὸν καὶ μοῦ παραθέτετε ἐπαίνους». Ἐκεῖνοι εἶπαν: «Ἄρχοντα ἡγεμόνα, ἐμεῖς δὲν πήραμε ὁτιδήποτε ἀπὸ αὐτόν, ὅπως ὑποπτεύεσαι, ἀλλὰ τὸν ἀκούσαμε νὰ ἐπικαλεῖται τὸν Χριστὸ καί, μὲ τὸ ποὺ ἀκούστηκε ἡ ἐπίκλησή του, μαζεύτηκε ἕνα πλῆθος ἀπὸ κάθε λογῆς ζῶα, ἥμερα καὶ ἄγρια, καὶ ἔμειναν μαζί του νὰ κάνουν προσευχή. Ἔχοντας δεῖ αὐτὰ τὰ παράδοξα, σοῦ εἴπαμε ὅτι δὲν εἶναι μάγος. Ἂν δὲν μᾶς πιστεύεις, νὰ ποὺ παρουσιάστηκε στὸ βῆμα ἐνώπιόν σου καὶ κάνε αὐτὸ ποὺ ἐπιθυμεῖς». Ὅσοι δὲ ἀπὸ τοὺς ἐν Χριστῷ ἀδελφοὺς ἄκουσαν ὅτι εἶχε ἔρθει ὁ Μάμας, συναθροίστηκαν πρὸς αὐτόν,θέλοντας νὰ μείνουν μαζί του καὶ νὰ συνομιλοῦν μ’ αὐτόν.

16. Τότε, ἀφοῦ ἔφεραν μέσα τὸν ἅγιο, τὸν ρώτησε ὁ Ἀλέξανδρος ὁ ἡγεμόνας λέγοντας: «Ἐσὺ εἶσαι ὁ λεγόμενος Μάμας;» Ἐκεῖνος ἀποκρίθηκε καὶ εἶπε: «Ἐγὼ εἶμαι ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ». Ὁ ἡγεμόνας εἶπε: «Λέγε λοιπόν, πῶς μάγεψες τὰ ἄγρια ζῶα ἐκεῖ στὸ βουνό;» Ὁ Μάμας εἶπε: «Ἐγὼ εἶμαι δοῦλος τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ποὺ βασιλεύει στὸν οὐρανὸ καὶ στὴ γῆ καὶ δὲν γνωρίζω τίποτα ἀπ’ αὐτὰ ποὺ ἀναφέρεις». Ὁ ἡγεμόνας εἶπε: «Ὁμολόγησε μὲ εἰλικρίνεια μὲ ποιά μαγικὰ τεχνάσματα μαζεύονταν κοντά σου τὰ ἄγρια ζῶα, πρὶν ριχτεῖς σὲ βασανιστήρια καὶ τιμωρίες». Ὁ Μάμας εἶπε: «Ἐγὼ ἐπικαλοῦμαι τὸν Χριστό, τὸν σωτήρα τοῦ κόσμου, καὶ δὲν ἔμαθα νὰ κάνω μάγια. Νά, τὸ σῶμα μου βρίσκεται ἐνώπιόν σου, κάνε το ὅ,τι θέλεις. Γιατὶ πάνω στὴ ψυχή μου δὲν ἔχεις ἐξουσία ἐσύ, ἀλλὰ μόνο ὁ Θεὸς ποὺ βρίσκεται στοὺς οὐρανούς». Ὁ ἡγεμόνας εἶπε: «Μὲ καταφρονεῖς ἐπειδὴ παίρνεις θάρρος ἀπὸ τὶς μαγεῖες σου, ἀλλὰ δὲν θὰ μπορέσεις νὰ μοῦ κάνεις μάγια». Ὁ Μάμας εἶπε: «Τὸ σινάφι τῶν γητευτῶν καὶ τῶν μάγων μισεῖ ὁ Θεός, ποὺ εἶναι ὁ κριτής τους. Καὶ πῶς μπορῶ ἐγώ, ποὺ ἐπικαλοῦμαι τὸν ζωντανὸ Θεό, νὰ κάνω μάγια; Τοῦτο νὰ ξέρεις, ὅτι οὔτε φοβήθηκα οὔτε δείλιασα μὲ τὴν ἀπειλή σου. Γιατὶ ἔχουμε Θεὸ στοὺς οὐρανούς, ποὺ μᾶς ἔδωσε ἐντολὴ Αὐτὸν μόνο νὰ προσκυνοῦμε καὶ Αὐτὸν μόνο νὰ λατρεύουμε». Ὁ ἡγεμόνας εἶπε: «Μὴν καταφεύγεις στὰ τεχνάσματα τῶν λόγων, ἀλλὰ ὁμολόγησε χωρὶς χρονοτριβὴ αὐτὰ ποὺ ἔκανες στὸ βουνό». Ἀποκρίθηκε ὁ Μάμας καὶ εἶπε: «Τί νὰ σοῦ ὁμολογήσω;» Ὁ Ἀλέξανδρος ὁ ἡγεμόνας εἶπε: «Ἀναγνώρισε τὴ θεότητα τοῦ καίσαρα κι ἐγὼ σὲ ἀπελευθερώνω». Ὁ Μάμας εἶπε: «Σοῦ δίνω τὸν λόγο μου ἐν ὀνόματι τοῦ παντοκράτορα Θεοῦ καὶ τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ Του, ὅτι δὲν θυσιάζω στὰ δαιμόνια· δὲν μπορῶ νὰ ὁρκιστῶ σὲ ὀνόματα ἀσεβῶν καὶ παράνομων ἀνθρώπων». Ὁ ἡγεμόνας Ἀλέξανδρος εἶπε: «Ἀρνήσου τὸν Θεό σου καὶ θυσίασε στοὺς θεούς». Ἀποκρίθηκε ὁ Μάμας καὶ εἶπε: «Ἐγὼ ἔμαθα νὰ προσφέρω στὸν Θεό μου θυσία ἀναίμακτη, δηλαδὴ νὰ ἀναπέμπω προσευχὲς καὶ ὕμνους πρὸς Αὐτὸν κι ὄχι νὰ λατρεύω ἀνώφελα δαιμόνια». Ὁ Ἀλέξανδρος εἶπε: «Ἄχ, ἐξαίσιο παιδί, πολὺ λυποῦμαι σὰν βλέπω τὰ νιάτα σου, βλέποντας νὰ ἔχεις καὶ τέτοια ὀμορφιά. Γιατί, ὅπως ὑπολογίζω, εἶσαι πάνω κάτω δώδεκα χρόνων. Καὶ δακρύζω γιὰ σένα, ἐπειδὴ πρόκειται νὰ θανατωθεῖς στὴ φωτιά. Ἀρνήσου λοιπὸν τὸν Θεό σου, γιὰ νὰ μὴν τιμωρηθεῖς». Ὁ Μάμας εἶπε: «Γιὰ τὴ δική σου ἀπώλεια νὰ λυπᾶσαι καὶ γιὰ τὰ δικά σου χρόνια νὰ κλαῖς· ἐπειδή, γιὰ μένα θὰ φροντίσει ὁ Θεός μου». Ὁ Ἀλέξανδρος ὁ ἡγεμόνας εἶπε: «Ἕως πότε θὰ εἶσαι τόσο ἰσχυρογνώμονας, ἐπιμένοντας στὴν τιμωρία σου; Ἀρνήσου τὸν Θεό σου». Ὁ Μάμας εἶπε: «Τὸν Θεό μου, ποὺ ἔκανε θαύματα μεγάλα, δὲν Τὸν ἀρνοῦμαι. Γι’ αὐτό, ἐκεῖνο ποὺ θέλεις νὰ κάνεις, κάνε το».

17. ἡγεμόνας, ἀφοῦ καταλήφθηκε ἀπὸ μεγάλο θυμό, πρόσταξε νὰ τὸν κρεμάσουν καὶ νὰ τοῦ γδάρουν τὸ δέρμα. Ἐνῶ τὸν ἔγδερναν, δὲν βγῆκε ἀπὸ τὸ στόμα του τὸ παραμικρό, ἀλλὰ εἶχε τὸ βλέμμα στραμμένο στὸν οὐρανό. Ὁ ἡγεμόνας εἶπε: «Ἀκόμα δὲν ἔνοιωσες τὰ βασανιστήρια;» Ὁ Μάμας εἶπε: «Εὐχαριστῶ τὸν Θεό μου, ποὺ μοῦ παρέχει δύναμη νὰ ὑπομένω τὰ πονηρά σου σχέδια. Ὅπως ἐσύ, ποὺ κάθεσαι ἐκεῖ, δὲν ἔνοιωσες κάποιον σωματικὸ πόνο, ἔτσι κι ἐμένα δὲν μὲ ἄγγιξε κανένας πόνος στὴν ψυχή». Ὁ ἡγεμόνας, ἔξαλλος ἀπὸ ὀργή, πρόσταξε τοὺς δημίους λέγοντας: «Ξύστε τον μέχρι νὰ ἀγγίξετε τὰ ἐσωτερικά του ὄργανα». Καὶ ἐνῶ οἱ δήμιοι τὸν ἔγδερναν ὅλο καὶ περισσότερο, ὁ Μάμας, στρέφοντας τὸ βλέμμα στὸν οὐρανό, στέναξε καὶ εἶπε: «Κύριε, δῶσε μου τὴ βοήθειά Σου». Καὶ ἀμέσως ἀκούστηκε φωνή ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς ποὺ ἔλεγε: «Δεῖξε ἀνδρεία, Μάμα, καὶ μεῖνε δυνατός». Κάποιοι ἀπὸ τοὺς ἐν Χριστῷ ἀδελφοὺς ποὺ παρευρίσκονταν ἐκεῖ, ὅταν ἄκουσαν τὴ φωνὴ γέμισαν χαρά, ἐνῶ ἀπὸ τοὺς ὑπόλοιπους κανεὶς δὲν τὴν ἄκουσε. Ὁ ἡγεμόνας πρόσταξε νὰ τὸν κατεβάσουν καὶ νὰ τὸν μεταφέρουν στὴ φυλακὴ καὶ νὰ πυρώσουν ἕνα καμίνι γιὰ τρεῖς μέρες. Ἀφοῦ ἦρθε στὴ φυλακὴ ὁ Μάμας, βρῆκε ἐκεῖ σαράντα πρόσωπα. Ἀφοῦ γονάτισε, προσευχήθηκε στὸν Θεὸ λέγοντας: «Ὁ Θεὸς τῶν πατέρων μας, εἰσάκουσέ μου τοῦ ἁμαρτωλοῦ δούλου σου Μάμα καὶ μὴ μὲ ἐγκαταλείπεις καὶ μὴν ἀπομακρυνθεῖς ἀπὸ κοντά μου». Ἐκεῖνοι ποὺ ἦσαν στὴ φυλακή, ἦρθαν κοντά του καὶ ἔπεσαν στὰ πόδια του. Ἀπευθυνόμενος σ’ αὐτούς, ὁ Μάμας εἶπε: «Τί θέλετε;» Ἐκεῖνοι εἶπαν: «Πεινοῦμε, δοῦλε τοῦ Θεοῦ». Ἐνῶ ἔλεγαν αὐτὰ τὰ λόγια στὸν Μάμα, μπῆκε ἀπὸ τὸ παράθυρο ἕνα περιστέρι ποὺ κουβαλοῦσε μέλι καὶ γάλα, καὶ εἶπε στὸν Μάμα: «Δέξου αὐτὸ τὸ μαργαριτάρι, γιατὶ σοῦ τὸ ἔστειλε ὁ Δεσπότης Ἰησοῦς Χριστός». Ἀφοῦ πῆρε τὸ μέλι καὶ τὸ γάλα ὁ Μάμας, ἄρχισε νὰ τρώει καὶ ἔδωσε καὶ σὲ ὅλους ἐκείνους νὰ φᾶνε. Κατὰ τὰ μεσάνυχτα ἀνοίχτηκε τὸ παραπόρτι καὶ βγήκανε ἔξω ὅλοι οἱ φυλακισμένοι, ἐνῶ ὁ Μάμας ἔμεινε μόνος στὴ φυλακή.

18. ταν ἄκουσε ὁ ἡγεμόνας γιὰ τὴ φυγή τους, εἶπε στὸν δεσμοφύλακα: «Κάλεσε τὸν Μάμα στὸ βῆμα». Ὅταν παρουσιάστηκε στὸ βῆμα, τοῦ εἶπε ὁ ἡγεμόνας: «Ἀρνήσου λοιπὸν τὸν Θεό σου». Ὁ Μάμας εἶπε: «Σοῦ ἔχω πεῖ πολλὲς φορὲς ὅτι εἶμαι χριστιανὸς καὶ δὲν μπορῶ νὰ ἀρνηθῶ τὸν Θεό μου». Ὁ ἡγεμόνας εἶπε: «Θὰ σὲ θανατώσω στὴ φωτιά, ἂν δὲν θυσιάσεις». Ὁ Μάμας εἶπε: «Κάνε ὅ,τι θέλεις». Ὁ ἡγεμόνας εἶπε: «Σίγουρα παίρνεις θάρρος ἐπειδὴ οἱ μαγεῖες σου εἶναι ἰσχυρὲς καὶ γιὰ αὐτὸν τὸν λόγο περιφρονεῖς τὴ φωτιά. Θυσίασε στοὺς θεοὺς καὶ ἀπάλλαξε τὸν ἑαυτό σου ἀπὸ τὴν τιμωρία ποὺ σὲ περιμένει». Ὁ Μάμας εἶπε: «Σὲ ποιούς θεοὺς μὲ διατάζεις νὰ θυσιάσω;» Ὁ ἡγεμόνας εἶπε: «Στὸν Ἥλιο καὶ τὸν Ἡρακλὴ καὶ τὸν Ἀπόλλωνα». Ὁ Μάμας εἶπε: «Καλὰ εἶπες νὰ θυσιάσω στὸν Ἀπόλλωνα· γιατὶ ἐκεῖνος ποὺ θυσιάζει στὸν Ἀπόλλωνα, χάνει τὴν ψυχή του». Ὅταν ὁ ἡγεμόνας ἄκουσε αὐτὰ τὰ λόγια, ἔδωσε διαταγὴ νὰ τὸν ρίξουν στὸ καμίνι, λέγοντας στοὺς Ἀλέξανδρο καὶ Ζώσιμο, οἱ ὁποῖοι εἶχαν πυρακτώσει τὸ καμίνι: «Πάρτε τον καὶ ρίξτε τον στὸ καμίνι, γιὰ νὰ τὸν κάψει ἡ φωτιὰ καὶ ἔτσι νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὴν κάκιστη καὶ ἐριστικὴ διάθεσή του». Ἐκεῖνοι, ἀφοῦ τὸν πῆραν, τὸν ὁδήγησαν στὸν τόπο ὅπου ἦταν τὸ καμίνι.

19. Μάμας, ὅταν εἶδε τὸ πυρωμένο καμίνι, στρέφοντας τὸ βλέμμα στὸν οὐρανὸ εἶπε: «Ὁ Θεὸς τῶν πατέρων μας, εἰσάκουσέ με τὸν ἁμαρτωλό, καὶ χάρισέ μου μέχρι τέλους τὴν ὑπομονὴ καὶ κράτησέ με ἀνέπαφο ἀπὸ αὐτὴ τὴ φωτιά, γιὰ νὰ μάθουν αὐτοὶ ποὺ δὲν Σὲ ἀναγνωρίζουν ὅτι Ἐσὺ μόνο εἶσαι ὁ Θεός». Καί, ἀφοῦ σφραγίστηκε μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, μπῆκε μέσα στὸ καμίνι. Μόλις μπῆκε μέσα, ἀμέσως ἡ φλόγα ἐξασθένησε καὶ ὁ Μάμας στεκόταν ὄρθιος μέσα στὸ καμίνι δοξάζοντας τὸν Θεὸ καὶ λέγοντας: «Εὐχαριστῶ Σε, Δέσποτα, ὁ Θεὸς καὶ Πατέρας τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ· Σὲ ἱκετεύω, μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἐπισκέφθηκες τοὺς τρεῖς παῖδες καὶ ἀπέστειλες τὸν ἄγγελό σου καὶ τοὺςλύτρωσες ἀπὸ τὸ καμίνι τῆς φωτιᾶς, ἔτσι νὰ σώσεις κι ἐμένα τὸν ἁμαρτωλὸ ἀπὸ τὴ δόλια πλάνη τοῦ διαβόλου». Ἀφοῦ λοιπὸν προσευχήθηκε μὲ αὐτὰ τὰ λόγια, ἀμέσως ἕνα περιστέρι ποὺ κατέβηκε ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς χώρισε τὴ φωτιά, ἔτσι ποὺ νὰ γίνει σὰν ἕνα εἶδος καμάρας ἀπὸ πάνω του, καὶ ἡ φωτιὰ δὲν τὸν ἄγγιζε.

20. Μετὰ ἀπὸ πέντε μέρες, ἔδωσε διαταγὴ ὁ ἡγεμόνας νὰ ἀνοίξουν τὸ καμίνι, γιὰ νὰ βγάλουν ἔξω τὰ ὀστά του. Ὅταν πλησίασαν οἱ στρατιῶτες, τὸν ἄκουσαν νὰ προσεύχεται μέσα στὸ καμίνι καί, μένοντας κατάπληκτοι, ἔφυγαν καὶ ἀνάγγειλαν τὰ σχετικὰ στὸν ἡγεμόνα λέγοντας: «Ἀφέντη ἡγεμόνα, αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι μάγος, ἀλλὰ ὁ Θεός του εἶναι μεγάλος καὶ τὸν βοηθᾶ, μέχρι ποὺ καὶ ἀπὸ τὸ πυρωμένο καμίνι τὸν ἔσωσε». Ὁ ἡγεμόνας ἐκπλάγηκε λέγοντας: «Οἱ μαγεῖες του ἐνεργοῦν καὶ γι’ αὐτὸ δὲν τὸν ἄγγιξε ἡ φωτιά. Πηγαίνετε λοιπὸν καὶ βγάλτε τον ἀπὸ τὸ καμίνι καὶ ὁδηγεῖστε τον ἐνώπιόν μου». Οἱ στρατιῶτες, ἀφοῦ πῆγαν καὶ ἄνοιξαν τὸ καμίνι, εἶδαν μιὰ στρατιὰ ἀγγέλων νὰ τοῦ παραστέκεται μέσα σὲ μεγάλη φωτοχυσία, ἐνῶ ὁ Μάμας στεκόταν ἀνάμεσά τους δοξολογώντας τὸν Θεό. Οἱ στρατιῶτες τοῦ εἶπαν κραυγάζοντας: «Ἔλα ἔξω, Μάμα, σὲ καλεῖ ὁ ἡγεμόνας». Ὅταν ὁ Μάμας βγῆκε ἔξω ἀπὸ τὸ καμίνι, οἱ ἄγγελοι ἀποχώρησαν.

21. φοῦ τὸν παρουσίασαν στὸν ἡγεμόνα, τοῦ εἶπε ὁ ἡγεμόνας: «Τί γίνεται, Μάμα; Πῶς μάγεψες ἀκόμα καὶ τὴ φωτιά;» Ὁ Μάμας στεκόταν σιωπηλὸς χωρὶς καθόλου ν’ ἀποκρίνεται. Καὶ ὁ ἡγεμόνας τοῦ εἶπε πάλι: «Ὁμολόγησε τί ἔκανες ἐκεῖ στὸ βουνὸ καὶ δὲν θὰ σὲ θανατώσω». Ὁ Μάμας εἶπε: «Ἂν εἶναι αὐτὸ ποὺ θέλεις νὰ μάθεις, ἡγεμόνα, θὰ σοῦ πῶ ὅτι μὲ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ μου μοῦ δόθηκε ἡ δυνατότητα καὶ ἔκανα πολλὰ θαυμαστά, καὶ μὲ τὴν προσταγὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μαζεύονταν τὰ ἄγρια ζῶα καὶ δόξαζαν μὲ τὴ δική τους φωνὴ μαζί μου τὸν Θεό. Αὐτὸ ἀκριβῶς ἔκανα». Ὁ ἡγεμόνας εἶπε: «Πές μου εἰλικρινά, μὲ ποιόν τρόπο μάγεψες τὰ ἄγρια ζῶα». Ὁ Μάμας εἶπε: «Ἐγὼ δὲν εἶμαι μάγος, ἀλλὰ χριστιανός». Ὁ ἡγεμόνας Ἀλέξανδρος εἶπε: «Ἔχω ἐδῶ μεγάλα θηρία καί, ἂν δὲν συγκατανεύσεις νὰ θυσιάσεις στοὺς θεούς, θὰ σὲ δώσω σ’ αὐτὰ νὰ σὲ φᾶνε». Ὁ Μάμας εἶπε: «Αὐτὸ ποὺ θέλεις νὰ κάνεις, κάνε το».

22. ἡγεμόνας εἶπε στοὺς ἀξιωματικοὺς ποὺ ἦταν ὑπεύθυνοι γιὰ τὰ σχετικά μὲ τὸ κυνήγι: «Φροντίστε νὰ μοῦ φέρετε κάθε εἴδους ζῶα, γιὰ νὰ παλέψει μαζί τους ὁ Μάμας». Ἐκεῖνοι ἔκαναν ἀμέσως αὐτὸ ποὺ τοὺς πρόσταξε. Ὅταν λοιπὸν βάλανε τὸν Μάμα στὸ στάδιο, ἐξαπολύουν ἐναντίον του μιὰ τρομερότατη ἀρκούδα, ἡ ὁποία, ἀφοῦ βγῆκε τρέχοντας καὶ πλησίασε τὸν μάρτυρα, τὸν προσκύνησε. Καὶ ἐπειδὴ δὲν τὸν ἄγγιξε ἡ ἀρκούδα, πρόσταξε νὰ ἀμολήσουν μιὰ λεοπάρδαλη, ἡ ὁποία, ἀφοῦ ἔτρεξε, πήδησε στὸν λαιμό του καὶ ἄρχισε νὰ γλείφει τὸν ἱδρώτα του μὲ τὴ γλώσσα της. Ὅταν εἶδε ὁ ἡγεμόνας ὅτι κανένα ἀπὸ τὰ θηρία δὲν τὸν ἄγγιξε, πρόσταξε νὰ τὸν ρίξουν στὴ φυλακὴ καὶ νὰ πᾶνε νὰ αἰχμαλωτίσουν ἕνα ἄγριο λιοντάρι, στὸ ὁποῖο νὰ μὴ δώσουν τροφὴ γιὰ ἑφτὰ μέρες. Ὅταν συνέλαβαν τὸ λιοντάρι, πρόσταξε ὁ ἡγεμόνας νὰ φέρουν τὸν Μάμα στὸ στάδιο καὶ νὰ ἀμολήσουν κατεπάνω του τὸ λιοντάρι. Ὅμως, τὸ λιοντάρι, ἀφοῦ βγῆκε στὸ στάδιο, ἔπεσε στὰ πόδια του καὶ μὲ ἀνθρώπινη φωνὴ λέει: «Ὦ ἀνθρώπινη φύση, τὴν ὁποία σκεπάζει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, νὰ ποὺ γιὰ χάρη σου μὲ κάνουν οἱ ἄγγελοι νὰ μιλῶ μὲ ἀνθρώπινη φωνή. Ἐσὺ εἶσαι ὁ ποιμένας, ποὺ μὲ ποίμανες στὸ βουνὸ καὶ γιὰ σένα ἔχω ἔρθει ἐδῶ». Ὅταν τὸ λιοντάρι εἶπε αὐτά, κλείστηκαν ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους οἱ πύλες τοῦ σταδίου καὶ τὸ λιοντάρι, ἀφοῦ ἀνέβηκε στὶς κερκίδες, κατασπάραξε μεγάλο πλῆθος ἀπὸ Ἰουδαίους καὶ Ἕλληνες. Σώθηκε μόνο ὁ ἡγεμόνας μαζὶ μὲ τοὺς στρατιῶτες του. Καὶ αὐτὸ ἔγινε μὲ παράκληση τοῦ Μάμα· γιατὶ εἶχε πεῖ στὸ λιοντάρι νὰ τοῦ χαρίσει τὴ ζωή, κρατώντας τον γιὰ τὴ θεία καὶ οὐράνια κρίση, ἔτσι ὥστε νὰ ὑποστεῖ ἄξια τιμωρία γιὰ περισσότερες ἀδικίες. Καὶ ἀπὸ κείνους ποὺ κατασπαράχθηκαν, γέμισε ὁ τόπος αἵματα.

23.μως, οὔτε καὶ ἔτσι δὲν φοβήθηκε ὁ παράνομος ἡγεμόνας, ἀλλὰ φεύγοντας γιὰ τὸ διοικητήριο καὶ ἀφοῦ κάλεσε ἐκεῖ τὸν Μάμα, τοῦ εἶπε: «Ἀρνήσου τὸν Θεό σου». Ὁ Μάμας εἶπε: «Ἱερόσυλε καὶ ὑποκριτή, κοινωνὲ τῶν δαιμόνων, δὲν θὰ βάλεις σὲ πειρασμὸ ἐμένα τὸν ἁμαρτωλὸ δοῦλο τοῦ Θεοῦ Μάμα· διότι δὲν ἀρνοῦμαι τὸν Θεό μου. Θὰ ἔρθει μεγάλη φλόγα καὶ ξίφος τιμωρίας ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ θὰ σὲ θανατώσει, ὅπως καὶ ὅλους ἐκείνους ποὺ ἀρνοῦνται τὸν Θεό. Ἀνταπόδωσέ τους, Κύριε, γρήγορα, ἐπειδὴ δὲν σὲ ἀναγνωρίζουν ὡς τὸν ζωντανὸ Θεό, ἀλλὰ λατρεύουν τὰ κουφὰ εἴδωλα, τὶς πέτρες καὶ τὰ ξύλα ποὺ σκαλίστηκαν ἀπὸ ἀνθρώπους». Ὁ ἡγεμόνας, ἔχοντας ἀναστατωθεῖ ἀπὸ αὐτὰ τὰ λόγια, εἶπε: «Ἔχω ἕνα φοβερὸ λιοντάρι καὶ μ’ αὐτὸ θὰ σὲ θανατώσω». Ὁ Μάμας εἶπε: «Αὐτὸ ποὺ θὲς νὰ κάνεις, κάνε το, μόνο βιάσου». Καὶ τὴν ἴδια στιγμή, πρόσταξε νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὸ στάδιο. Ὁ Μάμας εἶπε στὸν ἡγεμόνα: «Τύραννε καὶ μισάνθρωπε κι ἐχθρὲ τῆς ἀλήθειας, ἐκτέλεσε γρήγορα τὴ διαταγὴ τοῦ πατέρα σου τοῦ λεγόμενου σατανᾶ». Καὶ πρόσταξε ὁ ἡγεμόνας νὰ ἀμολήσουν κατεπάνω του τὸ λιοντάρι. Ὁ Μάμας, ὄρθιος μέσα στὸ στάδιο, στρέφοντας τὸ βλέμμα πρὸς τὸν οὐρανό, δόξαζε τὸν Θεό. Τὸ λιοντάρι, βγαίνοντας μὲ μεγάλο βρυχηθμό, ἦρθε καὶ ξάπλωσε στὰ πόδια τοῦ μάρτυρα καὶ μὲ τὴν οὐρά του ὑποκλινόταν ἱκετευτικὰ μπροστά του. Ὅταν εἴδαν αὐτὸ τὸ πράγμα τὰ πλήθη, οὐρλιάζοντας ἀποδοκίμαζαν μὲ σφυρίγματα καὶ ἔλεγαν: «Βγάλε ἀπὸ τὴ μέση τὸν μάγο, ἡγεμόνα, ποὺ δὲν ὑπακούει στοὺς θεούς». Καὶ ἔριχναν πέτρες κατεπάνω του· ὅμως οἱ πέτρες δὲν τὸν ἄγγιζαν καὶ ἔπεφταν κυκλικὰ γύρω του στὸ χῶμα.

24. ἡγεμόνας, πεισματώνοντας, πρόσταξε νὰ φέρουν ἱππεῖς στρατιῶτες καί, ἀφοῦ τὸν ὁδηγήσουν στὸν διάδρομο τῶν ἱππικῶν ἀγώνων, νὰ τὸν χτυπήσει ἕνας μονομάχος μὲ τρίαινα. Ὅταν ἔγιναν αὐτά, ὅλα τὰ πλήθη ἐκπλήττονταν μὲ τὴν ὑπομονή του. Ἀφοῦ ἔγινε μεγάλη ἡσυχία, ἀκούστηκε φωνή ἀπὸ τὸν οὐρανὸ νὰ λέγει: «Ἔλα λοιπόν, Μάμα, ἀνέβα στὸν οὐρανὸ καὶ ὁ Πατέρας χαίρεται γιὰ τὰ μαρτύριά σου καὶ ὁ Υἱὸς ποὺ σὲ στεφάνωσε καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ποὺ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ σὲ καθοδηγοῦσε». Καὶ ἐνῶ τὰ αἵματά του ἔτρεχαν σὰν κρουνοί, βγῆκε ἔτσι ἀπὸ τὸ στάδιο κρατώντας τὰ ἐντόσθιά του. Καὶ ἀφοῦ ἀπομακρύνθηκε μέχρι δύο στάδια ἀπὸ τὴν πόλη, βρῆκε μιὰ πέτρα ὅπου κάθισε καὶ ξεκουράστηκε. Καὶ ἀφοῦ ἔστρεψε τὸ βλέμμα στὸν οὐρανό, εἶπε: «Κύριε, μὴν ἀνταποδώσεις σ’ αὐτοὺς γιὰ ὅσα μοῦ ἔκαναν, ἀλλὰ ἀνάπαυσέ μου τὴν ψυχὴ εἰρηνικὰ καὶ χάρισέ μου μερίδιο καὶ μοίρα μαζί μὲ τοὺς ἁγίους σου μάρτυρες». Καί, ἀφοῦ εἶπε αὐτὰ καὶ εὐχαρίστησε τὸν Θεό, παράδωσε τὸ πνεῦμα του. Κάποιοι ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς ποὺ εἶχαν πορευτεῖ μαζί του ὣς ἐκεῖ, ἄνθρωποι εὐλαβεῖς, ἀφοῦ πῆραν τὸ πανάγιό του λείψανο, τέλεσαν τὴν κηδεία του μὲ μεγαλοπρέπεια, καὶ τὸν ἔθαψαν σὲ γνωστὸ τόπο.

25. Μαρτύρησε ὁ ἅγιος Μάμας στὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας πρὶν ἀπὸ δεκατρεῖς καλένδες τοῦ Σεπτεμβρίου (δηλ. κατὰ τὴν δεκάτη ἐνάτητοῦ Αὐγούστου), ἐπὶ αὐτοκράτορα Αὐρηλιανοῦ, ἐνῶ ἡγεμόνας τῆς Καππαδοκίας ἦταν ὁ Ἀλέξανδρος, καὶ γιὰ μᾶς ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὸν Ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν. 
Μετάφραση: Γιῶργος Κυθραιότης.
Πηγή: «Ἅγιος Μάμας, ὁ πολιοῦχος τῆς Μητροπόλεως Μόρφου» ἐκδόσεις «Θεομόρφου»

Δημοφιλείς αναρτήσεις