Δευτέρα 12 Ιουνίου 2023

ΟΣΙΟΣ ΟΝΟΥΦΡΙΟΣ Ο ΑΙΓΥΠΤΙΟΣ


12 Ιουνίου 

  ΟΣΙΟΣ ΟΝΟΥΦΡΙΟΣ Ο ΑΙΓΥΠΤΙΟΣ
πηγή :εδώ
Περί τα τέλη του 4ου αιώνα, ο άγιος Παφνούτιος [24 Φεβρ.], που ζούσε σε ένα μοναστήρι στην Αίγυπτο, έλαβε την έμπνευση να διεισδύσει βαθιά στην έρημο προκειμένου να βρει ανθρώπους του Θεού και να λάβει την ευλογία τους. Μετά από πορεία τεσσάρων ημερών, σώθηκαν οι προμήθειές του και εξαντλήθηκε από την ασιτία. Ήλθε όμως άγγελος Κυρίου να τον ενδυναμώσει και τον οδήγησε μετά από δεκατέσσερις ημέρες χωρίς να λάβει τροφή σε έναν άνθρωπο με φοβερή όψη. Ήταν γυμνός και τριχωτός σαν ζώο, μην έχοντας περί την οσφύ του τίποτε άλλο παρά μια ποδιά από κλαδάκια δένδρων. Έμοιαζε με πτώμα - τόσο αποσαρκωμένος ήταν από την άσκηση - και τα μαλλιά του, λευκά σαν το χιόνι, έφταναν μέχρι κάτω στη γη. Φώναξε με το όνομά του τον Παφνούτιο, ο οποίος είχε εν τω μεταξύ κρυφτεί· και αφού αντάλλαξαν άγιο ασπασμό, του εξιστόρησε τον θαυμαστό βίο του.

Του διηγήθηκε ότι ήταν γιος του βασιλιά της Περσίας και ότι μετά τη γέννησή του, που είχε έλθει μετά από πολλά χρόνια προσευχών των άτεκνων γονέων του, ο πατέρας του είχε λάβει την εκ Θεού αποκάλυψη να τον βαπτίσει δίνοντάς του το όνομα «Ονούφριος» και να τον οδηγήσει αμέσως σε ένα μοναστήρι της Αιγύπτου με σκοπό να τον αφιερώσει στην υπηρεσία του Θεού. Καθ’ οδόν τον θήλαζε μια ελαφίνα, η οποία συνέχισε να τον τρέφει με το γάλα της και μέσα στο μοναστήρι, μέχρι που έγινε τριών ετών. Στην υποδειγματική αυτή αδελφότητα, το παιδί μεγάλωσε με φόβο Θεού και με αγάπη για τις εντολές Του. Ακούγοντας να εγκωμιάζουν διαρκώς τους αναχωρητές, τους συναμιλλόμενους του Προφήτη Ηλιού και του αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, που εγκαταβιώνουν στην έρημο αποκλειστικά για τον Θεό, στραμμένοι όλοι προς τα μέλλοντα αγαθά και δίχως καμιά ανθρώπινη παρηγορία, κυριεύθηκε από ακόρεστο πόθο να τους μιμηθεί. Εγκατέλειψε τελικά μια νύχτα το μοναστήρι· και στο δρόμο εμφανίσθηκε σε αυτόν ο φύλακας άγγελός του, μέσα σε φως απερίγραπτο, και του υποσχέθηκε να του σταθεί βοηθός μέχρι το τέλος της ζωής του. Τον οδήγησε σε σπήλαιο, όπου ζούσε ένας γέροντας αναχωρητής, εβραϊκής καταγωγής, ο Ερμείας, ο οποίος, αφού τον κατάρτισε για λίγες ημέρες στην πολιτεία των ερημιτών, τον οδήγησε στον τόπο του αγώνα του, κοντά σε έναν φοίνικα και μία καθαρή πηγή. Έκτοτε τον επισκεπτόταν μια φορά τον χρόνο, μέχρι τη μακαρία κοίμησή του.

Ο άγιος Ονούφριος διεξήγαγε στον τόπο αυτό επί εβδομήντα χρόνια αδιάλειπτο αγώνα κατά της φύσεως, της ασθένειας της σαρκός και των δαιμόνων. Υπέμεινε τον καύσωνα, το ψύχος της νύχτας και του χειμώνα, την πείνα, τις ασθένειες, προκειμένου να αποκτήσει τα επαγγελλόμενα από τον Θεό αγαθά σε εκείνους που Τον αγαπούν· δεν του έλειψε ωστόσο ποτέ η θεϊκή αρωγή, κάθε φορά που του ήταν αναγκαία. Όταν τα φορέματά του έπεσαν κουρελιασμένα, ο Κύριος φρόντισε να φυτρώσει σε όλο του το σώμα του άφθονο τρίχωμα που τον προστάτευσε από τις αντιξοότητες του κλίματος και καθημερινά ένας άγγελος ερχόταν να του προμηθεύσει ψωμί για να τρέφεται. Στην ερώτηση του Παφνουτίου σχετικά με τη θεία Μετάληψη, ο Γέροντας αποκρίθηκε ότι κάθε Κυριακή ερχόταν άγγελος και έφερνε σε όλους τους αναχωρητές τη θεία Κοινωνία που επλήρωνε πνευματικής παραμυθίας και ενέργειας για να συνεχίσουν τα παλαίσματά τους. «Έχοντας εγκαταλείψει κάθε μέριμνα του κόσμου τούτου, για να εμπιστευθούμε τον εαυτό μας μόνον στον Θεό, δεν νιώθουμε», του είπε, «ούτε πείνα, ούτε δίψα, ούτε άλλη θλίψη. Και όταν κάποιος μεταξύ μας επιθυμεί με νοσταλγία να ξαναδεί τους ανθρώπους, τότε οι άγγελοι τον μεταφέρουν εν οπτασία στον Παράδεισο, όπου βλέπει τον εαυτό του τόσο διάφανο μέσα στο θεϊκό φως που τον διαπερνά, ώστε λησμονεί όλους τους πόνους και τις στερήσεις και με μεγαλύτερη ακόμη φλόγα ξαναρχίζει την άσκησή του».

Ο Ονούφριος οδήγησε κατόπιν τον επισκέπτη του σε μια καλύβα όπου συνέχισαν τη συζήτηση μέχρι το βράδυ. Ο Παφνούτιος είδε τότε μέσα στο κελί ένα ψωμί που ο Θεός είχε στείλει θαυματουργικά γι’ αυτούς· και αφού χόρτασαν, πέρασαν όλη τη νύχτα προσευχόμενοι. Το πρωί ο Ονούφριος αποκάλυψε στον επισκέπτη του ότι ο Θεός τον είχε στείλει μόνο και μόνο για να φροντίσει για τον τάφο του, διότι είχε φθάσει πλέον η ώρα να απέλθει στην ουράνια πατρίδα του. Έδωσε λοιπόν εντολή στον Παφνούτιο να επιστρέψει πίσω στους ανθρώπους για να τους διδάξει την πολιτεία των ερημιτών, ώστε να μπορέσουν να τους μιμηθούν, ο καθένας κατά τη δύναμή του. 
Σήκωσε τότε προς τον Θεό τα χέρια και τα μάτια του λέγοντας με δάκρυα τα εξής ιερά λόγια: «Ύψιστε Θεέ και Αόρατε, Συ που η δύναμή Σου είναι ανεξιχνίαστη και η δόξα Σου ακατανόητη και το έλεός Σου άπειρο και αμέτρητο, Σε υμνώ, Σε ευλογώ, Σε προσκυνώ και Σε δοξάζω, Εσένα που πόθησα από τη νεότητά μου και Σε ακολούθησα. Άκουσέ με, γιατί σε Σένα φώναξα κι Εσύ, όπως και άλλοτε, πρόσεξες την ταπεινότητά μου και έσωσες από δυσκολίες τη ψυχή μου και δεν άφησες να με γραπώσουν τα χέρια των εχθρών μου, αλλά με στερέωσες στην ευρυχωρία της αγάπης Σου. Σε παρακαλώ, Κύριε, σκέπασέ με με τη δεξιά Σου για να μην ταραχθεί η ψυχή μου από τους δαίμονες όταν θα εξέρχεται από το σώμα μου και τοποθέτησέ την όπου κατοικεί το φως του προσώπου Σου, γιατί Εσύ είσαι ευλογητός και δοξασμένος σε όλους τους αιώνες. Θυμήσου, Πανοικτίρμον και Πουέλεε τον πιστό λαό Σου· κι όποιος βρεθεί σε κίνδυνο στη θάλασσα ή κινδυνεύει από τον θυμό του δικαστού σε δίκη ή από όποια άλλη δυσκολία και Σε επικαλεσθεί λέγοντας: “Παντοδύναμε Κύριε, διά πρεσβειών του δούλου Σου Ονουφρίου, ελέησέ με!”, παρακαλώ τη βασιλεία Σου, όπως μου έταξες, άκουσε τη δέησή του!».

Αφού έτσι προσευχήθηκε, ξάπλωσε στη γη, η όψη του έλαμψε από φως που δεν ήταν του κόσμου τούτου και ευωδία πλημμύρισε τον γύρω τόπο. Κατόπιν, αντήχησαν κεραυνοί και άνοιξε ο ουρανός για να κάνει τόπο σε ολόκληρη τη στρατιά των αγγέλων που ερχόταν να παραλάβει τη ψυχή του. Εν μέσω της εορταστικής αυτής συνοδείας ακούστηκε η φωνή του Χριστού που προσκαλούσε τη ψυχή του δούλου Του να προσέλθει στη θεία μακαριότητα. Καθώς ο Παφνούτιος έχυνε άφθονα δάκρυα πάνω στο σκήνωμα του οσίου αναχωρητού και αναρωτιόταν πώς να ανοίξει ένα μνήμα στο κατάξερο έδαφος, πρόλαβαν δύο λιοντάρια που έσκαψαν γι’ αυτόν έναν τάφο, μέσα στο οποίο κατέθεσε το τίμιο σώμα.

Στον δρόμο της επιστροφής, συνάντησε τέσσερεις Γέροντες που έμεναν σε σπήλαιο επί εξήντα χρόνια και πιο πέρα, σε έναν παραδείσιο τόπο, άλλους τέσσερεις νέους ασκητές. Ήσαν ευγενείς από την Οξύρυγχο (Άνω Αίγυπτο) που είχαν εγκαταλείψει τις θύραθεν σπουδές τους για να δεχθούν στην ερημία την αληθινή Σοφία. Ζούσαν χωριστά τις πέντε ημέρες και ξαναβρίσκονταν την Κυριακή για να λάβουν τη θεία Κοινωνία πάλι από έναν άγγελο. Παρά την επιθυμία τους να μείνει μαζί τους, ο Παφνούτιος έπρεπε να συνεχίσει τον δρόμο του και έφθασε, τέλος, στην Αίγυπτο όπου έδωσε μαρτυρία ότι πράγματι άνθρωποι με σάρκα μπορούν να διάγουν βιοτή όμοια με εκείνη των αγγέλων. Πέρασε τον υπόλοιπο βίο του με τρόπο θεάρεστο και εκοιμήθη εν ειρήνη για απέλθει στις ουράνιες αυλές των δικαίων.
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»·
Τόμος (Ιούνιος),
σελ. 145–153.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοφιλείς αναρτήσεις