Πέμπτη 29 Ιουνίου 2023

Ο Απόστολος Πέτρος



ΠΗΓΗ: εδώ

Α΄. Ο Απόστολος Πέτρος

Ο άγιος Απόστολος Πέτρος, που ονομαζόταν προηγουμένως Σίμων, γεννήθηκε στην πολίχνη Βηθσαϊδά, στη βόρεια όχθη της λίμνης Γεννησαρέτ. Ήταν γιος του Ιωνά, της φυλής Νεφθαλίμ. Ήταν παντρεμένος [1] και ζούσε στην Καπερναούμ, ασκώντας το ταπεινό επάγγελμα του ψαρά μαζί με τον αδελφό του Ανδρέα [30 Νοεμ.], που ήταν μαθητής του αγίου Ιωάννη του Προδρόμου. Στην αρχή του επιγείου λειτουργήματος του Κυρίου, ο άγιος Πρόδρομος υπέδειξε στον Ανδρέα και στον Ιωάννη, γιο του Ζεβεδαίου, Εκείνον που απεκάλεσε «Αμνό του Θεού» (Ιωάν. 1, 29). Ο Ανδρέας συνάντησε τον αδελφό του και του είπε: «Βρήκαμε τον Μεσσία!» (Ιωάν. 1, 42). Και την άλλη μέρα τον οδήγησε στον Χριστό, ο Οποίος κοιτάζοντάς τον είπε: «Εσύ είσαι ο Σίμων, ο γιος του Ιωνά· Εσύ θα ονομασθείς Κηφάς» – που σημαίνει Πέτρος (Ιωάν. 1, 43). Αυτή η αλλαγή ονόματος σήμαινε για εκείνον τη μεταμόρφωση του βίου του και έκτοτε ακολουθούσε τον Χριστό ανά τη Γαλιλαία, αγγέλλοντας το χαρμόσυνο μήνυμα της Σωτηρίας και θεραπεύοντας κάθε ασθένεια, χωρίς ωστόσο να εγκαταλείψει τελείως την αλιεία (Ματθ. 4, 23). Στην Καπερναούμ, αφού ο Ιησούς δίδαξε στη συναγωγή, προσκλήθηκε από τον Πέτρο στο σπίτι του, όπου η πεθερά του ήταν κλινήρης με υψηλό πυρετό. Ο Ιησούς τη θεράπευσε και εκείνη σηκώθηκε αμέσως και τους υπηρετούσε (Ματθ. 8, 14-16· Μάρκ. 1, 29-31· Λουκ. 4, 38-41). Μια μέρα, ο Κύριος ανέβηκε στο πλοιάριο του Πέτρου για να κηρύξει από εκεί στο πλήθος που συνωστιζόταν στην ακτή. Όταν τελείωσε, είπε στον Σίμωνα να βγει στ’ ανοιχτά και να ρίξει τα δίχτυα. Ο μαθητής και οι σύντροφοί του υπάκουσαν, κι ενώ όλη την προηγούμενη νύκτα ο κόπος τους δεν είχε αποδώσει τίποτα, με την προτροπή του Κυρίου έπιασαν τόσο πολλά ψάρια που τα δίχτυα τους έσπασαν από το βάρος. Θαμβωμένος από το σημείο αυτό της δύναμης του Ιησού, ο Πέτρος έπεσε στα πόδια Του λέγοντας: «Απομακρύνσου από μένα, Κύριε! Γιατί εγώ είμαι άνθρωπος αμαρτωλός!». Αλλά ο Χριστός τον σήκωσε και του είπε: «Μη φοβάσαι! Από τώρα και στο εξής θα ψαρεύεις ανθρώπους» (Λουκ. 5, 1-11). Ο Πέτρος εγκατέλειψε τότε οριστικά το καΐκι του, τα δίχτυα και την οικογένειά του για να ακολουθήσει τον Ιησού Χριστό. Η αγάπη του ήταν τόσο φλογερή, που διακρίθηκε ως κορυφαίος μεταξύ των Δώδεκα μαθητών που επέλεξε ο Κύριος, όχι ως αρχηγός με εξαναγκαστική ή προσποιητή αυθεντία –πώς θα ήταν δυνατό κάτι τέτοιο άλλωστε, αφού ο Κύριος είχε απαγορεύσει μεταξύ τους οποιεσδήποτε ηγεμονικές αξιώσεις (βλ. Ματθ. 20, 27 και 23, 10)– αλλά μάλλον ως ισχυρό φερέφωνο των Αποστόλων και ως προνομιακός συνομιλητής με τον θείο Διδάσκαλο. Εξάλλου για τον ζήλο του και για τη διάπυρη αγάπη του ο Ιησούς τον επέλεξε, μαζί με τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, να παραστούν μάρτυρες στις πιο λαμπρές φανερώσεις της Θεότητάς Του: κατά την ανάσταση της κόρης του αρχισυνάγωγου Ιαείρου (Μάρκ. 5, 37· Λουκ. 8, 51) και κυρίως κατά τη Μεταμόρφωση στο όρος Θαβώρ (Ματθ. 17, 1-8· Μάρκ. 9, 2-8· Λουκ. 9, 28-36) [6 Αυγ.]. Λόγω της οικειότητάς τους με τον Κύριο, αναγνωρίζονταν ως «στύλοι» της Εκκλησίας από τους άλλους Αποστόλους (Γαλ. 2, 9). 
Αφού ο Κύριος πολλαπλασίασε τους άρτους για να θρέψει πέντε χιλιάδες ψυχές, είπε στους μαθητές Του να πορευθούν με το καΐκι κι Αυτός θα απέλυε το πλήθος. Όταν νύχτωσε, καθώς η βάρκα παιδευόταν από τα κύματα εξαιτίας του αντίθετου και σφοδρού ανέμου, ο Ιησούς πήγε προς τους μαθητές Του περπατώντας πάνω στα νερά της λίμνης. Εκείνοι, τρομαγμένοι, νόμισαν πως είδαν φάντασμα, αλλά ο Πέτρος, ωθούμενος από την ενθουσιώδη πίστη του, κατέβηκε από το πλοίο και, κατόπιν εντολής του Χριστού, πήγε προς συνάντησή Του βαδίζοντας κι αυτός πάνω στο νερό. Αίφνης όμως τον κυρίευσε ένα ανθρώπινο συναίσθημα αδυναμίας, φοβήθηκε κι άρχισε να βυθίζεται. Φώναξε τότε: «Κύριε, σώσε με!». Ο Χριστός τού άπλωσε τότε το χέρι λέγοντας: «Ολιγόπιστε, γιατί δίστασες;» (Ματθ 14, 22-33· Μάρκ. 6, 45-52· Ιωάν. 6, 16-21). Και μόλις ανέβηκαν στο καΐκι, ο άνεμος κόπασε. Τέτοιος τελικά ήταν ο Πέτρος· όσο το Άγιο Πνεύμα δεν είχε ακόμη σφραγίσει και δεν είχε καινουργήσει αποκαλυπτικά την «ανθρώπινη» πίστη του με την τελείωση της θεοποιού χάριτος: ένας άνθρωπος με φλογερό και παρορμητικό χαρακτήρα, με ανεπιφύλακτη και ασυγκράτητη αγάπη για τον Μεσσία, η οποία τον έκανε να ξεπερνά ακόμη τα όρια της φύσης, αλλά και φορτωμένος με αδυναμίες, ψεγάδια, ελλείψεις και ατέλειες. Όταν, λίγο αργότερα, ο Ιησούς Χριστός εξήγησε ότι ο Ίδιος ήταν ο εξ ουρανού Άρτος της Ζωής και ότι, όποιος δεν θα έτρωγε τη Σάρκα του Υιού του ανθρώπου και δεν θα έπινε το Αίμα Του, αυτός δεν θα μπορούσε να έχει την αιώνια ζωή (Ιωάν. 6, 35· 48· 50-51· 53-58), πολλοί από τους μαθητές Του Τον εγκατέλειψαν βρίσκοντας τούτα τα παράδοξα και ακατανόητα λόγια υπερβολικά σκληρά. Ο Ιησούς τότε στράφηκε προς τους Δώδεκα και τους ρώτησε μήπως ήθελαν κι αυτοί να φύγουν. Ο Πέτρος απάντησε αμέσως: «Και σε ποιον άλλον να πάμε, Κύριε; Αφού μόνο Εσύ κατέχεις ρήματα που φέρουν και οδηγούν στην αιώνια ζωή. Κι εμείς έχουμε πιστέψει κι έχουμε καταλάβει ότι Εσύ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του αληθινού Θεού» (Ιωάν. 6, 66-69). Μιαν άλλη φορά, φθάνοντας στα μέρη της Καισαρείας της Φιλίππου, ο Κύριος, αφού ζήτησε από τους μαθητές Του να μάθει ποια γνώμη σχημάτιζαν οι άνθρωποι για τον Υιό του ανθρώπου, στράφηκε προσωπικά προς αυτούς και τους ρώτησε: «Κι εσείς, ποιος λέτε πως είμαι;». Ο Πέτρος, προφταίνοντας όλους τους άλλους, αποκρίθηκε: «Εσύ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του ζωντανού Θεού!». Ο Χριστός επαίνεσε τον Πέτρο γι’ αυτή την ομολογία Πίστεως προς τη Θεότητά Του, λέγοντάς του τα εξής: «Μακάριος είσαι, Σίμων, γιε του Ιωνά, γιατί αυτό που μόλις είπες, δεν σου το αποκάλυψε κανένας άνθρωπος, αλλά ο ουράνιος Πατέρας Μου. Κι Εγώ λέω σε σένα τώρα, πως εσύ είσαι ο Πέτρος και πάνω σ’ αυτή την πέτρα θα οικοδομήσω την Εκκλησία Μου, την οποία δεν πρόκειται ποτέ να κατατροπώσουν οι δυνάμεις του άδη. Θα σου δώσω τα κλειδιά που ανοίγουν τη Βασιλεία των Ουρανών και ό,τι κρατήσεις ασυγχώρητο στη γη, θα είναι ασυγχώρητο και στους ουρανούς· και ό,τι συγχωρήσεις στη γη, θα είναι συγχωρεμένο και στους ουρανούς» (Ματθ. 16, 13-20· Μάρκ. 8, 27-29· Λουκ. 9, 18-20) [2].

Αμέσως μετά τη σκηνή αυτή που φανέρωσε ότι η αγάπη του Πέτρου για τον Κύριο τού παρείχε τη γνώση της Αληθείας, ο Ιησούς άρχισε να αναγγέλλει το Πάθος και την Ανάστασή Του. Ο Πέτρος περιπίπτοντας ξανά σε ανθρώπινα συναισθήματα που απωθούσαν τη θεία γνώση, έντρομος Τον αποδοκίμασε λέγοντας: «Θεός φυλάξοι, Κύριε! Να μη Σου συμβεί ποτέ κάτι τέτοιο!». Ο Ιησούς στράφηκε τότε και του είπε αυστηρά: «Φύγε από μπροστά μου, σατανά! Εσύ Μου γίνεσαι εμπόδιο, γιατί δεν σκέφτεσαι όπως θέλει ο Θεός, αλλά όπως θέλουν οι άνθρωποι» (Ματθ. 16, 22-23· Μάρκ. 8, 31-33).

Στον Μυστικό Δείπνο, όταν ο Κύριος ένιψε τα πόδια των μαθητών Του, ο Πέτρος αρνήθηκε και αντέδρασε έντονα. Ο Ιησούς τού απάντησε με πραότητα: «Αν δεν πλύνω τα πόδια σου, τότε δεν έχεις θέση κοντά Μου» (Ιωάν. 13, 8). Τελειώνοντας τον δείπνο, ο Κύριος ανήγγειλε, σαφέστερα από ποτέ, ότι θα παραδινόταν στον θάνατο για να αναστηθεί στη συνέχεια και πρόσθεσε ότι οι μαθητές Του θα Τον εγκατέλειπαν. Ο Πέτρος εξανέστη γι’ άλλη μια φορά με ζήλο και φώναξε, μάλλον με κρυφή έπαρση, θεωρώντας τον εαυτό του υπεράνω των άλλων: «Κι αν όλοι χάσουν την εμπιστοσύνη τους σε Σένα, όχι όμως εγώ!». Ο Χριστός τού αποκρίθηκε ήρεμα και θλιμμένα: «Σε βεβαιώνω πως αυτή τη νύκτα, πριν ο πετεινός λαλήσει, θα Με απαρνηθείς τρεις φορές» (Ματθ. 26, 33-35· Μάρκ. 14, 29-31· Λουκ. 22, 31-34· Ιωάν. 13, 36-38). 
Ο Πέτρος ακολούθησε τον Διδάσκαλο στον κήπο της Γεθσημανή, μαζί με τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη· και αυτοί που προηγουμένως είχαν κριθεί άξιοι του φωτός της δόξης Του στο Θαβώρ, παρέστησαν τώρα μάρτυρες της αγωνίας Του, της έσχατης εκδήλωσης της ανθρώπινης φύσεώς Του. Αλλά υποκύπτοντας πάλι στην αδυναμία τους, αποκοιμήθηκαν, ενώ ο Κύριος προσευχόταν μόνος και ο ιδρώτας Του έτρεχε σαν σταγόνες αίματος στη γη (Λουκ. 22, 44). Όταν οι υπηρέτες του αρχιερέα έφθασαν για να συλλάβουν τον Ιησού Χριστό, ο Πέτρος άδραξε το μαχαίρι του και έκοψε το αυτί του Μάλχου, ενός υπηρέτη του αρχιερέα. Ο Ιησούς το θεράπευσε και επιτίμησε τον Πέτρο, λέγοντάς του να βάλει το μαχαίρι στη θήκη του, υπενθυμίζοντάς του ταυτόχρονα πως έπρεπε ο Ίδιος να συλληφθεί για να εκπληρωθούν στην εντέλεια οι Γραφές. Ο Πέτρος στη συνέχεια εγκατέλειψε τον Κύριο και, μαζί με τους άλλους μαθητές, παρακολουθούσαν από μακριά τη συνοδεία μέχρι το παλάτι του αρχιερέα. Κατάφερε να παρεισδύσει στην αυλή, όπου όμως μια υπηρέτρια τον αναγνώρισε και του είπε: «Κι εσύ δεν ήσουν μαζί μ’ αυτόν τον Ναζωραίο;» (Ματθ. 26, 69· Ιωάν. 18, 15-18 / 25-27· Λουκ. 22, 54-62). Κι αυτός, που ορκιζόταν ότι θα έδινε ακόμη και τη ζωή του για τον Κύριο, φοβισμένος τώρα από τα λόγια μιας υπηρέτριας, Τον αρνήθηκε. Ερωτηθείς για τρίτη φορά, άρχισε τώρα να παίρνει όρκους και αναθέματα λέγοντας επιτακτικά: «Δεν τον ξέρω αυτόν τον άνθρωπο!» (Ματθ. 26, 72·74). Και τη στιγμή εκείνη λάλησε ο πετεινός και ο Πέτρος θυμήθηκε αμέσως τα λόγια του Ιησού και, βγαίνοντας έξω από την αυλή, έκλαψε πικρά (Ματθ. 26, 75· Λουκ. 22, 62· Ιωάν. 18, 15-18 / 25-27).

Το πρωί της τρίτης ημέρας μετά το Πάθος, η Μαρία η Μαγδαληνή και οι άλλες άγιες γυναίκες που είχαν δει τον τάφο άδειο και τον λαμπρό άγγελο να τους αναγγέλλει την Ανάσταση του Κυρίου, πήγαν να μεταφέρουν την είδηση στον Πέτρο και τον Ιωάννη. Οι δύο μαθητές έτρεξαν στο μνημείο και ο αγαπημένος μαθητής φθάνοντας εκεί πρώτος άφησε τον Πέτρο να περάσει πριν από αυτόν μέσα στον τάφο, όπου είδαν τα σάβανα σε μια γωνία (Ιωάν. 20, 1-7). Την ημέρα εκείνη, καθώς φαίνεται, ο αναστημένος Κύριος εμφανίσθηκε μόνο στον Πέτρο (Λουκ. 24, 34· Α΄ Κορ. 15, 15). Λίγο αργότερα, αφού οι μαθητές είχαν επιστρέψει στις ασχολίες τους στη λίμνη Τιβεριάδα, κι ενώ είχαν δουλέψει μάταια όλη τη νύχτα, Κάποιος τούς φώναξε από την όχθη και τους είπε να ρίξουν τα δίχτυα γι’ άλλη μια φορά. Υπάκουσαν σ’ αυτή την πραεία φωνή του Αγνώστου. Καθώς πάσχιζαν να τραβήξουν πάνω στο πλοίο τα εκατόν πενήντα τρία μεγάλα ψάρια που έπιασαν (Ιωάν. 21, 11), ο Ιωάννης ψιθύρισε με νόημα στον Πέτρο: «Ο Κύριος είναι!» (Ιωάν. 21, 7). Αμέσως ο Πέτρος ζώστηκε το ιμάτιό του και ρίχτηκε με φόρα στο νερό για να βγει πιο γρήγορα στην ακτή και έπεσε στα πόδια του Ιησού, γεμάτος συντριβή και αγάπη γι’ Αυτόν. Αφού έφαγε μαζί τους για να τους δείξει ότι ήταν ζωντανός με σάρκα και οστά, ρώτησε τρεις φορές τον Πέτρο «Με αγαπάς;». Και ο Πέτρος, επανορθώνοντας την τριπλή άρνησή του με την τριπλή ομολογία της αγάπης του, αποκαταστάθηκε στη θέση του Κορυφαίου των Αποστόλων με τη θεία δύναμη της μετάνοιας και της αφέσεως και ο Κύριος τού εμπιστεύθηκε την ποιμαντορική ευθύνη της Εκκλησίας Του (Ιωάν. 21, 15-19).

Αφού παρέστη στην Ανάληψη του Κυρίου, ο Πέτρος ετέθη επικεφαλής της κοινότητας των περίπου εκατόν είκοσι μαθητών, που ήταν συγκεντρωμένοι στο υπερώο, αφοσιωμένοι ομοθυμαδόν στην προσευχή, ενώ ανέμεναν την έλευση και επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος (Πράξ. 1, 14). Πρότεινε να βγει με κλήρο ο αντικαταστάτης του προδότη Ιούδα και ο Ματθίας επελέγη μεταξύ των Δώδεκα Αποστόλων (Πράξ. 15, 26). Την ημέρα της Πεντηκοστής, οι Απόστολοι πληρωθέντες Πνεύματος Αγίου έφθασαν σε πλήρη γνώση, αίσθηση και δύναμη του Μεγάλου Μυστηρίου της Σωτηρίας και ικανώθηκαν εκ βαθέων έκτοτε να δίνουν μαρτυρία για τον Κύριο μπροστά στα έθνη κοινοποιώντας σε διάφορες γλώσσες τα θαυμάσια του Θεού. Ο Πέτρος, όπως πάντα πρώτος λόγω του πύρινου ζήλου του, πήρε τον λόγο και ανήγγειλε στους πολυπληθείς Εβραίους που ήσαν παρόντες ότι ο Ιησούς Χριστός, εκείνος ο «άνθρωπος» που είχαν θανατώσει, είχε αναστηθεί και καθισμένος έκτοτε στα δεξιά του Πατρός, ως Χριστός Βασιλεύς και Κύριος, είχε εκχύσει τώρα πάνω τους το Άγιο Πνεύμα. Περισσότεροι από τρεις χιλιάδες άνθρωποι καταλήφθηκαν από ιερή κατάνυξη την ημέρα εκείνη, μετανόησαν και βαπτίσθηκαν. Η εκκλησία αυξανόταν γρήγορα, αλλά οι Απόστολοι φοιτούσαν ακόμη στον Ναό για την τήρηση των εβραϊκών προσευχών (Πράξ. 2, 1-41). Μια μέρα, καθώς ο Πέτρος και ο Ιωάννης μετέβαιναν στον Ναό για να προσευχηθούν, ένας εκ γενετής χωλός πρότεινε προς αυτούς το χέρι του και τους ζήτησε ελεημοσύνη. Ο Πέτρος τον κοίταξε κατάματα και του είπε: «Χρήματα, ασημένια και αργυρά δεν έχω· αυτό όμως που έχω, αυτό και σου δίνω: στο Όνομα του Ιησού Χριστού του Ναζωραίου, σήκω πάνω και περπάτα!» (Πράξ. 3, 6). Και ο ζητιάνος σηκώθηκε πάνω, τελείως θεραπευμένος. Καθώς είχε μαζευτεί μεγάλο πλήθος, ο Πέτρος τούς ανήγγειλε, σαφέστερα τούτη τη φορά, ότι το θαύμα εκείνο είχε επιτελεστεί με τη δύναμη του Ιησού Χριστού, του Μεσσία που είχε αναγγελθεί από τους Προφήτες και ότι είχε αναστηθεί εκ νεκρών για τη σωτηρία τους. Πολλοί ακροατές ασπάσθηκαν την Πίστη και ο αριθμός των πιστών έφθασε περίπου στις πέντε χιλιάδες. Αλλά οι φύλακες του Ναού ήλθαν να συλλάβουν τους Αποστόλους και τους οδήγησαν στη φυλακή. Εμφανίσθηκαν την άλλη μέρα μπροστά στον αρχιερέα και στο Συνέδριο και ο Πέτρος, πλησθείς Αγίου Πνεύματος, δήλωσε ότι είχε πράξει εξ Ονόματος του Κυρίου Ιησού, τον Οποίον είχαν σταυρώσει, αλλά που είχε αναστηθεί και ότι, «από κανέναν άλλον δεν μπορεί να προέλθει η Σωτηρία, ούτε υπάρχει άλλο πρόσωπο και όνομα κάτω από τον ουρανό δοσμένο στους ανθρώπους με το οποίο μπορούμε να σωθούμε» (Πράξ. 4, 12). Βλέποντας τη σταθερότητά τους οι δικαστές τούς άφησαν ελεύθερους, απαγορεύοντάς τους να διδάσκουν στο Όνομα του Ιησού Χριστού. Ο Πέτρος όμως τους απάντησε: «Δεν μπορούμε εμείς να μη μιλάμε γι’ αυτά που είδαμε και γι’ αυτά που ακούσαμε» (Πράξ. 4, 20) και συνέχισε απτόητος να αναγγέλλει με τόλμη το χαρμόσυνο μήνυμα της Σωτηρίας, φροντίζοντας τους πιστούς και επαγρυπνώντας για την καλή οργάνωση της κοινότητας των πιστών. Κάποιος Ανανίας και η γυναίκα του Σαπφείρα επιτιμήθηκαν αυστηρότατα από τον Πέτρο, καθότι απέκρυψαν με δόλο μέρος του ποσού που έλαβαν από την πώληση του αγρού τους που θα έθεταν, υποτίθεται ανιδιοτελώς, στη διάθεση των Αποστόλων, με παιδαγωγικό αποτέλεσμα να ξεψυχήσουν ο ένας μετά τον άλλο (Πράξ. 5, 1-11).

Οι Απόστολοι συνέχισαν να κηρύττουν στον Ναό επιτελώντας πολλά σημεία και τέρατα και έτσι φυλακίσθηκαν ξανά, αλλά ήλθε τη νύχτα να τους ελευθερώσει ένας άγγελος. Οι φρουροί τούς βρήκαν πάλι στον Ναό και τους οδήγησαν ενώπιον του αρχιερέως. Αυτός τους υπενθύμισε την προηγούμενη απαγόρευσή του και ο Πέτρος απάντησε: «Πιο πολύ πρέπει να υπακούμε στον Θεό παρά στους ανθρώπους» (Πράξ. 5, 29) και δήλωσε ότι ήσαν μάρτυρες ότι ο Ιησούς Χριστός αναστήθηκε για να χορηγήσει μετάνοια και άφεση αμαρτιών. Αφού έδειραν τους Αποστόλους με βέργες, τους άφησαν ελεύθερους κι εκείνοι χαρούμενοι συνέχισαν κανονικά παντού το κήρυγμά τους (Πράξ. 5, 41-42).

Όταν ο Πέτρος μετέβη στη Σαμάρεια για να μεταδώσει το Άγιο Πνεύμα σε όσους είχαν μόλις βαπτισθεί, ο Σίμων ο Μάγος τού πρότεινε χρήματα για να αποκτήσει κι αυτός τη δύναμη να μεταδίδει το Άγιο Πνεύμα, αλλά ο Απόστολος τού απάντησε έντονα: «Να χαθείς εσύ και τα λεφτά σου! Γιατί φαντάσθηκες πως η δωρεά του Θεού μπορεί να αποκτηθεί με χρήματα!» (Πράξ. 8, 20). Πέρασε κατόπιν στη Λύδδα, όπου θεράπευσε έναν παράλυτο ονόματι Αινέα και ανάστησε την Ταβιθά στην Ιόππη (Πράξ. 9, 32-42), μια πιστή, σεμνή και ελεήμονα μαθήτρια που βοηθούσε και συμπονούσε όλους τους αναγκεμένους. Για μερικές μέρες έμεινε στην πόλη αυτή, διαμένοντας στο σπίτι του Σίμωνα του βυρσοδέψη, όπου είδε τρεις φορές ένα όραμα στο οποίο καλούνταν να φάει αδιακρίτως κρέας που προερχόταν από ζώα καθαρά αλλά και ακάθαρτα τα οποία ήταν απαγορευμένα από τον Νόμο. Λίγο αργότερα, έφθασαν αγγελιαφόροι από την Καισάρεια λέγοντας ότι είχαν σταλεί από τον Ρωμαίο εκατόνταρχο Κορνήλιο [13 Σεπτ.], ο οποίος είχε ειδοποιηθεί από έναν άγγελο να τον αναζητήσει. Φθάνοντας στην Καισάρεια, ο Πέτρος άρχισε να μιλά για τον Ιησού Χριστό στο σπίτι του Κορνήλιου και το Άγιο Πνεύμα επιφοίτησε στους εθνικούς ακροατές του, όπως ακριβώς κατά την ημέρα της Πεντηκοστής. Παρά την έκπληξη των πιστών Εβραίων, ο Πέτρος έδωσε εντολή να τους βαφτίσουν, λέγοντας: «Ποιος μπορεί να εμποδίσει να βαπτιστούν με νερό, αυτοί που έλαβαν το Άγιο Πνεύμα όπως κι εμείς;» (Πράξ. 10, 47). Επιστρέφοντας στα Ιεροσόλυμα, κατηγορήθηκε από τους Εβραίους και χρειάστηκε να τους διηγηθεί το όραμά του για να τους πείσει ότι και οι εθνικοί επίσης έπρεπε να γίνουν ανενδοίαστα δεκτοί στην Εκκλησία.

Αφού ο βασιλέας Ηρώδης Αγρίππας διέταξε να θανατώσουν τον άγιο Ιάκωβο, τον αδελφό του Ιωάννη (Πράξ. 12, 1-2), αποφάσισε να συλλάβει και τον Πέτρο. Την παραμονή της προσαγωγής του στο δικαστήριο, ενώ κοιμόταν τη νύχτα αλυσοδεμένος στο κελί του, εμφανίσθηκε άγγελος Κυρίου, πλημμυρίζοντας με φως τη φυλακή. Μόλις άγγιξε τον Πέτρο, λύθηκαν οι αλυσίδες του· και με εντολή του αγγέλου, ντύθηκε, πέρασε τις πόρτες που εν τω μεταξύ άνοιξαν από μόνες τους, και μετέβη στην οικία της μητέρας του Μάρκου, όπου προσεύχονταν γι’ αυτόν εκτενώς αρκετοί πιστοί (Πράξ. 12, 6-19) [16 Ιαν.]. Εν συνεχεία, κατέβηκε στην Καισάρεια και από εκεί συνέχισε το φλογερό κήρυγμά του στην Ιουδαία και σε πιο μακρινές περιοχές ακόμη. Στην Α΄ Επιστολή του, ο άγιος Πέτρος απευθύνεται σε χριστιανούς του Πόντου, της Γαλατίας, της Καππαδοκίας, της Ασίας και της Βιθυνίας, γεγονός που μας κάνει να υποθέσουμε ότι είχε επισκεφθεί τα μέρη αυτά για να τα ευαγγελίσει. Άλλες παραδόσεις [3] αναφέρουν ότι από την Καισάρεια επισκέφθηκε τη Σιδώνα, τη Βηρυτό και την υπόλοιπη Φοινίκη, εν συνεχεία δε, μετά από παραμονή στη νήσο Αντάραδο, ευαγγελίστηκε πολλές πόλεις μέχρι τη Λαοδίκεια. Στην Αντιόχεια της Συρίας αντιμετώπισε τον Σίμωνα τον Μάγο που εξαπατούσε πολλούς με τα σατανικά του τεχνάσματα, και ο Πέτρος χειροτόνησε τους αγίους Μαρκιανό και Παγκράτιο [9 Ιουλ.] για να πάνε να κηρύξουν το Ευαγγέλιο στη Σικελία. Κατόπιν, μετέβη στα Τύανα της Καππαδοκίας, και εν συνεχεία στην Άγκυρα της Γαλατίας, όπου ανέστησε έναν νεκρό. Συνεχίζοντας την περιοδεία του στον Πόντο, βρήκε τον αδελφό του Ανδρέα στη Σινώπη· κατόπιν, ευαγγέλισε την Αμάσεια και τα Γάγγρα της Παφλαγονίας, την Κλαυδιόπολη της επαρχίας Ονωρίας και, φθάνοντας στη Βιθυνία, έμεινε στη Νικομήδεια και στη Νίκαια, όπου έσπειρε τον λόγο της Αληθείας.

Λέγεται πως τότε ήταν που πήρε τον δρόμο της επιστροφής στα Ιεροσόλυμα και βρέθηκε εκεί, όταν ο Παύλος και ο Βαρνάβας έφθασαν να δώσουν αναφορά για τις αποστολές τους στους εθνικούς. Καθώς ορισμένοι πιστοί του κόμματος των Φαρισαίων δήλωσαν πως οι εθνικοί που είχαν προσχωρήσει στον Χριστό έπρεπε να περιτέμνονται, ανέκυψε μεγάλη συζήτηση. Ο Πέτρος έλαβε τον λόγο και υποστήριξε ότι ήταν άχρηστο πλέον να επιβάλλεται στους πιστούς αυτούς τούτο το απρόσφορο βάρος του Νόμου, αφού όλοι, Εβραίοι και εθνικοί, σώζονται με τη χάρη του Κυρίου. Τέλος, μετά την ομιλία του Ιακώβου που προήδρευε στη Σύνοδο, αποφασίστηκε να μην επιβαρύνονται οι προσήλυτοι εθνικοί με τις απαρχαιωμένες απαιτήσεις της Παλαιάς Διαθήκης και να τους ζητηθεί μόνο να απέχουν από τα ειδωλόθυτα, το αίμα, το κρέας από πνιγμένα ζώα και την πορνεία (Πράξ. 15, 1-29).

Ο άγιος Πέτρος μετέβη κατόπιν στην Αντιόχεια, παίρνοντας μέρος σε κοινά δείπνα με πιστούς που προέρχονταν από τους εθνικούς. Όταν όμως έφθαναν αδελφοί από τα Ιεροσόλυμα, από εσφαλμένη εκτίμηση απομακρυνόταν από αυτούς και διαχώριζε τη θέση του. Ο Παύλος τον επέκρινε γι’ αυτό μπροστά σε όλους και τον παρότρυνε να πολιτεύεται σύμφωνα με τη διδασκαλία του Ευαγγελίου και τις αποφάσεις που είχαν ληφθεί στη Σύνοδο των Ιεροσολύμων (Γαλ. 2, 11-14).

Συνεχίζοντας τις αποστολικές περιοδείες του ο Πέτρος, χειροτόνησε τον Ευόδιο, επίσκοπο Αντιοχείας [7 Σεπτ.], κατόπιν τον Πρόχορο στη Νικομήδεια [28 Ιουλ.] και τον Κορνήλιο τον εκατόνταρχο [13 Σεπτ.] στην Ηλιούπουλη [4]. Εκεί λέγεται ότι είδε τον Κύριο σε όραμα που του είπε να οδεύσει προς τη Δύση. Περνώντας από την Ταρσό, χειροτόνησε τον Ορκανό [;] στην Έφεσο, τοποθέτησε τον Φύγγελο, ο οποίος αργότερα αποχώρησε από την Εκκλησία για να ακολουθήσει τον Σίμωνα τον Μάγο. Στη Σμύρνη χειροτόνησε τον Απελλή [10 Σεπτ.], αδελφό του Πολύκαρπου, στους Φιλίππους της Μακεδονίας τον Ολυμπά [10 Νοεμ.], στη Θεσσαλονίκη τον Ιάσωνα [29 Απρ.] [5], στην Κόρινθο τον Σίλα [30 Ιουλ.] και στην Πάτρα τον Ηρωδίωνα [8 Απρ.]. Φθάνοντας στη Σικελία, έγινε δεκτός με τιμές από τον μαθητή του τον άγιο Παγκράτιο και έφθασε, τέλος, στη Ρώμη όπου δίδασκε καθημερινά τον λαό την Πίστη προς την Αγία Τριάδα. Φθονώντας τη φήμη του Αποστόλου που ολοένα μεγάλωνε, ο Σίμων ο Μάγος, που εν τω μεταξύ είχε οδηγηθεί στη Ρώμη για να εκτελεστεί, κατόρθωσε να εξαπατήσει τον αυτοκράτορα Κλαύδιο με τα τεχνάσματά του· και, συγκεντρώνοντας ένα μεγάλο πλήθος, έκανε πως ανέστησε δήθεν κάποιον με τα κόλπα του. Έπαιρνε επίσης διάφορες μορφές, προκαλώντας τον θαυμασμό και το δέος των αφελών θεατών. Τη στιγμή που δύο δαίμονες τον σήκωναν ψηλά στον αέρα, ο Πέτρος προσευχήθηκε και ο άθλιος Μάγος τσακίστηκε στη γη βρίσκοντας οικτρό θάνατο. Το πλήθος έβγαλε κραυγές θαυμασμού μπροστά στη δύναμη που ο Θεός χορηγούσε στους Αποστόλους Του και άκουσε με θέρμη το κήρυγμά του. Αφού χειροτόνησε τον Λίνο επίσκοπο Ρώμης [6], πέρασε στην Ταρακίνη, χειροτόνησε τον Επαινετό στην Ισπανία [30 Ιουλ.], τον Κρήσκεντα στην Καρχηδόνα [30 Ιουλ.] και, φθάνοντας στην Αίγυπτο, τοποθέτησε τον Ρούφο [8 Απρ.] επίσκοπο Θηβαΐδος και τον άγιο Μάρκο στην Αλεξάνδρεια [25 Απρ.]. Βρέθηκε στα Ιεροσόλυμα κατά την Κοίμηση της Κυρίας Θεοτόκου, κατόπιν επέστρεψε στη Ρώμη για να μεταδώσει το Άγιο Πνεύμα στους πιστούς και τερμάτισε τις αποστολικές περιοδείες του, όπως λέγεται στο Μιλάνο, φθάνοντας ίσως και μέχρι τη Μεγάλη Βρετανία [7].

Καθώς ένας άγγελος τού αποκάλυψε ότι επρόκειτο να βρει τον θάνατο στη Ρώμη, ο άγιος Πέτρος υπάκουσε στο σχέδιο της θείας Προνοίας και επέστρεψε στην πρωτεύουσα, όπου χειροτόνησε τον άγιο Κλήμεντα [24 Νοεμ.] ως διάδοχο του Λίνου που είχε πεθάνει. Αναφέρεται από την παράδοση ότι συνελήφθη με διαταγή του αυτοκράτορα Νέρωνα, τις δύο συζύγους του οποίου ο Απόστολος είχε μεταστρέψει· και, αφού ελευθερώθηκαν οι δύο μαθήτριές του, ο Πέτρος σταυρώθηκε ανάποδα, όπως το ζήτησε ο ίδιος, γιατί έλεγε ότι αφού ο Κύριος σταυρώθηκε όρθιος, για να κοιτάζει προς τη γη και τους καταδικασμένους που επρόκειτο να απελευθερώσει, ο ίδιος, ως μαθητής Του, ήταν πρέπον να κοιτάζει προς τον ουρανό όπου θα μετέβαινε [8].
 - Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ -
[1] Κατά ορισμένους η σύζυγός του ήταν κόρη του Αριστόβουλου [15 Μαρτ.], αδελφού του Αποστόλου Βαρνάβα [11 Ιουν.]. Ορισμένες πηγές μνημονεύουν στις 31 Μαΐου την αγία Πετρονίλλα, θυγατέρα του αγίου Πέτρου, αλλά πρόκειται στην πραγματικότητα για μια Ρωμαία παρθένο, μάρτυρα του 1ου αιώνα. 
[2] Με την περίφημη αυτή υπόσχεση του Χριστού οι απολογητές του Καθολικισμού άντλησαν το βασικό επιχείρημά τους για να δικαιολογήσουν την υπεραξίωση της παγκόσμιας δικαιοδοσίας του πάπα της Ρώμης υπεράνω όλων των επισκόπων και τοπικών εκκλησιών. Ωστόσο, για τους αγίους Πατέρες, τόσο τους Έλληνες όσο και τους Λατίνους, δεν είναι τόσο στο πρόσωπο του Πέτρου όσο στην «πέτρα» της ομολογίας της θαρραλέας πίστεώς του προς τη Θεότητα του Χριστού, επάνω στην οποία ο Κύριος υποσχέθηκε να ιδρύσει την Εκκλησία Του· έτσι, σε όλους που στο διάβα των χρόνων και των καιρών θα Τον ομολογήσουν, όπως ο Πέτρος, υπόσχεται να δώσει τα κλειδιά της Βασιλείας των Ουρανών· και συγκεκριμένα στους επισκόπους που όλοι κάθονται στην ίδια «καθέδρα του Πέτρου» (άγιος Κυπριανός [30 Μαΐου]), δεδομένου ότι όλες ανεξαιρέτως οι τοπικές Εκκλησίες κατέχουν το αυτό πλήρωμα της χάριτος (καθολικότητα). Πράγματι, αν κανείς δεν σκέφθηκε να θέσει εν αμφιβόλω το πρωτείο του επισκόπου Ρώμης, αναγνωρισμένο από ολόκληρη την αρχαία Εκκλησία, αυτό οφειλόταν λιγότερο στην «αποστολικότητα» της έδρας αυτής –αφού ο Πέτρος ίδρυσε κι άλλες Εκκλησίες, μεταξύ των οποίων της Αντιόχειας– και περισσότερο στο προφανές γεγονός ότι η Ρώμη ήταν η πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας (Σύνοδος της Χαλκηδόνος, Κανών 28). Το πρωτείο αυτό επομένως δεν είχε διόλου χαρακτήρα καθολικής δικαιοδοσίας, αλλά συνίστατο απλώς σε μία «εν αγάπη προεδρεία», ασκούμενη για την ευταξία και ευρυθμία των εκκλησιαστικών υποθέσεων. Μια τέτοια αντίληψη του πρωτείου διαθέτει ακραιφνώς η Ορθόδοξη Εκκλησία και σε μια ενδεχόμενη επιστροφή της Ρωμαϊκής έδρας στην Ορθόδοξη κοινωνία και ενότητα, ο πάπας θα έβρισκε εκεί τη φυσική και ορθή του θέση ως «πρώτος μεταξύ ίσων». 
[3] Ο κατάλογος των πόλεων τις οποίες ευαγγέλισε ο άγιος Πέτρος, ο οποίος σώζεται στην αγιολογική παράδοση, προήλθε από απόκρυφες πηγές, συγκεκριμένα τις «Ομιλίες» του αγίου Κλήμεντος Ρώμης [24 Νοεμ.]. Η θεολογία των κειμένων αυτών έχει απορριφθεί· ίσως όμως να σώζει τη μνήμη τόπων που πράγματι να είχαν ευαγγελισθεί από τον Πέτρο ή τους μαθητές του.
[4] Κατ’ άλλους επίσκοπος Σκεψέων ή ακόμη Καισαρείας. 
[5] Μάλλον τον Σιλβανό [30 Ιουλ.]. Οι Ιάσων, Σίλας και Ηρωδίων ήσαν πάντως μαθητές του Παύλου. 
[6] Διότι ο Απόστολος Πέτρος δεν υπήρξε ποτέ ο ίδιος επίσκοπος Ρώμης, αφού το αποστολικό λειτούργημα και έργο διακρινόταν κατά πολύ από το επισκοπικό.
[7] Περισσότερο ακόμη και από τα προηγούμενα, τα τελευταία αυτά στάδια είναι μάλλον απίθανα. 
[8] Φαίνεται πως στην πραγματικότητα ο Απόστολος μαρτύρησε κατά τον αιφνίδιο και άγριο διωγμό που εξαπέλυσε ο Νέρων το 64, αποδίδοντας στους χριστιανούς την ευθύνη για τη μεγάλη πυρκαγιά που κατέστρεψε την πόλη και της οποίας πιθανώς ήταν ο ίδιος αυτουργός. Οι ιστορικοί της εποχής (Τάκιτος) αναφέρουν ότι στα συνηθισμένα βασανιστήρια, ο παράφρων τύραννος προσέθεσε εξαλλοσύνες προς διασκέδαση: ορισμένοι κατασπαράχθηκαν από σκυλιά αφού είχαν καλυφθεί από δέρματα ζώων, ενώ άλλοι, μεταξύ των οποίος ο Απόστολος Πέτρος, δέθηκαν σε σταυρούς στους μεγάλους κήπους δίπλα στον ιππόδρομο, στον λόφο του Βατικανού, και όταν νύχτωσε κάηκαν εν είδει δαυλών για να διασκεδάσουν οι επισκέπτες του αυτοκράτορα.
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»·
Τόμος (Ιούνιος),
Εκδόσεις «Ίνδικτος».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοφιλείς αναρτήσεις