Σάββατο 29 Ιουνίου 2024

Ο Απόστολος Παύλος

ΠΗΓΗ: εδώ

Β΄. Ο Απόστολος Παύλος

Για τον άγιο Παύλο, τον «Πρώτο μετά τον Ένα» (εγράφη το 1912 από τον Προτεστάντη θεολόγο Gustav Adolf Deissmann· 1866-1937. Για την ακρίβεια όμως, ο πρώτος Άνθρωπος μετά τον Ένα Θεό, σύμφωνα με την Ορθόδοξη πνευματικότητα, εμπειρία, γνώση και αντίληψη, για την Εκκλησία, την κοινωνία των ανθρώπων και όλο τον κτιστό και άκτιστο κόσμο, είναι και θα είναι πάντα η Κυρία Θεοτόκος, η Δέσποινα του Κόσμου, η Παναγία μας, «ὡς ἔχουσα τὰ δευτερεῖα τῆς Τριάδος» κατά τους αγίους Πατέρες...), τι να πει κανείς, τη στιγμή που ο αριστοτέχνης της θεόπνευστης ευγλωττίας, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, κυριεύονταν από ένα είδος ιερής μέθης όταν πρόφερε το όνομά του και διέκοπτε τον χρυσόφθογγο λόγο του για να πλέξει ενθουσιαστικά το εγκώμιό του! Αυτός που θεωρούσε τον εαυτό του ως «έκτρωμα», ως «ελάχιστο» και «έσχατο των Αποστόλων», ακόμη και ανάξιο να ονομάζεται «απόστολος» (Α΄ Κορ. 15, 8-9), έγινε «Σκεύος Εκλογής» της θείας χάριτος χωρίς να υπάρχει ποτέ όμοιό του, τόσο για την πλησμονή των αποκαλύψεων και των πνευματικών χαρισμάτων, αλλά πρωτίστως για τους μόχθους και τις θλίψεις που υπέμεινε στο Όνομα του Χριστού, έτσι που μπόρεσε όντως να ονομασθεί ο κατ’ εξοχήν ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ.

Εβραίος από τη φυλή Βενιαμίν, γεννήθηκε στην Ταρσό της Κιλικίας (περί το έτος 10), σε μία από τις κοινότητες της Διασποράς που παρέμεναν φανατικά πιστές στις παραδόσεις των πατέρων τους. Έλαβε το όνομα «Σαούλ» ή «Σαύλος» και απολάμβανε από τον πατέρα του το προνομιακό καθεστώς του Ρωμαίου πολίτη. Μεγάλωσε στην κοσμοπολιτική αυτή πόλη σε επαφή με τον Ελληνικό Πολιτισμό, αλλά ο ζήλος του για τον Νόμο ώθησε τους γονείς του να τον στείλουν στην Ιερουσαλήμ, όπου προσχωρώντας στην ομάδα των Φαρισαίων, ακολούθησε τη διδασκαλία του περίφημου ραββίνου Γαμαλιήλ του Πρεσβύτερου (Πράξ. 5, 34· 22, 3), του πολύσοφου προέδρου του εβραϊκού συνεδρίου και εμβριθή διδασκάλου του Νόμου και των παραδόσεων του Ιουδαϊσμού. Συμμεριζόταν λοιπόν ο Παύλος τον φθόνο και το μίσος των πατέρων του για τους χριστιανούς, τους οποίους θεωρούσε αμετάπειστα ως επικίνδυνους παραβάτες του Νόμου, ενώ παρέστη και επιδοκίμασε τον λυσσαλέο λιθοβολισμό του Πρωτομάρτυρος Στεφάνου. Διαπνεόμενος από παράφορο μένος και οργή, «σκόρπιζε την απειλή του φόνου προς τους μαθητές του Κυρίου» (Πράξ. 9, 2)· έμπαινε στα σπίτια, άρπαζε άνδρες και γυναίκες και «πολλούς χριστιανούς τούς έκλεινε στη φυλακή έχοντας τη σχετική εξουσιοδότηση των μισόχριστων αρχιερέων· κι όταν τους καταδίκαζαν σε θάνατο, έδινε κι αυτός την καταδικαστική του ψήφο. Σε όλες τις συναγωγές πολλές φορές προσπαθούσε, πάντα χρησιμοποιώντας βία, να τους αναγκάσει να αρνηθούν την πίστη τους. Η μανία του ήταν τόσο μεγάλη, ώστε καταδίωκε τους χριστιανούς ακόμη και σε πόλεις που ήταν έξω από τα όρια της χώρας» των Εβραίων (Πράξ. 26, 10-11). Αφού έλαβε συστατικές επιστολές από τον αρχιερέα, πήρε τον δρόμο για τη συναγωγή της Δαμασκού, με σκοπό να φέρει σιδηροδέσμιους στα Ιεροσόλυμα τους μαθητές του Χριστού που θα έβρισκε εκεί.

Πλησιάζοντας στη Δαμασκό, αίφνης τον τύλιξε με τη λάμψη του ένα φως εξ ουρανού. Πέφτοντας κατά γης, άκουσε μια φωνή που του έλεγε: - «Σαούλ, Σαούλ, γιατί Με καταδιώκεις; Είναι σκληρό να κλωτσάς τα καρφιά!» - «Ποιος είσαι, Κύριε;» ρώτησε τότε. - «Εγώ είμαι ο Ιησούς, που εσύ Τον καταδιώκεις! Σήκω όμως και στάσου στα πόδια σου. Γι’ αυτό σου φανερώθηκα: για να σε πάρω στην υπηρεσία Μου και να σε καταστήσω μάρτυρα γι’ αυτά που είδες και γι’ αυτά που πρόκειται να σου δείξω ακόμη. Θα σε προστατεύω από τον λαό σου και από τους εθνικούς, προς τους οποίους Εγώ σε στέλνω, για ν’ ανοίξεις τα μάτια τους, ώστε να επιστρέψουν από το σκοτάδι στο φως κι από την εξουσία του σατανά στον Θεό. Γιατί, αν πιστέψουν σ’ Εμένα, θα λάβουν τη συγχώρεση των αμαρτιών τους και μια θέση ανάμεσα σ’ εκείνους που ανήκουν στον Θεό» (Πράξ. 9, 1-6· Πράξ. 26, 12-18). Ο Σαύλος σηκώθηκε, αλλά δεν μπορούσε πια να δει τίποτε, καθώς τα μάτια του λες και είχαν καεί από τη σφοδρή λάμψη του φωτός εκείνου, που μόνον αυτός είχε δει, και χρειάστηκε να τον οδηγήσουν στη Δαμασκό οι σύντροφοί του. Έμεινε τρεις μέρες δίχως να φάει και να πιεί τίποτε, μέχρι τη στιγμή που ένας μαθητής του Κυρίου, ονόματι Ανανίας [1 Οκτ.], ειδοποιημένος από άγγελο, ήλθε να επιθέσει πάνω του τα χέρια του στο Όνομα του Χριστού για να του δώσει πάλι το φως του και για να τον βαπτίσει στη συνέχεια. Έχοντας γίνει άλλος άνθρωπος και, πλησθείς Πνεύματος Αγίου, ο Παύλος ξεκίνησε να διακηρύττει τον Ιησού Χριστό Υιό του Θεού στις συναγωγές προς κατάπληξη και έλεγχο των Εβραίων που τον γνώριζαν ή τον είχαν ακουστά ως ορκισμένο εχθρό και λυσσαλέο πολέμιο των χριστιανών. Τελικά, αποφάσισαν να τον σκοτώσουν κι αυτόν, αλλά εκείνος το έμαθε και μπόρεσε να διαφύγει με τη βοήθεια των μαθητών, που τον κατέβασαν νύχτα από τα τείχη μέσα σ’ ένα καλάθι. Μετέβη τότε στην Αραβία, ανατολικά της Ιορδανίας (Γαλ. 1, 17), όπου πέρασε δύο χρόνια μέσα στην ησυχία της ερήμου, προετοιμαζόμενος πνευματικά με νηστεία και αδιάλειπτη προσευχή για τις μελλοντικές μεγάλες αποστολές του.

Από τη στιγμή εκείνη, όλη η ζωή του αφιερώθηκε αποκλειστικά στην υπηρεσία του Κυρίου, υπό του Οποίου κατελήφθη, «ξεχνώντας όλα αυτά που συνέβησαν πίσω του και κάνοντας ό,τι μπορούσε για να φτάσει αυτά που ήταν μπροστά του· αγωνιζόμενος να φθάσει στο τέρμα και προσβλέποντας προς το βραβείο του ουράνιου καλέσματος του Θεού που του έγινε διά του Ιησού Χριστού» (Φιλ. 3, 13-14). Μπορούσε με όλα αυτά να καυχάται: «Κι αληθινά, με κριτήριο τον νόμο, έχω πεθάνει για τη θρησκεία του νόμου, για να βρω τη ζωή κοντά στον Θεό»· αλλά και να δηλώνει μεγαλοφώνως: «Τώρα πια δεν ζω εγώ, αλλά ζει μέσα μου ο Χριστός!» (Γαλ. 2, 19-20). Ο Κύριος εμφανίσθηκε πράγματι σε αυτόν με πολλά οράματα και αποκαλύψεις. Μια φορά μάλιστα, αρπάχτηκε μέχρι τον τρίτο ουρανό και εκεί άκουσε άρρητα ρήματα που κανένας άνθρωπος πριν από αυτόν δεν είχε ακούσει (Β΄ Κορ. 12, 1-3) [1], αλλά και που δεν επιτρέπεται αλλ’ ούτε και μπορεί να τα πει κανένας. Αντί να καυχάται όμως για τις εξαιρετικές αυτές αποκαλύψεις, απεναντίας αναλωνόταν ακόμη περισσότερο στο ευαγγελικό του έργο, με τέτοια σπάνια ορμή, που τον έκανε να περιφρονεί κάθε κίνδυνο. Επτά φορές φυλακίσθηκε [2], πέντε φορές μαστιγώθηκε από τους Ιουδαίους, τρεις φορές δάρθηκε με βέργες, μια φορά λιθοβολήθηκε και τρεις φορές ναυάγησε. «Έκανε πολλές κοπιαστικές οδοιπορίες, διάβηκε επικίνδυνα ποτάμια, κινδύνεψε από ληστές, κινδύνεψε από τους ομογενείς του Ιουδαίους, κινδύνεψε κι από τους εθνικούς. Πέρασε αμέτρητους κινδύνους σε πόλεις, σε ερημιές, στη θάλασσα, κινδύνεψε από ανθρώπους που υποκρίνονταν τους αδελφούς. Κόπιασε και μόχθησε πολύ, πολλές φορές ξαγρύπνησε, δίψασε και πείνασε, καθώς πολλές ήταν οι φορές που του έλειψε εντελώς το φαγητό, ξεπάγιασε μια και δεν είχε άλλα ρούχα να φορέσει. Εκτός απ’ όλα τ’ άλλα, είχε την καθημερινή πίεση των εχθρών του αλλά ταυτόχρονα και την ανύσταχτη μέριμνα και φροντίδα για όλες τις κατά τόπους εκκλησίες. Ποιος να ήταν ασθενής - κυρίως κατά την Πίστη - και να μην ασθενούσε κι αυτός; Ποιος υπέκυπτε και υποχωρούσε στον πειρασμό και δεν υπόφερε κι αυτός μαζί;» (Β΄ Κορ. 11, 26-29). Ωστόσο, σεμνύνονταν για όλες αυτές τις ταλαιπωρίες και χαιρόταν για τους ονειδισμούς και τους διωγμούς που υπέμενε για τον Χριστό, διότι ο Κύριος τού είχε ο Ίδιος δηλώσει σε όραμα: «Σου αρκεί η χάρη Μου. Γιατί η πληρότητα της δύναμής Μου φανερώνεται μέσα από τη δική σου ασθένεια και αδυναμία» (Β΄ Κορ. 12, 9). Εκπληρώνοντας την αποστολή του με σημεία, με τέρατα και με τη δύναμη του Πνεύματος, από την Ιερουσαλήμ μέχρι την Ιλλυρία και τα πέρατα της Δύσεως, ο Απόστολος του Χριστού «ανθρωπίνως» εμφανιζόταν «ανήμπορος, φοβισμένος και κατατρομαγμένος» (Α΄ Κορ. 2, 3), χωρίς ο λόγος του να διαθέτει το παραμικρό από τη σοφία του κόσμου και χωρίς να θέλει να διακηρύξει τίποτε άλλο παρά μονάχα «τον Ιησού Χριστό και Αυτόν εσταυρωμένο» (Α΄ Κορ. 2, 2). Έγινε «τα πάντα για όλους» (Α΄ Κορ. 9, 3), για να σώσει έστω και μερικούς, γεννώντας εν Χριστώ μαθητές για τους οποίους δεν θα έπαυε να υποφέρει οικειοθελώς, μέχρι που να μορφωθεί πλήρως ο Θεός εντός τους με τη χάρη του Πνεύματος της υιοθεσίας (Γαλ. 4, 6-7).

Μετά την απόσυρσή του στην Αραβία, ο Παύλος έμεινε για λίγο στη Δαμασκό, απ’ όπου χρειάστηκε να διαφύγει και πάλι μεταβαίνοντας στην Ιερουσαλήμ. Καθώς οι πιστοί συνέχιζαν να τον φοβούνται και δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι είχε γίνει πραγματικά μαθητής, ο Βαρνάβας τον παρουσίασε στους Αποστόλους Πέτρο και Ιάκωβο και εγγυήθηκε ο ίδιος για την αυθεντικότητα του οράματος που έζησε και για τη γνήσια μεταστροφή του. Έκτοτε ο Παύλος πηγαινοερχόταν μαζί τους κηρύττοντας με παρρησία στο Όνομα του Κυρίου. Μόλις δύο εβδομάδες αργότερα όμως (Γαλ. 1, 18), καθώς Εβραίοι «ελληνίζοντες» [3] σχεδίαζαν να τον σκοτώσουν, οδηγήθηκε από μαθητές στην Καισάρεια, απ’ όπου πήρε το πλοίο για την πατρίδα του την Ταρσό. 
Λίγο αργότερα, έφθασε στην Ιερουσαλήμ η είδηση ότι εθνικοί είχαν ασπαστεί την Πίστη στην Αντιόχεια και στάλθηκε εκεί αντιπρόσωπος ο Βαρνάβας. Εκείνος διαπίστωσε τη χάρη που δόθηκε από τον Θεό και αναχώρησε για να αναζητήσει τον Παύλο στην Ταρσό. Έμειναν για έναν χρόνο στην Αντιόχεια κατηχώντας σημαντικό πλήθος πιστών. Εκεί οι μαθητές έλαβαν για πρώτη φορά το όνομα «χριστιανοί» (Πράξ. 11, 26· 13, 52). Καθώς αναγγέλθηκε από έναν προφήτη ότι μεγάλος λιμός θα ενέσκηπτε στην αυτοκρατορία και ιδιαίτερα στην Παλαιστίνη (49-50), οι πιστοί της Αντιόχειας έκαναν έρανο και ανέθεσαν στον Παύλο και στον Βαρνάβα να μεταφέρουν τη βοήθεια αυτή στους αδελφούς στα Ιεροσόλυμα. Επιστρέφοντας στην Αντιόχεια, μια μέρα που η κοινότητα των πιστών προσευχόταν, το Άγιο Πνεύμα είπε: «Ξεχωρίστε Μου τον Βαρνάβα και τον Σαύλο για το έργο στο οποίο τους έχω καλέσει» (Πράξ. 13, 2). Αφού νήστευσαν και προσευχήθηκαν, οι αδελφοί επέθεσαν τα χέρια τους πάνω τους και τους απέστειλαν. Πήραν από τη Σελεύκεια το πλοίο για την Κύπρο. Στη Σαλαμίνα, άρχισαν αμέσως να κηρύττουν τον λόγο του Θεού στις συναγωγές και διέσχισαν το νησί μέχρι την Πάφο, όπου ο Ρωμαίος ανθύπατος Σέργιος Παύλος ασπάστηκε την Πίστη παρά την αντίσταση του εκεί μάγου ονόματι Βαριησούς ή Ελύμας (Πράξ. 13, 6-8), για τον οποίο ο Παύλος προέβλεψε ότι θα τυφλωθεί, πράγμα που έγινε αμέσως. Από την Πάφο έφθασαν στην Πέργη της Παμφυλίας και από εκεί στην Αντιόχεια της Πισιδίας, όπου ο Παύλος μετέστρεψε πολλούς Εβραίους και προσήλυτους, αφού κήρυξε σε αυτούς τη μετάνοια στη συναγωγή. Το επόμενο Σάββατο σχεδόν ολόκληρη η πόλη συγκεντρώθηκε για να ακούσει τον λόγο του Θεού. Και, καθώς οι Εβραίοι τού αντέλεγαν και τον διέκοπταν με βλασφημίες, εκείνος είπε: «Έπρεπε να κηρύξουμε τον λόγο του Θεού πρώτα σ’ εσάς. Επειδή όμως τον αντικρούετε και καταδικάζετε έτσι τον εαυτό σας να μην αξιωθεί την αιώνια ζωή, γι’ αυτό κι εμείς στρεφόμαστε τώρα προς τους εθνικούς» (Πράξ. 13, 46). Οι παρόντες εθνικοί χάρηκαν και δέχτηκαν το κήρυγμά τους και ασπάσθηκαν την Πίστη. Οι Εβραίοι ωστόσο υποκίνησαν τους πρόκριτους να εκδιώξουν τον Παύλο και τον Βαρνάβα, οι οποίοι μετέβησαν τότε στο Ικόνιο. Άρχισαν κι εκεί να κηρύττουν από τη συναγωγή και πολλοί Εβραίοι και εθνικοί προσχώρησαν στην Πίστη. Οι Απόστολοι παρέτειναν τη διαμονή τους και ο Θεός βεβαίωνε το μήνυμα της Σωτηρίας με τα εκπληκτικά θαύματα που τους έδινε τη δύναμη να κάνουν. Ωστόσο αυτή τους η επιτυχία προκάλεσε και πάλι τον φθόνο και την εχθρότητα των αμετάπειστων Εβραίων και χρειάστηκε να καταφύγουν στη Λυκαονία. Στα Λύστρα, ο Παύλος θεράπευσε έναν εκ γενετής χωλό και το πλήθος, εκλαμβάνοντας τους Αποστόλους ως θεούς, ήθελε να τους προσφέρει θυσία. Κατέφθασαν όμως Εβραίοι από την Αντιόχεια και το Ικόνιο και κατάφεραν να μεταστρέψουν σε μίσος τον ενθουσιασμό των αδαών κατοίκων. Λιθοβόλησαν τον Παύλο και τον έσυραν έξω από την πόλη νομίζοντας πως είναι νεκρός. Όταν συνήλθε, αναχώρησε για τη Δέρβη όπου απέκτησε πολλούς μαθητές και κατόπιν επέστρεψε στα Λύστρα, το Ικόνιο και την Αντιόχεια για να στηρίξει τις ψυχές των πιστών λέγοντας: «Για να μπούμε στη Βασιλεία των Ουρανών, πρέπει να περάσουμε από πολλές θλίψεις» (Πράξ. 14, 22). Σε κάθε Εκκλησία που ίδρυε ο Παύλος, όριζε και πρεσβυτέρους για να διευθύνουν την κοινότητα των πιστών, να ρυθμίζουν τις όποιες μεταξύ τους διαφορές και να συνεχίζουν να ζουν σύμφωνα με τη θεία διδασκαλία. Αφού τους εμπιστεύθηκε όλους στη σκέπη του Κυρίου, πήραν τον δρόμο της επιστροφής προς την Αντιόχεια της Συρίας. Φθάνοντας εκεί, συγκέντρωσαν την Εκκλησία και διηγήθηκαν όλα εκείνα που πραγματοποίησε ο Θεός διά μέσω αυτών και πώς είχε ανοίξει στους εθνικούς τη θύρα της Πίστεως. Τότε ορισμένοι αδελφοί από την Ιουδαία ισχυρίστηκαν ότι ήταν απαραίτητο για τους μεταστραφέντες εθνικούς να περιτέμνονται. Ακολούθησε έντονη συζήτηση και ο Παύλος και ο Βαρνάβας στάλθηκαν στους Αποστόλους στην Ιερουσαλήμ για να δοθεί μια επίσημη λύση στο θέμα. Ανέφεραν εκεί όλα όσα ο Θεός πραγματοποίησε ανάμεσα στους εθνικούς και αφού θεσπίθηκε από τη Σύνοδο να μην επιβάλλεται πλέον στους εθνικούς το παράλογο βάρος του Νόμου, οι «στύλοι» Πέτρος, Ιάκωβος και Ιωάννης, έσφιξαν το χέρι του Παύλου και του Βαρνάβα σε αυθόρμητη ένδειξη ειλικρινούς αναγνώρισης και τους εμπιστεύθηκαν τον ευαγγελισμό των εθνών, ενώ εκείνοι ανέλαβαν τους Ιουδαίους (Γαλ. 2, 9). 
Επιστρέφοντας στην Αντιόχεια, ο Παύλος παρέμεινε αρκετό καιρό κηρύττοντας το μήνυμα της Σωτηρίας. Τότε ήταν που έλεγξε τον Πέτρο, ο οποίος φοβούμενος τους Ιουδαίους, είχε παύσει να συναναστρέφεται τους εξ εθνών αδελφούς (Γαλ. 2, 11-14). Λίγο αργότερα, ο Παύλος αποφάσισε να αναλάβει μια δεύτερη μεγάλη περιοδεία για να επισκεφθεί και για να στερεώσει τους αδελφούς στις πόλεις που είχε ευαγγελίσει (από το 49 έως το 53). Διαφωνώντας έντονα με τον Βαρνάβα για το θέμα του Μάρκου, ο οποίος τους είχε εγκαταλείψει στην Παμφυλία, πήραν διαφορετικούς δρόμους ο καθένας: ο Βαρνάβας και ο Μάρκος κατευθύνθηκαν προς την Κύπρο, ενώ ο Παύλος παίρνοντας μαζί του τον Σίλα [30 Ιουλ.] αναχώρησε πεζός για τον Βορρά (Πράξ. 15, 36-40). Διέσχισαν τη Συρία και την Κιλικία, όπου στήριξαν τους μαθητές και κατόπιν επισκέφθηκαν τη Δέρβη, τα Λύστρα και το Ικόνιο. 
Στα Λύστρα συνάντησαν τον Τιμόθεο [22 Ιαν.], εν συνεχεία δε, εξαιτίας εμποδίων που συνάντησε η αποστολή τους στην Ασία και στη Βιθυνία, μετέβησαν στην Τρωάδα, όπου ο Παύλος είδε τη νύχτα ένα παράδοξο όραμα σύμφωνα με το οποίο του παρουσιάστηκε ένας νεανίας Μακεδόνας και τον παρακαλούσε επίμονα με αυτά τα επικά λόγια: «Πέρασε στη Μακεδονία και βοήθησέ μας!» (Πράξ. 16, 9). Η θεία ανατολή του εκχριστιανισμού της Μακεδονίας και της μητροπολιτικής Ελλάδας είχε πια φθάσει με αυτό το θεόσταλτο ενύπνιο που εξέφραζε πλήρως το άγιο θέλημα του Θεού για την ανάνηψη, τον φωτισμό και τη σωτηρία της Οικουμένης μέσω του υψήγορου Ελληνικού λόγου και βαθύπνοου πνεύματος. Φθάνοντας στους Φιλίππους, διά μέσου Σαμοθράκης και Νεαπόλεως (σημ. Καβάλα), οι Απόστολοι κήρυξαν τον ευαγγελικό λόγο την ημέρα του Σαββάτου σε γυναίκες που είχαν συγκεντρωθεί έξω από την πόλη για να προσευχηθούν. Ο Κύριος άνοιξε την καρδιά της Λυδίας [20 Μαΐου], η οποία βαπτίσθηκε μαζί με όλους τους συγγενείς της και προσέφερε εγκάρδια φιλοξενία στους Αποστόλους (Πράξ. 16, 11-15). Όταν όμως ο Παύλος εξέβαλε τον δαίμονα από μια δούλη που είχε μαντικό πνεύμα αποφέροντας πολλά χρήματα στους ιδιοκτήτες της, οι τελευταίοι βλέποντας να χάνουν τα κέρδη τους, παρέδωσαν τον Παύλο και τον Σίλα στους δικαστές και τους κατηγόρησαν ότι αναστατώνουν την πόλη. Τους έδειραν και τους έκλεισαν σε ένα σκοτεινό κελί, βάζοντας τα πόδια τους σε ποδοκάκη (ξυλοπέδη, το τιμωρητικό ξύλο) (Πράξ. 16, 24). Περί τα μεσάνυχτα, ενώ οι δύο Απόστολοι έψαλλαν ύμνους στον Θεό, ένας βίαιος σεισμός συγκλόνισε συθέμελα τη φυλακή, αίφνης τα δεσμά τους λύθηκαν και οι πόρτες άνοιξαν διάπλατα. Μπροστά στο θαύμα αυτό ο δεσμοφύλακας τούς ζήτησε να λάβει αμέσως το άγιο Βάπτισμα, μαζί με τους δικούς του. Το πρωί, οι άρχοντες μαθαίνοντας από τους κλητήρες που έστειλαν στη φυλακή ότι οι Απόστολοι ήσαν Ρωμαίοι πολίτες, φοβήθηκαν και ζήτησαν δημόσια συγνώμη (Πράξ. 16, 16-40).

Φθάνοντας στη Θεσσαλονίκη, ο Παύλος ως συνήθως κατευθύνθηκε στη συναγωγή για να κηρύξει πρώτα στους Εβραίους τον αναστάντα εκ νεκρών Χριστό. Μερικοί από αυτούς πείσθηκαν, καθώς και πλήθος εθνικών μαζί με ορισμένες κυρίες της υψηλής κοινωνίας. Οι Εβραίοι ωστόσο δεν έπαψαν να δημιουργούν προβλήματα και ειδοποίησαν τις αρχές κατηγορώντας τους Αποστόλους ότι ενεργούσαν εναντίον των προσταγμάτων των αυτοκρατόρων κηρύσσοντας μιαν άλλη πίστη, τον Ιησού Χριστό. Ο Παύλος και ο Σίλας έφυγαν κρυφά τη νύχτα από την πόλη και μετέβησαν στη Βέροια, όπου οι εκεί Εβραίοι υποδέχτηκαν με θέρμη το κήρυγμά τους και ακολούθησαν πολλές μεταστροφές. Έφθασαν όμως από τη Θεσσαλονίκη ταραχοποιοί και ο Παύλος αναγκάσθηκε να φύγει για την Αθήνα, αφήνοντας τον Σίλα και τον Τιμόθεο πίσω του για να στερεώσουν το έργο που είχε γίνει (Πράξ. 17, 1-15).

Φθάνοντας στην πρωτεύουσα του Ελληνισμού, ο Παύλος αναστατώθηκε βλέποντας την περιβόητη πόλη αυτή γεμάτη είδωλα (Πράξ. 17, 16). Συζητούσε με τους Εβραίους στη συναγωγή και κάθε μέρα στην αγορά με περαστικούς, φιλόσοφους ή ανθρώπους πάντα περίεργους για κάτι καινούργιο. Μάλιστα, κάποιοι από τους επικούρειους και στωικούς φιλοσόφους ψιθύρισαν ειρωνικά και δύσπιστα: «Τι να θέλει, άραγε, να μας πει ετούτος ο παραμυθάς;». Παίρνοντας τον λόγο μια μέρα, όρθιος στη μέση του Αρείου Πάγου, ο Απόστολος τούς είπε ότι περπατώντας στην πόλη είχε δει έναν βωμό με την επιγραφή «Στον άγνωστο Θεό». Από αυτή την παράδοξη επιγραφή άδραξε την ευκαιρία για να πει αυτά τα λόγια με δυνατή φωνή: «Αυτόν τον Θεό που εσείς λατρεύετε, χωρίς όμως να Τον γνωρίζετε, Αυτόν εγώ τώρα σας Τον κάνω γνωστό…» (Πράξ. 17, 23). Και συνέχισε τον λόγο του για τον Θεό Δημιουργό του ουρανού και της γης, χρησιμοποιώντας με επιδεξιότητα τις καλύτερες διαισθήσεις των εθνικών φιλοσόφων σε σχέση με τη θεία κλήση του ανθρώπου. Όταν όμως άρχισε να μιλάει για έναν άνθρωπο που αναστήθηκε εκ νεκρών, οι ακροατές του τον κορόιδεψαν, εκτός από τον Διονύσιο τον Αρειοπαγίτη [3 Οκτ.], μια γυναίκα που λεγόταν Δάμαρις και μερικούς άλλους που ασπάσθηκαν με ειλικρίνεια την Πίστη του Χριστού (Πράξ. 17, 32-34).

Επόμενος σταθμός του ήταν η Κόρινθος, όπου έμεινε στο σπίτι της Πρίσκιλλας και του Ακύλα [13 Φεβρ.], οι οποίοι, όπως και αυτός, είχαν για τέχνη να φτιάχνουν σκηνές. Όλη την εβδομάδα δούλευε για να βγάλει το ψωμί του, χωρίς να επωφελείται από το δικαίωμά του να ζει από το κήρυγμα του Ευαγγελίου, έτσι ώστε να μη γίνεται βάρος σε κανέναν και να μη δίνει λαβή για κατηγορίες στους αντιπάλους του (Α΄ Κορ. 3, 11 και 9, 12-16). Το Σάββατο συζητούσε στη συναγωγή. Συναντώντας για άλλη μια φορά την αντίσταση των Εβραίων, στράφηκε προς τους εθνικούς και πολλοί Κορίνθιοι βαπτίσθηκαν. Εκτός από σπάνιες περιπτώσεις, ο Παύλος δεν βάπτιζε ο ίδιος, διότι το έργο του ήταν το να βάζει το θεμέλιο διά του κηρύγματος του Ευαγγελίου και άφηνε έτσι στους μαθητές του να κτίσουν τον Ναό του Θεού στις καρδιές των πιστών και να οργανώσουν την εκκλησιαστική κοινότητα των πιστών. Εν συνεχεία, έγραψε στους χριστιανούς της Κορίνθου δύο Επιστολές του που έχουν σωθεί, και πιθανώς κι άλλες, για να τους επιτιμήσει για τις αντιπαλότητες που έσπερναν διαιρέσεις ανάμεσά τους, να κατακρίνει τις πράξεις που παρέκκλιναν από την ευαγγελική συμπεριφορά και να τους διδάξει να πράττουν τα πάντα «με ευπρέπεια και με τάξη» (Α΄ Κορ. 14, 40), επιδιώκοντας τα πνευματικά χαρίσματα, κορυφαίο μεταξύ των οποίων είναι η αγάπη για να οικοδομηθούν από κοινού σε ένα Σώμα (Α΄ Κορ. 12, 31· 13, 1-13).  
Ο Παύλος, ενθαρρυμένος από την ανταπόκριση που έβρισκε, συνέχισε το κήρυγμά του στην πόλη αυτή για ενάμιση χρόνο οπότε και έγραψε την πρώτη Επιστολή του προς τους χριστιανούς Θεσσαλονικείς, οι οποίοι ανησυχούσαν για την τύχη των νεκρών κατά την ένδοξη παρουσία του Χριστού (Α΄ Θεσσ. 4, 13-17· 5, 1-11). Ο Εβραίοι, δολοπλοκώντας ασταμάτητα, κατάφεραν να τον οδηγήσουν ενώπιον του ανθύπατου της Αχαΐας, Γαλλίωνα· αυτός όμως αρνήθηκε να πάρει θέση σε μια διένεξη που αφορούσε τον Νόμο και άφησε τον Απόστολο να φύγει (Πράξ. 18, 12-17). Αποχαιρετώντας, τέλος, τους αδελφούς της Κορίνθου, ο Παύλος πήρε το πλοίο για την Αντιόχεια. Σταματώντας στην Έφεσο, κήρυξε για λίγο στη συναγωγή και εγκατέλειψε την πόλη, υποσχόμενος σε όσους τον είχαν ακούσει με ενδιαφέρον να επιστρέψει σύντομα. Πράγματι, αφού έμεινε για λίγο στην Αντιόχεια, ξεκίνησε μια τρίτη περιοδεία (από το 53 έως το 58). Αφού διέσχισε τη Γαλατία και τη Φρυγία στερεώνοντας την πίστη των μαθητών, ήρθε ξανά στην Έφεσο για να συνεχίσει το έργο που είχε αρχίσει. Βρήκε εκεί δώδεκα περίπου χριστιανούς, τους οποίους είχε μεταστρέψει ο Απολλώς, οι οποίοι όμως είχαν λάβει μόνο το βάπτισμα του Ιωάννη. Μόλις βαπτίσθηκαν και ο Παύλος ακούμπησε πάνω τους τα χέρια του, άρχισαν να προφητεύουν εμπλησθέντες Αγίου Πνεύματος (Πράξ. 19, 6). Επί τρία χρόνια ο Παύλος κήρυττε στην Έφεσο τη Βασιλεία των Ουρανών και, καθώς συναντούσε την αντίθεση των Εβραίων στη συναγωγή, απομάκρυνε τους μαθητές από εκεί και ολοκλήρωσε την κατήχησή τους σε μια (μάλλον νοικιασμένη) αίθουσα της σχολής κάποιου που λεγόταν Τύραννος (Πράξ. 19, 9). Με αυτόν τον τρόπο το Ευαγγέλιο του Χριστού μπόρεσε να διαδοθεί σε όλη την επαρχία της Ασίας. Επιπλέον, ο Απόστολος ενίσχυε από μακριά με τις θεόπνευστες Επιστολές του τους χριστιανούς της Κορίνθου και της Γαλατίας [4]. Ο Θεός επιτέλεσε διά των χειρών του πλήθος θαυμάτων, σε σημείο που αρκούσε να ακουμπήσουν οι ασθενείς μαντήλια της κεφαλής ή του λαιμού που είχε χρησιμοποιήσει ο Παύλος για να θεραπευθούν τελείως (Πράξ. 19, 12). Μια τέτοια επιτυχία ανησύχησε τους αργυροχόους που ζούσαν από τη λατρεία της θεάς Αρτέμιδος. Ξεσηκώθηκαν προκαλώντας μεγάλες ταραχές στην πόλη και ο όχλος έσυρε τους συντρόφους του Παύλου στο θέατρο (Πράξ. 19, 23-41). Όταν οι ταραχές πήραν τέλος από τον φόβο των Ρωμαϊκών αρχών, ο Παύλος αποφάσισε να αναχωρήσει για τη Μακεδονία και, νουθετώντας τους πιστούς από πόλη σε πόλη, έφθασε στην Κόρινθο, όπου και πέρασε όλο τον χειμώνα (57-58) (Πράξ. 20, 1-6). Διόρθωσε εκεί τις εκτροπές που είχε ήδη καταδικάσει στις Επιστολές του και εκεί ήταν που έγραψε τη μεγάλη του «Προς Ρωμαίους Επιστολή», η οποία με τρόπο κεφαλαιώδη ορίζει το δόγμα της Σωτηρίας ως δωρεά της χάριτος του Θεού μέσω της Πίστεως προς τον Χριστό.

Αφού έλαβε τους καρπούς του εράνου που προοριζόταν για τους αδελφούς των Ιεροσολύμων (Ρωμ. 15, 25-28), σχεδίαζε να πάει να την παραδώσει με τα ίδια του τα χέρια την ημέρα της Πεντηκοστής (Πράξ. 20, 16). Επειδή οι Εβραίοι συνωμότησαν πάλι εναντίον του, θέλησε να αποπλεύσει για τη Συρία, αλλά το Πνεύμα τού υπέδειξε να επιστρέψει μέσω Μακεδονίας. Στην Τρωάδα, καθώς δίδασκε τους αδελφούς όλη τη νύχτα, μετά την τέλεση της θείας Ευχαριστίας, ένας νέος ονόματι Εύτυχος, αποκοιμήθηκε πάνω στο πεζούλι και έπεσε από το παράθυρο του τρίτου πατώματος. Τον σήκωσαν πεθαμένο· αλλά ο Παύλος καθησυχάζοντας όλους, τον ανέστησε (Πράξ. 20, 7-12). Εν συνεχεία, πορεύθηκε πεζός στην Άσσο και στα Μύρα και από εκεί απέπλευσε για τη Μίλητο, όπου ήρθαν να τον δουν οι πρεσβύτεροι της κοινότητας της Εφέσου. Τους φανέρωσε ότι το Άγιο Πνεύμα τον προειδοποίησε ότι δεσμά και θλίψεις τον περίμεναν στα Ιεροσόλυμα, αλλά πρόσθεσε: «Εγώ όμως τίποτε απ’ αυτά δεν λογαριάζω, ούτε καν θεωρώ τη ζωή μου πολύτιμη. Το μόνο που θέλω είναι να ολοκληρώσω την αποστολή μου με χαρά και το έργο που μου ανέθεσε ο Κύριος Ιησούς Χριστός, δηλαδή να κηρύξω παντού το χαρμόσυνο μήνυμα της δωρεάς του Θεού» (Πράξ. 20, 24). Κατόπιν, υπενθυμίζοντας σε όλους τους κόπους του για τη θεμελίωση της Εκκλησίας, τους παρότρυνε να θυσιαστούν για την οικοδομή των πιστών και, αφού προσευχήθηκε γονατιστός για την ενδυνάμωση των καρδιών τους και την ευόδωση των έργων τους, όλοι ρίχτηκαν με «κλαυθμό μεγάλο» και με καυτά δάκρυα στον λαιμό του Παύλου για να τον αποχαιρετήσουν (Πράξ. 20, 36-38).

Περνώντας από την Κω, τη Ρόδο και τα Πάταρα, ο Απόστολος στάθηκε στην Τύρο για να διδάξει τους πιστούς και εν συνεχεία αναχώρησε για την Πτολεμαΐδα και από εκεί συνέχισε με τα πόδια ως την Καισάρεια της Παλαιστίνης, όπου έγινε δεκτός στο σπίτι του Φιλίππου του Διακόνου [11 Οκτ.]. Παρά την προειδοποίηση του προφήτη Αγάβου, συνέχισε την πορεία του προς τα Ιεροσόλυμα, λέγοντας στους συντρόφους του ότι ήταν έτοιμος όχι μόνο να συλληφθεί, αλλά και να πεθάνει στα Ιεροσόλυμα για το Όνομα του Κυρίου (Πράξ. 21, 1-13).

Έγινε δεκτός με χαρά από τους αδελφούς της αγίας Πόλεως και, αφού οι πρεσβύτεροι συγκεντρώθηκαν στο σπίτι του Ιακώβου, ο Παύλος τούς εξέθεσε λεπτομερώς όλες τις αποστολές του στους εθνικούς και τους παρέδωσε τα χρήματα που είχαν συγκεντρωθεί από τις νέες κοινότητες για αρωγή στους πτωχούς των Ιεροσολύμων (Πράξ. 21, 17-19). Προειδοποιημένος από τους πρεσβυτέρους ότι οι Εβραίοι δεν θα παρέλειπαν να τον κατηγορήσουν ότι είχε εγκαταλείψει την τήρηση του Νόμου, πήρε κι αυτός μέρος στις τελετές αγνισμού μιας ομάδας ανθρώπων που είχαν κάνει ένα τάξιμο και πήγαιναν στον Ναό για να προσφέρουν θυσία. Όταν οι επτά μέρες του αγνισμού έφθασαν στο τέλος τους, Εβραίοι από την επαρχία της Ασίας, βλέποντας τον Παύλο μέσα στον Ναό, ξεσήκωσαν τον όχλο και τον έπιασαν κατηγορώντας τον ότι κήρυττε παντού κατά του Ναού και των διαταγών του Ιουδαϊσμού. Τον έσυραν έξω από τον Ναό θέλοντας να τον σκοτώσουν, αλλά παρενέβησαν στρατιώτες και τον απέσπασαν από το εξαγριωμένο πλήθος ανεβάζοντάς τον έως τα σκαλοπάτια του φρουρίου, του λεγομένου «Αντωνία». Ο Παύλος απευθυνόμενος στα αραμαϊκά στον λαό κατάφερε να επιβάλει σιωπή και διηγήθηκε τη μεταστροφή του, αλλά μόλις ανέφερε την αποστολή του προς τους εθνικούς, ο όχλος φώναξε προς τον χιλίαρχο: «Εξαφάνισε αυτό το υποκείμενο από το πρόσωπο της γης, διότι δεν έπρεπε να ζει!» (Πράξ. 22, 22). Ο χιλίαρχος διέταξε να τον ανακρίνουν, αλλά μόλις έμαθε ότι ήταν Ρωμαίος πολίτης, φοβήθηκε (Πράξ. 22, 25-29). Την επόμενη μέρα παρουσιάσθηκε μπροστά στο μέσα συνέδριο και δήλωσε ότι φυλακίσθηκε επειδή προσδοκούσε την Ανάσταση. Τα λόγια αυτά προκάλεσαν έριδα μεταξύ Σαδδουκαίων και Φαρισαίων, γιατί οι γνώμες τους διχάζονταν στο θέμα αυτό, και ο Παύλος οδηγήθηκε πάλι στο φρούριο (Πράξ. 23, 6-10). Την επόμενη νύχτα παρουσιάστηκε σ’ αυτόν ο Κύριος και του είπε: «Θάρρος, Παύλε! Όπως έδωσες τη μαρτυρία σου για Μένα στην Ιερουσαλήμ, έτσι πρέπει να τη δώσεις και στη Ρώμη!» (Πράξ. 23, 11). Ο χιλίαρχος μαθαίνοντας ότι εξυφαινόταν συνωμοσία κατά της ζωής του Παύλου, διέταξε να τον μεταφέρουν στην Καισάρεια, όπου διέμενε ο ηγεμόνας Φήλιξ. Ο αρχιερέας και μερικοί πρεσβύτεροι ήλθαν να καταθέσουν μήνυση εναντίον του, αλλά ο Παύλος έδειξε ότι η όλη συμπεριφορά του δεν είχε τίποτε το μεμπτό, τόσο απέναντι στους Ρωμαϊκούς νόμους όσο και απέναντι στον Ιουδαϊσμό. Ο Φήλιξ ανέβαλε την υπόθεση μέχρι να επιστρέψει ο διοικητής Λυσίας και, εν τω μεταξύ, πήγε μαζί με τη γυναίκα του Δρουσίλλα να ακούσουν τον φυλακισμένο να μιλά για τον Κύριο Ιησού (Πράξ. 24, 24-25) Μόλις όμως ο Παύλος έκανε λόγο για εγκράτεια και για τη μέλλουσα ζωή, ο Φήλιξ κυριεύθηκε από φόβο και τον απέπεμψε απορρίπτοντας αμέσως τη θεία διδαχή. Ο Απόστολος έμεινε δύο χρόνια φυλακισμένος στην Καισάρεια. Τον Φήλικα διαδέχθηκε ο Φήστος (60), ο οποίος ήθελε να στείλει τον Παύλο στην Ιερουσαλήμ, αλλά ο Παύλος ζήτησε ως Ρωμαίος πολίτης να παραπεμφθεί στον αυτοκράτορα (Πράξ. 25, 9-12). Εμφανίστηκε μπροστά στον βασιλέα Αγρίππα που είχε έλθει να επισκεφθεί τον Φήστο, ο οποίος αφού άκουσε την απολογία του, δήλωσε ότι θα μπορούσε να αφεθεί ελεύθερος αν δεν είχε ζητήσει να δικαστεί από τον αυτοκράτορα (Πράξ. 26, 32).

Αποπλέοντας με τη στρατιωτική συνοδεία της μονάδας που λεγόταν «Αυτοκρατορική» και μερικούς ακόμη μαθητές (μεταξύ αυτών ο Αρίσταρχος [14 Απρ.] από τη Μακεδονία· Πράξ. 27, 2), έφθασαν στα Μύρα της Λυκίας, όπου βρήκαν καράβι που έφευγε για την Ιταλία (Πράξ. 27, 5). Με πολλές δυσκολίες έφθασαν στη νότια Κρήτη και, επειδή δεν ήθελαν να περάσουν εκεί τον χειμώνα, συνέχισαν τον δρόμο τους παρά τις συνεχείς προειδοποιήσεις του Παύλου (Πράξ. 27, 9-12). Λίγο αργότερα, έπεσαν σε σφοδρή θύελλα. Ενώ είχαν χάσει κάθε ελπίδα, ο Παύλος ανήγγειλε ότι είχε εμφανισθεί ένας άγγελος για να του πει ότι ο Θεός θα του έσωζε τη ζωή, όπως και όλων των άλλων επιβατών, γιατί έπρεπε να φθάσει σώος στη Ρώμη (Πράξ. 27, 21-25). Μετά από δεκατέσσερις μέρες η θάλασσα έβγαλε το ακυβέρνητο καράβι στη Μάλτα, όπου μπόρεσαν να περάσουν τον χειμώνα. Πήραν πάλι το πέλαγος μετά από τρεις μήνες και, περνώντας από τις Συρακούσες και το Ρήγιο, έφθασαν στους Ποτιόλους και από εκεί με τα πόδια διά μέσου της Αππίας οδού ήρθαν στη Ρώμη. Αδελφοί που είχαν ειδοποιηθεί για την άφιξή του ήλθαν να συναντήσουν τον φημισμένο κρατούμενο και, φθάνοντας στην πρωτεύουσα, ο Παύλος εγκαταστάθηκε σ’ ένα σπίτι με ευνοϊκές συνθήκες κράτησης, έχοντας τη δυνατότητα να δέχεται ελεύθερα επισκέπτες. Κατά τα δύο αυτά χρόνια της κράτησής του (61-63) έγραψε τις Επιστολές του προς τις Εκκλησίες των Κολοσσών, (Φιλίππων) και Εφέσου, στις οποίες ανακαλεί και ξεδιπλώνει όλο το βάθος του Μυστηρίου του Χριστού που, προτού να υπάρξει ο κόσμος ήταν κρυμμένο στον Θεό και το οποίο πρόκειται να αποκαλυφθεί στη Συντέλεια των αιώνων, με σκοπό να συμφιλιωθούν και να ανακεφαλαιωθούν διά του Σταυρού τα ουράνια και τα επίγεια, ώστε οι άνθρωποι να γίνουν εν τω Χριστώ - στο Σώμα του Οποίου κατοικεί όλο το πλήρωμα της Θεότητος - τέκνα Θεού με τη χάρη και δύναμη του Αγίου Πνεύματος. Κελεύοντας ακατάπαυστα τις Εκκλησίες να πράττουν τα πάντα με τάξη και αγάπη, ο θείος Απόστολος παρότρυνε τους μαθητές του να ενδυθούν τον «καινούργιο άνθρωπο» (Εφεσ. 4, 22-24), για να αυξάνονται στην αγάπη και την αλήθεια του Ευαγγελίου και να ανάγονται ακώλυτα προς Εκείνον που είναι η Κεφαλή της Εκκλησίας πραγματοποιώντας ταπεινά στον εαυτό τους το πλήρωμα και την πληρότητα του Σώματος του Χριστού.

Αφού η δίκη στο αυτοκρατορικό δικαστήριο δεν είχε κανένα αποτέλεσμα, ο Παύλος αφέθηκε ελεύθερος· και πιθανώς από τη Ρώμη να πήγε στην Ισπανία, όπως το επιθυμούσε από καιρό (Ρωμ. 15, 24) [5]. Φαίνεται πως έκανε μετά ένα άλλο ταξίδι στην Ανατολή, περνώντας από την Κρήτη, τη Μικρά Ασία, την Τρωάδα και τη Μακεδονία, όπως μαρτυρούν οι Επιστολές του προς τον Τιμόθεο και τον Τίτο. Συνελήφθη ξανά (67), κάτω από περιστάσεις που παραμένουν άγνωστες και αδιευκρίνιστες, οδηγήθηκε στη Ρώμη μόνος μαζί με τον Ευαγγελιστή και ιατρό Λουκά [18 Οκτ.] και υποβλήθηκε σε φυλάκιση πολύ πιο επώδυνη από την πρώτη κράτησή του. Από το βάθος του ανθυγιεινού, σκοτεινού και υγρού κελιού του, ο Απόστολος έγραφε: «Έφτασε πια η ώρα να χύσω το αίμα μου σπονδή στον Θεό. Έφτασε ο καιρός να φύγω απ’ αυτό τον κόσμο. Αγωνίσθηκα τον ωραίο αγώνα, έτρεξα τον δρόμο ως το τέλος, φύλαξα την πίστη. Τώρα πια με περιμένει το στεφάνι της δικαιοσύνης, που μ’ αυτό θα με ανταμείψει ο Κύριος εκείνη την ημέρα, ο δίκαιος Κριτής. Κι όχι μόνο εμένα, αλλά κι όλους εκείνους που περιμένουν με αγάπη τον ερχομό Του» (Β΄ Τιμ. 4, 6-8). Αφού δικάστηκε ως Ρωμαίος πολίτης, αποκεφαλίσθηκε στην οδό της Όστια και σε κοντινή απόσταση από την πόλη. Αναφέρεται δε ότι η κεφαλή του Μεγάλου Αποστόλου αναπήδησε τρεις φορές στο έδαφος και ότι ανέβλυσαν τρεις πηγές[6].
- Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ - 
[1] Όπως φαίνεται, το 44, στην Αντιόχεια.
[2] Σύμφωνα με τη μαρτυρία του αγίου Κλήμεντος Ρώμης.
[3] Δηλαδή Εβραίοι της Διασποράς που μιλούσαν Ελληνικά.
[4] Κατά ορισμένους, τότε έγραψε και την «Προς Φιλιππισίους Επιστολή», η οποία κατά άλλους πρέπει να συγκαταριθμηθεί στις Επιστολές της Αιχμαλωσίας.
[5] Η αφήγηση των «Πράξεων των Αποστόλων» διακόπτεται με την κράτηση του Παύλου στη Ρώμη.
[6] Οι κάρες των αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου σώζονται στη βασιλική του αγίου Ιωάννη του Λατερανού. Ένα μέρος του σκηνώματος του αγίου Παύλου βρίσκεται κάτω από το θυσιαστήριο της βασιλικής του Αγίου Παύλου «Εκτός των Τειχών» και το άλλο μαζί με το σκήνωμα του αγίου Πέτρου, κάτω από το θυσιαστήριο της βασιλικής του Αγίου Πέτρου του Βατικανού. Η σημερινή εορτή θεσπίστηκε κατά τον 4ο αιώνα, προς ανάμνηση της μεταφοράς των σωμάτων των δύο Κορυφαίων Αποστόλων στην κατακόμβη του αγίου Σεβαστιανού, στην Αππία οδό, για να διαφύγουν της βεβηλώσεως κατά τον διωγμό του Βελεριανού (258). Όταν ηρέμησε η κατάσταση, ο πάπας Σίλβεστρος [2 Ιαν.] τα αποκατέστησε στους αρχικούς τάφους τους. Η εορτή υιοθετήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 519, ενώ παλαιότερα στην Παλαιστίνη οι δύο Κορυφαίοι Απόστολοι εορτάζονταν στις 28 Δεκ. (Ιάκωβος και Ιωάννης στις 30 και Πέτρος και Ιωάννης στις 31).

 

«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»·
Τόμος (Ιούνιος),
Εκδόσεις «Ίνδικτος».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοφιλείς αναρτήσεις