Κυριακή 31 Δεκεμβρίου 2023

Ο άγιος Μακάριος μητροπολίτης Μόσχας



Ο άγιος Μακάριος μητροπολίτης Μόσχας

31 Δεκεμβρίου
Ο άγιος πατήρ ημών Μακάριος γεννήθηκε το 1482 στην Μόσχα. Όταν εκοιμήθη ο πατέρας του, που ήταν ιερέας, η μητέρα του ασπάσθηκε τον μοναχικό βίο και ο ίδιος εισήλθε στην Μονή του Αγίου Παφνουτίου του Μπορόφσκ [1 Μαΐου], η οποία ήταν ονομαστή για την αυστηρότητά της. Εκάρη μοναχός με το όνομα Μακάριος, εγκαταβίωνε σε αυστηρή άσκηση και ανεδείχθη ταλαντούχος αγιογράφος. Χειροτονήθηκε πρεσβύτερος το 1523 και αμέσως μετά εξελέγη ηγούμενος της Μονής Λούτσκι, που ίδρυσε ο άγιος Θεράπων της Λευκής Λίμνης [27 Μαΐου]. 
Τρία χρόνια αργότερα (1526), χειροτονήθηκε αρχιεπίσκοπος Νόβγκοροντ και Πσκωφ, επισκοπής ονομαστής η οποία είχε παραμείνει εν χηρεία επί δεκαεπτά έτη. Ανέλαβε να αποκαταστήσει την τάξη που είχε διασαλευθεί και απέστειλε ιεραποστόλους στους πληθυσμούς του Άπω Βορρά: μεταξύ αυτών ήταν ο όσιος Τρύφων της Πέτσενγκα [15 Δεκ.] και ο όσιος Θεοδώρητος της Κόλα [17 Αυγ.]. 
Στην επισκοπή του ο άγιος Μακάριος αγωνίσθηκε με επιμονή εναντίον των καταλοίπων ειδωλολατρίας και ανήγειρε πολλούς ναούς, σαράντα στην πόλη του Νόβγκοροντ και μόνο. 
Συγκέντρωσε όλους τους ηγουμένους των μονών και τους δικαίους των σκητών της επισκοπικής περιφέρειας και τους επέβαλε το κοινοβιακό Τυπικό του αγίου Παφνουτίου του Μπορόφσκ και του αγίου Ιωσήφ του Βολοκολάμσκ, για να αναχαιτίσει την ολέθρια τάση προς την ιδιορρυθμία που ήταν πολύ διαδεδομένη την εποχή εκείνη στον ρωσικό μοναχισμό. 
Συνέβαλε τα μέγιστα στην διάδοση αξιόπιστων χειρογράφων και ανέλαβε να συγκεντρώσει ο ίδιος όλους τους Βίους αγίων που βρίσκονταν σκορπισμένοι σε αναρίθμητα χειρόγραφα σε μια μεγάλη συλλογή, το Μέγα Μηναίον, έργο που χρειάσθηκε δώδεκα χρόνια για να ολοκληρωθεί. Ενεθάρρυνε εξάλλου την συγγραφή βίων τοπικών αγίων και συνέταξε ένα Χρονικό της πόλεως του Νόβγκοροντ. 
Νήστευε σε τέτοιο βαθμό, ώστε μόλις που μπορούσε να περπατήσει για να επιτελέσει το φιλανθρωπικό έργο του. Πάντοτε ταπεινός και πράος, δεν έκανε καμία διάκριση μεταξύ πλουσίων και πτωχών και περιέβαλλε με πατρική στοργή όλο το πνευματικό του ποίμνιο. Με τα ίδια του τα χέρια έθαψε φυλακισμένους που είχαν σκοτωθεί σε ένα δυστύχημα και με τις προσόδους ενός εράνου εξαγόρασε τους αιχμαλώτους των Τατάρων. Πάντα επικεφαλής του λαού του στις χαρές και τις δοκιμασίες, πρωτοστατούσε στις ακολουθίες των δεήσεων και παρακλήσεων σε εποχές λιμού ή ξηρασίας.

 
Το 1542 ο άγιος Μακάριος εξελέγη μητροπολίτης Μόσχας και προκαθήμενος της Εκκλησίας της Ρωσίας, και πέντε χρόνια αργότερα έστεψε τον πρώτο Ρώσο τσάρο, Ιβάν Βασίλιεβιτς, ο οποίος πάντα τον αντιμετώπιζε με βαθύ σεβασμό. 
Κατά την διάρκεια της ποιμαντικής του διακονίας στο πηδάλιο της Ρωσικής Εκκλησίας, ο όσιος ιεράρχης με ανυπέρβλητο ζήλο έθεσε σε τάξη την εκκλησιαστική και πολιτιστική ζωή του έθνους του. Συγκάλεσε δύο Συνόδους στην Μόσχα (1547, 1549) που προέβησαν στην κατάταξη πολλών Ρώσων αγίων στο εορτολόγιο και επέβαλε οι αγιοκατατάξεις να αποφασίζονται πλέον από την ανώτατη αρχή της Εκκλησίας. 
Συναναστράφηκε ο ίδιος πολλούς αγίους της εποχής του: χοροστάτησε στην κηδεία του αγίου Βασιλείου της Μόσχας [2 Αυγ.]· τοποθέτησε τον άγιο Μακάριο τον Ρωμαίο του Νόβγκοροντ [19 Ιαν. και 15 Αυγ.] ηγούμενο στο μοναστήρι που ίδρυσε· είχε συχνή επικοινωνία με τον όσιο Αλέξανδρο του Σβιρ [30 Αυγ.], ο οποίος την ώρα της κοιμήσεώς του εμπιστεύθηκε την φροντίδα της αδελφότητάς του στον μητροπολίτη. 
Κορωνίδα του εκκλησιαστικού έργου του υπήρξε ωστόσο η σύγκληση της Συνόδου των Εκατό Κεφαλαίων (1551), η οποία καταδίκασε τους αιρετικούς της εποχής, καθόρισε τις αρχές της χριστιανικής παιδείας και διαγωγής και θέσπισε κανόνες για την εικονογραφία και την εκκλησιαστική τέχνη. 
Παρότι έχασε το ένα του μάτι κατά την διάρκεια της μεγάλης πυρκαγιάς της Μόσχας (1547), ο άγιος ιεράρχης ανέλαβε αμέσως το έργο της ανοικοδόμησης των ναών. Εξακολούθησε να αγιογραφεί εικόνες και με δική του πρωτοβουλία άρχισαν να τυπώνονται βιβλία στην Ρωσία (1553). 
Διοργάνωσε επίσης ιεραποστολή για τον προσηλυτισμό των Τατάρων και έστειλε εξαίρετους ιεραπόστολους στο Χανάτο του Καζάν, που είχε περιέλθει στους Ρώσους το 1553. Πρώτος μεταξύ αυτών ήταν ο άγιος Γουρίας, τον οποίο ο Μακάριος χειροτόνησε αρχιεπίσκοπο Καζάν, το 1555 [4 Οκτ.]. 
Από πολύ νωρίς ο άγιος Μακάριος είχε προβλέψει τον εμφύλιο σπαραγμό που θα γνώριζε η Ρωσία, αλλά έλαβε παρά Θεού την χάρη η συμφορά αυτή να λάβει χώρα μετά τον θάνατό του. Όταν ζήτησε ο τσάρος από τον μητροπολίτη να του στείλει ένα πνευματικό βιβλίο, έλαβε ένα αντίτυπο της νεκρώσιμης ακολουθίας. Ο ηγεμόνας εξοργίσθηκε και ο άγιος του απάντησε ότι του έστειλε το ψυχωφελέστερο των βιβλίων, διότι μελετώντας το κανείς δεν θα αμαρτήσει ποτέ ξανά. 
Όταν ασθένησε ο άγιος Μακάριος, ζήτησε από τον τσάρο την άδεια να αποσυρθεί στην μονή της μετανοίας του· η άδεια όμως δεν εδόθη και ο άγιος παρέδωσε την ψυχή του στον ζώντα Θεό στις 31 Δεκεμβρίου 1563, στην Μόσχα. 
Κατά την διάρκεια της κηδείας του όλοι διαπίστωσαν ότι η λάμψη των αρετών του ακτινοβολούσε φως στο πρόσωπό του. Αμέσως άρχισε να τιμάται ως άγιος, αλλά μόνο το 1988, με την ευκαιρία της Χιλιετηρίδας του Εκχριστιανισμού της Ρωσίας, προέβη η Εκκλησία στην επίσημη αγιοκατάταξη εκείνου που τόσο συνέβαλε στην αναγνώριση και τιμή τόσων Ρώσων αγίων. [Η μνήμη του ορίσθηκε στις 30 Δεκεμβρίου λόγω της αποδόσεως των Χριστουγέννων στις 31]. 

 

«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Τόμ. 4ος (Δεκέμβριος),
Εκδόσεις «Ίνδικτος».

Άγιος Θεοφύλακτος Αρχιεπίσκοπος Αχρίδος.

 

Άγιος Θεοφύλακτος Αρχιεπίσκοπος Αχρίδος. 
 31 Δεκεμβρίου.
Μία ἀπό τίς σημαντικώτερες πνευματικές προσωπικότητες τοῦ 11ου καί 12ου αἰ. Ἑλληνικῆς καταγωγῆς, γεννήθηκε στήν Εὔβοια περί τό 1055 καί σπούδασε στήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἔτυχε ἐξαιρετικῆς παιδείας (ὑπῆρξε μαθητής τοῦ Μιχαήλ Ψελλοῦ). 
Ὑπῆρξε διδάσκαλος τῆς οἰκογένειας τοῦ Αὐτοκράτορα Μιχαήλ Ζ’ Δοῦκα. Τό 1078 χειροτονήθηκε Ἀρχιεπίσκοπος Ἀχρίδος καί καταστάθηκε στήν τέως πρωτεύουσα τοῦ Α’ Βουλγαρικοῦ Βασιλείου (τό ὁποῖο ὑπέταξε στή Βυζαντινή Αὐτοκρατορία τό 1015 ὁ Βασίλειος Β’ Βουλγαροκτόνος). Κοιμήθηκε εἰρηνικά στή Θεσσαλονίκη τό 1107. 
Κατέλειπε σημαντικό συγγραφικό ἔργο. Στά ἔργα του περιλαμβάνονται ἡ ἑρμηνεία τῶν 4 Εὐαγγελίων, τῶν Πράξεων καί τῶν Μικρῶν Προφητῶν, πανηγυρικός λόγος στό μαρτύριο τῶν 15 Μαρτύρων τῆς Τιβεριουπόλεως, ἐγκωμιαστικός λόγος στόν Αὐτοκράτορα Ἀλέξιο Α’ Κομνηνό καί ἡ «Παιδεία Βασιλική», λόγος στόν Πορφυρογέννητο Κωνσταντίνο, γιό τοῦ Αὐτοκράτορα Μιχαήλ.

Από τον βίο της αγίας Μελάνης

Από τον βίο της αγίας Μελάνης 
Από τον Ευεργετινό 
Η αγία Μελάνη μαζί με τον άντρα της Απελλιανό, αφού απαρνήθηκαν προ πολλού τον κόσμο και σκόρπισαν τον πλούτο τους, που ήταν αμέτρητος, σε όλη σχεδόν την οικουμένη, πήγαν και στην Αίγυπτο, επειδή ήθελαν να δουν και αυτής της χώρας τους αγίους ανθρώπους, και συγχρόνως να προσφέρουν την καλοσύνη τους και στους εκεί φτωχούς. Καθώς λοιπόν επισκέπτονταν τους ασκητές, έφτασαν σε μια καλύβα, όπου έμενε ένας κορυφαίος στην πνευματική φιλοσοφία που τον έλεγαν Ηφαιστίωνα. Τον παρακαλούσαν λοιπόν και αυτόν να πάρει ό,τι έδιναν και στους άλλους, αυτός όμως δεν δεχόταν. 
Η αγία Μελάνη έκανε το παν για να τον πείσει να πάρει, επειδή όμως δεν τον έπειθε, μηχανεύτηκε αμέσως κάτι το οποίο απέδειξε ολοκάθαρα ότι και οι δύο είχαν ίση επιμονή, αυτή να κάνει το καλό και εκείνος να μην πείθεται να πάρει κάτι από τα ανθρώπινα. Γύρισε δηλαδή όλο το καλυβάκι παρατηρώντας τάχα τα πράγματα που υπήρχαν, και μη βλέποντας τίποτε άλλο, εκτός από μια ψάθα και ένα καλάθι με λίγο αλάτι, έβαλε σε αυτό μερικά χρυσά νομίσματα, τα σκέπασε με το αλάτι και, νομίζοντας ότι δεν έγινε αντιληπτή, ζήτησε βιαστικά την ευχή του, την πήρε και έφυγε. 
Δεν κέρδισε όμως τίποτε με το τέχνασμά της· γιατί ο άγιος εκείνος άνθρωπος το κατάλαβε και έτρεξε με όλη του τη δύναμη, φωνάζοντάς τους από μακριά να σταματήσουν. Κουνώντας έπειτα τα χέρια του έδειχνε τα χρυσά νομίσματα και έλεγε ότι δεν του χρειάζονται σε τίποτε. Αυτοί του είπαν: «Και αν όχι σ’ εσένα, σε άλλους πάντως θα φανούν χρήσιμα», εκείνος όμως απάντησε: «Μα δεν υπάρχει εδώ κανένας να τα ζητήσει, γιατί, όπως βλέπετε, ο τόπος είναι αδιάβατος και εντελώς έρημος». Καθώς λοιπόν ούτε έτσι τα έπαιρναν πίσω, ο γέροντας πέταξε τα χρυσά νομίσματα στον ποταμό και έφυγε. 
Και άλλους τέτοιους, όπως λένε, συνάντησαν, όχι λίγους, οι οποίοι απέφευγαν εντελώς το να πάρουν στο χέρι τους χρυσάφι από κάποιον, όπως ακριβώς το να πιούν θεληματικά δηλητήριο φιδιού ή κάτι άλλο θανατηφόρο και καταστρεπτικό. 
ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟΣ, 
τόμος Δ’, Υπόθεση Α’, σελ. 19. Εκδόσεις Το Περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη 2010.

Λόγος ἐν ταῖς Καλάνδαις



Λόγος ἐν ταῖς Καλάνδαις 
(Ὁ κατὰ Θεὸν ἑορτασμὸς τῆς πρωτοχρονιᾶς καὶ ἡ πλάνη τῆς ἐκ τοῦ πονηροῦ εὐφροσύνης κατὰ τὶς ἡμέρες τῶν ἑορτῶν). 
Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου

Οἱ συναγωνισμοὶ ποὺ γίνονται σήμερα εἰς τὰ καπηλεῖαι εἶναι γεμᾶτοι ἀπὸ ἀσωτίαν καὶ ἀσέβειαν. Εἶναι γεμᾶτοι ἀπὸ ἀσέβειαν διότι αὐτοὶ ποὺ τὰ κάνουν παρακολουθοῦν τὰς ἡμέρας καὶ προμαντεύουν καὶ πιστεύουν ὅτι, ἂν περάσουν τὴν νουμηνίαν τοῦ μηνὸς (ἡ ἀρχή τῆς νέας σελήνης, τοῦ νέου σεληνιακοῦ μήνός). αὐτοῦ μὲ εὐχαρίστησιν καὶ ἀπόλαυσιν, ὅλος ὁ χρόνος θὰ περάση δι’ αὐτοὺς τὸ ἴδιο· ἀπὸ ἀσωτίαν δὲ διότι ἀπό πολὺ πρωὶ γυναίκες καὶ ἄνδρες ἀφοῦ γεμίσουν μπουκάλιᾳ καί ποτήρια πίνουν μὲ μεγάλην ἀσωτίαν τὸ ἁγνὸ κρασί. Αὐτὰ εἶναι ἀνάξια τῆς πίστεώς μας, εἴτε τὰ κάνετε ἐσεῖς, εἴτε παρακολουθεῖτε ἄλλους ποὺ τὰ κάνουν, εἴτε συνγγενεῖς εἶναι αὐτοί, εἴτε φίλοι, εἴτε γείτονες. Δὲν ἄκουσες τὸν Παῦλον ποὺ λένει· «Φυλάττετε ὡρισμένας ἡμέρας, καὶ μῆνας καὶ ἐποχὰς καὶ ἔτη. Φοβοῦμαι μήπως μάταια ἐκοπίασα διὰ σᾶς».

Ἄλλωστε θὰ ἦτο πολὺ μεγάλη ἀνοησία νὰ περιμένη νὰ πάη καλὰ ὅλος ὁ χρόνος ἐπειδὴ θὰ περᾴση εὐνοϊκὰ μία ἡμέρα. ῎Οχι μόνον ἀνόητη εἶναι αὐτὴ ἡ γνώμη, ἀλλὰ εἶναι καὶ ἀποτέλεσμα διαβολικῆς ἐνεργείας, νὰ ἐμπιστευώμεθα δηλαδὴ τὴν ζωἡν μας ὄχι εἰς τὴν ἰδικήν μας φροντίδα καὶ προσπάθειαν, ἀλλὰ εἰς τὰς ἐναλλαγὰς τῶν ἡμερῶν. ῾Ολόκληρος ὁ χρόνος θὰ περἀση δι’ ἐσένα εὐτυχισμἐνος, ὄχι ἐὰν μεθύσης κατὰ τὴν νουμηνίαν, ἀλλὰ ἐὰν καὶ κατὰ τὴν νουμηνίαν καὶ κάθε ἡμἐραν κάνης τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Γίνεται ἡ ἡμέρα κακὴ καὶ καλὴ ὄχι ἀπὸ τὴν φύσιν της, διὀτι δὲν διαφέρει ἡ μία ἡμέρα ἀπὸ τὴν ἄλλην, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἰδικήν μας φροντίδα ἢ ἀμέλειαν. ῍Αν πράττης τὴν δικαιοσύνην, ἡ ἡμέρα σου θὰ γίνη καλή· ἐὰν πράττῃς τὴν ἁμαρτίαν ἡ ἡμέρα σου θὰ εἶναι πονηρὰ καὶ γεμάτη κόλασιν. ῍Αν πιστεύῃς αὐτὰ καὶ τὰ ἐφαρμόζης ὅλος ὁ χρόνος θὰ σοῦ πηγαίνη καλά, καὶ κάθε ἡμέραν θὰ κάνης προσευχὰς καὶ ἐλεημοσύνας, ἂν ὅμως παραμελῆς, τὴν ἀρετήν σου καὶ έξαρτᾷς τὴν εὐχαρίστησιν τῆς ψυχῆς σου ἀπὸ τὰς νουμηνίας καὶ τοὺς ἀριθμοὺς τῶν ἡμερῶν, θὰ μείνης ἔρημος ἀπὸ ὅλα τὰ ἀγαθά σου. 
᾽Επειδὴ λοιπὸν καὶ ὁ διάβολος τὸ γνωρίζει αὐτό, καὶ ἐπειδὴ φροντίζει πάντα νὰ ἀχρηστεύῃ τοὺς κόπους ποὺ καταβἀλλομεν διὰ τὴν ἀρετήν, καὶ νὰ σθήση τήν προθυμίαν τῆς ψυχῆς μας μᾶς ἔμαθε νὰ συνδέωμεν τὴν εὐτυχίαν καὶ τὴν κακοτυχίαν μὲ τὰς ἡμέρας. Διότι αὐτὸς ποὺ ἔχει πείσει τὸν ἐαυτόν του ὅτι ὑπάρχει ἡμέρα κακὴ καὶ ἡμέρα καλή, οὔτε κατὰ τὴν κακήν ἡμέραν θὰ φροντίσῃ διὰ τὰ καλὰ έργα, ἀφοῦ ἄσκοπα θὰ ἐφρόντιζε καὶ οὐδὲν θὰ ὠφελοῦσε λόγῳ τῆς ἡμέρας, οὔτε πάλιν κατὰ τὴν καλὴν θὰ ἐφρόντιζε δι’ αὐτό, ἀφοῦ εἰς τίποτε δὲν θά βλάπτεται ἀπὸ τὴν ἀμέλειάν του, λόγῳ τοῦ καλοῦ τῆς ἡμέρας. Καὶ κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον καὶ ἀπὁ τὴν μίαν καὶ ἀπὸ τὴν ἀλλην περίπτωσιν ζημιώνει τὴν σωτηρίαν του, καὶ θὰ περάση ὅλην του τὴν ζωὴν εἰς τὴν ἀργίαν καὶ τὴν πονηρίαν μὲ τὴν πειτοίθησιν ὅτι ἄλλοτε κοπιάζει ἄσκοπα, ἄλλοτε δὲ ὅτι πράττει πράγματα περιττά. 
᾽Αφοῦ λοιπὸν γνωρίζωμεν αὐτὰ πρέπει νὰ ἀποφεύγωμεν τὰς πονηρίας τοῦ διαβόλου καὶ νὰ διώξωμεν αὐτὴν τὴν σκέψιν ἀπὸ τὸν νοῦν μας καὶ νὰ μή παρατηροῦμεν τὰς ὴ μέρας, καὶ οὔτε τὴν μίαν νὰ μισοῦμεν καὶ τὴν ἄλλην νὰ ἀναπτῶμεν - Διότι τὰ μηχανεύεται αὐτὰ ὁ διάβολος ὄχι - μόνον διὰ νὰ μᾶς ρίψη εἰς ἀμέλειαν, ἀλλὰ καὶ διὰ νὰ συκοφαντήση τὰ δημιουρνήματα τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ παρασύρη τὰς ψυχάς μας εἰς τὴν ἀσέβειαν μαζὶ καὶ τὴν ραθυμίαν. 
᾽Αλλὰ ἐμεῖς πρέπει νὰ ξεφύγωμεν καὶ νὰ μάθωμεν σαφῶς ὅτι τίποτε δὲν εἶναι κακὸν ἀλλὰ μόνον ἡ ἁμαρτία καὶ τίποτε δὲν εἶναι ἀγαθόν, ἀλλὰ μόνον ἡ ἀρετὴ καὶ τὸ νὰ ἀρέσωμεν εἰς τὸν Θεὸν κατὰ πἀντα. Δὲν προξενεῖ ἡ μέθη εὐχαρίστησιν, ἀλλὰ ἡ πνευματικὴ προσευχή· ὄχι τὸ κρασί, ἀλλὰ ὁ διδακτικὸς λόγος. Τὸ κρασὶ φέρει τρικυμίαν ἐνῷ ὁ λόγος γαλήνην· ἐκεῖνο φέρει τὸν θόρυβον ἐνῷ ὁ λόγος διώχνει τὴν ταραχήν· ἐκεῖνο σκοτίζει τὸν νοῦν, αὐτὸς ὅμως, ὅταν εἶναι σκοτισμένος, ὁ νοῦς, τὸν φωτίζει· ἐκεῖνο μᾶς δημιουρνεῖ ἀνυπάρκτους στενοχωρίας, αὐτὸς διώχνει αὐτὰς ποὺ ὑπάρχουν. Διότι κανένα πρᾶγμα δὲν συνηθίζει νὰ προξενῆ τόσην χαρὰν καὶ εὐχαρίστησιν, ὅσον αἱ ἀλήθειαι τῆς πίστεως, ἡ περιφρόνησις τῶν παρόντων πραγμάτων καὶ ἡ ἀναμονὴ τῶν μελλόντων καὶ τὸ νὰ θεωροῦμεν ὡς μὴ βέβαια ὅλα τὰ ἀνθρώπινα πράγματα, καὶ τὸν πλοῦτον καὶ τὴν ἐξουσίαν καὶ τὰς τιμὰς καὶ τὰς ἀπολαύσεις. ῍Αν μπορῆς νὰ σκέπτεσαι ἔτσι, ἀκόμη καὶ ἂν ἰδῆς κανένα νὰ πλουτίζη δὲν θὰ σὲ κεντρίζῃ ὁ φθόνος, καὶ ἂν περιπέσῃς εἰς στέρησιν δὲν θὰ ταπεινωθῇς ἀπὸ τὴν πτωχειαν. ῎Ετσι ἠμπορεῖς νὰ ἑορτάζης πάντοτε. 
῾Ο Χριστιανὸς λοιπὸν δὲν πρέπει νὰ ἑορτάζη τοὺς μῆνας, ἤ τὰς νουμηνίας, ἤ τὰς Κυριακάς, ἀλλὰ ὅλην του τὴν ζωὴν πρέπει νὰ ζῆ μὲ τὴν πρέπουσαν ἑορτήν. Ποία εἶναι ἡ πρέπουσα ἑορτὴ τοῦ Χριστιανοῦ; Ἄς ἀκούσῳμεν τὸν Παῦλον ποὺ λέγει· “ὥστε ἂς ἑορτάζωμεν ὄχι μὲ, παλαιὸ προζύμι, οὔτε μὲ προζύμι κακίας καὶ πονηρίας, ἀλλὰ μὲ ἄζυμα εἰλικρινείας καὶ ἀληθείας’’, Ἄν ἔχης λοιπὸν καθαρὰν τὴν συνείδησιν, ἔχεις διαρκῶς ἑορτήν, ἐπειδὴ τρέφεσαι μαζὶ μὲ τὰς καλὰς ἐλπίδας, καὶ εὐχαριστεῖσαι μὲ τὴν ἀναμονὴν τῶν μελλόντων άγαθῶν· ὅπως ἐπίσης ἂν ἔχης ἔνοχον τὴν συνείδησίν σου καὶ εἶσαι ὑπεύθυνος διὰ πολ λὰς ἁμαρτίας, καὶ ἂν ὑπάρχουν ἀκόμη χιλιάδες ἑορταὶ καὶ πανηγύρεις, δὲν θά αἰσθάνεσαι καθόλου καλύτερα ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ πενθοῦν. Ποῖο λοιπὸν εἶναι τὁ όφελος ἐὰν ἡ ἡμέρα εἶναι λαμπρά, ἡ ψυχή μου ὅμως εἶναι σκοτισμένη εἰς τὴν συνείδησιν; ῍Αν ὅμως θέλης νὰ ὠφεληθῇς κάτι καὶ ἀπὸ τὴν νουμηνίαν αὐτὸ κάμε. ῞Οταν ἰδῆς νὰ συμπληρώνεται ἕνας χρὁνος εὐχαρίστησε τὸν Κύριον ποὺ σὲ εἰσήγαγεν εἰς τὸν κύκλον αὐτῶν τῶν έτῶν. Νὰ συγκινηθῆ ἡ καρδία σου, μέτρησε τὸν χρόνον τῆς ζωῆς σου καὶ εἰπὲ εἰς τὸν ἑαυτόν σου. Αἱ ἡμέραι τρέχουν καὶ περνοῦν, τὰ χρόνια συμπληρώνονται, πολὺν δρόμον ἐπροχωρήσαμεν· ποῖον καλὸν ἔργον ἐπράξαμεν; Μήπως φύγωμεν ἀπὸ ἐδῶ κενοὶ καὶ ἔρημοι ἀπὸ κάθε εἴδος ἀγαθοεργίας; Τό δικαστήριον πλησιάζει, ἡ ζωή τρέχει βιαστικὰ πρὸς τὸ γῆρας. 
Αὐτὰ νὰ συλλογίζεσαι μὲ ἀφορμὴν τὰς νουμηνίας, αὐτὰ νὰ ἐνθυμῆσαι εἰς κάθε ἀλλαγὴν τῶν ἐτῶν· ἀς σκεπτώμεθα τὴν ἡμέραν τῆς μελλούσης κρίσεως, μήπως εἰπῆ κανεὶς καὶ πρὸς ἡμᾶς αὐτὸ ποὺ ἔχει λεχθή ἀπὸ τὸν προφήτην εἰς τοὺς ᾽Ιουδαίους· «ἐτελείωσαν αἱ ἡμέραι των ἐν ματαιότητι καὶ τὰ ἔτη των αἰφνιδίως». Αὐτὴν τὴν ἑορτὴν ποὺ ἀνέφερα, τὴν συνεχῆ, ποὺ δὲν περιμένει ἐναλλαγὰς τῶν ἐτῶν, οὔτε καθορίζεται ἀπὸ ἡμέρας, καὶ ὁ πλούσιος καὶ ὁ πτωχὸς ἠμπορεῖ νὰ τήν ἑορτάση κατὰ τὸν ἵδιον τρόπον. Διότι δὲν χρειάζονται χρήματα, οὐτε πλοῦτος, ἀλλὰ μὸνον ἀρετή. Δὲν έχεις χρήματα; ῎Εχεις ὅμως τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι πλουσιώτερος θησαυρὁς ἀπό ὅλα τὰ χρήματα, ποὺ δὲν ξοδεύεται, ποὺ δὲν μεταβἀλλεται, ποὺ δὲν δαπανᾶται. Κοίταξε εἰς τὁν οὐρανὸν καὶ τὸν οὐρανόν τοῦ οὐρανοῦ, τὴν γῆν, τὴν θάλασσαν, τὸν ἀέρα, τὰ εἴδη τῶν ζώων, τὰ κάθε εἴδους φυτά, ὅλον τό γένος τῶν ἀνθρώπων. Φαντάσου τοὺς ἀγγέλους, τούς ἀρχαγγέλους, τὰς ἀνωτέρας δυνάμεις αὐτὰ ὅλα ἀνήκουν εἰς τὸν Κύριόν σου. Δὲν εἷναι λοιπὸν δυνατὁν ἕνας δοῦλος τόσον πλουσίου Δεσπότου νὰ εἶναι φτωχός, ἐὰν ἕχη εὐνοϊκὸν τὸν Κύριόν του. 
Τὸ νὰ παρατηρῇ κανεὶς τὰς ἡμἐρας δὲν εἴναι γνώρισμα τῆς χριστιανικῆς πίστεως, ἀλλὰ τῆς εἰδωλολατρικῆς πλάνης. ῎Εχεις ἀπογραφῆ εις τὴν οὐράνιον πόλιν, διαμένεις εἰς τὴν ἐκεῖ πολιτείαν, ἀνέμιξες τὸν ἑαυτόν σου μὲ τοὺς ἀγγέλους· ἐκεῖ ποὺ δὲν ὑπάρχει φῶς ποὺ νὰ καταλήγη εἰς τὸ σκοτάδι οὔτε ἡμέρα ποὺ νὰ τελειώνη εἰς νύκτα, ἀλλὰ πάντοτε ἡμέρα, πάντοτε φῶς. Πρὸς ἐκεῖνα λοιπὸν νὰ βλέπωμεν πάντοτε· διότι λέγει· «νὰ ζητᾶτε ὅσα εἶναι ἐπάνω, ὅπου ὁ Χριστὸς κάθεται εἰς τὰ δεξιὰ τοῦ Θεοῦ», Δὲν ἔχεις τίποτε κοινὸν μὲ τὴν γῆν, ὅπου ἐξουσιάζουν οἱ δρόμοι τοῦ ἡλίου καὶ οἱ κύκλοι αὐτοῦ · καὶ αἱ ἡμέραι ἀλλὰ έὰν ζῆς ὀρθῶς, ἡ νύκτα γίνεται δι’ ἐσένα ἡμέρα· ὅπως εἰς αὐτοὺς ποὺ ζοῦν εἰς τὴν ἀσέλγειαν καὶ τὴν μέθην καὶ τὴν ἀκολασίαν, ἡ ἡμέρα μετατρέπεται εἰς σκότος τῆς νύκτας, ὄχι διότι σβήνει ὁ ἥλιος, ἀλλὰ διότι ὁ νοῦς των σκοτίζεται μὲ τήν μέθην. Τὸ νὰ δίνῃ κανεὶς εἰς τὰς ἡμέρας αὐτὰς τόσην σημασίαν καὶ νὰ ἀπολαμβάνη μεγαλυτέραν εὐχαρίστησιν κατ’ αὐτάς, καὶ νὰ φωταγωγῆ τὰς ἀγοράς, καὶ νὰ, πλέκη στεφάνια, εἶναι χαρακτηριστικὁν παιδικῆς ἀνοησίας. Σὺ όμως ἔχει ἀπαλλαγῆ ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀδυναμίαν, καὶ ἔγινες ἄνδρας καὶ ἐνεγράφης εἰς τὴν οὐράνιον πολιτείαν. Μὴ ἀνάβης λοιπὸν εἰς τὴν ἀγορὰν φωτιὰ αἰσθητή, ἀλλ’ ἄναψε εἰς τὴν σκέψιν σου φῶς πνευματικόν. Διότι λέγει· «ἔτσι πρέπει νὰ λάμψῃ τὸ φῶς σας ἐμπρὸς εἰς τοὺς ἀνθρώπους, διὰ νὰ ἰδοῦν τὰ καλά σας ἔργα καὶ νὰ δοξάσουν τὸν Πατέρα σας ποὺ, εἶναι εἰς τοὺς οὐρανούς». 

Λόγος εν ταις Καλάνδαις PG 48, 955 – 956 Ε.Π.Ε.31, 475

Σάββατο 30 Δεκεμβρίου 2023

Όσιος Λαυρέντιος ο εν Φρατζανώ της Σικελίας.


Όσιος Λαυρέντιος ο εν Φρατζανώ της Σικελίας.  
30 Δεκεμβρίου. 
Ένας από τους σημαντικότερους ελληνορθοδόξους μοναχούς του Ιταλιώτικου μοναχισμού. Γεννήθηκε στo Φρατζανώ της Σικελίας (κοντά στη Μεσσήνη) το πρώτο μισό του 12ου αιώνος. Ορφάνεψε πολύ μικρός και έγινε μοναχός στην ελληνική μονή του Αγίου Μιχαήλ στην Τροϊνα, ενώ έπειτα μόνασε στην μονή του Αγίου Φιλίππου στην Αγύρα, ακρόπολης του ιταλο-εληνικού ορθοδόξου μοναχισμού. Έζησε σαν ερημίτης για ένα διάστημα στην Αίτνα και μετά μόνασε στη μονή του Αγίου Φιλίππου στο Φραγκαλά (fragala, κοντά στο Frazzano), όπου έκτισε ναΐσκο του Αγίου Φιλαδέλφου. Πέρασε στην Καλαβρία και ανακαίνισε μία εκκλησία της Αγίας Τριάδος, κοντά στο Ρήγιο. Μετά από μια περιοδεία στους ερημίτες της Αγίας Κυριακής στο Aspromonte επέστρεψε στο Frazzano, όπου και έκτισε ναό της Αγίας Τριάδος – γνωστός και ως των Αγίων Πάντων (Tuttisanti). Εκοιμήθη στις 30 Δεκεμβρίου του 1162. Τα λείψανά του σώζονται στον ενοριακό ναό του Frazzano, όπου τιμάται με ιδιαίτερη ευλάβεια από τους κατοίκους. 
Χαρακτηριστικό είναι ότι το Ευαγγέλιο που τοποθέτησαν στο άγαλμα του Αγίου (βλ. φωτογραφία) είναι Ελληνικό. 


Το άγαλμα φιλοτεχνήθηκε στη Μονή του Αγίου Φιλίππου εν Φαργάλα γύρω στο 1620 και το βιβλίο που τοποθέτησαν μάλλον οι ίδιοι οι μοναχοί στο αριστερό χέρι δεν είναι το Ευαγγέλιο αλλά κάποιο βιβλίο Ακολουθιών (Παρακλητική ή Πεντηκοστάριον) αφού σε μεγένθυση διακρίνονται το Αναστάσιμο Απολυτίκιο σε Ήχο Δ' (Το φαιδρόν της Αναστάσεως κήρυγμα) καθώς και ένα Εωθινό Ευαγγέλιο. Επίσης (αυτό φαίνεται καλύτερα από άλλες λήψεις) το δεξί χέρι ευλογεί ορθόδοξα. Τέλος στο χωριό Φρατζανό υπήρχε ο παλιός Ναός του Αγίου Νικολάου που λειτουργούσε σύμφωνα με το "ελληνικό τυπικό" και κατέρρευσε μαζί με μέρος του χωριού γύρω στα 1670 λόγω κατολισθήσεων και μάλλον οι κάτοικοι επιθυμούσαν την ανοικοδόμησή του γιαυτό μέχρι και σήμερα ο χώρος είναι κενός, (μικρή πλατεία). Ο Ναισκος των Αγίων Πάντων στην είσοδο του χωριού ήταν μετόχι της Μονής και λειτουργούνταν και αυτός κατά το "ελληνικό τυπικό" μέχρι το αναγκαστικό κλείσιμο/κατάσχεση της Μονής το 1866 από το ιταλικό κράτος (Leggi Eversive). Τέλος, στο χωριό υπάρχουν (σε αντίθεση με τα γύρω χωριά) οικογένειες με τα επίθετα Pappa και Protopappa που υποθέτει την ύπαρξη έγγαμου κλήρου μέχρι κάποιες γενιές πίσω.

Η παιδική ηλικία της αγίας Ανυσίας



Η παιδική ηλικία της αγίας Ανυσίας

Πατρίδα της αγίας Ανυσίας είναι η αξιοθαύμαστη και περίφημη πόλη Θεσσαλονίκη. Οι γονείς της ήταν ζάπλουτοι. Στην καταγωγή, τη δόξα, τα αξιώματα και στην κοινωνική διάκριση υπερείχαν τόσο πολύ από τους άλλους, ώστε σε κανένα της ίδιας τάξεως να μην είναι δυνατόν να διεκδικεί ίση αναγνώριση μ’ αυτούς. 
Γι’ αυτούς όμως, όπως τα πράγματα δείχνουν, στολισμός και θησαυρός απαραβίαστος ήταν μάλλον η ευγένεια της ψυχής και ο πλούτος της αρετής· και πάνω απ’ όλα το να φέρουν τ’ όνομα του χριστιανού και να ‘ναι πλούσιοι στην ευσέβεια σαν να ‘ταν αυτό μια προγονική κληρονομιά. Αλλ’ όμως εκτός απ’ αυτά είχαν και χέρι υπερβολικά ανοικτό· ποτάμια καλοσύνης κυλούσαν απ’ αυτό προς τους ανθρώπους που στερούνταν. 
Τέτοιες εικόνες αρετής για μίμηση δέχθηκε απ’ τους γονείς της η Ανυσία, ενόσω ήταν ακόμη παιδούλα. Και εξαρχής τόσο πολύ τις υπερέβαλε, ώστε η ίδια μάλλον να μπορεί να είναι – ήταν πράγματι, αλλά και η φύση των πραγμάτων οπωσδήποτε το έδειχνε – σε ‘κείνους παράδειγμα βίου, αρετής και κάθε ακριβείας. Ή καλύτερα, αυτούς τους απέδειξε άξιους των πατρικών τους προσδοκιών, καθώς έγινε κατά πολύ καλύτερή τους με την αρετή και την υψηλή της πολιτεία, αλλά και στους μεταγενεστέρους της άφησε τον εαυτό της πρότυπο ζωής και των κατά Θεόν αγώνων. 
Απ’ αυτήν λοιπόν την ωραία ρίζα μόλις ήρθε στη ζωή αυτό εδώ το ωραιότατο κρίνο, δέσμευσε ευθύς τις μητρικές ωδίνες. Έτσι, αυτήν και μόνη τη συγκομιδή πρόσφερε στη ζωή το τίμιο ζευγάρι, ωσάν να είπε η φύση ότι δεν θα μπορούσε να δώσει άλλο παρόμοιο καρπό· και γι’ αυτόν τον λόγο σαν να μη τόλμησε να υποτιμήσει τα πρώτα με τα δεύτερα. 
Γι’ αυτό λοιπόν τον λόγο και μάλιστα σαν κατάθεση μαρτυρίας ότι έτσι έχουν τα πράγματα, ευθύς με το ξεκίνημα της ζωής της οι γονείς της την ονομάζουν Ανυσία. * Είτε γιατί ήθελαν να δηλώσουν, όπως είπα προ ολίγου, ότι με τη γέννα αυτή έλαβε πέρας γι’ αυτούς η τεκνοποιία, είτε γιατί διέβλεπαν από κάποια ολοφάνερα σημάδια την έμφυτη κλίση της παιδούλας προς την ενάρετη ζωή και όλα εκείνα με τα οποία επρόκειτο αργότερα με πολλή ευκολία και στην πράξη και στη θεωρία να φθάσει την κατά Θεόν τελειότητα. 
Της προσφέρουν λοιπόν οι γονείς της το θεϊκό λουτρό, που εξαγνίζει και αναγεννά και την χρίουν με μύρο, αυτήν που πολύ σύντομα θα γινόταν μύρο ευωδιαστό με την αρετή της. Και ταυτόχρονα την παραδίδουν να μαθητεύσει στη θεϊκή διδασκαλία και στη σχετική μ’ αυτήν αγωγή. Και φυσικά αποδείχθηκε - όπως το λέει η παροιμία - «δαυλί που πλησιάζει τη φωτιά» ή πουλί που σχίζει τον αέρα. 
Τόσο δηλαδή ξεπέρασε τις ελπίδες των γονιών της και στη φυσική ανάπτυξη αλλά και στην εργατικότητα, στη μελέτη και την άσκηση των μαθημάτων, ώστε ενόσω ακόμη βρισκόταν στην παιδική ηλικία να συλλέξει άνετα τα ωραιότερα και χρησιμότερα διδάγματα της αγίας Γραφής. 
Κατά τον ίδιο τρόπο διαμόρφωσε την συμπεριφορά της, το βάδισμα και την όλη εμφάνισή της και παιδαγώγησε κάθε της αίσθηση, ώστε η φρόνησή της να είναι ασύγκριτα πιο ώριμη απ’ όσο επέτρεπε η ηλικία της και η γυναικεία φύση της, ενώ δυσαρεστούνταν σχεδόν με τις ανάγκες της ανθρώπινης φύσης που σκοτίζουν την ελεύθερη ψυχή και την εμποδίζουν να προχωρεί στις υψηλότερες επιδιώξεις της. 
Έτσι και πριν ακόμη φθάσει στην ώριμη ηλικία, με γεροντική σύνεση σκεφτόταν και αποδείκνυε πόσο σωστό και σοφό είναι εκείνο που είπε ο Σολομών, ότι το γήρας δεν μετριέται με τα γυρίσματα του χρόνου και τον αριθμό των ημερών αλλά με τη σύνεση και τη σωφροσύνη και την έμφυτη κλίση της ψυχής προς την αρετή (Σοφ. Σολ. 8:1 κ.ε.). 
Αλλά οι γονείς της που ευτύχησαν όσο κανένας άλλος γονιός, νομίζω, να χαρούν τόσο γρήγορα τα καλά της κόρης τους και την εκπλήρωση των πατρικών τους ευχών και των ελπίδων που έτρεφαν γι’ αυτήν, εγκαταλείπουν και οι δύο την ζωή. Αξιέπαινοι για την ευσέβειά τους, τον ενάρετο βίο και για τα αγαθά που ανέμεναν φεύγοντας από τον κόσμο αυτό. Ζηλευτοί επίσης και πολύ συμπαθείς και για την κατά κόσμον ευημερία και το αγαθό τους τέλος, αφού πέρασαν όλη τη ζωή τους πάνω στη γη με τον ωραιότερο τρόπο. 
Ο γάμος όχι μόνο, όσον αφορά την αρετή, δεν τους έβλαψε καθόλου αλλά κατά παράδοξο τρόπο απ’ αυτόν μάλλον διακρίθηκαν. Αγιάσθηκαν κατ’ αρχήν και οι ίδιοι με την τεκνογονία, όπως λέει ο θείος Παύλος (Α’ Τιμ. 2:15), αλλά και στους μεταγενεστέρους άφησαν αθάνατο το όνομά τους χάρις στη θυγατέρα τους. 
* Ο άγιος Φιλόθεος εδώ προφανώς ετυμολογεί το όνομα Ανυσία από το αρχ. ρ. ανύω = φέρω εις πέρας, τελειοποιώ, και το ουσ. άνυσις = κατόρθωση, τελείωση. 

 

Αγίου Φιλοθέου Κοκκίνου, “Η οσιομάρτυς Ανυσία εκ Θεσσαλονίκης. Έκδοση Ι. Ησ. “Το Γενέσιον της Θεοτόκου”, Πανόραμα Θεσσαλονίκης, 2008, σελ. 18.

Ο οσιομάρτυς Γεδεών ο Καρακαλληνός



Ο οσιομάρτυς Γεδεών ο Καρακαλληνός 
30 Δεκεμβρίου 
Ο όσιος Γεδεών γεννήθηκε από γονείς πτωχούς στο χωριό Κάπουρνα της Μητρόπολης Δημητριάδος (περιοχή Βόλου). Σε ηλικία δώδεκα ετών, οι γονείς του τον τοποθέτησαν στην υπηρεσία ενός θείου, που ήταν έμπορος στο Βελεστίνο. Θαυμάζοντας την ευφυΐα του και τον ζήλο του για εργασία, ένας μουσουλμάνος της περιοχής άρπαξε δια της βίας το νεαρό παιδί, το έβαλε να δουλέψει στο χαρέμι του και μέσα σ’ έναν χρόνο κατόρθωσε να το κάνει να δεχθεί την περιτομή, να γίνει μουσουλμάνος και να λάβει το όνομα Ιμπραΐμ. 
Δεν πέρασαν δυο μήνες και βασανισμένο από τύψεις συνειδήσεως, το δυστυχισμένο παιδί έφυγε κρυφά και επέστρεψε στην πατρική εστία. Δυσανασχετώντας γι’ αυτήν την εξέλιξη, οι γονείς του τον έστειλαν στην Κρήτη για να αποφύγει τις διώξεις. Εκεί πέρασε κάποιο διάστημα στην υπηρεσία απάνθρωπων και βίαιων οικοδόμων· έφυγε εκ νέου και βρήκε καταφύγιο κοντά σ’ έναν ευλαβή ιερέα του νησιού, στον οποίο εξομολογήθηκε τον εξισλαμισμό του και ο οποίος του υπέδειξε την οδό της μετανοίας και τον δέχθηκε στην οικογένειά του σαν θετό γιο. 
Τρία χρόνια αργότερα, ο ευλαβής ιερέας απεβίωσε και ο νεαρός Γεδεών πήγε με πλοίο στο Άγιον Όρος για να αφιερωθεί στην μετάνοια και στα δάκρυα για την σωτηρία της ψυχής του· όπως πολλοί άλλοι που αφού παραπλανήθηκαν και χάθηκαν, αποφάσισαν να συμφιλιωθούν με τον Θεό δια της μετανοίας. Έγινε μοναχός στην Μονή Καρακάλλου με το όνομα Γεδεών και ανέλαβε το διακόνημα του εκκλησιαστικού. 
Απόλυτη ήταν η υποταγή και η υπακοή του και γρήγορα πρόκοψε στους ασκητικούς αγώνες: την νηστεία, την αγρυπνία, τις μετάνοιες, τα αδιάκοπα δάκρυα. Επί τριάντα πέντε χρόνια υπήρξε μοναχός υποδειγματικός για όλους. Το 1797 διορίσθηκε οικονόμος ενός μετοχίου της Μονής στην Κρήτη κι έμεινε εκεί έξι χρόνια. 
Αγαπημένη του ασχολία ήταν η ανάγνωση των Βίων των μαρτύρων: έβρισκε εκεί πρότυπα τέλειας αποταγής για την αγάπη του Χριστού και παλιγγενεσίας για όσους τον είχαν αρνηθεί. Φλεγόταν από ζήλο να μιμηθεί το παράδειγμά τους και έλαβε ευλογία από τους προϊσταμένους της μονής να ακολουθήσει την οδό του εκουσίου μαρτυρίου. Πήγε πρώτα στην Ζαγορά και υποκρίθηκε τον σαλό για να γίνει στόχος χλεύης και καταφρόνησης, κατά το παράδειγμα του αγίου Συμεών και του αγίου Ανδρέα. 
Έφθασε στο Βελεστίνο ανήμερα Μεγάλη Πέμπτη και κατευθύνθηκε στην οικία του μουσουλμάνου πρώην αφέντη του, στολισμένος στα μαλλιά και στο σώμα με πολύχρωμα άνθη. Υπενθύμισε στον Τούρκο, ο οποίος δεν τον αναγνώρισε, ότι ήταν ο νεαρός χριστιανός δούλος που στο παρελθόν ο αφέντης τον είχε αναγκάσει να προδώσει την πίστη του· ζήτησε από τον Τούρκο να του αποδώσει εκείνο το οποίο του στέρησε, γιατί βλέποντας την σάρκα του περιτμημένη έβλεπε σ’ αυτήν τη σφραγίδα του σατανά. 
Αμέσως τον συνέλαβαν και την επαύριο, Μεγάλη Παρασκευή, τον παρουσίασαν στον δικαστή. Φορώντας πάντα τα άνθη, προχώρησε στον δικαστή με δυο πασχαλινά αυγά στα χέρια και του είπε γεμάτος παρρησία: Χριστός Ανέστη! Του πρόσφεραν καφέ κι εκείνος έχυσε το φλιτζάνι στο πρόσωπο του δικαστή, χλευάζοντας την πλάνη της θρησκείας του Μωάμεθ. Έκανε τα πάντα για να γίνει στόχος της οργής και των φοβερότερων τιμωριών των Τούρκων· τον πέρασαν όμως για τρελό, τον ξυλοκόπησαν με ραβδιά και μισοπεθαμένο τον μάζεψαν οι χριστιανοί της περιοχής. 
Λίγο αργότερα, την ώρα που οι Τούρκοι στρατιώτες περνούσαν από το χωριό, ο μακάριος Γεδεών, αποζητώντας πάντα το μαρτύριο όπως η έλαφος η διψώσα επί τις πηγές των ζωοποιών υδάτων (Ψαλμ. 41:2), τους προκάλεσε ανοιχτά και δεν δίστασε να κρατήσει στα χέρια του αναμμένα κάρβουνα για να τους δείξει ότι η πίστη του ήταν πιο φλογερή κι από τα πιο έντονα εγκαύματα. 
Έφυγε και αποσύρθηκε για κάποιο διάστημα σ’ ένα σπήλαιο για να αφιερωθεί απερίσπαστος στην προσευχή· κατόπιν επέστρεψε στο Άγιον Όρος και εγκαταβίωσε επί ένα χρόνο στην μονή της μετανοίας του. 
Μια νύχτα, κατά την διάρκεια της ακολουθίας, άκουσε μια φωνή που ερχόταν από την εικόνα του Παντοκράτορα στον τρούλλο, κι έλεγε: «Πας ουν όστις ομολογήσει εν εμοί έμπροσθεν των ανθρώπων, ομολογήσω καγώ εν αυτώ έμπροσθεν του πατρός μου του εν ουρανοίς· όστις δ’ αν αρνήσηταί με έμπροσθεν των ανθρώπων, αρνήσομαι αυτόν καγώ έμπροσθεν του πατρός μου του εν ουρανοίς» (Ματθ. 10:32-33). 
Μετά το θείο αυτό σημείο, ξαναέφυγε και πήγε στο Βελεστίνο, όπου με θάρρος ομολόγησε την μεταστροφή του. Τον παρέδωσαν στον πασά του Τυρνάβου, ενώπιον του οποίου άφοβα διηγήθηκε την ιστορία του, ομολόγησε τον Χριστό, και χλεύασε τους Αγαρηνούς. Τον περιέφεραν γυμνό πάνω σε γαϊδούρι με μια προβιά στην κεφαλή, αλλά ο χλευασμός αυτός έκανε την πορεία του πορεία θριάμβου, ανάλογη της εισόδου του Χριστού στα Ιεροσόλυμα. 
Καταδικάσθηκε τέλος, και διατάχθηκαν οι δήμιοι να κατακόψουν τα άκρα του με πελέκι. Ο Γεδεών άκουσε με αγαλλίαση την καταδίκη και τέντωσε ο ίδιος το πόδι του ενθαρρύνοντας με πραότητα τον δήμιο, που είχε φοβηθεί την παρρησία του. Με την ψυχή ήδη προσηλωμένη στον Χριστό, ο μάρτυς δεν έβγαλε άχνα ή αναστεναγμό όσο κατάκοβαν ένα ένα τα άκρα του. Προς το βράδυ, καθώς ήταν ακόμη ζωντανός, ο πασάς διέταξε τέσσερεις χριστιανούς να τον ρίξουν στον βόθρο του παλατιού, όπου ο Γεδεών βρήκε τον θάνατο. Ήταν 30 Δεκεμβρίου 1818. 
Την επομένη, οι χριστιανοί κατόρθωσαν να εξαγοράσουν το τίμιο λείψανο κι ετοιμάζονταν να το ενταφιάσουν με επισημότητα, αλλά επί δύο ώρες έτρεχε νωπό αίμα από το ακρωτηριασμένο σώμα επιτελώντας πολλά θαύματα. Το 1837, μετά από πολλές θαυματουργικές φανερώσεις του αγίου, η Μονή Καρακάλλου κατόρθωσε να αποκτήσει το μεγαλύτερο μέρος των λειψάνων.

 

«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Τόμ. 4ος (Δεκέμβριος),
Εκδόσεις «Ίνδικτος».

Παρασκευή 29 Δεκεμβρίου 2023

Όσιος Βασιλίσκος της Σιβηρίας.

Όσιος Βασιλίσκος της Σιβηρίας. 
29 Δεκεμβρίου

Ο μοναχός της Σιβηρίας και Άγιος γέροντας, γεννήθηκε περίπου το 1740. Πέθανε στην πόλη Τουρινσκ στις 29 Δεκεμβρίου 1824 και θάφτηκε στο μοναστήρι του Αγίου Νικολάου Τορίνο. 
Το περιστατικό πού σάς διηγούμαι τώρα τού συνέβη μια φορά. Όπως καθόταν έχοντας τη συνήθη προσοχή του στήν προσευχή, στη συνέχεια κατάλαβε ό ίδιος πώς κάτι αλλάζει, και ώς εκ τούτου ήταν ακόμα πιο προσεχτικός. Προσπάθησε πολύ ν’αναγκάσει τον εαυτό του ν’ αγωνιστεί κι ό νους του διευρύνθηκε, ένιωθε να φλέγεται από μια θεϊκή επιθυμία γιά τον Κύριο. Και τότε βρέθηκε σε αμηχανία, γιατί δεν ήξερε πώς να ονομάσει αύτή τήν ενέργεια της αγάπης πού ένιωθε γιά τον Κύριο στήν καρδιά του, μέσα του, καθώς και σ’ όλο του το σώμα, λόγω της αγαλλίασης, της γλυκύτητας και της παραμυθίας πού ένιωθε, καθώς και της ανείπωτης αγάπης του γιά το Θεό. Κι από μια τέτοια αίσθηση πού τον είχε κυριεύσει, ήταν προσηλωμένος στον Κύριο κι αισθάνθηκε τον εαυτό του εντελώς αλλοιωμένο, φωτεινό, γιατί τον είχε αγκαλιάσει το φως πού φαινόταν ότι προερχόταν από το σώμα Του. Καθώς όμως έβγαινε από το σώμα δεν μπορούσε να το περιγράφει, γιατί από τη μεγάλη χαρά του γιά το Θεό, πού τον περιέβαλε, έβλεπε τον εαυτό του να υψώνεται στον αέρα, και ό ίδιος να τον παρακολουθεί έξω από το σώμα με συγκεντρωμένο το νου του και με εγρήγορση. Εκείνη τη στιγμή ήταν τόσο νηφάλιος, ώστε αναρωτήθηκε πώς μπορούσε να παρακολουθεί το σώμα του από τον αέρα. Σίγουρα έβλεπε το σώμα του νεκρό, χωρίς τήν ψυχή του πού βρισκόταν σε απόσταση. Έβλεπε γιά αρκετό χρονικό διάστημα τον εαυτό του στον αέρα και μέσα του κυριαρχούσαν ζωηρά αισθήματα γιά το Θεό - Αγάπη, ευγνωμοσύνη και ελπίδα στήν καλοσύνη Του. 
Ήταν τόσο θαυμαστά αυτά πού έβλεπε, ώστε δεν μπορούσε να μού τα εξηγήσει, μού είπε μόνο: “Τα αισθήματα αυτά παράγονται μόνα τους και το ένα νικά το άλλο, γι’ αυτό ήμουν καθηλωμένος και φλεγόμενος από Αγάπη γιά το Χριστό, καθώς κι από ευγνωμοσύνη πρός το Θεό και ένιωθα ανέκφραστη και ακατάληπτη γλυκύτητα”. Με τήν επίδραση των ισχυρών αυτών αισθημάτων έπεσε σε λήθη και όταν συνήλθε κάπως άρχισε να προβληματίζεται γιά το πώς είχε αφήσει το σώμα του. Ή καρδιά του θλιβόταν και έπασχε από εσωτερικό πόνο• γιατί αναχώρησε αύτή ή μεγάλη και ακατάληπτη Αγάπη και γλυκύτητα πού τον εξύψωσε πρός το Θεό; Και με τις σκέψεις αυτές ένιωσε ότι ή καρδιά του φλεγόταν πάλι από Αγάπη γιά το Θεό, όπως πριν πού έβλεπε τον εαυτό του φωτεινό στο ύπαιθρο, έξω από το σώμα του. Και όπως φαίνεται από τα παραπάνω, όλες αυτές οι ενέργειες που περιγράφηκαν πρωί-γουμένως τις είδε και τις ένιωσε με καθαρότητα και νηφαλιότητα, με πλήρη επίγνωση του νου και με εγρήγορση. 
Τις ενέργειες πού είχε αργότερα και συγκεκριμένα πριν από το θάνατό του, κυρίως μάλιστα κατά τήν ώρα της αναχώρησης του, εγώ ό αμαρτωλός δεν αξιώθηκα ν’ ακούσω ή να δώ, επειδή είχα ακούσια χωριστεί άπ’ αυτόν γιά διάφορους λόγους. Ό Θεός όμως με πληροφόρησε μέσω του αγρότη πού τον υπηρέτησε μετά από μένα. Εκείνος μου είπε ότι κατά τη διάρκεια της τελευταίας νόσου του ό γέροντας θυμήθηκε πολλές φορές έμενα τον ανάξιο. Πριν από το τέλος του ήταν σα να στεκόταν μπροστά σε δικαστήριο. Ό ίδιος βέβαια δε φαινόταν θλιμμένος ούτε σε απόγνωση, αλλά περίμενε ήρεμα, ελπίζοντας στο έλεος του Θεού. Κοιμήθηκε με τήν προσευχή στο στόμα και αναχώρησε γιά τον Κύριο πού είχε υπηρετήσει από τα νεανικά του χρόνια ως το θάνατό του με Αγάπη, ταπεινότητα και απλότητα ψυχής. 
Όταν διηγήθηκαν στον όσιο Ιγνάτιο Μπριαντσανίνωφ το φαινόμενο αυτό, ό μεγάλος όσιος το θεώρησε αληθινό. Αλλά κι ό άγιος Μακάριος ό Μέγας γράφει κάπου πώς ή ψυχή μπορεί κατά τη διάρκεια της προσευχής να «έξέλθη εκ του σώματος». 
Κάποτε έγινε το έξης: Προσευχόταν καθιστάς αρκετή ώρα κι ύστερα θέλησε να σηκωθεί, γιά να επισκεφτεί το μαθητή του. Ξαφνικά όμως ένιωσε μια ασυνήθιστη κι εξαιρετικά έντονη ηδονή, μια κίνηση σ’ όλο του το σώμα και κυρίως στήν καρδιά του. ’Ένιωσε τήν προσευχή μέσα του ασυνήθιστα ευδιάκριτη, πολύ καθαρή κι άρχισε να επικεντρώνει τήν προσοχή του εκεί. Και τότε άρχισε να αισθάνεται ακόμα περισσότερη ηδονή στήν καρδιά του, σε κάθε προφορά των λόγων «Κύριε Ιησού Χριστέ...». Το παρατηρούσε με έκπληξη αυτό, ένιωθε μέσα του παραμυθία κι ή ηδονή γινόταν όλο και πιο έντονη, εξελισσόταν σε μια φλεγόμενη Αγάπη γιά το Θεό. Σκεφτόταν με τί θά μπορούσε να παρομοιάσει τήν ηδονή αύτή, μα δεν έβρισκε κάτι γιά να τη συγκρίνει. Μού έλεγε πώς ήταν κάτι σαν τήν ψίχα τού καρυδιού, πού όταν τήν δαγκώνεις, ή ψίχα θραύεται και ή γεύση της διαχέεται. Τήν ’ίδια ώρα πού ή ηδονή αύτή απλωνόταν κι ή καρδιά πλάταινε, ήταν σα να ’ρχιζε να βλέπει ένα φως, που απλωνόταν ολόγυρα. Και τότε ή καρδιά πλάταινε ακόμα περισσότερο. Ή περίεργη αύτή ενέργεια τού έφερνε τόση αγαλλίαση, πού τον οδηγούσε σε μια λήθη. Δεν καταλάβαινε όμως πώς έμπαινε στήν καρδιά του το φώς αυτό. Γιατί ή καρδιά του ήταν πάρα πολύ πλατυσμένη. 
Μερικές φορές πού ήταν καθισμένος και προσευχόταν, τον έπαιρνε ό ύπνος κι ή προσευχή κρυβόταν. Μόλις ξυπνούσε όμως διαπίστωνε πώς ή προσευχή δούλευε πάλι με τη συνηθισμένη της ηδονή. 
Άλλοτε πάλι ένιωθε πώς ή προσευχή ξαφνικά σταματούσε να ενεργεί κι ή καρδιά του ησύχαζε. Ήταν τόσο ήρεμος τότε, ώστε ένιωθε σα να μην υπήρχε ή καρδιά του, δεν άκουγε ούτε τούς χτύπους της. Βλέποντας έτσι με το νου του τήν καρδιά ήθελε να ξεκινήσει το έργο της προσευχής, μα ή προσευχή δε δούλευε. Δεν εμφανιζόταν, δεν τήν ένιωθε, μα τον κατέκλυζε ή ηδονή. 
Μετά από κάποιο διάστημα δήλωσε πάλι σε μένα τον αμαρτωλό: «Τώρα ή προσευχή μου έχει αλλάξει, είναι διαφορετική μέσα μου. Στήν αρχή, πριν απ’ αυτόν τον καιρό, εργαζόταν μέσα μου με περισσότερη γλυκύτητα. Τώρα, με το πού αυξάνεται ή γλυκύτητα, αρχίζει το ρίγος». Τον ρώτησα ποιο ένιωθε πώς είναι ανώτερο και μου απάντησε: «Εκείνο πού είναι ασύγκριτα πιο ευδιάκριτο και πιο κινητικό, είναι το ρίγος, αν και χωρίς δάκρυα. Ή άφατη ηδονή όμως συνεχίζεται ακόμα και μετά την παύση τού ρίγους. Κι ή καρδιά είναι σα να λιπαίνεται από την ηδονή, σαν με κάποιο είδος λαδιού ή μύρου. Και τότε κατακλύζομαι ολόκληρος από άρωμα και νιώθω μια ανέκφραστη αίσθηση μεγάλης αγάπης γιά τον Κύριό μας Ιησού Χριστό». 
Μια φορά έτυχε να είμαι μαζί του στην κατοικία ενός θεόπνευστου πατέρα, τού οποίου το όνομα μού έδωσε εντολή να κρατήσω μυστικό, γιατί αυτό απαίτησε ό εν λόγω πατέρας γιά όσο χρόνο ήταν στή ζωή. Τώρα όμως μπορώ να το αποκαλύψω: αύτός ήταν ό πατέρας Βασίλειος, ιδρυτής τού μοναστηριού της Λευκής ’Όχθης. Με τήν Αγάπη και τήν επιφοίτηση τού Αγίου Πνεύματος πού κατοικούσε μέσα του, ό γέροντας Βασίλειος είπε πολλά γιά τη σωτηρία των ψυχών μας, αναφέροντας έμμεσα πολλά και γιά τον εαυτό του, όπως: «Γνωρίζω έναν άνθρωπο πού έχει τη θεϊκή αύτή Αγάπη και υποφέρει τόσο πολύ γιά τον Κύριο και Θεό, ώστε να νομίζει πώς μαράθηκε ολότελα σε μια στιγμή κι ή ψυχή του είχε σχεδόν χωριστεί από το σώμα». 
Δεν μπορούσε να κρύψει περισσότερα, λέγοντας ότι κατά τη διάρκεια της μεγάλης προσευχής του, είδε τον εαυτό του ν’ αρπάζεται πρός το Θεό και να στέκεται στον αέρα, περίπου τόσο ψηλά από τη γη όσο είναι ένα χέρι μέχρι τον αγκώνα. Όταν ό θεάρεστος αυτός αβάς άκουσε ότι ό γέροντας μου κάνει την προσευχή του εξαιρετικά ήσυχα, δηλαδή χωρίς βιασύνη, διατύπωσε αμφιβολίες γι’ αυτό κι άρχισε να διδάσκει ευγενικά τη συνήθεια να προφέρει κανείς τα λόγια της προσευχής πιο γρήγορα, λέγοντας πώς μ’ αυτόν τον τρόπο όχι μόνο δε θά υπάρξουν παρεμβολές από μάταιες σκέψεις, αλλά κι αν μάς πλησιάζουν τέτοιες παρεμβολές, θά εκβάλλονται από το νου μας και θά εξαφανίζονται χωρίς ν’ αφήνουν ούτε τα ’ίχνη τους. 
Έπειτα έβαλε το χέρι του πάνω στήν καρδιά του γέροντά μου, ώστε να αισθανθεί τούς κτύπους και τις κινήσεις της καρδιάς τήν ώρα πού έλεγε τις λέξεις της προσευχής: «Κύριε Ιησού Χριστέ ...». Δεν μπόρεσε όμως ν’ αντιληφτεί τίποτα. Τότε έδωσε εντολή στο γέροντά μου να ξεκινήσει τήν προσευχή σύμφωνα με τη συνήθειά του κι αμέσως ή γλυκύτητα της Χάριτος πλημμύριζε τήν καρδιά, πού άρχισε να ριγά και να χτυπά τόσο δυνατά, ώστε ό γέροντας εκείνος το άντιλήφθηκε και δόξασε το Θεό γι’ αυτό και είπε στο γέροντά μου: «Είσαι εύλογημένος και καλός, πάτερ, άγωνίσου και λειτούργησε με τον τρόπο πού ό Κύριος σέ έχει φωτίσει». Σέ μένα άποκάλυψε μυστικά ότι ό γέροντάς μου είχε προχωρήσει πολύ στήν προσευχή και είχε φτάσει στήν ειρήνη των λογισμών. Μου είπε έπίσης πώς είμαι μακάριος πού έχω τέτοιο γέροντα, πατέρα και δάσκαλο πνευματικό, πού διαθέτει τη σοφία της ταπείνωσης. Με συμβούλεψε όμως κατά κάποιο τρόπο να λέω πιο συχνά και νοερά τα λόγια της ευχής: «Κύριε Ιησού Χριστέ ...», ως ότου μετά από πολλή προσπάθεια αποκτήσω τη χάρη της καθαρής προσευχής. 
Κάποτε, ενώ λαγοκοιμόταν η τον έπαιρνε κανονικά ό ύπνος, ή προσευχή εργαζόταν μέσα του παρακλητικά, δηλαδή προφέρονταν καθαρά τα λόγια της προσευχής μέσα στην καρδιά του. 
Άλλοτε πάλι συνομιλούσε με άλλους γιά κάτι σπουδαίο ή έτρωγε και έπινε, καθόταν ή βάδιζε κι ή προσευχή εργαζόταν μόνη της στήν καρδιά του παραμυθητικά. 
Όταν κάποτε ρώτησα το γέροντα πώς πηγαίνει ή προσευχή, μου απάντησε αποκαλυπτικά: Τώρα ή προσευχή εργάζεται πάντα στήν καρδιά μου. 
Αφού δέχτηκε το χάρισμα της προσευχής από το Θεό, μια φορά θέλησε να δοκιμάσει τον εαυτό του και προσευχόταν συνέχεια επί δώδεκα ώρες με σφρίγος και χαρά, χωρίς διακοπή, χωρίς να σηκωθεί. Κι όχι μόνο δεν ένιωσε κάποιο βάρος, κούραση ή ακηδία, άλλ’ ή ηδονή της προσευχής συνεχιζόταν κι ίσως να κρατούσε ακόμα περισσότερο, αν δεν τον είχε διακόψει ή άφιξή μου. Και τότε είδα το πρόσωπό του αλλοιωμένο από συντριβή κι αγαλλίαση. 
Κάποτε ή ευφρόσυνη ηδονή κι ή παραμυθία από τη φλόγα της αγάπης τού Θεού πού ένιωθε στήν καρδιά του ήταν τόσο μεγάλη, ώστε ξαφνιαζόταν κι απορούσε με τί λόγια να το έκφράσει ή να το παρομοιάσει αυτό, γι’ αυτό και δεν το φανέρωνε ούτε σε μένα τον ανάξιο. 
Μερικές φορές ένιωθε τόσο γεμάτος από τήν Αγάπη του Χριστού και συνεπαρμένος από τήν ηδονή της δυνατής αυτής ενέργειας, ώστε αισθανόταν κατά κάποιο τρόπο φυσικά τον Κύριο Χριστό στήν καρδιά του ως νήπιο. Κι από τη νοερή αυτή θεωρία ένιωθε να τον καταλαμβάνει μια ευφρόσυνη συντριβή, κατάνυξη και παραμυθία. 
Πηγή: Όσιος Βασιλίσκος της Σιβηρίας - Πέτρος Μπότσης.

Πέμπτη 28 Δεκεμβρίου 2023

Άγιος Νεομάρτυς και Παιδομάρτυς Ιωάννης Μεδιολάνων (Μιλάνου) ο αποκαλούμενος «το παιδίον».


Άγιος Νεομάρτυς και Παιδομάρτυς Ιωάννης Μεδιολάνων (Μιλάνου) ο αποκαλούμενος «το παιδίον». 
 28 Δεκεμβρίου. 
Ο Άγιος Ιωάννης «το παιδίον», απεικονίζεται σε τοιχογραφία της Μονής Ξηροποτάμου στο Άγιον Όρος. Σε αυτό το μοναστήρι, διασώθηκε η μνήμη του σε μια συλλογή Νεομαρτύρων, την οποία συνέταξε ο διάσημος μοναχός και χρονογράφος Καισάριος Δαπόντες. Ο δεκαεπτάχρονος αυτός νεομάρτυρας καταγόταν από τα Μεδιόλανα, το σημερινό Μιλάνο και ήταν συγκρατούμενος στην φυλακή της Κωνσταντινούπολης μαζί με τον Καισάριο Δαπόντε, ο οποίος αφού τον ενθάρρυνε και τον ενίσχυσε ηθικά έγραψε το έμμετρο μαρτύριο του. Είχε προηγουμένως απαρνηθεί τον Χριστό δύο φορές, αλλά μεταμεληθείς ομολόγησε και πάλι την χριστιανική του πίστη με θάρρος και αποκεφαλίστηκε στις 28 Δεκεμβρίου 1748. 
"Ἐν ἔτει χιλιοστῷ ἑπτακοσιοστῷ τεσσαρακοστῷ ὀγδόῳ. Μηνὶ Δεκεμβρίῳ κη', Μαρτύριον τοῦ Ἰωάννου παιδίου ἀπὸ τὰ Μεδιόλανα. Ἀπὸ τὰ Μεδιόλανα ἕνα παιδὶ φραγγάκι, Ἰωάννης τὸ ὄνομα καὶ ὄμορφο παιδάκι, Δεκὰξ ἢ καὶ δεκαεφτὰ χρονῶν εἰς ἡλικίαν, πολύγλωσσον, πολύξευρον καὶ μὲ φιλοσοφίαν"!

Στὸν Ἰουλιανὸ - Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος

Β΄ 
Στὸν Ἰουλιανὸ

Τὴ διψασμένη γῆ κατάκλυσε μὲ δυνατὴ βροχὴ αὐτὸς ποὺ τὴν ἐμπόδισε· ἄλλος ἀπὸ τὰ νερὰ ἅρπαξε τὸν κόσμο ὁλόκληρο· ἄλλος βοήθησε σὲ ἀρρώστιες, ἄλλος ἔσωσε ἀπὸ πολέμους, ἄλλος ἔθρεψε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ τὸ λαὸ τὸ μέγα. Μὰ στὰ δικά σου χέρια ὁ Θεὸς ἔβαλε τὴ ζυγαριὰ τῶν φόρων, ἔνδοξε Ἰουλιανέ, ὅπως πρωτύτερα τὴ ζυγαριὰ τῆς δικαιοσύνης νὰ μὴ γέρνει ἢ νὰ κλέβει, ἰσοζυγισμένη, σεβαστή. Ἀλλά, ἄριστε, νά ᾽ναι φειδωλὴ ἡ πέννα σου, λυπήσου τοὺς φτωχούς, ποὺ ἡ ἀρρώστια ἔφαγε τίς σάρκες τους καὶ τοὺς ἀφάνισε· λυπήσου καὶ γράφεσαι κι ἐσὺ στὶς οὐράνιες σελίδες. Τέτοια δίνει στοὺς θνητοὺς ὁ Θεὸς ὁ μέγας, ἀντιμετρήματα, σὰν αὐτὰ ποὺ ἐδῶ στοὺς συνανθρώπους μας μετροῦμε. 
Τὸ θνητὸ βοήθησέ τον, γιατί ἔχομε ὅλοι κοινὸ τὸ σῶμα· εἶναι ὁ Λάζαρος στὴν ἐξώθυρα, δῶσε τὰ ψίχουλα ποὺ δὲ σοῦ ἀνήκουν. 
Κι ὁ Χριστὸς μὲ τοὺς ἀνθρώπους, ὅταν ἑτοιμαζόταν φορολογία, ἔσμιξε. Σεβάσου τὴ συνομήλικη τοῦ Χριστοῦ ἀπογραφή. 
Σεβάσου τὴ φτωχομάνα μητέρα σου, αἷμα εὐσεβές,
καὶ τὸ σπίτι ποὺ διδάχτηκε νά ᾽ναι φιλικὸ στοὺς δυστυχισμένους. 
Σεβάσου καὶ τὸ δικό μου πλοῦτο, φίλε, ποὺ στοὺς φτωχούς ὅλο τὸν ἔδωσα, ἀπὸ τὸν πόθο μου νὰ σηκώσω τὸ σταυρό μου· κοινὸ εἶναι τὸ λιμάνι γιὰ τοὺς ταξιδιῶτες καὶ κοινὴ βοήθεια γιὰ ὅσους ἔχουν ἀνάγκη αὐτὴ ἡ μερίδα τῶν ἀγαθῶν. 
Τὰ κτήματα εἶναι δικά μας, ἡ πέννα δική σου. Ἂς ἔχομε ἴσο μισθὸ μὲ τοὺς φτωχοὺς ποὺ θρέψαμε. Ὁ βασιλιὰς ἂς γράφει. 
Μὲ πολλὰ ὣς τώρα ὁ μεγάλος Θεὸς σὲ δόξασε, μὲ ὅσα λίγους ἀπὸ ὅσους περνοῦν ἀπὸ τὴ γῆ. 
Αἷμα ἱερό, λόγοι, ἄφθονα κτήματα, ὄψη ὡραῖα· στὸ δικαστικὸ βῆμα νὰ ἐπιβάλλεις τοὺς ρωμαϊκοὺς νόμους· ὡστόσο αὐτὸ εἶναι τὸ περισσότερο ἀπ᾽ ὅλα, ὦ στοχαστικέ· νὰ φέρεις τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ στοὺς ἄταφους νεκρούς.
Β΄. Πρὸς Ἰουλιανόν.

μβρῳ διψάδα γαῖαν ἐπέκλυσεν, ὅς μιν ἔδησεν·
Ἄλλος τ’ ἐξ ὑδάτων ἥρπασε κόσμον ὅλον·
Καὶ νούσοις τις ἄρηξεν, ὁ δ’ ἐκ πολέμων ἐσάωσεν,
Ἄλλος δ’ οὐρανόθεν λαὸν ἔθρεψε μέγαν.
Σοὶ δὲ Θεὸς χείρεσσι φόρων ἐνέθηκε τάλαντον,
Κύδιμ’ Ἰουλιανὲ, ὡς τοπάροιθε δίκης,
Ἄῤῥοπον, ἄκλοπον, ἶσον, ἀοίδιμον. Ἀλλὰ, φέριστε,
Φείδεό μοι πτωχῶν, φείδεο σῇ γραφίδι,
Οὓς νόσος ἠΐστωσε φαγοῦσ’ ἀπὸ σάρκα τάλαιναν·
Φείδεο, καὶ σὺ γράφῃ οὐρανίαις σελίσι.
Τοῖα διδοῖ μερόπεσσι Θεὸς μέγας ἀντιτάλαντα,
Οἷά περ ἀνθρώποις ἐνθάδε μετρέομεν.
Τῷ βροτέῳ συνάρηξον, ἐπεὶ δέμας ἐστὶν ἅπασι·
Λάζαρος ἐν προθύροις, δὸς ψίχας ἀλλοτρίας.
Καὶ Χριστὸς μερόπεσσι, φόρου παρεόντος, ἐμίχθη.
Ἅζεο τὴν Χριστοῦ ἥλικ’ ἰσογραφίην.
Ἅζεο μητέρα σὴν πτωχοτρόφον, εὐσεβὲς αἷμα,
Καὶ δόμον, ὃς μελέοις εὐμενέειν ἐδάη.
Ἅζεο καὶ τὸν ἐμὸν πλοῦτον, φίλος, ὅν ῥα πένησι
Πάντ’ ἀπέδωκα φέρων, σταυροφόροισι πόθοις.
Ξυνὸς ποντοπόροισι λιμὴν, ξυνὴ δέ τ’ ἀρωγὴ
Τοῖς ἐπιδευομένοις, ἠδὲ μερὶς κτεάνων.
Ἡμετέρη κτῆσις, σὴ δὲ γραφίς. Ἶσον ἔχοιμεν
Τῆς πτωχοτροφίης μισθόν. Ἄναξ γραφέτω.
Ἦ μὲν δὴ πολλοῖς σε Θεὸς μέγας ἐκλήϊσσεν,
Ὁσσατίοις ὀλίγους τῶν χθόν’ ἐπερχομένων.
Αἷμ’ ἱερὸν, μῦθοι, κτεάνων σθένος, εἶδος ἀγητόν·
Βήμασι κάρτος ἄγειν Αὐσονίοισι νόμοις·
Ἀλλ’ ἔμπης τόδε σοι πάντων πλέον, ἠπιόμητι,
Χεῖρα Θεοῖο φέρειν τοῖς ἀτάφοις νέκυσι.

Τετάρτη 27 Δεκεμβρίου 2023

Ο ΑΓΙΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ - Ο Πρωτομάρτυς και Αρχιδιάκονος


Ο ΑΓΙΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ
Ο Πρωτομάρτυς και Αρχιδιάκονος

Η ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ - ΕΔΩ  

Μετά την Πεντηκοστή και την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος στους Αποστόλους, πολλοί ήσαν εκείνοι που άρχισαν να ασπάζονται την Πίστη του Χριστού εξαιτίας του φλογερού κηρύγματος των Αποστόλων και των θαυμάτων που επιτελούσαν. Όταν γίνονταν μέλη του Σώματος του Χριστού διά του αγίου Βαπτίσματος, οι πιστοί εγκατέλειπαν όλα τους τα αγαθά και κατέθεταν το αντίτιμο της πώλησής τους στα πόδια των Αποστόλων, κόβοντας έτσι δεσμούς και συγγένειες με τον κόσμο, και ζούσαν πλέον «με ομοψυχία, συγκεντρωμένοι στο ίδιο μέρος, έχοντας κοινά τα πάντα» (βλ. Πράξ. 2, 1 και 44) με μια καρδιά και με μια ψυχή. Και αφού επιμελώς τελούσαν τα καθήκοντά τους στον Ναό, συναθροίζονταν κατ’ οίκον για να ακούσουν την διδασκαλία των Αποστόλων, να δοξολογήσουν τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό και να συμμετάσχουν με αγαλλίαση στο Δείπνο της αιωνίου ζωής, την θεία Ευχαριστία, σφραγίδα της κοινωνίας με τον Θεό και της αμοιβαίας τους αγάπης (βλ. Πράξ. 2, 42-47· 45, 32-34). 
Καθώς όμως διαρκώς μεγάλωνε ο αριθμός των μαθητών, οι Δώδεκα αποφάσισαν να ορίσουν επτά αδελφούς που έχαιραν του σεβασμού όλων και ήταν έμπλεοι Πνεύματος Αγίου, για να βοηθούν και να μεριμνούν για τις υλικές ανάγκες της πρωτοχριστιανικής κοινότητας, για να επικεντρωθούν κυρίως στην διακονία των αδελφών κατά την διάρκεια των κοινών γευμάτων και στην φροντίδα για τις χήρες και τους απόρους, ώστε οι Απόστολοι να μπορούν να αφιερωθούν απερίσπαστοι στην προσευχή και στην διδασκαλία. 
Αλλά τι είναι η «διακονία» και τι σημαίνει «διακονώ»; «Διακονώ» σημαίνει υπηρετώ, όχι με την έννοια της υποταγής σε κάποια ανώτερη αρχή, αλλά εις μίμησιν Χριστού, ο Οποίος κατέστη «πάντων Διάκονος» με την Ενανθρώπισή Του (βλ. Λουκ. 22, 27· Ιωάν. 13, 14). Η γνήσια χριστιανική διακονία είναι ολόθυμη έκφραση αγάπης προς τους αδελφούς και «σύνδεσμος τελειότητος» (Κολ. 3, 14). Ο πιστός χριστιανός κάνει κάθε δυνατή προσπάθεια για να διέρχεται παντοιοτρόπως «διά» μέσω της «κόνεως» (διά+κόνεως, δια+κονώ), της σκόνης δηλαδή και της στάχτης του παλαιού εαυτού του, προκειμένου να αγαπήσει με καθαρούς λογισμούς και με ανυπόκριτη διάθεση, με φωτιστικό λόγο και με έργο που αναπαύει τον αδελφό του και τον κόσμο γύρω του. Και έτσι η «διακονία» που επιτελείται εξωτερικά, δεν είναι παρά το «έργο» και η «πράξη» της αγάπης που βασίζεται στη δύναμη και την έμπνευση του Χριστού οι οποίες ενυπάρχουν πλούσιες μέσα του. 
Έτσι, οι Απόστολοι χειροτόνησαν επτά Διακόνους: Στέφανο, Φίλιππο, Πρόχορο, Νικάνορα, Τίμωνα, Παρμενά και Νικόλαο (Πράξ. 1, 1-6). Τα καθήκοντα του Στεφάνου, που ήταν επικεφαλής, εκτείνονταν πολύ πέρα από την υλική μέριμνα για την εκκλησιαστική κοινότητα. Πλήρης της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος, ώστε να επιτελεί θαύματα και να μιλά με το κύρος των Δώδεκα μαθητών του Χριστού, ο Στέφανος έχαιρε του θαυμασμού όλων σε τέτοιο βαθμό, ώστε μία ημέρα οι Εβραίοι, έξαλλοι από οργή που δεν μπορούσαν να απαντήσουν στα δυναμικά επιχειρήματά του, τον κατηγόρησαν ψευδώς ως βλάσφημο και ως συνωμότη κατά των θεσμών του Νόμου, και τον έφεραν ενώπιον του Συνεδρίου, του δικαστηρίου του μεγάλου αρχιερέως. 
Ο νεαρός Στέφανος άφοβα προχώρησε ενώπιον των δικαστών, και το Πνεύμα το Οποίο ο Χριστός υποσχέθηκε ότι θα δώσει στους μαθητές Του σε παρόμοιες περιστάσεις (βλ. Ματθ. 10, 19), του ενέπνευσε πύρινους λόγους, με τους οποίους υπενθύμισε στους σκληροτράχηλους Εβραίους την πρόνοια και την μακροθυμία που δεν σταμάτησε να δείχνει ο Θεός προς τον λαό Του, υποσχόμενος την Διαθήκη Του στους πατριάρχες και βοηθώντας αδιάκοπα τον περιούσιο λαό. Θαύματα και σημεία, επαγγελίες, τρομερές αποκαλύψεις διά του Μωϋσέως στο Σινά στην έρημο και σε όλη την ιστορία του Ισραήλ· αδιάκοπα ο Θεός έκανε τα πάντα για να ανυψώσει τον λαό Του υπεράνω της προσκόλλησης στα δημιουργήματα και για να τον λυτρώσει από την ειδωλολατρία· πάντα όμως ο λαός αντιστεκόταν, και όταν ήλθε επί γης ο Δίκαιος, ο Σωτήρας και ο Λυτρωτής Χριστός, η επαγγελία των Πατριαρχών και η εκπλήρωση όλων των προφητειών, αποδείχθηκαν και πάλι ότι ήταν κατά την καρδιά τους απερίτμητοι. Έτσι με όλη την δύναμη του Αγίου Πνεύματος που ενοικούσε μέσα του, γύρισε ο Πρωτομάρτυς και τους είπε θαρρετά και απερίφραστα: «Σκληροτράχηλοι! Η καρδιά σας είναι πωρωμένη και τ’ αυτιά σας κλειστά. Πάντοτε αντιστέκεστε στο Άγιο Πνεύμα· όπως οι πρόγονοί σας, το ίδιο κι εσείς. Ποιον από τους προφήτες δεν καταδίωξαν οι πρόγονοί σας; Θανάτωσαν αυτούς που προφήτεψαν τον ερχομό του Δίκαιου Μεσσία, που κι εσείς τώρα γίνατε προδότες και φονιάδες Του, εσείς οι ίδιοι που λάβατε τον Νόμο του Θεού μέσω αγγέλων αλλά δεν τον τηρήσατε!» (βλ. Πράξ. 7, 51-53). 
Η Χάρις του Θεού γέμιζε την καρδιά του Στεφάνου· τον έκανε να μοιάζει με ουράνιο Άγγελο, έκανε να αναβλύζουν από το στόμα του θεόπνευστοι λόγοι και θείο φως απλωνόταν σε όλο το σώμα του, φωτίζοντας το πρόσωπό του, που ακτινοβολούσε όπως ο Κύριος την ημέρα της θείας Μεταμορφώσεως (βλ. Ματθ. 17, 6· Λουκ. 9, 29). Βλέποντάς τον να περιβάλλεται από απαστράπτουσα δόξα ως Άγγελος Κυρίου (Πράξ. 6, 15), οι Εβραίοι στο δικαστήριο έτριξαν με μίσος τα δόντια και η οργή τους ξέσπασε όταν ο άγιος ατένισε τον ουρανό και, θεωρώντας την δόξα του Θεού και τον Χριστό ιστάμενο εκ δεξιών του Πατρός τόσο καθαρά όπως όταν θα έλθει στην συντέλεια του αιώνος, ανέκραξε: «Να, βλέπω τον ουρανό ανοιχτό και τον Υιό του Ανθρώπου να στέκεται στα δεξιά του Θεού» (Πράξ. 7, 56). Μη μπορώντας να αντέξουν την φοβερή αποκάλυψη αυτή της υψώσεως του Χριστού στον ουρανό και την σωματική Του παρουσία εντός της μακαρίας Τριάδος, οι Εβραίοι έκλεισαν τ’ αυτιά τους, άρπαξαν τον Στέφανο και τον έσυραν έξω από την πόλη για να τον θανατώσουν. 
Ενώ τον λιθοβολούσαν, ο Στέφανος, γαλήνιος και ακτινοβολών, χαιρόταν που ακολουθούσε με αυτόν τον τρόπο το παράδειγμα του Διδασκάλου του, και οι πέτρες που του έριχναν γίνονταν για εκείνον ωσάν βαθμίδες μιας κλίμακας που τον υπερύψωνε μέχρι το ένδοξο όραμα του Χριστού που είχε διαβλέψει η καθαρή του καρδιά. Επικαλούμενος το Όνομα του Κυρίου, άφησε με την τελευταία του πνοή, όπως ο Χριστός στον Σταυρό, την φωνή της υπέρτατης αγάπης προς τους διώκτες του: «Κύριε, μη τους λογαριάσεις την αμαρτία αυτή!» (Πράξ. 7, 60· βλ. και Λουκ. 23, 34). 
Ο Πρωτομάρτυς και Αρχιδιάκονος Στέφανος υπήρξε ο πρώτος που ακολούθησε την οδό την οποία χάραξε ο Χριστός προς τον Ουρανό με το Πάθος Του και οι σταγόνες του αίματός του κόσμησαν την Εκκλησία ωσάν πολύτιμα μαργαριτάρια. Ο εκούσιος θάνατός του υπέρ της Αληθείας τού άνοιξε τους Ουρανούς και τον έκανε να δει ασκίαστα και καθαρά την αιώνια δόξα του Κυρίου. Η τέλεια αγάπη του προς τον Θεό και τον πλησίον έφθασε μέχρι την θαυμαστή συγχώρεση των δημίων του και τον έκανε να συγκαταλεχθεί στην πρώτη γραμμή των άφθαρτων φίλων του Θεού. Για τον λόγο αυτό, όλοι οι ένθερμοι μιμητές των μαρτύρων που βλέπουν σήμερα το απαστράπτον φως του προσώπου του να σμίγει με το φως του Άστρου της Βηθλεέμ, εμπιστεύονται πλήρως στην μαρτυρική μεσιτεία του. 
Το λείψανο του αγίου Στεφάνου ενταφιάσθηκε από τους πιστούς· ανευρέθη το 415 στο Καφάρ-Γαμαλά από τον ιερέα Λουκιανό, μετά από αποκαλυπτικό όραμα, και κατετέθη στα Ιεροσόλυμα στον ναό που έχτισε προς τιμήν του αγίου η αυτοκράτειρα Ευδοκία [13 Αυγ.], σύζυγος του Θεοδοσίου του Μικρού. Κατόπιν μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Τιμούμε την εύρεση των λειψάνων του αγίου Στεφάνου στις 15 Σεπτεμβρίου και την ανακομιδή τους στα Ιεροσόλυμα και στην Κωνσταντινούπολη στις 2 Αυγούστου.

«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Τόμ. 4ος (Δεκέμβριος),
Εκδόσεις «Ίνδικτος».

 

Τρίτη 26 Δεκεμβρίου 2023

Άγιος Νέος Ιερομάρτυς Κωνστάντιος ο Ρώσσος.


Άγιος Νέος Ιερομάρτυς Κωνστάντιος ο Ρώσσος. 
26 Δεκεμβρίου.

Bάλλεις τον εχθρόν, ος σε βέβληκε πάλαι,
Kωνστάντιε συ και λαμβάνεις βραβείον. 
Ο Άγιος Κωνστάντιος γεννήθηκε στο Νοβγκορόντ της Ρωσίας και εκάρη μοναχός στη Λαύρα των Σπηλαίων του Κιέβου. Διετέλεσε εφημέριος στον ιερό ναό της Αγίας Σοφίας του Κιέβου και στην συνέχεια υπηρέτησε ως εφημέριος στον ναό της ρωσικής πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη. Είχε ιδιαίτερα μεγάλη μόρφωση και γνώριζε τη ρωσική, τουρκική και ελληνική γλώσσα. Όλοι του έτρεφαν μεγάλο σεβασμό και ειλικρινή εκτίμηση και τον προόριζαν για επίσκοπο. 
Κατά τον ρωσοτουρκικό πόλεμο ήλθε στο Άγιον Όρος και μόνασε στη Μονή της Μεγίστης Λαύρας. Ύστερα από προσκύνημά του στα Ιεροσόλυμα επέστρεψε στη Μεγίστη Λαύρα και συνδέθηκε μετά του επισκόπου πρώην Άρτης Νεοφύτου και του βιογράφου του παπα-Ιωνά Καυσοκαλυβίτη. 
Όταν επιτεύχθηκε η ειρήνη μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας, ο Άγιος πήγε πάλι στην Κωνσταντινούπολη και παρέμεινε σαν εφημέριος στην ίδια πρεσβεία. Εκεί όμως, άγνωστο για ποιους λόγους, ήλθε σε προστριβή με τον Ρώσο Πρέσβη και είτε από φόβο είτε από θυμό, παρουσιάστηκε στον Σουλτάνο και αρνήθηκε τον Χριστό. Για την ενέργειά του αυτή, έτυχε μεγάλων τιμών και περιποιήσεων από τους Τούρκους. Μετά από λίγες ήμερες, συναισθάνθηκε το μεγάλο του ολίσθημα, μετανοημένος έκλαψε πικρά και πόθησε το μαρτύριο. Έτσι πέταξε τα τούρκικα ρούχα, φόρεσε ένα φθαρμένο ράσο, παρουσιάστηκε στον Σουλτάνο και με θάρρος ομολόγησε τον Χριστό και αποκήρυξε τη θρησκεία του Μωάμεθ. Χωρίς καμιά διαδικασία, οι Τούρκοι πήραν τον μάρτυρα και τον αποκεφάλισαν μπροστά στ' ανάκτορα του Σουλτάνου το 1742 μ.Χ. (ή 1743 μ.Χ.) 
Το υπόμνημα για τον ιερομάρτυρα Κωνστάντιο το συνέταξε ο καλός του φίλος παπα-Ιωνάς ο Καυσοκαλυβίτης και περιλαμβάνεται στο Νέο Μαρτυρολόγιο.

Τα Χριστούγεννα μιας μοναχικής γυναίκας (Αγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς, επίσκοπος Αχρίδος)

 

Τα Χριστούγεννα μιας μοναχικής γυναίκας 
(Αγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς, επίσκοπος Αχρίδος)

Τα Χριστούγεννα της Ιωάννας. 
«Παραπονιέσαι για τη μοναξιά στη μέση μεγάλης πόλης. Τόσος λαός γύρω σου κοχλάζει σαν μυρμηγκοφωλιά, και εσύ και πάλι αισθάνεσαι σαν στην έρημο. Στις μεγάλες γιορτές η κατάσταση είναι ανυπόφορη. Παντού πλημμυρίζει η χαρά, ενώ εσένα σε πιέζει η λύπη. Οι εορταστικές ημέρες των Χριστουγέννων και της Ανάστασης σου φαίνονται σαν κάποια άδεια δοχεία, τα οποία εσύ γεμίζεις με δάκρυα. Όταν αυτές οι άγιες γιορτές βρίσκονται μακριά πίσω ή μπροστά σου, αισθάνεσαι πιο ήρεμη. Αλλά όταν πλησιάσουν και έρθουν, η θλίψη και η ερημιά κυριεύουν την ψυχή σου. 
Τί να σου κάνω; 
Θα σου διηγηθώ την ιστορία για τα Χριστούγεννα της Ιωάννας διότι ίσως σε ωφελήσει. Θα αφήσω όμως να σου διηγείται εκείνη όπως τα είχε διηγηθεί σε μένα. 
«Σαράντα και κάτι χρόνια βλέπω εγώ αυτό τον κόσμο σαν γυναίκα. Ποτέ καμιά χαρά, εκτός από λίγη σαν παιδί στο σπίτι των γονέων μου. Αλλά μπροστά στον κόσμο δεν έδειχνα λυπημένη. Μπροστά στους ανθρώπους υποδυόμουν τη χαρούμενη, και στη μοναξιά έκλαιγα. Όλοι με θεωρούσαν ένα ευτυχισμένο πλάσμα, αφού ως τέτοια έδειχνα. Ακούω, όλοι γύρω μου παραπονούνται, και οι έγγαμοι και οι άγαμοι, και οι πλούσιοι και οι φτωχοί, όλοι. Και σκέφτομαι, γιατί κι εγώ να παραπονιέμαι στους δυστυχισμένους για τη δική μου δυστυχία, και μόνο να αυξάνω τη λύπη γύρω μου; Θεέ, να δείχνω χαρούμενη έτσι θα είμαι πιο χρήσιμη στον δυστυχισμένο κόσμο, ενώ το μυστικό μου θα το κρύβω μέσα μου και θα κλαίω στη μοναξιά μου. Προσευχόμουν στον Θεό, για να μου εμφανισθεί με κάποιο τρόπο, τουλάχιστον μόνο ένα δάχτυλό Του να αισθανθώ. Προσευχόμουν έτσι, για να μην σβήσω από την κρυμμένη λύπη. Από κάθε έσοδο έκανα ελεημοσύνη οπουδήποτε είχα ευκαιρία. Επισκεπτόμουν αρρώστους και ορφανούς, και έφερνα χαρά με τη δική μου φαινομενική χαρά. Πιστεύω σε Σένα, αγαθέ μου Θεέ, έλεγα συχνά, αλλά Σε παρακαλώ, εμφανίσου μου με κάποιο τρόπο, για να Σε πιστεύω ακόμα περισσότερο. «Πιστεύω, Κύριε, βοήθει μου τη απιστία» (Μάρκ. 9, 24). Επαναλάμβανα αυτά τα λόγια από το Ευαγγέλιο. Και πράγματι, βίωσα να μου εμφανιστεί ο Κύριος. 
Δυσκολότατες για μένα ήταν οι μεγάλες γιορτές. Μετά από τη Λειτουργία κλεινόμουν στο δωμάτιο και έκλαιγα ολόκληρα τα Χριστούγεννα και την Ανάσταση. Όμως τα προηγούμενα Χριστούγεννα εμφανίστηκε ο Θεός. Αυτό έγινε ως εξής. Πλησίαζε αυτή η μεγάλη μέρα. Εγώ αποφάσισα να ετοιμάσω όλα έτσι όπως η μητέρα μου ετοίμαζε: και κρέας, και ζυμαρικά, και γλυκά, και όλα τ’ άλλα. Άπλωσα σανό στο σπίτι, πέταξα από τρία καρύδια σε κάθε γωνιά του δωματίου. Ας είναι η Αγία Τριάδα ελεήμων σε όλες και τις τέσσερις πλευρές του κόσμου. Και κάνοντας όλα αυτά ασταμάτητα προσευχόμουν: Κύριε, στείλε μου επισκέπτες αλλά εντελώς πεινασμένους και φτωχούς! Σε παρακαλώ, εμφανίσου μ’ αυτόν τον τρόπο! Που και που μου ερχόταν η σκέψη: τρελή Ιωάννα, τι επισκέψεις περιμένεις τα Χριστούγεννα! Αυτή την άγια μέρα ο καθένας βρίσκεται στο σπίτι του ποιος θα μπορούσε να έρθει ως επισκέπτης σε σένα; Κι εγώ έκλαιγα και έκλαιγα… Όμως και πάλι επαναλάμβανα εκείνη την προσευχή και ετοίμαζα. 
Όταν τα Χριστούγεννα γύρισα από την Εκκλησία, άναψα το κερί, έστρωσα το τραπέζι, έβαλα όλα τα φαγητά, και τότε άρχισα να περπατώ από δω κι από κει στο δωμάτιο. Θεέ μου, μην με εγκαταλείψεις! Πάλι προσευχόμουν. Στο δρόμο λίγοι περνούσαν. Είναι Χριστούγεννα, αλλά και ο δρόμος μας είναι απόμερος. Όμως μόλις το χιόνι έτριζε κάτω από τα πόδια κάποιου, εγώ πεταγόμουν στην πόρτα! Άραγε είναι ο επισκέπτης μου; Δεν είναι. Να, προσπέρασε. Το μεσημέρι ήρθε και πέρασε, και εγώ μόνη. Άρχισα να κλαίω και κραύγασα: τώρα βλέπω, Κύριε, ότι με εγκατέλειψες εντελώς! Έκλαιγα έτσι και σιγοέκλαιγα συνεχώς! Ξαφνικά χτύπησε κάποιος την πόρτα, και εγώ άκουσα φωνές: δώσε αδελφέ, δώσε αδελφή! Γρήγορα έτρεξα και άνοιξα την πόρτα. Μπροστά μου ένας τυφλός και ο οδηγός του, και οι δυο σκυμμένοι, κουρελιασμένοι, παγωμένοι. Ο Χριστός γεννήθηκε, κύριοί μου! φώναξα εγώ χαρούμενα. Αληθώς γεννήθηκε! κροτάλιζαν με τα δόντια εκείνοι τρέμοντας. Έλεος, αδελφή, ελέησέ μας! Δεν σου ζητάμε χρήματα. Από το πρωί κανένας δεν μας πρόσφερε ψωμί, λίγα λεφτά ή από ένα ποτήρι με ρακί. Πεινάμε πολύ. Εγώ πέταξα από τη χαρά μου ως τον τρίτο ουρανό. Τους οδήγησα στο σπίτι και τους έβαλα στο γεμάτο τραπέζι. Τους σέρβιρα κλαίγοντας από χαρά. Εκείνοι με ρώτησαν παραξενεμένοι: 
«Γιατί κλαις, κυρία;». 
Από χαρά, κύριοί μου, από καθαρή και φωτεινή χαρά! Εκείνο για το οποίο προσευχόμουν στον Θεό ο Θεός μου το έδωσε. Μερικές μέρες εγώ Του προσεύχομαι, να μου στείλει ακριβώς τέτοιους επισκέπτες όπως είσαστε εσείς, και να, Αυτός μου έστειλε. Δεν ήρθατε εσείς έτσι τυχαία, αλλά σας έστειλε ο αγαθός μου Κύριος. Αυτός σήμερα μου φανερώθηκε μέσα από σας. Αυτά είναι τα πλέον χαρούμενα Χριστούγεννα στη ζωή μου. Τώρα ξέρω, ότι είναι ζωντανός ο Θεός μας. Δόξα σ’ Εκείνον και ευχαριστία! «Αμήν», απάντησαν οι αγαπητοί μου επισκέπτες. Τους κράτησα έως το βράδυ, τους γέμισα τις τσάντες και τους αποχαιρέτησα».
Τέτοια ήταν τα προηγούμενα Χριστούγεννα της Ιωάννας. Δώσε Θεέ, να είναι φέτος ακόμα πιο χαρούμενα. Προσευχήσου κι εσύ, κόρη, να σου φανερωθεί ο ουράνιος Πατέρας με κάποιο τρόπο -και στον Θεό οι τρόποι είναι πολλοί- και θα ζήσεις θαύμα. Μην ετοιμάζεσαι για λύπη σε τούτη τη μεγάλη μέρα, αλλά να ετοιμάζεσαι για χαρά. Και ο Πανορατικός, ο Παντελεήμων, θα σε κάνει χαρούμενη.

Από το βιβλίο «Δρόμος δίχως Θεό δεν αντέχεται» βιβλίο με επιστολές του Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, ο οποίος υπήρξε Επίσκοπος της Ορθόδοξης Σερβικής Εκκλησίας και θεολόγος. Έζησε από το 1881 μέχρι το 1956. Το Μάιο του 2003, η Ιερά Σύνοδος της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Σερβίας τον διεκήρυξε Άγιο και τον ενέταξε στο Αγιολόγιό της στις 18 Μαρτίου (Κοίμηση) και στις 3 Μαΐου (Μεταφορά Λειψάνων).

Πηγή: agiameteora.net

Δημοφιλείς αναρτήσεις