Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2024

Μήν Ιανουάριος



Μήν Ιανουάριος
ἔχων ἡμέρας τριάκοντα μίαν
Ἡ ἡμέρα ἔχει ὥρας 10 καὶ ἡ νὺξ ὥρας 14

Κύριε ὁ Θεός ἡμῶν, ὁ καιρούς καί χρόνους ἐν τῇ ἰδίᾳ ἐξουσίᾳ θέμενος, ὁ ἄναρχος καί ἀτελεύτητος καί ἐπέκεινα παντός χρόνου νοούμενός τε καί ὑπάρχων, ὁ πάσης ἐκτός μεταβολῆς τε τῶν ὄντων καί ἀλλοιώσεως, ὁ τόν πάντα χρόνον τόν τε γεγονότα, τόν τε ὄντα καί τόν ἐσόμενον πληρῶν, ὁ ἐν τῇ ἀφάτῳ σου μακροθυμίᾳ καταξιώσας ἡμᾶς εἰς νέον ἐνιαυτόν εἰσελθεῖν· αὐτός, πανάγαθε Δέσποτα, τήν εἴσοδον ταύτην τῇ θείᾳ σου χάριτι εὐλόγησον· ὄμβρους εἰρηνικούς πρός καρποφορίαν τῇ γῇ δώρησαι· τούς ἀέρας ὑγιεινούς καί εὐκράτους ἀνθρώποις τε καί κτήνεσι κατασκεύασον· δός ἡμῖν ἐν εἰρήνῃ καί ὁμονοίᾳ βεβαίᾳ τόν κύκλον αὐτοῦ διελθεῖν, τῷ στεφάνῳ τῆς δόξης τῶν ἀρετῶν κοσμουμένους, τῷ φωτί τῶν ἐντολῶν σου εὐσχημόνως ὡς ἐν ἡμέρᾳ καλῶς ὁδεύοντας. 
Τήν ἁγίαν ἡμῶν Ἐκκλησίαν καλῶς διαφύλαξον· τό εὐσεβές ἡμῶν Ἔθνος τῇ δυνάμει σου κραταίωσον· τούς Ἄρχοντας ἡμῶν καί τόν Στρατόν τῇ κραταιᾷ σου χειρί στερέωσον καί κράτυνον. 
Τήν νεότητα παιδαγώγησον, τό γῆρας περικράτησον, τούς ἐσκορπισμένους ἐπισυνάγαγε, τούς πεπλανημένους ἐπανάγαγε καί σύναψον τῇ ἁγίᾳ σου Ἐκκλησίᾳ. Ἐλθέτω δή ἐφ’ ἡμᾶς ἡ βασιλεία σου, βασιλεία πάντων τῶν αἰώνων, βασιλεία χρηστότητος, δικαιοσύνης καί εἰρήνης καί ἀξίωσον ἡμᾶς ἐν ἑνί στόματι καί μιᾷ καρδίᾳ ὑμνεῖν σε καί δοξάζειν τόν ἐν Τριάδι ἄναρχον καί αἰώνιον Θεόν εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2024

Εκκλησία και Χρόνος - ΡΑΔΙΟ ΠΑΡΑΓΚΑ

Εκκλησία και Χρόνος  

30/12/2001


ΡΑΔΙΟ ΠΑΡΑΓΚΑ 

π. Κωνσταντίνος Στρατηγόπουλος  

mp3 - εδώ

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Μνήμη πάντων τῶν Χριστιανῶν καὶ ἀδελφῶν ἡμῶν τῶν ἐν λιμῷ καὶ δίψει καὶ μαχαίρᾳ καὶ κρύει τελειωθέντων

Τῌ ΚΘ' ΤΟΥ ΑΥΤΟΥ ΜΗΝΟΣ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Μνήμη πάντων τῶν Χριστιανῶν καὶ ἀδελφῶν ἡμῶν τῶν ἐν λιμῷ καὶ δίψει καὶ μαχαίρᾳ καὶ κρύει τελειωθέντων.

 

Όσιος Βενιαμίν ο Ησυχαστής, ερημίτης στη Νιτρία της Αιγύπτου (+4ος-5ος αιώνας).

 
Όσιος Βενιαμίν ο Ησυχαστής, ερημίτης στη Νιτρία της Αιγύπτου (+4ος-5ος αιώνας). 
29 Δεκεμβρίου.

Tοις εν καλώ λιπούσι γήρα τον βίον,
Kαι Bενιαμίν τον καλόν συναπτέον. 
Στή Νιτρία τῆς Αἰγύπτου, ὅπου ἔζησαν οἱ πιό ἅγιοι μοναχοί, ἀσκήτευε καί ὁ μακάριος Βενιαμίν. Γιά τήν ἐνάρετη ζωή του εἶχε λάβει ἀπ᾽ τό Θεό πλούσιο τό ἰαματικό χάρισμα. Καί μολονότι ἀξιώθηκε τέτοιο χάρισμα, ὁ ἴδιος ἔπαθε ὑδρωπικία, μία βαριά καί χρόνια ἀσθένεια. Πρήσθηκε τόσο πολύ, πού ἀναγκάσθηκαν νά τόν μεταφέρουν ἀπ᾽ τό κελλί του σέ ἄλλο, πιό εὐρύχωρο. Καί γιά νά τόν βγάλουν, ξήλωσαν τήν πόρτα μαζί μέ τό κάσωμα. Στό νέο κελλί τοῦ ἔβαλαν ἕνα εἰδικό κάθισμα, πολύ πλατύ, στό ὁποῖο καθόταν συνεχῶς, ἐπειδή δέν μποροῦσε νά πλαγιάση σέ κρεββάτι. Σ᾽ αὐτή τήν κατάστασι ὁ ὅσιος ἐξακολουθοῦσε νά θεραπεύη τούς ἄλλους! Ἐκεῖνους πού τόν συμπονοῦσαν, βλέποντας τήν ταλαιπωρία του, τούς παρακαλοῦσε νά προσεύχονται γιά τήν ψυχή του καί νά μήν νοιάζονται γιά τό σῶμα του. “Ὅταν τό σῶμα μου ἦταν γερό”, ἔλεγε, “σέ τίποτε δέν μέ ὠφελοῦσε. Καί τώρα πού εἶναι ἄρρωστο, σέ τίποτε δέν μέ βλάπτει” .

- Γεροντικό της Ερήμου
Πηγή:

Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2024

ΑΝΑΧΩΡΗΣΑΝΤΩΝ ΤΩΝ ΜΑΓΩΝ...



ΑΝΑΧΩΡΗΣΑΝΤΩΝ ΤΩΝ ΜΑΓΩΝ...

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία
τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου Κωνσταντίνου Στρατηγόπουλου,
ἀπό τήν ἱστοσελίδα floga.gr, ἐπάνω στό χωρίο τοῦ κατά Ματθαῖον Εὐαγγελίου, κεφάλαιο 2ο, στίχοι 13 ἕως 23, στά πλαίσια τῆς ἑρμηνείας πού ἔγινε στό κήρυγμα τῆς Κυριακῆς 26-12-2010.

Θαρρεῖς καί τό κείμενο, ἀπό τό Εὐαγγέλιο πού ἀκούσαμε, θέλει νά μᾶς θυμίσει πώς ἡ γιορτή τελείωσε· ἀναχωρησάντων τῶν μάγων.

Καί γιατί συνδυάζει αὐτή τή φαινομένη περαίωση τῆς ἑορτῆς μέ τούς μάγους; Ποιός σκέφτηκε τί εἶναι αὐτές οἱ προσωπικότητες καί τί ρόλο οὐσιαστικό παίζουν μές τή γιορτή; Ποιός ἔκανε μιά ὑπόθεση ἐργασίας λέγοντας ἄν δέν ὑπῆρχαν οἱ μάγοι στή γιορτή, εἶναι ὑπόθεση ἐργασίας, τί θά ἄλλαζε; Ἡ ἑρμηνευτική τῆς Ἐκκλησίας μας τό προσεγγίζει μέσα ἀπό τούς Πατέρες. Τί κάνουν οἱ μάγοι; Οἱ μάγοι πρῶτα - πρῶτα κάνουν μιά ἀπογύμνωση τοῦ συστήματος· τί σημαίνει αὐτό; Ἄν δέν ὑπῆρχαν οἱ μάγοι θά ἦταν ὅλα ἥσυχα καί καλά, θά γεννιόταν ὁ Χριστός, δέν θά μάθαινε τίποτε ὁ Ἡρώδης, δέν θά γινόταν διωγμός, δέν θά πέθαιναν τά νήπια, τά 14000 κι ὁ Χριστός θά γεννιόταν μέσα σέ μιά ἡσυχία.

Κι ἔρχονται αὐτοί οἱ μάγοι, σταλμένοι ἀπό τόν Θεό εἶναι, καί τό πρῶτο πού κάνουν, δύο πράγματα κάνουν, τό πρῶτο πού κάνουν εἶναι ν᾽ ἀπογυμνώσουν τό σύστημα· πῶς τό ἀπογυμνώνουν; Τό σύστημα, τό πολιτικό μέν ἀλλά καί τό τότε ἐνυπάρχον θρησκευτικό σύστημα, τό ἀπογυμνώνουν μέ μιά ἁπλή ἀληθινή λιτότητα· τολμοῦν νά ποῦν ποῦ εἶναι ὁ βασιλιάς πού γεννήθηκε. Γιά νά τό πεῖς αὐτό σέ ἕνα βασιλιά εἶναι πάρα πολύ τολμηρό κι ὅμως εἶναι αλήθεια, ἄρα γιά νά ἀπογυμνώσει τό σύστημα κάποιος πρέπει πρῶτα νά ἔχει μιά συγκλονιστική, λιτή ἀλλά ὄχι ἐγωιστική ἀλήθεια πάνω του. Καί πᾶνε καί ρωτοῦν αὐτό τό ἐρώτημα στόν Ἡρώδη. ῾Ο Ἡρώδης συγκλονίστηκε καί ὑποχρεωτικά, ὅπως ξέρετε, τούς βάζει νά πᾶνε ἐκεῖ νά προσκυνήσουν, ἀλλά πέρα ἀπό αὐτό πού εἶναι ἡ ἄγνοιά του, πού σημαίνει ἕνας βασιλιάς τῶν Ἰουδαίων, πού ἦταν μάλιστα στό χῶρο τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ περιουσίου λαοῦ, δέν μπορεῖ νά ἀγνοεῖ τά ἐπερχόμενα τοῦ Ἰσραήλ. Τά ἀγνοεῖ τελείως καί ρωτάει τούς γραμματοεισαγωγεῖς του, τή λεγομένη, τότε, θρησκευτική ἡγεσία, ἡ ὁποία τό γνωρίζει ὅτι ἐν Βηθλεέμ γεννιέται, ἀλλά πού τό γνωρίζει δέν λέει τίποτα· ὅταν γίνεται μετά ἡ δολοφονία τῶν νηπίων φαίνεται πού δέν ἀντιδρᾶ καθόλου.

Τό σύστημα εἶναι ἀπογυμνωμένο μέσα ἀπό τήν παρουσία τῶν μάγων. Προσέξτε τά δύο τά στοιχεῖα πού σᾶς εἶπα· γνωρίζουν ἤ δέν γνωρίζουν τόν Χριστό, τόν ψάχνουν νά τόν βροῦν ἀλλά ὑποκριτικά τόν γνωρίζουν, εἶναι ἀπογυμνωμένοι ἀπό Χριστό καί ταυτόχρονα καί ἡ ἡγεσία αὐτή εἶναι ἀπογυμνωμένη ἀπό Χριστό καί δέν παρεμβαίνει στά δρώμενα ἀπό τήν πολιτική ἐξουσία. Εἶναι πολύ συγκλονιστικά μηνύματα, τά ὁποῖα βγαίνουν ἀπό τήν παρουσία τῶν μάγων. Πρῶτο λοιπόν εἶναι ἡ ἀπογύμνωση τοῦ συστήματος.

Μετά ἀπό αὐτό νά δοῦμε τούς μάγους μέσα ἀπό μιά ἄλλη προοπτική, πού προσθέτει στήν ἀπογύμνωση τοῦ συστήματος· πῶς τό κάνουν, γιατί τό κάνουν, τί προσωπικότητες εἶναι; Ὑπάρχει ἕνα τροπάριο, πού αὐτές τίς μέρες τό ἀκούσαμε δυό-τρεῖς φορές καί δέν ξέρω πόσοι στάθηκαν θεολογικά νά ἀναλύσουν πάνω σέ αὐτό τό τροπάριο τούς μάγους, γιατί εἶναι ἀποτέλεσμα καί ἀπαύγασμα κι αὐτό τῆς πατερικῆς Θεολογίας γιά τούς μάγους. Λέει τό τροπάριο, μέ λίγες λέξεις τό λέω, «μάγοι Περσῶν βασιλεῖς ἐπιγνῶντες σαφῶς». Μάγοι Περσῶν βασιλεῖς, μιά ξένη χώρα, ἐκφράζει τό ξένο, κι εἶναι βασιλεῖς· τί βασιλεῖς εἶναι; Ποιός ξέρει τό βιογραφικό [τους] σημείωμα; Γιατί τούς λέει τό τροπάριο βασιλεῖς; Εἶναι βασιλιάδες ἤ ὑποκρίνεται τό τροπάριο; Τό ἀπαντοῦν οἱ Πατέρες, οἱ μελωδοί, οἱ ὁποῖοι συνθέτουν βάσει τῆς πατερικῆς Θεολογίας. Ἔχουν ἡγεμονικό λένε, γνωρίζουν, ξέρουν τί κάνουν· γιά νά ἔχεις ἡγεμονικό πρέπει νά ἔχεις καθαρό μυαλό καί μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ μέσα ἀπό τήν προσωπική τους ἄσκηση πού ἔκαναν, στόν τόπο πού ἦταν πού δέν γνώριζαν Χριστό, ἀλλά ἐπειδή εἶχαν μέσα τους σπερματικό λόγο καί εὐλάβεια βαθύτατη ἀποκτοῦν αὐτή τή δυνατότητα νά γίνονται βασιλεῖς, νά ἀποκτοῦν ἡγεμονικό λόγο καί λένε οἱ Πατέρες πόσο μᾶλλον ἐμεῖς πού ζοῦμε στήν Ἐκκλησία, γνωρίζουμε τά δρώμενα, πρέπει νά ἔχουμε ἡγεμονικό λόγο καί νά εἴμαστε βασιλεῖς. Νά λοιπόν, αὐτοί οἱ ξένοι, οἱ παράξενοι πού δέν ξέρουν τίποτα γιά Χριστό ἀλλά ἔχουν ἕναν σπερματικό λόγο, μέσα ἀπό τούς τόπους πού εἶναι, στέλνουν μήνυμα καί συγκλονίζουν καί ἀπογυμνώνουν τόν καθεστηκότα, τόν καθιερωμένο, τό συστηματικό Ἰσραήλ πού ξέρει τόν Θεό του καί τόν ἀπογυμνώνει, τόν τινάζει [τόν Ἰσραήλ] στόν ἀέρα.

Τά μηνύματα εἶναι συγκλονιστικά, προσέξτε καί δέν εἶναι ἄσχετα μέ τή μόνιμη ρήση τῶν προφητῶν ὅτι «τήν ἐπισκοπήν αὐτοῦ λάβοι ἕτερος». Αὐτό ἰσχύει γιά ὅλους μας. Πρῶτο λοιπόν εἶναι βασιλεῖς καί ἐπιγνῶντες σαφῶς. Προσέξτε «ἐπιγνῶντες» εἶναι μιά επίγνωση, εἶναι μιά γνώση ἀλλά «ἐπί», ἔχουν ἕναν φωτισμό, ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πάει ὅπου θέλει, καί ἐπιγνῶντες σαφῶς, εἶναι σαφέστατο αὐτό τό μήνυμα πού παίρνουν ὅτι ὑπάρχει οὐράνιος Βασιλεύς, καί πᾶνε νά τόν προσκυνήσουν. Ὄχι μόνο, λοιπόν, ἀπογυμνώνουν τό σύστημα εἶναι καί εὐλαβεῖς προσκυνητές.

Εὐλαβεῖς προσκυνητές, δέν φωνάζουν, δέν φωνασκοῦν, εἶναι ἀληθινοί, δέν προβάλλονται, δέν ἔχουν καμία ἀπαίτηση κανείς νά τούς καταλάβει ἀλλά εἶναι εὐλαβεῖς προσκυνητές, ὅπως μετά, μέσα σέ αὐτό τό χῶρο τῆς Γεννήσεως, εὐλαβεῖς προσκυνητές γίνονται καί οἱ ποιμένες, ἄγνωστες προσωπικότητες καί ὅπως εὐλαβής προσκυνητής, σιωπηλός προσκυνητής, εἶναι καί ὁ Ἰωσήφ ὁ Μνήστωρ. Εἶναι ὁ χῶρος τῶν εὐλαβῶν προσκυνητῶν πού πιά μέ τόν τρόπο τους ὁ καθένας συγκλονίζει καί ἀπογυμνώνει τό σύστημα· τό ὁποιοδήποτε σύστημα πού ξέρει, δέν ξέρει τόν Χριστό, πού φωνάζει γιά τόν Χριστό καί κόπτεται γιά τόν Χριστό ἀλλά ἄν δέν ἔχει αὐτή τή δυνατότητα τῆς λιτότητας, τῆς ἀλήθειας, τοῦ νά μπορεῖ νά προσκυνήσει πραγματικά τόν Χριστό, τότε δέν κάνει τίποτε· καί μέσα σέ αὐτή τήν ἰσορροπία, ὅλα ἐκεῖνα τά κείμενα περί τῆς φυγῆς τοῦ Ἰησοῦ, περί τῆς ἐπανόδου ἀπό τήν Αἴγυπτο μέσα σέ μιά σιωπηλή πορεία καί πάλι τοῦ ἴδιου τοῦ ἤθους. Ἡ σιωπή ἡ ὁποία, ὅμως, εἶναι μιά βαθιά κίνηση ἀλλαγῆς καί ξεγυμνώματος τοῦ συστήματος πού κάποτε φτάνει σέ ἕνα ἀποκορύφωμα.

Δέν ξέρω πόσα χρόνια προετοιμάστηκαν οἱ μάγοι γιά νά μποροῦν νά επιγνώσουν αὐτόν τόν ἀληθινό Θεό καί νά τόν προσκυνήσουν· σίγουρα πολλά, σίγουρα εἶχαν πολλή νήψη, κάθαρση πάνω τους καί τούς ἀκούμπησε ὁ Θεός. Πόσα χρόνια χρειάστηκε ὁ Ἰωσήφ γιά νά καταλάβει αὐτό πού ἔγινε; Μέ ἀλλεπάλληλα ὁράματα τόν καθοδηγεῖ ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος [Ἰωσήφ] ἀρνεῖτο οὐσιαστικά αὐτό πού γινόταν. Πόσα χρόνια χρειάστηκε ὁ Χριστός σιωπηλά νά μείνει σ᾽ ἐκείνη τήν πόλη, στή Ναζαρέτ, γιά νά δείξει τό ἔργο Του; Τριάντα χρόνια· κι ὅλα αὐτά ἕνα μήνυμα στέλνουν : ἡ σιωπή, ἡ ἀληθινή σιωπή, πού ἀπογυμνώνει καί τό σύστημα καί καταλήγει σέ μιά ἱστορία, νά γίνουμε εὐλαβεῖς προσκυνητές.

Ἀναχωρησάντων τῶν μάγων. Οἱ μάγοι πάντοτε φεύγουν, δηλαδή οἱ σιωπηλοί ἄνθρωποι πού φαίνεται πώς δέν ὑπάρχουν ἀλλά δέν φεύγουν [καί] ταυτόχρονα τό ἔργο τό ἐπιτελοῦν, πού εἶναι ἔργο ἀπαραίτητο γιά τήν καθημερινότητα τῆς ζωῆς μας.

Ἡ σιωπηλή, πραγματική, ἐν παρρησίᾳ ζωή πού μπορεῖ νά ἀπογυμνώσει ὁποιοδήποτε σύστημα ἄθεο, πού μιλάει γιά Θεό ἤ δέν μιλάει γιά Θεό ἀλλά δέν μπορεῖ νά τόν προσκυνήσει καί νά τόν προσκυνήσει σημαίνει νά ὑπακούει σέ Αὐτόν, νά ταχθεῖ σέ Αὐτόν καί νά κάνει αὐτό πού θέλει Αὐτός. Αὐτό σημαίνει προσκυνῶ, αὐτό σημαίνει καί γιά μᾶς.

Δέν πιστεύω μέσα ἀπό τίς καρδιές μας σήμερα, μιά μέρα μετά τά Χριστούγεννα νά ἀναχώρησαν οἱ μάγοι; Δέν πιστεύω νά ζοῦμε τήν ἴδια τραγωδία, νά μήν μποροῦμε νά προσκυνήσουμε τόν Χριστό ὄχι ὡς ἄνομοι προσκυνητές, ἐξωτερικοί, ἀλλά ὡς βαθεῖς προσκυνητές καί βασιλεῖς ἐπιγνῶντες σαφῶς αὐτούς πού εἶναι, καί νά μποροῦμε στήν πράξη, τήν καθημερινή τῆς ζωῆς μας, νά Τόν προσκυνήσουμε τελοῦντες τά ἐξ Αὐτοῦ ἀπαιτούμενα σέ μιά καθημερινή πράξη ζωῆς.

Ἀναχωρησάντων τῶν μάγων. Τί κρίμα θά ἔλεγε ἕνα παιδάκι πού θά ἄκουγε τό παραμύθι· εὐτυχῶς λέω ἐγώ πού δέν τό θεωρῶ παραμύθι, εὐτυχῶς οἱ μάγοι πάντοτε φαίνονται ὅτι ἀναχωροῦν ἀλλά ὑπάρχουν.

Μποροῦμε κάτι τέτοιο νά γίνουμε; Νά γίνουμε κι αὐτοί πού σπάζουν καί ἀπογυμνώνουν τό σύστημα καί ταυτόχρονα [νά] εἴμαστε καθημερινοί εὐλαβεῖς προσκυνητές;

Ἀναχωρησάντων τῶν μάγων - ΡΑΔΙΟΠΑΡΑΓΚΑ

Ἀναχωρησάντων τῶν μάγων…


ΡΑΔΙΟ ΠΑΡΑΓΚΑ 

π. Κωνσταντίνος Στρατηγόπουλος  

mp3 - εδώ

Άγιος Σίμων ο μυροβλύτης,(†1257)



ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ
ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΚΑΙ ΘΕΟΦΟΡΟΥ
ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ
ΣΙΜΩΝΟΣ ΤΟΥ ΑΘΩΝΙΤΟΥ

Η ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΕΔΩ  

Τοῦ ἐν τῇ πέτρᾳ ἀσκήσαντος καὶ μύρον ἀναβλύσαντος Ὅστις ἀνεπαύθη Τὸ ͵ασζ´ (1257) ἔτος ἀπὸ Χριστοῦ, Δεκεμβρίου κ´.
Συγγραφεὶς μὲν ὑπὸ Ἡσαΐου μοναχοῦ, μεταγραφεὶς δὲ ὑπὸ Νικηφόρου ἱερομονάχου Χίου.
Οὗτος ὁ ὅσιος καὶ θεοφόρος πατὴρ ἡμῶν Σίμων, ὅτι μὲν εἶναι ἅγιος καὶ θεοφόρος καὶ σημειοφόρος, τὸ ἠξεύρομεν βεβαιότατα ἀπὸ τοὺς ἀσκητικοὺς ἀγῶνας, ὁποῦ ἠγωνίσθη ἐπὶ γῆς, καὶ ἀπὸ τὰ θαύματα ὁποῦ ἐτέλεσε καὶ ζῶν καὶ μετὰ θάνατον, καὶ μάλιστα ἀπὸ τὸ ἐξαίρετον χάρισμα ὁποῦ τοῦ ἔδωκεν ὁ Θεὸς νὰ ἀναβλύζει μύρον ὁ τάφος του, καθώς ποτε καὶ τοῦ μεγαλομάρτυρας Δημητρίου τοῦ Μυροβλύτου· ὅτι μὲν εἶναι τοιοῦτος ὁ ὅσιος Σίμων, τὸ ἠξεύρομεν, λέγω, βεβαιότατα· ποία δὲ ἦτον ἡ πατρίς του, καὶ ποῖοι ἦσαν οἱ γονεῖς του, καὶ ποταπὴ ἐστάθη ἡ ἀνατροφή του καὶ ἡ παιδαγωγία του, δὲν μᾶς τὸ φανέρωσε καμία ἱστορία, οὐδὲ παράδοσις· πρὸς τούτοις οὐδὲ ποὺ πρῶτον ἔκαμεν ἀρχὴν τῶν ἀσκητικῶν του ἀγώνων. 


Μακαρία ὑπακοή 
Εἰς δὲ τὸ Ἅγιον Ὄρος τοῦ Ἄθωνος ἐλθών, πόσην προθυμία εἶχε εἰς τὴν ἀρετή, αὐτὰ τὰ πράγματα τὸ ἔδειξαν ὕστερον ὅτι ἐρχόμενος ἐδῶ, δὲν φρόντισε ἄλλο, παρὰ νὰ εὕρῃ πνευματικὸν γέροντα διὰ νὰ ὑποταχθεῖ, ἠξεύροντας τὴν συμβουλὴν τοῦ θείου ἐκείνου πατρὸς τὴν λέγουσα ὅτι χωρὶς ὑπακοῆς ἀδύνατόν ἐστι σωθῆναί τινα· τὸν δὲ γέροντα ὅπου ἐζήτει, τὸν ἤθελε ὄχι μόνον ἐνάρετον, ἀλλὰ καὶ αὐστηρὸ ἐνάρετον μέν, διὰ νὰ ἠξεύρῃ νὰ τὸν ὁδηγῇ εἰς τὴν σωτηρίαν του, αὐστηρὸ δὲ καὶ ἀκριβὴ εἰς τὴν ἄσκησιν, διὰ νὰ μὴ συγκαταβαίνη εὐκόλως εἰς τὴν ἀσθένειαν τοῦ ὑποτακτικοῦ του. Περιέρχεται λοιπὸν καὶ γυρίζει ὅλα τὰ πνευματικὰ φροντιστήρια τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἤγουν μοναστήρια καὶ ἀσκητήρια, ὡς ἡ διψῶσα ἔλαφος, διὰ νὰ εὕρῃ πηγὴ ὕδατος ζῶντος- ἀνταμώνει τοὺς πλέον ἐναρέτους, περιεργάζεται τοῦ κάθε ἑνὸς τὰς ἐξαίρετους ἀρετάς· τέλος πάντων εὑρίσκει τὸν ποθούμενον εὑρίσκει, λέγω, γέροντα, ἄνθρωπον εἰς μὲν τὴν ἡλικία καὶ τὴν χρηστοήθεια καὶ τὴν σεμνότητα, γέροντα, εἰς δὲ τὴν ἀνδρεία καὶ τὸν τόνο τῆς ψυχῆς, νεάζοντα.

Λοιπόν, ἀνακαλύπτει εἰς αὐτὸν τὸν σκοπό του, καὶ βάνοντας μετάνοιαν, μένει εἰς τὴν ὑποταγή του πλήν, τόσον καλῶς καὶ ἀκριβῶς ὑπετάχθη, ὥστε ὁποῦ ὅλα τὰ προστάγματα τοῦ γέροντος, ὡς Θεοῦ ἐντολὰς τὰ τελείωνε τὸ γρηγορότερο, χωρὶς καμία περιέργεια ὁ δὲ γέροντας ἡ διὰ τὴν αὐστηρίαν του ἢ καὶ διὰ δοκιμὴν καὶ γυμνασία καὶ προκοπὴ τοῦ Σίμωνος, ὄχι μόνον τὸν ὕβριζεν, ἀλλὰ καὶ τὸν ἔδερνε μερικὲς φορές, καὶ αὐτὸς ὁ μακάριος μετὰ πάσης χαρᾶς καὶ εὐχαριστίας τὰ ἐδέχετο καὶ τὰ ὑπέμενε ὅλα· μάλιστα δέ, καὶ ζημία του τὸ νόμιζε, ὅταν δὲν ἔπασχε τὰ τοιαῦτα- ὅθεν καὶ πλέον τὸν ἀγάπα, παρὰ ὁποῦ ἀγαποῦν οἱ παῖδες τοὺς φυσικοὺς γονεῖς τους.

Ἰδέτε, ἀδελφοί, σημεῖον ἁπλούστατης ψυχῆς, καὶ ἀξίας διὰ τὸν Χριστὸν ποτὲ μὲν κοιμωμένου τοῦ γέροντος, ἐκαταφίλει αὐτὸς τοὺς πόδας του ἀπὸ ἀγάπη καὶ εὐλάβεια, ἄλλοτε δέ, ἐλλείποντος ἐκείνου, ἐφίλει τὸν τόπον ὁποῦ ἐκοιμᾶτο ἢ ἵστατο προσευχόμενος- ἔλεγε δὲ καὶ εἰς τοὺς ἄλλους ὁ ἀοίδιμος, ὅτι τὸν Θεὸν πρέπει νὰ τὸν ἀγαπῶμεν, διατὶ μᾶς ἔπλασε ἐκ τοῦ μὴ ὄντως εἰς τὸ εἶναι, τὸν δὲ γέροντά μας, διατὶ μᾶς ξανάπλασε τρόπον τινά, καὶ μᾶς ἐκαινούργωσε τὸ κατ᾿ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ὁποῦ ἦτον συντετριμμένον ἀπὸ πολλὰς ἁμαρτίας. Ὢ ψυχῇς ὄντως θείας! Ὢ συνέσεως ὑψηλῆς! Ὢ ταπεινώσεως βαθυτάτης! 
Ἀπὸ τοιαύτας λοιπὸν ἀρετάς, ἔγινε περιβόητος εἰς ὀλίγον καιρὸν ὁ Σίμων εἰς ὅλον τὸ Ὄρος, ὅθεν εἰς μὲν τοὺς συνομηλίκους του ἦτον σεβάσμιος, εἰς δὲ τοὺς γεροντοτέρους του ἀγαπητός, καὶ ἦτον νὰ ἴδῃ τινας γεροντικὴν φρόνησιν εἰς νεαρὰ ἡλικία, ἄσκησιν ἀσύγκριτον εἰς τοὺς ἀγῶνας, τελειότητα εἰς τὴν φρόνησιν, ἅλας πνευματικὸν εἰς τὸν λόγον, συστολὴν εἰς τὸ βλέμμα, σεμνότητα εἰς τὸ περιπάτημα, βάθος ταπεινώσεως εἰς τὸ φρόνημα, μεγαλοψυχία εἰς τοὺς πειρασμούς, ἐλευθεριότητα εἰς τὴν γνώμην, διάκρισιν θαυμαστὴ εἰς ὅλα του τὰ ἔργα, καὶ ἐπὶ πᾶσι τοῖς ἄλλοις, ἦτον νὰ ἴδῃ τινας λάμπουσα εἰς αὐτὸν τὴν μακαρία ἀγάπην, τὴν ῥίζαν καὶ τὸ τέλος πασῶν τῶν ἀρετῶν. Αὐτὰ στοχαζόμενοι ὅσοι τὸν ἔβλεπαν, θαυμάζοντες ἔλεγαν ὦ μακαρία ὑποταγή, ποταποὺς κάμνεις τοὺς ἀγαπῶντάς σε! Διότι καθὼς λέγουν οἱ θεῖοι πατέρες, ἡ μὲν ὑψοποιὸς ταπείνωσις, γεννᾶται ἀπὸ τὴν ἁγίαν καὶ χριστομίμητον ὑπακοή, ἡ δὲ πάνσοφος διάκρισις, γεννᾶται ἀπὸ τὴν μακαρία ταπείνωσιν αὐτὰ τὰ θεῖα προτερήματα βλέπων καὶ ὁ τίμιος ἐκεῖνος γέρων, ὅτι πλούτισε ὁ ὑποτακτικός του Σίμων ἀπὸ τὴν ἄδολο καὶ καθαράν του ὑπακοή, μετέβαλε τὴν προτέραν του αὐστηρότητα εἰς ἡμερότητα, καὶ εἰς τὸ ἕξης οὔτε τὸν ὕβριζε, οὔτε τὸν πρόσταζε, ἀλλ᾿ οὔτε τὸν δίδασκε πλέον ὡσὰν ὑποτακτικό του, ἀλλὰ τὸν τιμᾷ ὡς ἀδελφόν, καὶ ὡς διδάσκαλο τὸν ἐσυμβουλεύετο, χρείας οὔσης. Τί τὸ ἐντεῦθεν; Δὲν εὐχαριστεῖται εἰς τοσαύτην τιμὴν ὁ ταπεινόφρων Σίμων, μάλιστα δὲ καὶ ἐλυπεῖτο καὶ θλίβετο διὰ τοῦτο. Τί κάμνει λοιπόν; Ζητεῖ μὲ θερμὴ δέησιν ἄδεια ἀπὸ τὸν γέροντά του νὰ ἀναχωρήσῃ, διὰ νὰ ἡσυχάζει μόνος του. Τοῦ ἔδωκε τὴν ἄδεια ὁ γέροντας, ἀλλὰ μὲ λύπην καὶ πόνο τῆς καρδίας του διὰ τὴν στέρησίν του, ὅτι δὲν τὸν εἶχε πλέον ὡς μαθητή, καθὼς εἴπομεν, ἀλλ᾿ ὡς συναγωνιστὴ εἰς τὰς ἀρετάς. 

Ἀγῶνες στὴν ἡσυχία 
φοῦ ἔφυγε ἀπὸ τὸν γέροντά του, ζητεῖ τόπον ἐρημικὸ διὰ νὰ ἡσυχάσει, ὁποῦ νὰ μὴ τὸν ἠξεύρη τινάς, καὶ ὕστερον ἀπὸ πολλὴν ἔρευνα εὑρῆκε, θείᾳ νεύσει, κατὰ τὸν πόθον του, ἕνα σπήλαιον πλησίον εἰς τὸ ἱερὸν μοναστήριον ὁποῦ καλεῖται Σιμώπετρα (τὸ ὁποῖον ἔκτισε μετὰ καιρὸν οὗτος ὁ ἅγιος Σίμων, καθὼς θέλομε εἰποῦμεν ἔμπροσθεν). Ἀφ᾿ οὗ δὲ εἰς τὸ σπήλαιον κατοίκησε, ἀρματώθη πλέον νὰ πολεμήσῃ μὲ τοὺς ἀόρατους ἐχθρούς, τοὺς δαίμονας· καὶ ἐπειδὴ ὁ πόλεμος ἦτον κατὰ τῶν πνευμάτων τῆς πονηρῖας, ἔλαβε καὶ αὐτὸς ἐναντίον τους τὰ πνευματικὰ ἄρματα τοῦ ἀγαθοῦ καὶ ἁγίου Πνεύματος· ποῖα ταῦτα; Τὸν σταυρόν, τὴν προσευχήν, τὴν πίστιν, τὴν ὑπομονή, τὴν νηστείαν καὶ ὅλην τὴν πνευματικὴν πανοπλία. Ἀλλά, τὶς νὰ διηγηθῇ ἀξίως τοὺς ἀγῶνας καὶ τὰ παλαίσματα καὶ ὅλον τὸν φοβερὸν ἐκεῖνον πόλεμο, καὶ τέλος πάντων τὴν νίκην ὁποῦ ἔκαμε κατὰ τοῦ διαβόλου; Ἕνα μόνον νὰ ποῦμε ἀπὸ τὰ πολλά, εἶναι ἀρκετὸν νὰ φανερώσῃ τὰ λοιπά. 

Προσηύχετο μίαν νύκτα ὁ Ἅγιος, καὶ ἰδοὺ μετεμορφώθη ὁ μιαρὸς δαίμων εἰς ἕνα μεγαλώτατο καὶ φοβερώτατο δράκοντα, καὶ φαίνεται ἔμπροσθέν του, καὶ ἄνοιγε τὸ στόμα του διὰ νὰ τὸν καταπίῃ, ἀλλὰ μὴν ἔχοντας ἐξουσίαν παρὰ Θεοῦ, δὲν τὸν κατάπινε, ἀμὴ τὸν ἔδερνε εἰς τὲς πλάτες μὲ τὴν οὐρά του· καὶ τόσον πολλὰ καὶ σκληρὰ τὸν ἔδειρε, ὥστε ὁποῦ ἔπεσε ὁ Ἅγιος εἰς τὴν γῆν μισοπεθαμένος· καὶ κατὰ μὲν τὸ σῶμα ἐκείτετο ἐπὶ γῆς ὡσεὶ νεκρός, κατὰ δὲ τὴν ψυχὴν ἀνέβαινε εἰς τὸν οὐρανὸν ψάλλοντας τὰ ἑξῆς προφητικὰ λόγια· ἐν τῷ ἐγγίζειν ἐπ᾿ ἐμὲ κακοῦντας τοῦ φαγεῖν τὰς σάρκας μου, ἐγὼ δὲ ὡσεὶ κωφὸς οὐκ ἤκουον, καὶ ὡσεὶ ἄλαλος οὐκ ἀνοίγων τὸ στόμα αὐτοῦ. Καὶ ὁ μὲν φοβερὸς ἐκεῖνος δράκων, δὲν ἔπαυσε, ἀλλ᾿ ἔδερνε ἀκόμη τὸν Ἅγιον κείμενον εἰς τὴν γῆν, μὲ σκοπόν, ἢ νὰ τὸν θανατώσῃ τελείως, ἂν τοῦ δοθῇ ἄδεια παρὰ Θεοῦ, ἢ κἂν νὰ τὸν φοβίσῃ νὰ φύγῃ ἀπὸ τὸ σπήλαιον. Ὁ δὲ Ἅγιος γνωρίζοντας ὅτι δὲν ἦτον αἰσθητὸς δράκων, ἀλλὰ νοητός, ὅτι δηλαδὴ εἶναι ὁ ἀρχέκακος ἐκεῖνος ὄφις, ὁ κοινὸς ἐχθρὸς τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, εἶπε πρὸς αὐτὸν τὰ ἀκόλουθα· «ὦ καταραμένε, Τί φθονεῖς τὸ πλάσμα τοῦ Θεοῦ; Δὲν ξέρεις, ταλαίπωρε, ὅτι δι᾿ ἐμὲ κατέβη ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς ὁ Θεός, καὶ ἔγινε ἄνθρωπος, καὶ διὰ τὴν δική μου ἀγάπη ἐνεπαίχθη, ἐρραπίσθη, καὶ τέλος πάντων ἐσταυρώθη, καὶ ἀπέθανε ὁ ἀθάνατος; Δὲν φοβεῖσαι τὴν σφραγῖδα τοῦ βαπτίσματος; Δὲν τρέμεις τὸν τύπον τοῦ τιμίου Σταυροῦ, ὁποῦ φορῶ ἐπάνω μου; Δὲν ξέρεις τὰ ἱερὰ λόγια ὁποῦ λέγουν, ἰδοὺ δέδωκα ὑμῖν τὴν ἐξουσίαν τοῦ πατεῖν ἐπάνω ὄφεων καὶ σκορπίων καὶ ἐπὶ πᾶσαν τὴν δύναμιν τοῦ ἐχθροῦ; ὅθεν καὶ ἐγὼ μὲ ὅλον ὁποῦ κείτομαι ὡσὰν νεκρός, μὲ ὅλον τοῦτο, ἐπὶ σὲ τὴν ἀσπίδα καὶ τὸν βασιλίσκον ἐπιβήσομαι, καὶ καταπατήσω σὲ τὸν λέοντα καὶ δράκοντα τὸν ἀρχέκακο ἐπιτιμᾷ σοι Κύριος Σαβαώθ· ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ· ἐπιτιμῇ σοι ἡ Κυρία τοῦ Ἄθωνος τούτου· ἀπόστα ἀπ᾿ ἐμοῦ». Ἀκόμη δὲν εἶχε τελειώσει τοὺς θείους λόγους τούτους ὁ Ἅγιος, καὶ ὁ φαινόμενος δράκων ἔγινε ἄφαντος· καὶ μετὰ τοῦτο φῶς θεῖον καὶ οὐράνιο ἄστραψε, καὶ ἐγεμίσθη ἀπὸ τὴν φωτοχυσία τὸ σπήλαιον, καὶ εὐωδία θαυμαστὴ καὶ ἄρρητος ἦλθε, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἐπληρώθη ἡ καρδία τοῦ Ὁσίου ἀπὸ θεϊκὴ εὐφροσύνη καὶ ἀγαλλίαση ἔπειτα καὶ φωνὴ θεία ἄκουσε ἄνωθεν ὁποῦ τοῦ ἔλεγε «ἀνδρίζου καὶ ἴσχυε, ὑπήκοε καὶ πιστὲ θεράπον τοῦ ἐμοῦ Υἱοῦ»· καί, (ὢ τοῦ θαύματος!) ὄχι μόνον ψυχικὴ εὐφροσύνη ἔλαβε παρὰ τῆς Θεομήτορος, ἀλλὰ καὶ σωματικὴ θεραπεία, ὅτι πρὶν ἀκόμη νὰ ἐξημερώσῃ, εὑρέθη ὅλος ὑγιής. Κατά τι τὸ θαῦμα τοῦ προφήτου Δανιὴλ εἶναι ἀνώτερο ἀπὸ τοῦτο τοῦ ὁσίου Σίμωνος; Τί τοῦ μεγάλου Ἀντωνίου ὁ Σίμων κατὰ τὸ θαῦμα τοῦτο κατώτερος; 

Ὁ ἀστὴρ τῆς Νέας Βηθλεέμ 
μεινε λοιπὸν πάλιν εἰς τὸ σπήλαιον ὁ ἱερὸς Σίμων (καθὼς καὶ ὁ μέγας Ἀντώνιος εἰς τὸ μνῆμα), ἀγωνιζόμενος πολλοὺς χρόνους καὶ ὑπομένων πᾶσαν κακοπάθεια, καὶ πολλοὶ ἀπὸ πολλὰ μέρη τοῦ Ὄρους πήγαιναν εἰς αὐτὸν (οὐ γὰρ δύναται, κατὰ τὸ θεῖον λόγιον, πόλις κρυβῆναι ἐπάνω ὄρους κειμένη), καὶ ὠφελοῦντο ψυχῇ τε καὶ σώματι διότι καὶ διακρίσεως χαρίσματι ἐπλούτει, διὰ νὰ ἐξηγεῖ τὰς θείας Γραφὰς καὶ νὰ δίδει καὶ ἄλλας ψυχωφελεῖς συμβουλάς, καὶ προορατικοῦ χαρίσματος ἀξιωθείς, πρόλεγε τὰ μέλλοντα. Πλήν, αὐτὸς εἰς ταῦτα παντελῶς δὲν ἠρέσκετο οὔτε εὐχαριστεῖτο, μισώντας ὡς ταπεινόφρων τὴν ἓξ ἀνθρώπων τιμὴν καὶ ἀποφεύγοντας τὴν ἐνόχλησιν τῶν πολλῶν, ἐπειδὴ τοῦ ἐγίνετο ἐμπόδιο εἰς τὴν ἡσυχία του· διὰ τὸ ὅποιο αἴτιο, καὶ διελογίζετο νὰ ἀναχώρηση εἰς τόπον ἐρημικότερο. Ἀλλ᾿ ὁ Θεὸς ὁποῦ προνοεῖ καὶ φροντίζει διὰ τὴν κοινὴ ὠφέλεια τῶν ἀνθρώπων, τὸν ἐμπόδισε ἀπὸ τὸν τοιοῦτον σκοπό, μὲ τὸ μέσον της Παναχράντου αὐτοῦ Μητρός· καὶ τί λογῆς, ἔρχομαι νὰ τὸ διηγηθῶ καὶ προσέχετε, ὅτι κατὰ ἀλήθειαν, πολλῆς προσοχῆς εἶναι ἄξιον. 
Ἐκεῖ ὁποῦ μίαν νύκτα προσηύχετο ὁ Ὅσιος, βλέπει πάλιν τὸ σπήλαιον γεμάτο ἀπὸ φωτοχυσία θεϊκή, καὶ αἰσθάνετο πολλὴν εὐωδία, καὶ ἐλάμβανε πνευματικὴν εὐφροσύνη ἀκούει δὲ καὶ θείαν φωνὴ ὁποῦ τοῦ ἔλεγε ἔτζι· «Σίμων, Σίμων, φίλε πιστὲ καὶ λάτρι τοῦ Υἱοῦ μου, μὴ ἀναχωρεῖ τῶν ὧδε, ὅτι εἰς φῶς τέθηκα σὲ μέγα, καὶ μέλλω νὰ δοξάσω τὸν τόπον τοῦτον μὲ τὸ ὄνομά σου». Ὁ δὲ ταπεινότατος Σίμων, δὲν πιστεύει εἰς τὴν ὀπτασία φοβεῖται μήπως εἶναι τέχνη τοῦ πονηροῦ καὶ παγίδα· διότι ἔτρεμε πολλὰ τὸν λόγον ὁποῦ λέγει ὁ Ἀπόστολος, ὅτι ὁ ἀρχέκακος μετασχηματίζεται εἰς ἄγγελον φωτός· δι᾿ αὐτὴν τὴν αἰτία εἶχε πάλιν τὸν ἴδιον σκοπό, καὶ ἐστοχάζετο πάλιν, ποὺ νὰ ὑπάγῃ νὰ ἡσυχάσει. Ἦσαν δὲ τότε ἡμέραι ὁποῦ πλησίαζε ἡ ἑορτὴ τῶν Γενεθλίων του Σωτῆρος Χριστοῦ· καὶ μίαν νύκτα προβαίνοντας ἔξω ἀπὸ τὸ σπήλαιον, βλέπει θέαμα φοβερόν του φαίνεται ὡσὰν νὰ ἐχωρίζετο ἕνας ἀστὴρ ἀπὸ τὸν οὐρανόν, καὶ ἐστέκετο ἐπάνω εἰς τὴν ἀντικρὺ πέτραν, ὅπου εἶναι τώρα κτισμένο τὸ σεβάσμιον μοναστήριον αὐτὴν τὴν ὀπτασία πολλὲς νύκτες τὴν ἔβλεπε ὁ Ἅγιος, ἀλλά, καθὼς εἴπομεν, ἐφοβεῖτο μήπως εἶναι καμία πλάνη τοῦ ἐχθροῦ- ὡστόσο, ἦλθε αὐτὴ ἡ κυρία νύκτα τῶν Γενεθλίων τοῦ Χριστοῦ, καὶ τότε δὲν βλέπει μόνον τὸν ἀστέρα, ὅτι κατέβει ἄνωθεν καὶ στάθηκε ἀντικρὺ ἐπάνω τῆς πέτρας, ἀλλὰ ἀκούει καὶ θείαν φωνὴ ὁποῦ τοῦ ἔλεγε ἔτζι· «ἐδῶ πρέπει νὰ θεμελιώσῃς, ὦ Σίμων, τὸ κοινόβιό σου καὶ νὰ σώσῃς ψυχάς, καὶ πρόσεχε καλῶς· μὴν ἀπιστήσῃς, ὡς πρότερον, ἐγὼ θέλω εἶμαι βοηθός σου· βλέπε, μὴ ἀμφίβαλε, διὰ νὰ μὴ πάθῃς κανένα κακόν». Ἀκούει δὲ τὴν θείαν ταύτην καὶ ἀγγελικὴ φωνὴ τρεῖς φορές, ὁποῦ ἔλεγε τὰ αὐτὰ λόγια· ὅθεν γίνεται ὅλος ἔντρομος καὶ ἐνθουσιῶν, καὶ τοῦ ἐφαίνετο (καθὼς ἔλεγε αὐτὸς ὕστερον εἰς τοὺς μαθητάς του), ὅτι εὑρέθη ἐκεῖ εἰς τὴν Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας μαζὶ μὲ τοὺς ποιμένας, καὶ ἤκουσε μελῳδία ἀγγελικὴ ὁποῦ ἔψαλλαν ἐκεῖνα τὰ θεοχαρίτωτα λόγια· «δόξα ἐν Ὑψίστοις Θεῷ, καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία· μὴ φοβεῖστε ὑμεῖς, ἰδοὺ εὐαγγελίζομαι ὑμῖν χαρὰν μεγάλη, ἥτις ἔσται παντὶ τῷ λαῷ». Τότε λέγει, ἄρχισε νὰ μοῦ φεύγει ὁ τρόμος καὶ ἡ ἔκστασις καὶ εὐφραινόμην πνευματικῶς, ὡσὰν νὰ ἔβλεπα παροῦσα τὴν Δέσποινα Θεοτόκο καὶ τὸν δίκαιον Ἰωσὴφ μὲ τοὺς υἱούς του, καὶ τὸν Κύριόν μας νήπιο ἐσπαργανωμένον μέσα εἰς τὴν φάτνη.
Οἱ πρῶτοι ὑποτακτικοί 
Δὲν πέρασαν πολλὲς ἡμέρες ἀπὸ τὰ Χριστούγεννα, καὶ ἰδοὺ ἔρχονται πρὸς αὐτὸν τρεῖς ἄνδρες κοσμικοί, αὐτάδελφοι καὶ πλούσιοι (ἐπειδὴ καὶ ἡ φήμη του ἔφθασε ἕως καὶ εἰς τὴν Μακεδονία καὶ Θεσσαλία), καὶ ἐξαγορεύσαντες ὅλους τοὺς λογισμούς τους εἰς τὸν Ὅσιο, προσπίπτουν εἰς τοὺς πόδας του καὶ τὸν παρακαλοῦν νὰ τοὺς δεχθῇ εἰς ὑποταγή· ὁ δὲ Ὅσιος ἐσυλλογίζετο μὲ τὸν ἑαυτόν του καὶ ἔλεγε, ἴσως αὐτοὶ εἶναι οἱ συνεργοί μου εἰς τὸ νὰ κτίσω τὸ κοινόβιό μου, κατὰ τὴν ὀπτασία ὅπου εἶδον, ὅμως δὲν ἐσυγκατέβη εὐθὺς νὰ τοὺς δεχθῇ, ἀλλὰ πάσχισε μὲ διαφόρους λόγους νὰ τοὺς διώξῃ ἀπὸ λόγου του· ἐκεῖνοι δέ, ὡσὰν ὁποῦ ἦσαν θεόθεν ἀπεσταλμένοι, δὲν ἔφευγαν, ἀλλὰ τοῦ ἔλεγαν, δέξαι μας ἐδῶ ὀλίγας ἡμέρας διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἂν δὲν εὐχαριστηθῇς, τότε δίωξέ μας. Μὲ τοιαύτας ὑποσχέσεις λοιπόν, ἐκαταπείσθη καὶ τοὺς κράτησε εἰς τὴν ὑπακοὴ τοῦ Χριστοῦ, καὶ μετὰ τὴν κανονικὴ δοκιμασία, τοὺς ἔνδυσε τὸ ἀγγελικὸν σχῆμα τῶν μοναχῶν, καὶ ἱερουργήσας τοὺς κοινώνησε τὴν ἀχράντων Κοινωνίαν, καὶ ὕστερον ἀπὸ τὸ δεῖπνο τοὺς φανέρωσε καὶ τὸν δικό του λογισμόν, ἐπειδὴ τοὺς εἶχε εἰς τὸ ἑξῆς ὡς τέκνα του γνήσια· τοὺς διηγήθη δηλαδὴ κατὰ πλάτος τὴν θεϊκὴ ὀπτασία ἐκείνη, καὶ τοὺς ὅρκισε νὰ μὴ τὸ εἰποῦν εἰς τινά, ἕως ὁποῦ ζῇ ἐκεῖνος· μετὰ ταῦτα τοὺς λέγῃ, φανερὸ εἶναι, ὦ τέκνα μου, ὅτι ὁ προνοητὴς Θεὸς σᾶς ἔστειλε ἐδῶ ἐπὶ τούτου, ὄχι μόνον διὰ νὰ σώσετε τὰς ψυχάς σας, ἀλλὰ διὰ νὰ φέρετε καὶ τὸν πλοῦτο σάς, διὰ νὰ γένῃ τὸ κοινόβιο κατὰ τὴν θεϊκὴ θέλησιν. Ὑπάγετε λοιπὸν νὰ εὕρετε οἰκοδόμους, καὶ νὰ τοὺς φέρετε εἰς κατασκευὴν τοῦ μοναστηρίου. 

Ὁ μαθητὴς ποὺ σώθηκε ἀπὸ τὴν κατακρήμνιση 
Πῆγαν ἐκεῖνοι, εὑρῆκαν, ἔφεραν τοὺς 11 οἰκοδόμους. Ὁ δὲ Ὅσιος πρῶτον μὲν δείχνει εἰς αὐτοὺς τὸν τόπον ὁποῦ ἐβούλετο νὰ θεμελιώσῃ τὴν ἐκκλησίαν, ἔπειτα καὶ τὴν ἐπίλοιπο οἰκοδομὴν ἀλλ᾿ ἐκεῖνοι βλέποντες τὸ ἀπόκρημνο καὶ κινδυνῶδες τοῦ τόπου, τοῦ ἀποκρίνονται· τί λέγεις, ἀββᾶ; Χωρατεύεις ἡ ἀληθεύεις; Τῶν ἀδυνάτων εἶναι νὰ ἐπιχειρισθοῦμεν αὐτοῦ οἰκοδομήν, ἐπειδὴ καὶ στοχαζόμεθα, ὅτι μέλλει νὰ κινδυνεύσῃ ὄχι μόνον ἡ ἐδική μας ζωή, ἀλλὰ καὶ ἐκείνων ὁποῦ ἔχουν νὰ κατοικήσουν εἰς αὐτὸν τὸν τόπον τὸν ἐπικίνδυνο ἐπειδὴ δὲ ὁ Ἅγιος μὲ πολλοὺς καὶ διάφορους λόγους δὲν τοὺς κατάπεισε νὰ ἐπιχειρισθοῦν τὰ οἰκοδομήματα, πρόσταξε καὶ τοὺς ἔβαλαν τράπεζαν διὰ νὰ γευθοῦν. 

Καὶ ἐκεῖνοι μὲν ἔτρωγαν, ἕνας δὲ ἀπὸ τοὺς μαθητὰς τοῦ Ὁσίου, ἐκεῖ ὁποῦ τοὺς κερνοῦσε τὸ κρασὶ ὄρθιος, φθόνῳ τοῦ πονηροῦ, δὲν ἠξεύρω πῶς ὑπεσκελίσθη, καὶ ἔπεσε κάτω ἀπὸ τὴν πέτραν εἰς τὸ ἄμετρο ἐκεῖνο βάθος, κρατώντας εἰς τὸ ἕνα χέρι τὸ ἀγγεῖο ὁποῦ εἶχε τὸ κρασί, καὶ εἰς τὸ ἄλλο τὸ ποτήριον γεμάτο καὶ τοῦτο βλέποντες οἱ οἰκοδόμοι, ἔλαβον αἰτία καὶ ἔλεγαν εἰς τὸν Ὅσιο μετὰ θυμοῦ· διὰ τί, ἀββᾶ, ἐπεχειρίσθης τοιαῦτα πράγματα, καὶ ἔγινες αἰτία τοῦ τοιούτου φόνου; Ἀλλὰ καὶ ἂν θέλαμε συμφωνήσωμε εἰς τὸν σκοπό σου καὶ ἡμεῖς, πόσοι ἄλλοι ἔμελλον νὰ φονευθοῦν ἔπειτα; Ὁ δὲ Ἅγιος σιωπώντας προσηύχετο εἰς τὴν Κυρία Θεοτόκο ἐκ βάθους ψυχῆς, διὰ νὰ μὴ καταισχύνῃ βουλὴ πτωχοῦ τῷ πνεύματι· καὶ (ὢ τῶν ἀνεκφράστων θαυμασίων σου, Δέσποινα! Τίς δύναται νὰ ὑμνήσῃ τὰ μεγαλεῖα σου;) δὲν πέρασε μισὴ ὥρα, καὶ ἰδοὺ ἤρχετο ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος ὁ κρημνισθεὶς ἀδελφός, ὅλος ὑγιὴς καὶ παντάπασιν ἀβλαβής, τῇ βοηθείᾳ τῆς παναμώμου Παρθένου, βαστώντας τὸ ποτήριον καὶ τὸ ἀγγεῖο μὲ τὸ κρασί, ὄχι μόνον ἀσύντριφτα, ἀλλὰ καὶ χωρὶς νὰ χυθῇ τελείως τὸ κρασί. Καὶ τοῦτο τὸ θαῦμα ἰδόντες ἐκεῖνοι οἱ πρώην αὐθάδεις οἰκοδόμοι, ἔφριξαν καὶ τρόμαξαν, καὶ ἔπεσαν εἰς τοὺς πόδας τοῦ Ἁγίου, ζητοῦντες συγχώρησιν, λέγοντες· Τώρα γνωρίσαμε, πάτερ, ὅτι εἶσαι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ· καὶ δὲν στάθηκαν ἕως ἐδῶ, ἀλλὰ τὸν βίασαν, καὶ τοὺς κούρευσε ὅλους μοναχούς. 

Πίστη ποὺ κινεῖ ὄρη 
καμαν λοιπὸν ἀρχὴν οἱ καλοὶ οὖτοι οἰκοδόμοι νὰ κτίζουν τὸ μοναστήριον μὲ προθυμία καὶ ἐπειδὴ χρειάζονταν πολλὲς καὶ μεγάλες πέτρες διὰ τὰ θεμέλια καὶ τὰς γωνίας, πρόσταξε ὁ Ὅσιος νὰ σηκώσουν μίαν μεγαλωτάτη πέτρα ὁποῦ ἦτον ἐκεῖ πλησίον, διὰ νὰ τὴν βάλουν εἰς τὴν γωνία τοῦ θεμελίου· ἐκεῖνοι δὲ πάλιν ἀστοχήσαντες τὴν πρώτη θαυματουργία τοῦ Ὁσίου, κρυφογελοῦσαν, βλέποντες ἕνας τὸν ἄλλον, νομίζοντες ὅτι χωρατεύει, ἐπειδὴ καὶ ἔβλεπον, ὅτι δὲν ἦτον δυνατὸν νὰ μετασαλευθῇ ἡ μεγαλωτάτη ἐκείνη πέτρα ὁποῦ τοὺς ἔλεγε ὁ δὲ Ἅγιος ὅταν εἶδεν ὅτι δὲν ἀκούουν, πηγαίνει μόνος του ἐκεῖ ὁποῦ ἦτον ἡ πέτρα, καὶ ἀφ᾿ οὗ τὴν σφράγισε μὲ τὸ σημεῖον τοῦ ζωοποιοῦ Σταυροῦ, τὴν σηκώνει εἰς τοὺς ὤμους του, χωρὶς νὰ τοῦ βοηθήση ἄλλος τινάς, καὶ τὴν φέρει καὶ τὴν στερεώνει εἰς τὴν γωνία τοῦ θεμελίου ὁποῦ ἦτον χρεία· καὶ οὕτως ἔδειξε μὲ τὸ ἔργον ὁ θαυμάσιος, ἐκεῖνο ὁποῦ εἶπεν ὁ Κύριος μας μὲ τὸν λόγον εἰς τοὺς Ἀποστόλους του· «Ἀμήν, Ἀμήν λέγω ὑμῖν, ἐὰν ἔχητε πίστιν ὡς κόκκον σινάπεως, ἐρεῖτε τῷ ὄρει τούτω, ἄρθητι καὶ βλήθητι εἰς τὴν θάλασσαν, καὶ ἀρθήσεται, καὶ βληθήσεται»· διότι ἄνθρωπος κατεξηραμένος ἀπὸ τὴν σκληραγωγία καὶ τὴν ἄσκησιν, καὶ ὅπου μόνον τὸ δέρμα βαστοῦσε τὰ κόκαλα, νὰ σηκώσῃ τόσον βάρος, ὅπου τόσοι ἄνθρωποι τὸ ἐστοχάζοντο ἀδύνατον κἂν νὰ τὴν σαλεύσουν, δὲν εἶναι ὁλοφάνερο, πῶς κατάστησε τὸν ἑαυτόν του ὄργανον τῆς Παντουργοῦ δεξιᾶς τοῦ Ὑψίστου, καὶ ἐνήργει δι᾿ αὐτοῦ ὁ Θεὸς τὰ παράδοξα ταῦτα; 


 

Ἡ μεταστροφὴ τῶν πειρατῶν 
Ἀλλὰ καὶ τὸ ἀκόλουθο θαῦμα τοῦ Ὁσίου, τοῦτο τὸ ἴδιον μᾶς βεβαιώνει· ὅτι ἀφ᾿ οὗ πλέον ἐκτίσθη καὶ ἐκατοικίσθη ἀπὸ πολλοὺς τὸ μοναστήριον (τὸ ὁποῖον ὠνόμασε ὁ Ὅσιος Νέαν Βηθλεέμ, διὰ τὸν φανέντα ἀστέρα), ἦλθον μίαν φορὰν Σαρακηνοὶ κάτω εἰς τὸν λιμένα τοῦ μοναστηρίου τούτου. Ὁ Ἅγιος φοβηθεὶς μήπως καὶ ἀνέβουν ἐπάνω καὶ κατακαύσουν τὸ μοναστήριον, προλαμβάνει καὶ παίρνει τινὰς μαθητάς του, καὶ κατεβαίνει εἰς προϋπάντησίν τους, ἔχοντας καὶ μερικὰ δῶρα νὰ τοὺς δώσῃ· οἱ δέ, ἔλαβον τὰ δῶρα, ἀλλὰ ἐζήτουν καὶ τοὺς θησαυροὺς τοῦ μοναστηρίου, καὶ μὴ γνωρίζοντες τὸν Ἅγιον, διὰ τὸ εὐτελές του σχήματός του, τὸν βίαζαν νὰ τοὺς δείξῃ τὸν ἡγούμενον καὶ αὐτὸς ἀπεκρίθη μὲ πραείαν φωνὴ ἐγὼ ὁ ταπεινὸς εἶμαι ὁ ἡγούμενος, πλήν, ἀλλὰ δὲν ἔχομεν ἀπὸ αὐτὰ ὁποῦ φοροῦμε καὶ αὐτοὶ θυμωθέντες ὤρμησαν ἐπάνω του, ὡσὰν θηρία ἄγρια, καὶ ἕνας ἀπὸ αὐτούς, ὁ πλέον φονικώτερος τῶν ἄλλων, ἔβγαλε τὸ σπαθί του, διὰ νὰ κόψῃ τὴν ἱερὰν τοῦ Ὁσίου κεφαλὴν ἀλλ᾿ ὁ Θεὸς ἐξαποστείλας τὸν ἄγγελον αὐτοῦ, ἐρρύσατο τὸν Ὅσιόν του· ὅτι μὲν χεὶρ τοῦ αὐθάδους ἐκείνου, ἔμεινε κρεμάμενη κατάξηρος, οἱ δὲ λοιποὶ ἀορασίᾳ ἐπατάχθησαν καὶ ἐτυφλώθησαν ὅλοι. Τότε δὴ ἀλαλάζοντες τὴν συρικὴν φωνὴ αὐτῶν, Ἀλλάχ, Ἀλλάχ, καὶ μεταβαλόντες τὴν θηριωδία εἰς θρηνῳδία καὶ τὴν ἀγριότητα εἰς ἡμερότητα, ἔκλαιον πικρῶς καὶ παρακαλοῦν θερμῶς τὸν Ἅγιον λέγοντες· ἐλέησον ἡμᾶς, ἀββᾶ, νὰ ὑγιάνωμεν καὶ νὰ γένωμεν ὅλοι χριστιανοί. Ὁ δὲ φιλάνθρωπος δοῦλος τοῦ φιλανθρωποτάτου Δεσπότου, καὶ μιμητὴς του ἀνεξικάκου διδασκάλου τοῦ Χριστοῦ, στέλνει εὐθὺς ἕνα του μαθητῆ, καὶ φέρνει ἔλαιον ἀπὸ τὴν κανδήλα τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀλείφοντας τὰ ὀμμάτιά τους σταυροειδοῦς, ὁμοίως καὶ τὴν ξηραμένη χεῖρα τοῦ αὐθάδους ἐκείνου, καὶ προσευξάμενος, εὐθὺς ἰατρεύθησαν ὅλοι· ὅθεν ὄχι μόνον βαπτίσθηκαν καθὼς ὑπεσχέθησαν, ἀλλὰ μετὰ καιρὸν ἐκουρεύθησαν καὶ μοναχοὶ εἰς τὴν αὐτὴν μονὴν τοῦ Ὁσίου καὶ εὐδοκίμησαν. 

 

Οἱ τελευταῖες διδασκαλίες 
λλὰ ὅταν ἔφθασε ὁ ἀοίδιμος Σίμων εἰς βαθύτατο γῆρας, καὶ ἦλθε πλέον ὁ καιρὸς διὰ νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸν ποθούμενόν του Χριστόν, προεῖδε τὴν ὥραν τῆς ὁσίας αὐτοῦ ἐκδημίας πρὸς Κύριον, καὶ κράζει τοὺς Ἱεροὺς μαθητάς του, καὶ τοὺς κατηχεῖ τὴν ὁλουστέραν κατήχησιν, λέγων 
«ἰδοὺ ἀδελφοὶ καὶ τέκνα μου ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά, ὁποῦ μέλλω νὰ χωρισθῶ ἀπὸ ἐσᾶς, ἀλλ᾿ ὡς φρόνιμοι, δὲν πρέπει νὰ λυπῆστε· ἕνα μέν, ὅτι ὀλίγος καιρὸς περνᾷ, καὶ πάλιν ἀνταμωνόμεθα· ἄλλο δέ, ὅτι ἐὰν καὶ λάβω καμία παρρησίαν πρὸς Θεόν, θέλω σᾶς ἐπισκέπτωμαι πάντοτε, καὶ θέλω σὰς φυλάττω ἀπὸ κάθε πειρασμὸ ὁρατὸ καὶ ἀόρατο πλήν, ἐὰν καὶ ἐσεῖς φυλάττεται τὴν παράδοσιν τῆς κοινοβιακῆς ζωῆς ὁποῦ εἴδατε, καὶ τὴν εὐταξία τῆς ἐκκλησίας καὶ ὅλα, ὅσα σὰς δίδαξα καὶ μὲ λόγον καὶ μὲ ἔργον, οὕτω θέλω ἔχω καὶ ἐγὼ τὴν φροντίδα σας. Μὴν ἀγαπᾶτε πλοῦτο πρόσκαιρο φεύγετε τὴν κενοδοξίαν μὴν ἀπατᾶσθε εἰς χορτασία κοιλίας· μὴ φέρετε εἰς τὸ κοινόβιο ἀγένεια πρόσωπα· διατὶ εἴδατε τί ἔκαμε ὁ μέγας Εὐθύμιος εἰς τὸν ἅγιον Σάββα, ὁποῦ ἀγκαλᾶ καὶ τὸν ἤξερε πῶς ἦτον ἐκ κοιλίας μητρὸς ἡγιασμένος, μὲ ὅλον τοῦτο δὲν τὸν κράτησε εἰς τὸ κοινόβιό του· γράφει δὲ καὶ εἰς τὸ Γεροντικό, ὅτι τέσσαρες λαῦρες, τὸν παλαιὸν καιρόν, ἐρημώθηκαν, ἐξ αἰτίας τῶν ἀγενείων καθὼς καὶ ὁ θεοφόρος πατὴρ ἡμῶν Ἀθανάσιος τῆς Μεγίστης Λαύρας, ἐκατηράσατο ἐκείνους τοὺς προεστοὺς ὁποῦ ἤθελαν δεχθοῦν ἀγένεια κἄν τε καὶ βασιλόπουλα ἤθελαν εἶναι· νὰ εἶστε εἰρηνικοί· φιλόξενοι· νὰ ἐπιτελῆτε τὰς ἑορτὰς πνευματικῶς καὶ ὄχι κοσμικῶς· νὰ μὴ καταγίνεστε δηλαδὴ εἰς ταύτας τὰς ἡμέρας εἰς ἀργολογίας καὶ χωρατὰ καὶ γέλια· ἐπειδὴ καὶ ἡ ἑορτὴ εἶναι φωτισμὸς καὶ ἁγιασμὸς τῆς ψυχῆς, ὁ ὁποῖος γεννᾶται ἀπὸ τὴν σιωπὴ καὶ προσευχὴν καὶ ἀνάγνωσιν τῶν ἱερῶν βιβλίων εἰς τὰς ἀκολουθίας τῆς ἐκκλησίας νὰ ψάλλετε μὲ σεμνότητα καὶ εὐλάβεια, καὶ ὄχι μὲ βοὲς ἄτακτες· νὰ εὐλαβεῖστε καὶ τὸν ἡγούμενον μὲ ὅλη σας τὴν δύναμιν. Αὐτὰ ἐὰν φυλάττετε καὶ μετὰ τὸν θάνατόν μου, καθὼς καὶ ζῶντος μου τὰ ἐφυλάττετε, θέλω εἶμαι νοερῶς μαζί σας πάντοτε· εἶδε μή, νὰ ἀπολογῆσθε ἐσεῖς εἰς ἐκεῖνο τὸ φοβερὸν καὶ πάνδημο Κριτήριο». 
Ταῦτα καὶ ἄλλα τοιαῦτα λέγοντος τοῦ Ὁσίου, οἱ ἀδελφοὶ ὅλοι καὶ μαθηταί του, περιτριγυρίζοντες αὐτὸν ἔκλαιαν ἀπαρηγόρητα διὰ τὴν στέρησίν του· αὐτὸς δὲ προσευξάμενος εἰς τὴν Παναγίαν Τριάδα, τὸν ἕνα Θεόν, διὰ νὰ φυλάξῃ αὐτοὺς ἐν τοῖς αὐτοῦ προστάγμασι καὶ μετὰ τὸν θάνατόν του, διὰ πρεσβειῶν τῆς Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν ἁγίων, σιώπησε, καὶ τὴν νύκτα ἐκείνη παρέδωκε τὴν ἁγίαν του ψυχὴν εἰς χεῖρας Θεοῦ. Τὸ δὲ πρωὶ εἶδον ὅλοι τὸ πανόσιό του πρόσωπον, ὁποῦ ἔλαμψε ὑπὲρ τὸν ἥλιον, ὅθεν μετὰ ψαλμῳδιῶν καὶ ὕμνων, καὶ μεγάλης εὐλαβείας, ἐνταφίασαν τὸ πολύαθλό του σῶμα, ὡς ἔπρεπε. 
Ἡ ἴασις τῆς θυγατρὸς τοῦ βασιλέως 
κμαζε δὲ οὗτος ὁ ἱερὸς Σίμων εἰς τὸν ιγ´ αἰῶνα, εἰς τοὺς χρόνους ὁποῦ βασίλευαν εἰς τὴν Ἀσία ὁ Θεόδωρος ὁ Λάσκαρης, ὁ Ἰωάννης Δοῦκας Βατάτζης καὶ ὁ Θεόδωρος ὁ Νέος Λάσκαρης σύγχρονος ὦν μὲ τὸν Νικηφόρο τὸν Βλεμμύδη, μὲ τὸν Κωνσταντῖνο τὸν Καβάσιλα, μὲ τὸν ἅγιον Μελέτιο τὸν Ὁμολογητὴ καὶ Γαλακτίωνα· εἰς τοὺς χρόνους ἐκείνους διέλαμψε ὡς ἀστὴρ λαμπρότατος ὁ ὅσιος Σίμων, καὶ ἔκανε καθ᾿ ἑκάστην ἄπειρα θαύματα, καὶ διαφόρους ἀσθενείας θεράπευε, καὶ ὄχι μόνον ὅταν ζοῦσε, ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν κοίμησιν αὐτοῦ· καθὼς ἰάτρευσε καὶ τὴν θυγατέρα τοῦ βασιλέως Ἰωάννου τοῦ ἐπιλεγομένου Οὔγγλεσι. 
Οὗτος ὁ Ἰωάννης βασίλευεν εἰς τὸ δυτικὸ μέρος τῆς Σερβίας, δηλαδὴ εἰς τὴν Μπόσιναν καὶ τὰ πέριξ αὐτῆς μέρη· αὐτὸς εἶχε θυγατέρα δαιμονιζομένην, καὶ ἦτον εἰς μεγάλην λύπην, διὰ τοῦτο καὶ πολλάκις ἐδέετο τοῦ Θεοῦ ὑπὲρ αὐτῆς, καὶ τοὺς πλέον ἐναρέτους ὁποῦ ἤξευρεν ἔβανε πρὸς αὐτὸν μεσίτας· ἀλλὰ θέλοντας ὁ Θεὸς νὰ κάμῃ ἐκεῖνο ὁποῦ ὕστερον ἔγινε (καθὼς θέλομε τὸ διηγηθοῦμε ἀκολούθως), δὲν εἰσήκουσε τὰς δεήσεις τους. Ἀπορῶν δὲ ὁ βασιλεὺς τί νὰ κάμῃ, καὶ λυπούμενος, ἤκουσε ἐν μιᾷ τῶν ἡμερῶν, ὁποῦ ἔλεγε τὸ δαιμόνιον εἰς μάτην, ὦ Βασιλεῦ, κοπιάζεις· ἐὰν δὲν ἔλθῃ ὁ Σίμων ἀπὸ τὸ ὄρος τοῦ Ἄθωνος, ἐγὼ δὲν βγαίνω. Τότε ὁ βασιλεὺς εὑρὼν τινὰς μοναχοὺς ἁγιορεῖτας, ἐξέταξεν αὐτοὺς περὶ τοῦ ἁγίου Σίμωνος, καὶ μαθὼν παρ᾿ αὐτῶν πάντα τὰ περὶ αὐτοῦ, καὶ ὅτι πρὸ ὀλίγων χρόνων ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ, καὶ ὅτι ἐνεργεῖ θαύματα καθ᾿ ἑκάστην, καὶ ἀναβλύζει μύρον ὁ τάφος του, ἐχάρη πολλὰ καὶ παρευθὺς εἰσελθὼν εἰς τὴν ἐκκλησία τοῦ παλατιοῦ του, ἔπεσε εἰς προσευχὴν πρὸς τὸν Θεὸν καὶ πρὸς τὸν Ἅγιον. Προσευχομένου λοιπὸν τοῦ βασιλέως μετὰ πίστεως καὶ εὐλαβείας, καὶ ζητοῦντος τὴν ἴασιν τῆς θυγατρὸς τοῦ παρὰ τοῦ Θεοῦ διὰ μεσιτείας τοῦ ὁσίου Σίμωνος, φώναξε τὸ πονηρὸν δαιμόνιον, καὶ κλαῖον γοερῶς ἔρριψε τὴν κόρη κατὰ γῆς, καὶ πολλὰ σπάραξαν αὐτήν, βγῆκε εὐθύς, καὶ ἔμεινε ἀνενόχλητος, τῇ χάριτι τοῦ Χριστοῦ, ἕως τέλους τῆς ζωῆς της δοξάζουσα τὸν Θεὸν καὶ τὸν παρ᾿ αὐτοῦ δοξασθέντα θεῖον Σίμωνα. Ὁ δὲ βασιλεὺς ἰδὼν τὸ θαῦμα καὶ τὴν ταχεῖα ἀντίληψιν τοῦ Ὁσίου, καὶ γνωρίσας καλῶς τὴν πολλὴν ἐκείνου πρὸς Θεὸν παρρησίαν, δὲν ἔκαμε τὴν εὐχαριστία πρὸς τὸν εὐεργέτη του μὲ λόγια μόνον εὐχαριστήρια, ἀλλὰ τί; Γράφει παρευθὺς εἰς τὴν Σύναξιν τοῦ Ἁγίου Ὄρους, καὶ παρακαλεῖ θερμῶς νὰ τοῦ χαρίσουν τὸ μονύδριον τοῦ ἁγίου Σίμωνος, διὰ νὰ τὸ κτίση βασιλικῶς καὶ μεγαλοπρεπῶς, πρὸς ἀνταμοιβὴ πρέπουσα τοῦ θείου τοῦ εὐεργέτου Σίμωνος, καὶ διὰ νὰ κηρύττεται λαμπρῶς τὸ θαῦμα τοῦ Ἁγίου ὁποῦ ἔκαμε εἰς τὴν θυγατέρα του· τὸ ὁποῖον καὶ ἔγινε μετὰ γνώμης καὶ ἀδείας τῶν ἁγιορειτῶν, καθὼς φαίνεται ἕως τῆς σήμερον, καὶ μετόχια πάμπολλα ἀγόρασε εἰς διαφόρους τόπους, καὶ μετὰ χρυσοβούλλων τὰ ἀφιέρωσε εἰς τὴν ἱερὰν μονὴν ταύτην. Καὶ ταῦτα μὲν τελειώνουν ἕως ἐδῶ· ἀλλὰ ἐπειδὴ καὶ ἡ ἀκόλουθος διήγησις εἶναι ὡραῖα καὶ ψυχωφελής, δὲν εἶναι δίκαιον νὰ τὴν παραιτήσωμεν, διὸ καὶ τὴν προσθέτομε διὰ τὴν ἐξ αὐτῆς ὠφέλειαν. 
Ὁ γιὸς τοῦ βασιλέως ποὺ ἔγινε μοναχός 
Εἰς τὸν καιρὸν τούτου τοῦ βασιλέως Ἰωάννου Οὔγγλεσι, εἶχον οἱ Τοῦρκοι τὴν καθέδρα τῆς ἐξουσίας τους εἰς τὸ Ἰκόνιο, πόλιν τῆς Ἀνατολῆς, καὶ ἔκαμναν εἰς τοὺς τόπους τῶν Ῥωμαίων βασιλέων μεγάλους ἀφανισμούς· ἀφ᾿ οὗ δὲ ἔκαμαν ἀγάπην μὲ αὐτούς, ἦλθον καὶ εἰς τὰ μέρη τῆς Σερβίας, καὶ ἀφάνιζαν καὶ ἐκείνους τοὺς τόπους καὶ ὥρμησαν νὰ πολεμήσουν τοῦτον τὸν Ἰωάννη καὶ λοιπὸν ἐξ ἀνάγκης ἐκινήθη καὶ αὐτὸς ἐναντίον τους, ὁμοῦ μὲ τὸν αὐταδέλφων του Κράλην, καὶ εἰς μὲν τὴν ἀρχὴν τοὺς νίκησαν, ὕστερον δὲ λαβόντες θάρρος ἀπὸ τὴν προτέρα νίκη ἀμερίμνησαν, καὶ τοῦτο παρατηρήσαντες οἱ Τοῦρκοι, ὥρμησαν ἔξαφνα κατ᾿ αὐτῶν μίαν νύκτα, καὶ ἄλλους μὲν φόνευσαν, ἄλλοι δὲ ἀπὸ τὴν σάστισίν τους ἔπεσαν μέσα εἰς τὸν ποταμὸν Ταίναρο, τὸν νῦν λεγόμενο Τούντζαν, καὶ ἀθλίως πνίγηκαν. Μετὰ δὲ τῶν ἄλλων ἐθανατώθη καὶ ὁ ἴδιος βασιλεὺς Ἰωάννης, καὶ εἰς τὸ ἑξῆς ὥρμησαν πλέον ἀνεμπόδιστος οἱ Τοῦρκοι εἰς τοὺς τόπους τῆς Σερβίας, καὶ ἔκαμαν ἀνεκδιήγητα κακά. Ὁ δὲ υἱὸς τοῦ βασιλέως Ἰωάννου, ἢ ἀπὸ τοὺς μεγάλους φόβους, ἢ ἀπὸ τὴν καλήν του γνώμην διὰ τὴν σωτηρίαν του, ἄφησε τὰ βασίλεια, καὶ πῆγε ὡς εἰς λιμένα σωτήρων εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος, καὶ προσκυνήσας ἀγνώριστος τὰ ἐκεῖ μοναστήρια καὶ ἀσκητήρια, ἦλθε τέλος πάντων καὶ εἰς τὸ δικό του μοναστήριον τοῦ ἁγίου Σίμωνος· ἐκεῖ δὲ ἐλθῶν ἔστειλε τὸν πορτάρη πρὸς τὸν ἡγούμενον, νὰ τοῦ φανερώσῃ πὼς ἔχει νὰ τοῦ εἰπῇ λόγον καὶ ἀπελθὼν ἐκεῖνος ἀνήγγειλε εἰς τὸν ἡγούμενον, ὅτι ἕνας νεανίας, τὴν ὄψιν ὡραῖος, τὸ σχῆμα φοβερός, κατὰ τὰ φορέματα πτωχός, κατὰ τὸν λόγον εὔτακτος, κατὰ τὰς ἀποκρίσεις φρόνιμος, καὶ κατὰ τὸ φαινόμενο θεοφοβούμενος καὶ δοῦλος Χριστοῦ, ζητεῖ νὰ συνομιλήσῃ μὲ τὴν ἁγιωσύνην σου· ὁ δὲ ἡγούμενος εἶπε εἰς τὸν πορτάρη, ἂς ἔλθη· καὶ εἰσελθὼν καὶ εἰπὼν ἐκεῖνο ὁποῦ ἤθελε, Ἔμεινε εἰς τὸ μοναστήριον ἱκανὰς ἡμέρας· καὶ ἰδὼν τὴν εὐταξία τῶν μοναχῶν, τὴν ταπείνωσιν, τὴν εὐτέλεια τῶν φορεμάτων, τὴν ὑπακοὴ κατὰ πάντα εἰς τὸν ἡγούμενον, τὴν προθυμία εἰς τὰς ἀκολουθίας, τὴν σιωπή, τὴν τάξιν τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὰ λοιπά, δόξασε τὸν Θεὸν καὶ τότε προσκαλεστεὶς ἀπὸ τὸν ἡγούμενον ἐρωτᾶται, ἐὰν τὸν ἀρέσει τὸ μοναστήριον καὶ οἱ τάξες του· ὁ δὲ νέος ἀπεκρίθη, πολλὰ καλά μου ἀρέσουν, πάτερ. Λοιπὸν (τὸν ἐρωτῶ πάλιν), μένεις καὶ ἐσὺ ἐδῶ, ὡς καὶ οἱ λοιποί, διὰ τὴν ἐλπιζομένην βασιλείαν τοῦ Χριστοῦ; Ναί, ἀπεκρίθη, μένω μὲ τὴν ἁγίαν σου εὐχήν. Τὸν ἐρωτῶ πάλιν ὁ ἡγούμενος· ποῖον ἐργόχειρο ἠξεύρεις νὰ κάμνῃς, τέκνον; Ὁ δὲ ἀπεκρίθη, κηπουρὸς εἶμαι, πάτερ· καὶ λοιπὸν μένεις ἕως τέλους τῆς ζωῆς σου, νὰ σκάπτῃς, νὰ φυτεύῃς, νὰ ποτίζῃς καὶ νὰ κοπιάζῃς χειμῶνα καὶ καλοκαῖρι εἰς τὸν κῆπο διὰ τὴν ἀδελφότητα, ἢ μᾶλλον εἰπεῖν διὰ τὸν Χριστόν; Ὑπόσχομαι, τοῦ ἀπεκρίθη, ὅλα αὐτὰ νὰ τὰ κάμνω· καὶ βαλὼν μετάνοιαν, ἐδιωρίσθη εἰς τὸν κῆπο μετὰ δὲ τριῶν χρόνων δοκιμασία, ἔγινε μοναχός, προκόπτων καθ᾿ ἑκάστην, καὶ ἀναβάσεις τιθέμενος ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ, κατὰ τὸν Δαβίδ, ταπεινούμενος καὶ ὑπακούων εἰς ὅλους τοὺς ἀδελφούς. 
Τί τὸ ἐντεῦθεν; Δὲν ὑπέφερεν ὁ ἐχθρός της σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων διάβολος, νὰ βλέπει τοῦ βασιλέως τὸν υἱὸν κηπουρό, μὲ τόσους κόπους καὶ μὲ τόση ταπείνωσιν λοιπὸν ἀρματώνεται κατ᾿ αὐτοῦ μὲ ὅλην του τὴν πανοπλία καὶ πρῶτον μὲν ἔσπειρε εἰς αὐτὸν πονηροὺς λογισμούς, καὶ ἄρχισε νὰ μετανοῇ διὰ τὸ ἔργον ὁποῦ ἐκαταπιάσθη, καὶ νὰ συλλογίζεται, ὅτι δὲν τελειώνει ὀγλήγορα, ἀλλὰ ἔχει νὰ περάσῃ μὲ αὐτὸ ὅλη του ἢ ζωή· ἔπειτα καὶ εἰς μῖσος τῶν ἀδελφῶν τὸν ἐκίνησε, καὶ εἰς ἀμέλεια τῆς προσευχῆς καὶ τῶν ἄλλων τῆς ἀσκήσεως ἔργων τὸν ἔφερε, καὶ ἄλλα πολλὰ τοῦ προξένησε ὅμως δὲν εὐχαριστεῖται νὰ τὸν πολεμῇ ἀπὸ ἕνα μέρος μόνον, ἀλλὰ κινεῖ καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος τοὺς ἀδελφοὺς νὰ ὀργίζονται καὶ νὰ θυμώνουν κατ᾿ αὐτοῦ, καὶ νὰ τὸν ὑβρίζουν, πὼς εἶναι ἀνάξιος τοῦ ἔργου ὁποῦ ὑπεσχέθη, πὼς ἐν ἀμελείᾳ ἐργάζεται τοὺς κήπους, πὼς ἔγινε πρὸς αὐτοὺς αἴτιος σκανδάλων καὶ ταραχῶν καὶ ταῦτα μὲν ὁ ἐχθρός. Ὁ δὲ μακάριος εἰς μὲν τοὺς ἀδελφοὺς ἄλλον λόγον δὲν ἔλεγε, παρὰ τοῦτον μόνον, συγχωρήσατέ μοι, πατέρες, καὶ θέλω βάλω τώρα ἀρχὴν καλὴν τοῦ ἔργου· πρὸς δὲ τὸν διάβολο ἀρματώθη μὲ τὸ ἀνίκητο ἅρμα τοῦ Χριστοῦ, τὸ Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με· μὲ τοῦτο τὸ βέλος πλήγωνε, κάθε ὥραν τὸν σατανᾶ, καὶ ἔδιωχνε εἰς ὅλας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς του πᾶσαν τὴν δύναμιν τοῦ ἐχθροῦ· καὶ τοιουτοτρόπως ἀγωνιζόμενος, νίκησε κατὰ κράτος τὸν ἀντίπαλο διάβολο, καὶ ἔγινε εἰς ὅλον τὸ ὕστερον δοχεῖον τῶν ἀρετῶν καὶ σκεῦος ἐκλεκτὸν τοῦ ἁγίου Πνεύματος· τόσον ὁποῦ ἠξιώθη καὶ ἀποκαλύψεως θείας περὶ τοῦ τέλους καὶ τῆς πρὸς Θεὸν ἐκδημίας του· διότι ἐφάνη εἰς αὐτὸν ὁ Κύριος ἡμῶν, καὶ τὸν προσκάλεσε νὰ ὑπάγῃ νὰ κληρονομήση τὴν οὐράνιον βασιλεία, ἀντὶ τῆς πρόσκαιρου βασιλείας ὁποῦ καταφρόνησε. Ὅθεν ἀσθενήσας ὀλίγον, ἀπέστειλεν ἕνα τῶν ἀδελφῶν, νὰ εἰπῇ εἰς τὸν ἡγούμενον νὰ τοῦ εἰπῇ λόγον μυστικὸν ὁ δὲ ἐλθὼν πρὸς αὐτὸν εἶπε· Τί ἔχεις, τέκνον; Διὰ Τί μὲ προσκάλεσες; Σὲ προσκάλεσα, πάτερ, ἀπεκρίθη, ὅτι ὁ Χριστὸς μὲ προσκαλεῖ νὰ ὑπάγω πρὸς αὐτὸν μετὰ λίγη ὥραν, νὰ ἀπολαύσω τὸν μισθό μου κατὰ τὰ ἔργα μου· ἤξερε λοιπόν, πάτερ, ὅτι ἐγὼ εἶμαι ὁ βασιλεὺς καὶ κτίτωρ ταύτης τῆς ἱερᾶς μονῆς· ἐγὼ εἶμαι ὁ υἱὸς τοῦ βασιλέως Ἰωάννου. Καὶ ταῦτα ἀκούσας ὁ ἡγούμενος κατεπλάγη, καὶ θαύμασε τὴν τελείαν αὐτοῦ ὑπακοὴ καὶ ταπείνωσιν καὶ πῶς, τέκνον μου, τοῦ λέγει, δὲν μᾶς τὸ ἐφανέρωσας, μόνον τὸ ἀπεσιώπησας; Πῶς δὲν μοῦ τὸ ἀνήγγειλας κατὰ μυστικὸν τρόπον, ὅτι ἐσὺ εἶσαι ἐκεῖνος, ὁποῦ διὰ μέσου σου κατοικοῦμε ἡμεῖς ἐδῶ; Ὁ δὲ ἀπεκρίθη, καὶ ἀνίσως σᾶς τὸ ἔλεγα, ὅτι εἶμαι ὁ βασιλεύς, δὲν ἤθελα κερδίσω τὸν Κύριον καὶ Θεόν μου Ἰησοῦν Χριστόν, διότι διὰ μέσου τῆς τιμῆς ποὺ θέλετέ μου ἀποδίδετε, κινδύνευα νὰ χάσω τὴν σωτηρίαν μου· καὶ ταῦτα εἰπών, ἐκοιμήθη. Ποιήσαντες δὲ ἀγρυπνία ὁλονύκτιο οἱ ἀδελφοί, ἔθαψαν τὸ πρωὶ ἐκεῖνο τὸ πολύαθλο σῶμα τοῦ βασιλέως μὲν πρότερον, ὕστερον δὲ κηπουροῦ γενομένου διὰ τὸν Κύριον, μετὰ ὑμνῳδιῶν, θυμιαμάτων τε καὶ φωτοχυσίας μεγάλης, ἐν τῷ κοιμητηρίῳ τῶν ἀδελφῶν, καθὼς αὐτὸς παρήγγειλε, δοξάζοντες τὸν Θεὸν ὁποῦ τὸν ἐνεδυνάμωσεν οὕτω καλῶς νὰ ἀγωνισθῇ, καὶ ἀντὶ τῆς ἐπιγείου βασιλείας ὁποῦ ἄφησε, νὰ γένῃ κληρονόμος τῆς οὐρανίου βασιλείας. Καὶ τὰ μὲν περὶ τοῦ Υἱοῦ τοῦ βασιλέως Ἰωάννου τοιαῦτα, ἀκούσατε δὲ καὶ ὀλίγα τινὰ θαυμάσια του ὁσίου Σίμωνος ἀπὸ τὰ πολλὰ ὁποῦ τέλεσε μετὰ ταῦτα, διὰ νὰ γνωρίσετε πόσην παρρησίαν ἔχει πρὸς Θεὸν ὁ Ἅγιος, καὶ ἔπειτα θέλομε τελειώσωμεν τὴν διήγησιν. 
Ἡ διόρθωση τοῦ ἀσεβοῦς μοναχοῦ 
νας ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς τῆς ἱερᾶς του Ὁσίου μονῆς, ἀνευλαβὴς ὢν καὶ δύσπιστος, ἐξερνοῦσεν ἀπὸ τὴν δυσώδη κοιλίαν του βλάσφημα λόγια κατὰ τοῦ Ὁσίου, λέγοντάς τον πλανεμένο καὶ κολασμένο, καὶ δὲν ἤθελε νὰ συνεορτάζῃ μαζὶ μὲ τοὺς λοιποὺς τὴν ἐτήσιον ἑορτὴν τοῦ Ἁγίου· ὅθεν μίαν φορὰν ὁποῦ ἑώρταζον ὅλοι οἱ πατέρες τὴν μνήμην τοῦ Ὁσίου, φεύγοντας αὐτὸς ἀπὸ τὸν ναὸν καὶ ἀπὸ τὴν ἱερὰν ἐκείνην ἀκολουθίαν, ἐπῆγεν εἰς τὸ κελλίον του καὶ ἐκοιμᾶτο, καὶ ἐκεῖ φαίνεται εἰς τὸν ὕπνον του ὁ Ἅγιος ὅλος ἀστραπόμορφος, μὲ πρόσωπον δεδοξασμένον καὶ ἔκλαμπρον, ἔχων μαζί του καὶ ἄλλους δυὸ ἀπὸ τοὺς πρώτους καὶ ἡγιασμένους μαθητάς του, καὶ τοῦ λέγει· δὲν σοῦ ἀρέσει αὐτὴ ἡ δόξα, ὦ μιαρέ; Οὐ δεδόξασται τὸ δεδοξασμένον; Καὶ παρευθὺς νεύοντας εἰς τοὺς μαθητάς του λέγει· βάλλετε κάτω αὐτὸν τὸν ἄπιστον, αὐτὸν τὸν βλάσφημον καὶ βάνοντές τον ἐκεῖνοι κάτω, τοῦ ἐφάνη, ὅτι τοῦ ἐκτύπησεν εἰς τοὺς πόδας μὲ τὴν ράβδον του μερικὲς ραβδιές, καὶ ἀπὸ τοὺς πόνους καὶ τὸν ὑπέρμετρον φόβον ἐξυπνήσας, βλέπει τοὺς πόδας του ὡσὰν νὰ τὸν πονοῦσαν καὶ ἐγερθεὶς εὐθὺς τρέχει ἔντρομος εἰς τὴν ἐκκλησίαν, καὶ πίπτοντας κατὰ γῆς, βάνει μετάνοιαν εἰς τὸν ἡγούμενον, ὅλος ἠλλοιωμένος καὶ συγχωρήσατέ μοι, πατέρες, φωνάζει· τώρα ἐγνώρισα ὅτι ὁ Θεὸς ἐν ἀληθείᾳ μεγάλως ἐδόξασε τὸν ὅσιο πατέρα ἡμῶν Σίμωνα· τώρα, τώρα καὶ πιστεύω καὶ προσκυνῶ αὐτόν, ἴσα μὲ τοὺς παλαιοὺς ὁσίους Ἀντώνιο, Εὐθύμιο, Σάββα καὶ τοὺς λοιπούς· εὐχαριστῶ σοι, ἅγιε τοῦ Θεοῦ, ὁποῦ μὲ λύτρωσες ἀπὸ τὴν δαιμονιώδη πλάνη μου, καὶ μὲ ἔβγαλες ἀπὸ τὴν κόλασιν, τὸν ταλαίπωρο. Ταῦτα βοῶν μετὰ δακρύων, ἐδιηγήθη ἐν μέσῳ τῆς ἐκκλησίας τὴν φοβερὰν ἐκείνη δόξαν τοῦ Ὁσίου, καὶ τὰ ἑξῆς εἰς πλάτος, καὶ ὅλοι δόξασαν τὸν Θεόν, τὸν μὴ θέλοντα τὸν θάνατον τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ὡς τὸ ἐπιστρέψαι καὶ ζῆν αὐτόν. 
Οἱ ἀδελφοὶ ποὺ ἀπαλλάχτηκαν ἀπὸ τὸν πειρασμό 
λλος τις ἀδελφὸς ἐκ τῆς αὐτῆς μονῆς τοῦ Ὁσίου, ἐπολεμεῖτο πολλὰ ὑπὸ τοῦ δαίμονος τῆς πορνείας, καὶ προσπίπτοντας μετ᾿ εὐλαβείας ἔμπροσθεν τῆς ἱερᾶς αὐτοῦ εἰκόνος, δέεται τούτου θερμῶς μετὰ δακρύων νὰ τοῦ σηκώσῃ αὐτὸν τὸν πόλεμο, καὶ χρισθεὶς μὲ τὸ ἔλαιον τῆς ἱερᾶς αὐτοῦ κανδήλας, ἠλευθερώθη ἀπὸ τὸ πονηρὸν δαιμόνιον τῆς πορνείας. 
Ἄλλοτε πάλιν εἰς τὴν ἑορτὴ τοῦ Ἁγίου, ὅταν ἐψάλλετο ὁ μεγάλος ἑσπερινὸς μετὰ μέλους, ἐμβῆκεν εἰς τὸν ναὸ ἕνας ἀδελφὸς ἐκ τῆς τοῦ Ὀλύμπου μονῆς τοῦ ἁγίου Διονυσίου, Σάββας ὀνόματι, εἰς τὸ νὰ ἀσπασθῇ τὴν θείαν εἰκόνα τοῦ Ὁσίου, καὶ βλέποντας ὅτι δὲν ἦτον ἡ μεγάλη εἰκὼν εἰς τὸ προσκυνητάριο, ἀλλ᾿ ἡ μικρή, στρέφει πίσω μὲ θυμό, λέγων καθ᾿ ἑαυτόν, ὅτι δὲν ἔμενε εὐχαριστημένος νὰ προσκυνῇ τὴν μικρὰν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου· ἔλεγε δὲ ταῦτα, καθὼς ἄνθρωπος ἁπλοῦς καὶ ἀγράμματος ὅπου ἦτον. Πηγαίνει λοιπὸν εἰς τὸ κελλίον ὁποῦ τοῦ ἐδόθη διὰ νὰ ἀναπαυθῇ, καὶ πίπτοντας νὰ κοιμηθῇ, βλέπει εἰς τὸν ὕπνον του, ὅτι ἄνοιξε ἡ στέγη τοῦ κελλίου, καὶ ἐφάνη ἕνας ὄφις φοβερὸς καὶ δύσμορφος, πῦρ ἐβγάλων ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμούς του, καὶ καπνὸ πολὺν καὶ βρωμερὸ ἐκπνέων ἀπὸ τοὺς μυκτῆρας του· ὁ ὁποῖος ἄνοιγε τὸ στόμα του νὰ τὸν καταπίῃ, λέγοντας πρὸς αὐτὸν δὲν σὲ ἄρεσε ἡ μικρὰ εἰκὼν τοῦ Ἁγίου, ἀλλὰ ἀναχώρησες μὲ θυμό; Ἰδοὺ ὅμως τώρα ὁποῦ ἐγὼ ἔχω νὰ σὲ καταρροφήξω καὶ ὥρμησεν ἀπὸ τὴν στέγη εἰς αὐτόν, μὲ βοὴ φοβεράν, διὰ νὰ τὸν καταπίῃ· ὁ ταλαίπωρος Σάββας ἀπὸ τὸν πολὺν φόβον καὶ τρόμο, φώναξε μεγάλως· ἅγιε Σίμων, βοήθει μοι, καὶ ξυπνώντας ὅλος ἔντρομος καὶ πεφοβισμένος, τρέχει εἰς τὴν ἐκκλησίαν, καὶ πίπτοντας γονυκλιτῶς εἰς τὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου, ἀσπάζεται αὐτὴν πολλάκις, ὥστε ὁποῦ ὅλοι οἱ ἐκεῖ παρόντες ἐθαύμασαν του ἀνδρὸς τὴν ἀλλοίωσιν καὶ τὴν ὄψιν τὴν νεκρικὴ ὁποῦ εἶχε. Ἐμβαίνοντας λοιπὸν μέσα εἰς τὸ ἅγιον βῆμα, ἐδιηγήθη ἐκεῖνο ὁποῦ ἔπαθε ὑπὸ τοῦ σατανᾶ διὰ τὴν ἀπιστία του καὶ ἀμάθεια. Τότε τοῦ λέγει ἕνας ἀδελφός· ἡ μικρὰ εἰκών, πάτερ, δὲν ἔχει καμία διαφορὰ ἀπὸ τὴν μεγάλην, ἐὰν ἡ πίστις καὶ ἡ εὐλάβεια γίνεται μὲ πόθον ζέοντα, μὲ νοῦν καθαρόν, καὶ μὲ σῶμα ἁγνό· ὅθεν πρόσεχε ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ εἰς τὸ ἑξῆς νὰ ἀποδίδῃς πάντοτε τὴν ὀφειλομένη τιμὴν πρὸς τοὺς ἁγίους καὶ πρὸς τὰς ἱερὰς αὐτῶν εἰκόνας, εἴτε μικρός, εἴτε μεγάλας· καὶ οὕτω πληροφορηθεὶς ὁ ἀδελφός, ἔδωκε δόξα εἰς τὸν Θεόν, καὶ εὐχαριστία εἰς τὸν ἅγιο. 
Ἡ δόξα τοῦ Ἁγίου 
λλος τὶς ἀδελφός, Γεράσιμος τὸ ὄνομα, ἔστεκε εἰς τὴν παννυχίδα τοῦ Ὁσίου μὲ πολλὴν εὐλάβεια καὶ πόθον ἀνείκαστον, ἀκροαζόμενος τὰ ἀνδραγαθήματα τοῦ Ὁσίου· τοὺς πειρασμοὺς ὁποῦ δοκίμασε ἀπὸ τὸν διάβολο τὴν ὑπακοὴ ὁποῦ ἔκαμε εἰς τὸν θεῖον του γέροντα· τὴν μεγάλην ὑπομονὴ ὁποῦ εἶχε· ταῦτα λέγω καὶ τὰ λοιπὰ ἀκούων, ἐθαύμασε καὶ ἀποροῦσε εἰς τὸν ἑαυτόν του, διότι δὲν εἶχεν ἀκούσει ταῦτα ποτέ· Τί οὖν γίνεται; Ἐν τῷ καιρῷ τῆς λιτῆς, ἐξῆλθον ὅλοι εἰς τὸν νάρθηκα, οἱ ψάλται ὁμοῦ καὶ ὁ ἱερεὺς μετὰ τοῦ διακόνου, βαστάζων καὶ τὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου, κατὰ τὸ ἔθος τῆς μονῆς· ὁ δὲ ἀδελφὸς ἐκεῖνος δὲν βγῆκε, ἀλλ᾿ ἔμεινε ἐν τῷ ναὸ συλλογιζόμενος τὴν δόξα ὁποῦ ἔχουν οἱ ἅγιοι, ὄχι μόνον εἰς τοὺς οὐρανούς, ἀλλὰ καὶ εἰς τὴν γῆν. Ταῦτα καὶ τοιαῦτα διαλογιζόμενος ὁ Γεράσιμος, (ὢ τοῦ θαύματος!) βλέπει ὁλοφάνερα μὲ τοὺς σωματικοὺς ὀφθαλμοὺς μίαν νεφέλη, τῆς ὁποίας τὸ εἶδος ἦταν ἀκατανόητο καὶ ἡ θεωρία λαμπρόχρυσος, ἥτις σκέπαζε ὅλον τὸ θυσιαστήριο ὁμοῦ καὶ τὴν εἰκόνα τοῦ Ὁσίου ὁποῦ ἦτον εἰς τὸ σύνθρονο, καὶ ὅλα τὰ φῶτα, καὶ πάντας τοὺς ἐκεῖ εὑρεθέντες, καὶ ἔστεκε τρόπον τινά, καὶ φώτιζε πάντα, ἕως οὗ τελείωσε ἡ λιτή. Ὅταν δὲ ἄνοιξε ἡ πύλη τοῦ νάρθηκος, καὶ ἄρχισε ὁ δεξιὸς χορὸς νὰ ψάλλῃ τὰ ἀπόστιχα, ἐπάρθη ἡ θεία ἐκείνη θεωρία τῆς νεφέλης εἰς τὰ ὕψη, καὶ ἔμεινε πάλιν τὸ ἱερόν, καθὼς καὶ τὸ πρότερον. Τότε ὁ ἀδελφὸς ἐκεῖνος ἐδιηγήθη τὴν δρᾶσιν εἰς ἄλλον ἀδελφόν, ὅστις καὶ τοῦ εἶπε μὲ λύπην πολλὴν διατί, ἀδελφέ, δὲν ἔδωκες εἴδησιν καὶ εἰς ἐμέ, νὰ θεωρήσω τὴν δόξα ταύτην τοῦ Ἁγίου; Καὶ ἐκεῖνος τοῦ ἀπεκρίθη· δὲν μοῦ ἔκανε καρδίαν, ἀγαπητέ, ὄχι μόνον τὸ σῶμα μου νὰ μετατοπίσω, ἀλλ᾿ οὐδὲ τοὺς ὀφθαλμούς, μόνον ἠδυνόμην εἰς τὴν γλυκύτατη ἐκείνη θεωρίαν, καὶ οἱ ὀφθαλμοί μου ἐκεῖ ἐνητένιζον καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεὸν καὶ παρεκάλουν τὸν Ἅγιον, ἵνα διὰ πρεσβειῶν τοῦ ἀξιωθῶ νὰ θεωρήσω καὶ τὴν ἀληθινὴ ἐκείνη δρᾶσιν τῆς ἁγίας Τριάδος, ὄχι ἐν ἐσόπτρῳ καὶ αἰνιγματωδῶς, ὡς ἐδῶ, κατὰ τὸν μακάριο Παῦλο, ἀλλὰ πρόσωπον πρὸς πρόσωπον, τὸ ὁποῖον βλέπουσι διὰ παντὸς καὶ οἱ ἅγιοι ἄγγελοι ἐν οὐρανῷ. Ταῦτα ἀκούων ὁ ἀδελφός, ἀναχώρησε χαίροντας. 
Μίαν φορὰν τῆς 28ης τοῦ παρόντος Δεκεμβρίου μηνὸς ἐγγιζούσης, ἐγίνετο ἡ ἑτοιμασία διὰ νὰ τελεσθῆ ἡ παννυχὶς τοῦ Ὁσίου· τὴν παραμονὴ δὲ ἐφαίνετο ἡ ἥμερα πάνυ λαμπρά. Μετὰ δὲ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου, γίνεται εὐθὺς ταραχὴ καὶ ζάλη φοβερά, ἀέρας σφοδρός, βροχὴ ραγδαία, χειμὼν φοβερός, ὥστε ὅπου ἔπιπτε τόσον πολὺ πλῆθος χιόνος, εἰς τρόπον ὁποῦ καὶ τὰ δένδρα σκέπασε, καὶ τοὺς δρόμους καὶ τὰς κορυφὲς τῶν βουνῶν, καὶ ὅλος ὁ φαινόμενος τόπος ἔγινε ἕνα ἴσωμα· οὐ μόνον δὲ τοῦτο, ἀλλὰ καὶ τόσος ἀνεμοστρόβιλος ἀκολούθησε τῇ νυκτὶ ἐκείνη, ὅπου ὅλοι οἱ εὑρεθέντες ἐφοβήθησαν καὶ ἔλεγαν ὅτι καὶ αὐτὸς ὁ κουμπὲς τοῦ καθολικοῦ ἔχει νὰ παρθῇ ἀπὸ τὸν ἄνεμον, καὶ νὰ ριφθῇ εἰς τὸ βάθος τοῦ λάκκου· ἕνας δὲ ἀδελφὸς ἀπὸ τοὺς ἑορταστὰς τρέχει νὰ θεωρήσῃ τί γίνεται ὁ κόσμος ἔξω, καὶ πηγαίνοντας εἰς τὸ δοξᾶτον κατὰ τὸ δυτικὸ μέρος καὶ προβαίνοντας, ἐξέστη ἀπὸ τὸν φόβον του, εἶδε γὰρ τοιοῦτον θέαμα φοβερόν. Ἤγουν, εἶδεν ὡσὰν νὰ ἐξῆλθεν ἕνα φῶς τρισάκτινον ἐκ τοῦ ἁγίου σπηλαίου τοῦ Ὁσίου, καὶ ἀνέβαινε τρεῖς φορὲς μέχρι τοῦ παρεκκλησίου τοῦ ἄνωθεν ὄντως τοῦ σπηλαίου, καὶ πάλιν τρεῖς φορὲς κατέβη καὶ ἔμεινε ἐν τῷ σπηλαίῳ· λαμπρὸν καὶ εἰς τὴν ὄψιν, γλυκύτατον καὶ εἰς τὴν καρδίαν φανέρωνε δὲ τοῦτο, ὅτι ὁ Σίμων μὲ τὸ νὰ τελείωσε ἐν τῷ σπηλαίῳ τὰ τρία ἔτη τῆς ἑαυτοῦ ζωῆς, ἀνέβη εἰς τὸ ἐπουράνιον κατοικητήριον, ἔνθα ἦχος καθαρὸς ἑορταζόντων καὶ φωνὴ ἀγαλλιάσεως, ἔνθα φῶς τὸ ἀληθινὸ τῆς ἁγίας Τριάδος. 
Τρέχει ὁ ἀδελφὸς ἐκεῖνος εἰς τὴν ἐκκλησίαν, καὶ εὐθὺς ἤκουσε ἐν τῷ θυσιαστηρίῳ παρὰ τοῦ Ἱερέως νὰ λέγῃ: Δόξα τὴ ἁγίᾳ καὶ ὁμοουσίῳ καὶ ζωοποιῷ καὶ ἀδιαιρέτῳ Τριάδι, καὶ τὰ ἑξῆς. Ἐδιηγήθη οὖν τὰ ὀραθέντα ὁ ἀδελφὸς τῷ λογιωτάτῳ κὺρ Γεδεών, ὁ δὲ ἀπεκρίθη, σιώπα, ἀδελφέ, καὶ κρύπτε μυστήρια Θεοῦ· ψαλλομένων δὲ τῶν τριαδικῶν ὕμνων, ἤγουν τοῦ Ἀνοίξαντός σου τὴν χεῖρα, καὶ τῶν λοιπῶν, ἐπῆγε δεύτερον ὁ ἀδελφὸς ἐκεῖνος νὰ θεωρήσᾳ, ἄρα μένει τὸ φῶς ἐκεῖνο ἔτι; Καὶ τὸ μὲν τρισάκτινον ἐκεῖνο φῶς δὲν θεώρησε, μόνον εἶδεν ὅτι τὸ ἅγιον σπήλαιον ἔλαμπε... 
Ταῦτα τὰ ὀλίγα θαύματα τοῦ Ὁσίου ἐδιηγήθημεν, διὰ νὰ καταλάβῃ κάθε ἕνας πόσην παρρησίαν ἔχει πρὸς τὸν Χριστὸν ὁ θεῖος Σίμων· οὗ ταῖς πρεσβείαις ἀξιωθείημεν καὶ ἡμεῖς τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ· ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος σὺν τῷ ἀνάρχῳ αὐτοῦ Πατρὶ καὶ τῷ παναγίῳ καὶ ζωοποιῷ αὐτοῦ Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεί, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. 
ΕΚΔΟΣΙΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΣΙΜΩΝΟΣ ΠΕΤΡΑ 1990

Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2024

Αντίστροφα γενέθλια ή: μια πασχαλινή εικόνα των Χριστουγέννων!



Αντίστροφα γενέθλια ή: μια πασχαλινή εικόνα των Χριστουγέννων! 
Του Θανάση Ν. Παπαθανασίου 
Εκκλησιαστική εικόνα, δηλαδή εικόνα που αφορά την χριστιανική λατρεία, είναι η απεικόνιση κάποιας μορφής (του Χριστού, της Παναγίας ή αγίων) με οιονδήποτε τρόπο, αρκεί η εν λόγω μορφή να είναι αναγνωρίσιμη - κι έτσι να δηλώνεται η ταυτότητα του συγκεκριμένου προσώπου. Αυτό σημαίνει ότι οι εικόνες μπορούν να φτιαχτούν με οιαδήποτε τεχνοτροπία, παραδοσιακή ή μοντέρνα*. Εδώ ωστόσο θα σταθώ στις εικόνες του βυζαντινού τρόπου, οι οποίες κατεξοχήν βρίσκονται σήμερα στις εκκλησίες. 
Ο βυζαντινός τρόπος αποτελεί πλούσια εικαστική γλώσσα. Γλώσσα φτιαγμένη όχι με ήχους ή με γράμματα, αλλά με σχήματα και χρώματα. Εδώ λοιπόν θα στήσω αυτί (για την ακρίβεια: θα στήσω μάτι) σε κάτι που έχει να μας πει η βυζαντινή εικόνα της Γέννησης του Χριστού. Είναι σπουδαία προίκα το ότι ο άνθρωπος δύναται να στήνει αυτί (ή: να στήνει μάτι). Αν παραπετάξει αυτή του την προίκα, τότε χάνονται νοήματα, όπως για παράδειγμα χάνεται ένα τραγούδι όταν συναντά ντουβάρι αντί για αυτιά, όπως χάνεται η ευκαιρία για προβληματισμό όταν προσκρούσει σε αντιθρησκευτικό φανατισμό, όπως χάνεται η δυνατότητα για φως όταν η θρησκοληψία χρησιμοποιεί τις εικόνες σαν μαγικά αντικείμενα…  
Αν λοιπόν παρατηρήσουμε την βυζαντινή εικόνα των Χριστουγέννων, θα εντοπίσουμε κάποια στοιχεία που θυμίζουν… πλαστογραφίες! Σύμφωνα με τα ευαγγέλια η γέννηση του Χριστού έγινε σε στάβλο και η Παναγία απίθωσε το νεογέννητο σε παχνί ζώων. Στην εικόνα όμως βλέπουμε σπηλιά, κι αντί για παχνί βλέπουμε μια κτιστή κατασκευή σαν τάφο, με τις φασκιές να θυμίζουν σάβανα! Μπορεί λοιπόν να παραπονεθεί κανείς ότι η εικόνα αυτή δεν αποτυπώνει με ακρίβεια ό,τι έγινε, δηλαδή ότι δεν λειτουργεί σαν φωτογραφία. 
Γιατί άραγε αυτές τις αλλαγές; Ο βυζαντινός τρόπος βέβαια διαμορφώθηκε σε μακρά πορεία διαλόγου με την γύρω του κοινωνική συνάφεια, αλλά εδώ θα κάνω μόνο μερικές επισημάνσεις που αφορούν το νόημα της γιορτής. 
Στόχος της εν λόγω εικόνας είναι ακριβώς να μην λειτουργήσει σαν φωτογραφία. Ας σκεφτούμε: Τι κάνει μια φωτογραφία που φιλοδοξεί να αποτυπώσει με ακρίβεια μια χρονική στιγμή; Αιχμαλωτίζει την στιγμή, και από κει και πέρα ο άνθρωπος που στέκει μπροστά στην φωτογραφία εισπράττει το μήνυμα ότι ο ίδιος αδιάκοπα απομακρύνεται από το αποτυπωμένο γεγονός όσο περνά ο χρόνος. Ακόμα κι αν ο άνθρωπος αναπολεί το φωτογραφημένο, καθαυτό το γεγονός είναι κάτι τελειωμένο - περίκλειστο στο παρελθόν. 
Αντίθετα προς αυτή την λογική της φωτογραφίας, η εν λόγω εικόνα σκαρφίζεται τρόπους ώστε να μιλήσει για κάτι ριζικά διαφορετικό: όχι απλώς για την αναπόληση, αλλά για την «προέκταση» του γεγονότος στο μέλλον! Βγάζει μάτι το ότι η βυζαντινή εικόνα είναι ηθελημένα τσακωμένη με την κλασική έννοια της προοπτικής, του βάθους. Βάθος έχει κάθε φωτογραφία, δηλαδή όσοι βρίσκονται μπροστά αποτυπώνονται (όπως είναι φυσικό) μεγάλοι σε μέγεθος, κι όσοι είναι παραπίσω αποτυπώνονται μικρότεροι. Στην βυζαντινή εικόνα όμως αίρεται το βάθος, δηλαδή η πιστότητα στο παρελθόν. Βλέπουμε, για παράδειγμα, ότι η Παναγία, βρίσκεται παραμέσα, αλλά εικονίζεται μεγαλύτερη από αυτούς που βρίσκονται σε πρώτο πλάνο. Η εικόνα δημιουργεί άλλο βάθος, αντίστροφα: Όχι από την επιφάνεια της εικόνας προς τα μέσα της, αλλά από την επιφάνεια της εικόνας προς τα έξω της: προς τον άνθρωπο ο οποίος σήμερα στέκει μπροστά της. Η εικόνα δηλαδή γίνεται τρισδιάστατη σε σχέση με το εκάστοτε σήμερα. 
Τα Χριστούγεννα δεν είναι ακριβώς γιορτή γενεθλίων. Παρ’ όλη την τρυφερότητα με την οποία γιορτάζουμε τα γενέθλια μικρών και μεγάλων, αν τολμήσουμε να στοχαστούμε δίχως πλασέμπο, θα αναγνωρίσουμε ότι τα γενέθλια στην πραγματικότητα σημαίνουν την αδιάκοπη φθορά μας: την ασταμάτητη απομάκρυνση από την γέννησή μας και το ξέφρενο πλησίασμα στο τελείωμά μας. Αυτή είναι η αλήθεια, με όσα ωραία λόγια κι αν την κουκουλώνουμε. Είναι μια πικρή νομοτέλεια. Και η μόνη πιθανότητα να ρηγματωθεί αυτή η νομοτέλεια, θα προκύψει μόνο αν εισβάλει μία έκπληξη, αν μια επανάσταση φέρει ανατροπή. Ώστε η κίνηση της ζωής να γίνει όχι από την ζωή προς τον θάνατο, αλλά από τον θάνατο προς την ζωή! Ιδού ο εορτασμός των Χριστουγέννων ως εορτασμός αντίστροφων γενεθλίων! 
Για την χριστιανική συνείδηση ο Θεός δεν έκανε απλώς μια περατζάδα από την ανθρώπινη ζωή. Αντιθέτως, έγινε κυριολεκτικά άνθρωπος. Έκανε ζωή του την πραγματικότητα του ανθρώπου: την πείνα, την δίψα, την τραγικότητα, την ελπίδα. Η Βηθλεέμ λοιπόν δεν είναι ένα κλείσιμο, αλλά ένα ξεκίνημα. Αυτό που ξεκίνησε εκεί, ολοκληρώνεται στην Σταύρωση. Αυτό μας ψιθυρίζει ο τάφος που βλέπουμε στην βυζαντινή εικόνα της Γέννησης. Εξηγούμαι: 
Στον Γολγοθά ολοκληρώθηκε η πρόσληψη και των τελευταίων στοιχείων της ανθρώπινης συνθήκης: του άδικου, της οδύνης, της προδοσίας, της εγκατάλειψης, του θανάτου. Δεν θα ήταν αληθινή η ενανθρώπησή του (αυτό που έγινε στη Βηθλεέμ) αν ο ίδιος δεν βίωνε και αυτές τις πραγματικότητες της ανθρώπινης ζωής - για να τις οδηγήσει στην απελευθέρωση που σημαίνεται με την Ανάσταση. Και η Ανάσταση αφορά όλη τη ζωή, το σύμπαν. Ζωγραφίζοντας τα ζώα σαν μπροστά σε παχνί, η εικόνα κρατά τον στάβλο με όλα τα συμφραζόμενά του: ο Θεός καταφτάνει στην ανθρώπινη εσχατιά, στο περιθώριο˙ δεν γεννιέται ούτε σε παλάτι, ούτε σε σπίτι, ούτε καν σε πανδοχείο. Ταυτόχρονα όμως η εικόνα αυτό το τοποθετεί μέσα στα σπλάχνα της γης: σε σπηλιά. Η Γέννηση είναι «καταδρομική» εισβολή στο σκοτάδι, δηλαδή στην δεσποτεία της φθοράς, του άδικου, του παραλογισμού, ακριβώς για να την ρηγματώσει. Πλησιάζουν Χριστούγεννα, μυρίζει Ανάσταση! 
Ναι, χάριν της Ανάστασης έγινε η Χριστού Γέννα! Ώστε να γκρεμιστεί το αδιέξοδο πάνω στο οποίο ο θάνατος συνθλίβει το κάθε τι, και ώστε πάνω από τα χαλάσματα του αδιέξοδου να ανοίξει προοπτική με ορίζοντες απεριόριστους! Ενώ όλοι πεθαίνουμε αναπόφευκτα, επειδή γεννηθήκαμε, ο Χριστός γεννήθηκε ηθελημένα για να πεθάνει, και να πεθάνει τον θάνατο. Πράξη δηλαδή υπαγορευμένη από την ελευθερία και μόνο: από την παθιασμένη αγάπη και την απόλυτη αλληλεγγύη. Ώστε η αγάπη να υπερισχύσει του θανάτου, κι όχι ο θάνατος να τερματίζει την αγάπη. 
Προφανώς ακούγεται θεοπάλαβο. Μα, η πληρέστερη ανταλλαγή ευχών για τον εορτασμό των αντίστροφων γενεθλίων είναι, νομίζω, δυο φράσεις: 
Χριστός γεννάται, καλή Ανάσταση! 
* Για όσους τυχόν ανησυχήσουν με αυτή την ευρύτητα, τους προτείνω να δουν τι έχει ορίσει η 7η Οικουμενική Σύνοδος (787), καθώς και ο άγιος Θεόδωρος Στουδίτης (759-826).

Θανάσης Ν. Παπαθανασίου
Αν. Καθηγητής της Ανώτατης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Αθήνας
Διευθυντής του περιοδικού «Σύναξη»

Ανάρτηση από: https://geromorias.blogspot.com/

Δημοφιλείς αναρτήσεις