Ο μέγας αυτός μάρτυρας του φωτός του Αγίου Πνεύματος ανέτειλε σαν νέος αστέρας πάνω από τη ρωσική γη στις 19 Ιουλίου του 1759, εποχή που το πνεύμα του Διαφωτισμού κατέκλυζε Ευρώπη και Ρωσία, προετοιμάζοντας από ενωρίς τους σκοτεινούς αιώνες της αθεΐας και των διωγμών. Γιος ευσεβών εμπόρων της πόλης Κουρσκ, ανατράφηκε με ευσέβεια και αγάπη για την Εκκλησία και ήδη στη νεότητά του αξιώθηκε να ιαθεί με θαύμα της Παναγίας. Στα δεκαεπτά του χρόνια εγκατέλειψε τον κόσμο, με την ευλογία της μητέρας του, και εισήλθε στη Μονή του Σάρωφ, στην επαρχία του Ταμπώφ, όπου γρήγορα έγινε πρότυπο υπομονής και μοναχικών αρετών. Με χαρά και προθυμία εκτελούσε και τις πιο κοπιαστικές εργασίες για τη διακονία των αδελφών, νήστευε για να κατανικήσει τις ορμές της σαρκός και φύλαγε νυχθημερόν τον νου του προσηλωμένο στη μνήμη του Θεού με τη νοερά προσευχή. Ύστερα από λίγο καιρό αρρώστησε βαριά και, παρά τους πόνους του, αρνιόταν τη βοήθεια των ιατρών, ζητώντας αποκλειστικά το μόνο φάρμακο που αρμόζει σε αυτούς που έχουν απαρνηθεί τα πάντα για τον Θεό: τη θεία Κοινωνία. Όταν του έφεραν την αγία Μετάληψη, του παρουσιάσθηκε η Παναγία μέσα σε ένα έντονο φως, συντροφευμένη από τον Απόστολο Πέτρο και τον Ιωάννη τον Θεολόγο, και τους είπε δείχνοντας τον νεόφυτο μοναχό: «Αυτός εδώ είναι από το δικό μας γένος!». Λίγο καιρό αργότερα ιάθηκε πλήρως και οικοδόμησε ένα νοσοκομείο στον τόπο του οράματος.
Ύστερα από οκτώ χρόνια ως δόκιμος, εκάρη μοναχός και έλαβε το όνομα Σεραφείμ («πυρφόρος»), όνομα που τον κέντριζε να μιμείται με ακόμη περισσότερο ζήλο τους ασώματους αυτούς υπηρέτες του Θεού που φλέγονται από αγάπη και λατρεία. Όταν χειροτονήθηκε διάκονος, προσευχόταν νύχτες ολόκληρες πριν συμμετάσχει στη θεία Λειτουργία. Και καθώς πρόκοβε αδιάκοπα στον ενάρετο βίο, ο Κύριος τού επιδαψίλευε σε ανταπόδοση πολλές οράσεις, εκστάσεις και πνευματικές παραμυθίες. Καθοδηγούμενος με την πρακτική σοφία από τους γέροντες, δεν καυχιόταν ματαιόδοξα για την εύνοια του Θεού. Απεναντίας, τα βιώματα αυτά γίνονταν αφορμή να βυθίζεται ακόμα περισσότερο στην ταπείνωση και την αυτομεμψία και να αποζητά ακόμη πιο πολύ την ιερή ησυχία.
Λίγο καιρό μετά τη χειροτονία του σε πρεσβύτερο και τον θάνατο του πνευματικού του πατέρα, του δόθηκε ευλογία να ζήσει στην ησυχία, βαθιά στο δάσος, έξι με επτά χιλιόμετρα από το μοναστήρι και να κτίσει μια ξύλινη καλύβα τριγυρισμένη με περιβολάκι, πάνω σ’ έναν λόφο που ονόμασε «Άγιον Όρος» (Άθω). Εκεί περνούσε όλη την εβδομάδα, παρεκτός τις Κυριακές και τις εορτές που πήγαινε στο μοναστήρι, περνώντας όλο τον καιρό του με προσευχή, μελέτη και θεάρεστη σκληραγωγία της σαρκός. Καθεμιά από αυτές τις δραστηριότητες ήταν μια ακόμη ευκαιρία να υψώνει τη σκέψη του στα θεία. Αγνοούσε κάθε τι κοσμικό ή σαρκικό και υπέφερε υπομονετικά το χειμερινό ψύχος και τις εφόδους των εντόμων το καλοκαίρι, πανευτυχής που μοιραζόταν έτσι μυστικά τις θλίψεις του Κυρίου για να εξαγνίσει τη ψυχή του. Όπου πήγαινε, κουβαλούσε μαζί του ένα χοντρό Ευαγγέλιο δεμένο στην πλάτη του, σαν τα «βάρη του Χριστού», και μετακινούνταν στα διάφορα μέρη του δάσους στα οποία είχε δώσει ονόματα ιερών τόπων («Βηθλεέμ», «Ιορδάνης», «Θαβώρ», «Γολγοθάς»…), έτσι ώστε να μελετά αλλά και να βιώνει τις αντίστοιχες ευαγγελικές περικοπές. Με αυτή την χριστοκεντρική ένταση βίωνε καθημερινά τη ζωή και τα Πάθη του Κυρίου. Η αδιάλειπτη μελέτη της Αγίας Γραφής δεν του παρείχε μόνο γνώση της αλήθειας, αλλά και κάθαρση ψυχής και συντριβή της καρδιάς τόσο, ώστε πέρα από την αποστήθιση των ιερών ακολουθιών στις ορισμένες ώρες και τις χίλιες καθημερινές μετάνοιές του, μπορούσε να προσεύχεται αδιάλειπτα, με βυθισμένο τον νου στην καρδιά. Τρεφόταν στην αρχή με ψωμί που έψηναν στο μοναστήρι, ύστερα μόνον από τα κηπευτικά του περιβολιού του. Συχνά-πυκνά, αποστερούσε τον εαυτό του από το μερίδιό του για να το μοιράσει στα ζώα που έρχονταν κοντά στην καλύβα του, ιδιαίτερα σε μια θεόρατη αρκούδα που είχε γίνει κατοικίδια σαν γάτα.
Βλέποντας αυτή τη θεάρεστη βιοτή, τόσο συγγενική με εκείνη των ασώματων Δυνάμεων, ο προαιώνιος εχθρός του ανθρωπίνου γένους, ο διάβολος, καθαρά από ζηλοφθονία, έστρεψε πάνω στον αγαθό ασκητή του Χριστού τις συνηθισμένες του επιθέσεις: επηρμένες σκέψεις, θορύβους, τρομακτικά ενύπνια, κλπ. Ο άγρυπνος όμως αγωνιστής της Χάριτος τα απέκρουε όλα αυτά με την προσευχή και το σημείο του Σταυρού. Καθώς ο αόρατος πόλεμος των λογισμών γινόταν ολοένα και πιο πιεστικός, ο άγιος αποφάσισε να αποπειραθεί έναν αγώνα αντάξιο των υψηλών κατορθωμάτων των παλαιών στυλιτών: πέρασε χίλια ημερόνυχτα, όρθιος ή γονατιστός πάνω σ’ έναν βράχο, επαναλαμβάνοντας εκ βάθους καρδίας την προσευχή του τελώνη: «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι, τῷ ἁμαρτωλῷ!» (Λουκ. 18, 13). Με τον τρόπο αυτό απαλλάχθηκε οριστικά από τους πονηρούς λογισμούς.
Όμως ο διάβολος δεν παραδεχόταν ακόμη την ήττα του και, έτσι, έστειλε εναντίον του τρεις ληστές, οι οποίοι εξαγριωμένοι που δεν βρήκαν πάνω στον ακτήμονα μοναχό τα λεφτά που έλπιζαν να βρουν, τον έδειραν με ρόπαλα και με την ανάστροφη του τσεκουριού και, στο τέλος, τον εγκατέλειψαν ημιθανή, αιμόφυρτο με τσακισμένα τα κόκαλα. Μολονότι ήταν γεροδεμένος, ο πράος και ανεξίκακος Σεραφείμ δεν θέλησε να αντισταθεί, και παραδόθηκε στα χτυπήματά τους φρονώντας ότι συμμετέχει έτσι στο Πάθος του Κυρίου του. Παρά την αξιοθρήνητη κατάστασή του, κατάφερε να συρθεί ως το μοναστήρι, όπου, ύστερα από πέντε μήνες βασάνων, θεραπεύθηκε θαυματουργικά μετά από εμφάνιση της Παναγίας, παρόμοια εκείνης που βίωσε όταν ήταν δόκιμος. Παρέμεινε ωστόσο σκυφτός σαν ραχιτικός μέχρι την κοίμησή του, περπατούσε στηριγμένος πάντα σ’ ένα ραβδί και κάθε μετακίνηση ήταν γι’ αυτόν πραγματικά επώδυνη.
Η αναπηρία αυτή του επέτρεψε να αναρριχηθεί έναν ακόμη βαθμό στην ουρανοδρόμο κλίμακα που είχε στηθεί γι’ αυτόν και να επιχειρήσει, από το 1807 ως το 1810, τον αγώνα της σιωπής στην ησυχία. Μόλις αποκαταστάθηκε η υγεία του και ανέλαβε, ξαναγύρισε στην «έρημό» του και, καθώς δεν μπορούσε να έρχεται τακτικά στο μοναστήρι, έπαψε συνακόλουθα να δέχεται και να απευθύνει τον λόγο σε οποιονδήποτε. Κάθε φορά που συναντούσε κάποιον μέσα στο δάσος, έκανε εδαφιαία υπόκλιση μπροστά του, αμίλητος, έως ότου εκείνος απομακρυνόταν. Μπορούσε έτσι να κρατάει τον νου του προσηλωμένο στον Θεό, δίχως διακοπή και δίχως περισπασμούς. Στο μεταξύ, ο ηγούμενος της μονής εκοιμήθη και ορισμένοι μοναχοί άρχισαν να δείχνουν ζωηρή αντιπάθεια για τον άγιο ερημίτη, κατηγορώντας τον ότι αποχωρίζεται από τη θεία Κοινωνία. Τον διέταξαν τελικά να επιστρέψει στο μοναστήρι. Ο Σεραφείμ υπάκουσε χωρίς καμία αντίρρηση και εγκαταστάθηκε σ’ ένα στενό κελί, όπου εγκαινίασε μια νέα περίοδο στον ασκητικό του βίο: αυτή του εγκλεισμού. Στην είσοδο είχε βάλει το φέρετρό του, όπου του άρεσε να κάθεται προσευχόμενος· και στο κελί του, όπου δεν έμπαινε ποτέ κανένας, είχε για στρώμα ένα τσουβάλι πέτρες, έναν κορμό δέντρου για κάθισμα και μια εικόνα της Παναγίας της «Γλυκοφιλούσας» που ο ίδιος την αποκαλούσε «Η των πάντων χαρά», μπροστά στην οποία έκαιγε ακοίμητο καντήλι. Ζούσε μέσα σε απόλυτη σιωπή, αυξάνοντας τις εκούσιες στερήσεις, μελετώντας και ερμηνεύοντας ο ίδιος κάθε εβδομάδα ολόκληρη την Καινή Διαθήκη, προσευχόμενος αδιάκοπα, με την καρδία νήφουσα, μην έχοντας άλλους, εκτός από τους αγγέλους και τους αγίους, ως μοναδικούς μάρτυρες των συχνών εκστάσεών του και των νοερών αρπαγών του στα ουράνια δώματα.
Ύστερα από πέντε χρόνια εγκλεισμού, άνοιξε την πόρτα του, αφήνοντας να εισέλθουν όσοι ήθελαν να τον δουν, χωρίς όμως να διακόψει τη σιωπή του, ακόμη και για τους πιο επίσημους επισκέπτες. Το 1825, καθώς η ίδια η Παναγία τού αποκάλυψε πως ήρθε η ώρα να εγκαταλείψει την ησυχαστική ζωή, άρχισε να προσφέρει τους καρπούς της εμπειρίας του στους άλλους: τους μοναχούς πρώτα, που τους παρότρυνε στην τήρηση των μοναστικών κανόνων και στον ζήλο για τα έργα του Θεού· τους λαϊκούς ύστερα, που ο αριθμός τους μεγάλωνε γοργά. Έχοντας κοινωνήσει εκούσια στο Πάθος του Κυρίου, μετά από σαράντα επτά χρόνια ασκητικής ζωής, και περνώντας διαδοχικά από τα στάδια του κοινοβιάτη, του ησυχαστή, του στυλίτη και του έγκλειστου, αυτός ο γέροντας ντυμένος στα λευκά, κυρτωμένος πάνω στο ραβδί του, στρεφόταν προς τους ανθρώπους, έμπλεος Χάριτος και Φωτός από το Άγιο Πνεύμα, για να εκπληρώσει στην εντέλεια το ανώτερο αξίωμα της πνευματικής πατρότητος («Στάρτσεστβο») και να καταστεί για ολόκληρο τον ρωσικό λαό ένας αληθινός «απόστολος», μάρτυρας και κήρυκας της Αναστάσεως. Η πόρτα του έμενε ανοιχτή σε όλους ως το βράδυ. Χαιρετούσε τους επισκέπτες του χαρωπός, λέγοντάς τους: «Χαρά μου, Χριστός ανέστη!» και επιδείκνυε μια ξεχωριστή εύνοια απέναντι στους αμαρτωλούς που προσέρχονταν προς αυτόν μετανιωμένοι, όπως ο άσωτος υιός στον Πατέρα του (Λουκ. 15, 11). Η υπερφυσική πραότητά του προσείλκυε ακόμη και τους πιο σκληρούς· η ταπείνωσή του έκαμπτε τους υπερήφανους και τους έκανε να κλαίνε σαν παιδιά. Για τους αριστοκράτες όπως και για τους ανθρώπους του λαού, το κελί του «πτωχού Σεραφείμ» έμοιαζε κυριολεκτικά με προθάλαμο του ουρανού.
Μια συζήτηση μαζί του ή μια απλή ευλογία από αυτόν, γινόταν αληθινή συνομιλία με τον Θεό, που μπορούσε να αλλάξει ριζικά τον προσανατολισμό της ζωής τους. Με το διορατικό του χάρισμα, διείσδυε στα μυστικά των καρδιών και τα φανέρωνε στους εξομολογούμενους που δεν τολμούσαν να τα ομολογήσουν· απαντούσε σε γράμματα χωρίς να χρειάζεται να τ’ ανοίξει και ήξερε να δίνει στον καθένα την κατάλληλη συμβουλή, παρηγοριά, ενθάρρυνση ή επίπληξη. Όντας ολότελα παραδομένος στο θείο θέλημα, τους έλεγε χωρίς άλλη σκέψη τον πρώτο λόγο που ο Θεός τού αποκάλυπτε και πάντα αποδεικνυόταν εκ των πραγμάτων ο πλέον κατάλληλος λόγος. Έκανε πολλές θαυματουργικές ιάσεις, αλείφοντας τους ασθενείς με το λάδι του καντηλιού που έκαιγε ακατάπαυστα στο κελί του, ή στέλνοντάς τους να πιουν από το νερό της πηγής που μετέπειτα επονομάσθηκε «Πηγή του Πατρός Σεραφείμ», σε μικρή απόσταση από το μοναστήρι, στην κοντινή «έρημό» του, όπου του άρεσε να περνάει τα απομεσήμερα. Τόσα ήταν τα αιτήματα να προσευχηθεί για τους ζώντες και τους κεκοιμημένους, που του ήταν αδύνατο να μνημονεύει όλα τα ονόματα. Άναβε για τον καθένα ένα κερί στο κελί του, που υπερθερμαινόταν και ήταν σταθερά καταυγασμένο από εκατοντάδες φλόγες, ίδιες με ψυχές ζωντανές. Ο Θεός τού παραχώρησε και το προφητικό χάρισμα, οπότε προέβλεψε μελλοντικά γεγονότα τόσο για συγκεκριμένα πρόσωπα όσο και για ολόκληρη τη χώρα, όπως τον πόλεμο της Κριμαίας, τον λιμό και τη φρικτή δοκιμασία που καθαίμαξε την Εκκλησία και τον ρωσικό λαό, έναν αιώνα αργότερα. Τις διάφορες προφητείες του όμως τις έκρυβε πίσω από αινιγματικά λόγια, που δεν τα καταλάβαιναν, παρά αφού πρώτα πραγματοποιούνταν τα γεγονότα.
Ο πλούσιος γαιοκτήμονας Μοτοβίλωφ, που είχε θαυματουργικά ιαθεί από τον άνθρωπο του Θεού και είχε γίνει θερμός μαθητής του, τον ρώτησε μία ημέρα: «Ποιος είναι ο σκοπός της χριστιανικής ζωής;». Ο πατήρ Σεραφείμ τού αποκρίθηκε: «Είναι η απόκτηση του Αγίου Πνεύματος που λαμβάνουμε με τα αγαθά έργα που μας συνιστά η Εκκλησία και προπαντός με την προσευχή». Καθώς ο συνομιλητής τον πίεζε ρωτώντας τον για να μάθει επακριβώς τι είναι η Χάρη του Αγίου Πνεύματος, ο στάρετς ξαφνικά τον αγκάλιασε, τον κοίταξε κατάματα -το πρόσωπό του έλαμπε πιο πολύ από τον ήλιο το καταμεσήμερο- και του είπε προστακτικά: «Κοιτάξτε με, φίλε του Θεού, μη φοβάστε! Ζήτησα από τον Κύριο με όλη μου την καρδιά να σας αξιώσει να δείτε με τα σωματικά σας μάτια την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος. Και ιδού! Έχετε γίνει όπως κι εγώ, ολόφωτος. Έχετε πληρωθεί με τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος, διαφορετικά θα σας ήταν εντελώς αδύνατο να με αντικρίσετε έτσι φωτολουσμένο. Τι αισθάνεσθε;». Ο Μοτοβίλωφ απάντησε: «Μια γαλήνη και μια άφατη ειρήνη. Η καρδιά μου κατακλύζεται από χαρά που δεν εκφράζεται!». -«Και ακόμη;»-. «Μια θέρμη και μια ευωδία, που δεν έχω ξανανιώσει ποτέ!». -«Αυτή είναι η ευωδία του Αγίου Πνεύματος», αποκρίθηκε ο άγιος Σεραφείμ, «και αυτή η θέρμη δεν είναι εξωτερική, αφού βρισκόμαστε μεσ’ στο καταχείμωνο και ολόκληρο το δάσος γύρω μας είναι χιονοσκέπαστο, αλλά είναι μέσα μας, σύμφωνα με τον λόγο του Κυρίου μας που λέει: “Η Βασιλεία του Θεού είναι μέσα σας” (Λουκ. 17, 21)». Αυτή η θαυμάσια συνομιλία κράτησε πολύ ακόμη και στο τέλος ο άγιος Σεραφείμ ζήτησε από τον μαθητή του να την καταγράψει και να τη μεταδώσει σε όλο τον κόσμο. Το χειρόγραφο του Μοτοβίλωφ βρέθηκε πολύ αργότερα, το 1903, στην παραμονή της αγιοκατάταξης του αγίου Σεραφείμ. Από τότε διαδόθηκε ευρέως. Είναι το ύστατο φωτοφόρο και ελπιδοφόρο μήνυμα που ο άγιος, όσιος και προφήτης του Σαρώφ άφηνε στη Ρωσία. Στις διδαχές του έλεγε συχνά: «Χαρά μου, απόκτησε πνεύμα ειρήνης και τότε χιλιάδες ψυχές θα σωθούν κοντά σου!». Αυτή την εσωτερική ειρήνη, που είχε αποκτήσει με τίμημα τόσους μόχθους, τη σκόρπιζε ολόγυρά του ως χαρά και φως. Γι’ αυτό ο άγιος Σεραφείμ δεν άφησε πίσω του μια συγκεκριμένη διδασκαλία, αλλά μάλλον ένα ζωντανό και ευεργετικό πρότυπο ζωής.
Τότε που ήταν ακόμη διάκονος, η κτιτόρισσα της Μονής του Ντιβέγιεβο, λίγα χιλιόμετρα από το Σάρωφ, του είχε εμπιστευθεί την πνευματική καθοδήγηση του νεοσύστατου κοινοβίου. Όλη του τη ζωή, ο όσιος Σεραφείμ επέδειξε πατρική φροντίδα για τις αδελφές. Η αδελφότητα αυξήθηκε γρήγορα, παρά τις οικονομικές δυσκολίες. Ο όσιος Σεραφείμ την οργάνωσε σε αυστηρά κοινοβιακό τύπο, με την προτροπή: «Να έχετε πάντα τα χέρια στο εργόχειρο και τα χείλη στην προσευχή». Κατ’ εντολήν της Παναγίας, ίδρυσε ένα δεύτερο μοναστήρι, που αποκλήθηκε του «Μύλου», με τις πιο αγαπητές του αδελφές, στις οποίες έδωσε κανόνα βίου που ήταν βασισμένος στην άσκηση της νοεράς προσευχής. Δυστυχώς, μετά την κοίμηση του μεγάλου στάρετς, ο σατανάς υποκίνησε έναν φιλόδοξο και δολοπλόκο μοναχό, που προσπάθησε με κάθε μέσο να καταστρέψει τη φήμη και το έργο του αγίου: έκλεισε τον «Μύλο» και υπέβαλε τις μοναχές σε πλήθος ταλαιπωρίες.
Μια μέρα, λίγο καιρό πριν την εκδημία του, ο Σεραφείμ κάλεσε μια μοναχή του Ντιβέγιεβο και της ανήγγειλε σκεπάζοντάς την με τον μανδύα του: «Σε λίγο θα δεχθούμε την επίσκεψη της Παναγίας!». Την ορισμένη στιγμή, τη σήκωσε και άκουσαν ένα δυνατό θόρυβο που έμοιαζε με δυνατό άνεμο στο δάσος και ύστερα εκκλησιαστικούς ύμνους. Η πόρτα άνοιξε από μόνη της και αίφνης το κελί κατακλύσθηκε από θείο φως και ευωδία. Ο όσιος έπεσε στα γόνατα και εμφανίσθηκε η Παναγία, συνοδευόμενη από δύο αγγέλους, τον άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο και τον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο, ακολουθούμενη από μια δωδεκάδα αγίων παρθενομαρτύρων. Η μοναχή έπεσε καταγής, νομίζοντας πως ήρθε το τέλος της, ενώ ο πατήρ Σεραφείμ στεκόταν όρθιος και συνομιλούσε τρυφερά με τη Βασίλισσα των Ουρανών σαν οικείος και φίλος. Η Θεοτόκος τού υποσχέθηκε να προστατεύει πάντα τις αδελφές του Ντιβέγιεβο και, στο τέλος, καθώς χανόταν η Παναγία, του είπε: «Πολυαγαπημένε μου, σύντομα θα είσαι κοντά μας!». Όταν απόμειναν μόνοι, ο στάρετς εκμυστηρεύθηκε στη μοναχή ότι ήταν η δωδέκατη θεία εμφάνιση που τον αξίωνε να ζήσει ο Κύριος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου