Τετάρτη 12 Ιουνίου 2024

ΟΣΙΟΣ ΠΕΤΡΟΣ Ο ΑΘΩΝΙΤΗΣ



ΟΣΙΟΣ ΠΕΤΡΟΣ Ο ΑΘΩΝΙΤΗΣ 
ΠΗΓΗ:ΕΔΩ 
Καὶ σὲ σένα ἀπλώνει ὁ Χριστὸς
τὸ δεξί Του χέρι, Πέτρε·
Γιατὶ σώθηκες γυμνὸς
ἀπό τὴν θάλασσα τοῦ βίου.

Ο άλλος αυτός άγγελος της ερήμου ήταν στρατιώτης στην Πέμπτη Σχόλη (σημ.: επίλεκτο σώμα που θεσπίστηκε από τον Διοκλητιανό, το οποίο συκροτούσε τη φρουρά του αυτοκράτορα) του βυζαντινού στρατού. Κατά τη διάρκεια μιας εκστρατείας κατά των Αράβων, αιχμαλωτίσθηκε στη Συρία και εγκλείσθηκε στη δημόσια φυλακή της Σαμαρά, της πρωτεύουσάς τους, πάνω από τη Βαγδάτη. Η αθλιότητα του σκληρού αυτού εγκλεισμού τον έκανε να έλθει στον εαυτό του και θυμήθηκε ότι είχε τάξει στον Θεό να γίνει μοναχός, αλλά λησμονώντας την υπόσχεσή του είχε ακολουθήσει τη στρατιωτική σταδιοδρομία. Μετανόησε και παρακάλεσε τον άγιο Νικόλαο, τον πρόθυμο μεσίτη και υπερασπιστή όλων των απελπισμένων, να έλθει σε βοήθειά του, υποσχόμενος να γίνει μοναχός στη Ρώμη, αν αποκτούσε την ελευθερία του. Μετά από μια βδομάδα νηστείας και θερμής προσευχής, ο άγιος Νικόλαος εμφανίσθηκε σε αυτόν δύο φορές για να τον ενθαρρύνει να εγκαρτερεί στην προσευχή και έτσι να εκβιάσει τη θεία ευσπλαχνία. Την τρίτη φορά φανερώθηκε μαζί με τον άγιο Συμεών τον Θεοδόχο [3 Φεβρ.] και ανήγγειλε στον φυλακισμένο ότι ενώνοντας τις προσευχές τους είχαν πετύχει την απελευθέρωσή του. Ο γέροντας Συμεών, που ήταν ενδεδυμένος ως αρχιερέας της Παλαιάς Διαθήκης, άγγιξε με τη χρυσή ράβδο του τα δεσμά του Πέτρου και αυτά αμέσως λύθηκαν, όπως λιώνει το κερί στη φωτιά. Τον οδήγησαν έξω από τη φυλακή. Εκεί ο άγιος Συμεών έγινε άφαντος και ο άγιος Νικόλαος τον οδήγησε μέχρι τη Ρώμη. Κι αυτό γιατί ίσως επειδή η Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως βρισκόταν τότε υπό την καθοδήγηση ενός εικονομάχου πατριάρχη. Στη βασιλική του αγίου Πέτρου, κατά τη θεία Λειτουργία της Κυριακής, ο πάπας που είχε δασκαλευτεί σε ενύπνιο από τον άγιο Νικόλαο, διέκρινε τον εκλεκτό του Θεού μέσα στο πλήθος, του είπε να πλησιάσει και τον έκειρε μοναχό δίνοντάς του το όνομα του κορυφαίου των Αποστόλων. Πέρασε εκεί κάποιο διάστημα καταρτιζόμενος στη μοναχική πολιτεία και κατόπιν πήρε το πλοίο για να επιστρέψει στην Ανατολή.

Κατά το ταξίδι ο μακάριος τρεφόταν μόνο με μια ουγγιά ψωμί την ημέρα και έπινε θαλασσινό νερό, γεννώντας το θαυμασμό των ναυτών, οι οποίοι έδειχναν απέναντί του μεγάλο σεβασμό. Μετά από μερικές ημέρες στη θάλασσα, έπιασαν σκάλα σ’ ένα λιμάνι -σύμφωνα με τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά στην Κρήτη- για να λάβουν προμήθειες, όπου ο άγιος θεράπευσε με την προσευχή του μια οικογένεια που είχε προσβληθεί από θανάσιμη επιδημία. Μια νύχτα, ενώ το καράβι ήταν αγκυροβολημένο σε ήσυχα νερά, είδε την Θεοτόκο να του παρουσιάζεται εν δόξη, έχοντας στο πλευρό Της τον άγιο Νικόλαο που Την παρακαλούσε να υποδείξει στον προστατευόμενό του έναν τόπο πρόσφορο για να διάγει εκεί βίο θεάρεστο. Η Παναγία αποκρίθηκε: 
«Δεν θα βρει ανάπαυση παρά μόνο στο όρος Άθω, που βρίσκεται στο μεταίχμιο Ανατολής και Δύσης, και το οποίο Μου παραχώρησε ο Υιός και Θεός Μου, με σκοπό εκείνοι που αποσύρονται από τη σύγχυση και τις μέριμνες του κόσμου να μπορούν εκεί να υπηρετούν τον Θεό απερίσπαστοι. Στο εξής θα ονομάζεται “Άγιον Όρος” και “Περιβόλι” Μου, και μια μέρα θα γεμίσει μοναχούς. Για εκείνους που θα υπομείνουν εκεί με καρτερία τους πειρασμούς και τις θλίψεις δοξάζοντας το Όνομα του Υιού Μου, θα είμαι η πρόνοιά τους, σύμμαχος στους αγώνες τους, φάρμακο και παρηγοριά στον κόσμο τούτο και, κατά την ημέρα της Κρίσεως, θα αναλάβω την υπεράσπισή τους για να λάβουν τη συγχώρεση των αμαρτιών τους».
Έφθασαν σύντομα μπροστά στο νότιο ακρωτήριο του Άθω και πλοίο αίφνης έμεινε ασάλευτο παρά τους ευνοϊκούς ανέμους. Μαθαίνοντας το όνομα του βουνού αυτού, ο όσιος αποκάλυψε στους συντρόφους του ότι έπρεπε να τους αφήσει για να εγκατασταθεί εκεί. Με δάκρυα στα μάτια τον έβγαλαν στην ακτή και ο Πέτρος, κάνοντας τρεις φορές το σημείο του Σταυρού, έκανε να κινηθεί το καράβι που αναχώρησε, αφήνοντάς τον μόνο σε τούτον το έρημο και απόκρημνο τόπο. Με πολύ κόπο ανέβηκε την πλαγιά και έφθασε σε ένα μέρος επίπεδο και ανοιχτό, όπου βρήκε κατασκότεινο σπήλαιο, περιβαλλόμενο από πυκνή βλάστηση, που ήταν καταφύγιο ερπετών και άντρο δαιμόνων. Παρά ταύτα εγκαταστάθηκε εκεί, έχοντας όλη του την εμπιστοσύνη στον Θεό.

Τη δεύτερη μέρα, μη μπορώντας ο διάβολος να υποφέρει το θυμίαμα της αδιάλειπτης προσευχής του, έστειλε εναντίον του τη στρατιά των δαιμόνων που προσπάθησαν να τον τρομάξουν με θορύβους, κραυγές και εκτοξεύοντας βέλη και πέτρες. Έτοιμος να παραδοθεί στο μαρτύριο, ο όσιος παρέμεινε ακλόνητος και, μόλις επικαλέστηκε το Όνομα της Θεοτόκου, τα δαιμονικά φάσματα έγιναν καπνός.

Πενήντα μέρες αργότερα, τα πνεύματα του σκότους κινητοποίησαν εναντίον του όλα τα ερπετά και τα αγρίμια του βουνού, αλλά ο στρατιώτης του Χριστού τα απωθούσε με το σημείο του Σταυρού και την επίκληση του Ονόματος του Θεού. Αντί να τον τρομάξουν οι επιθέσεις αυτές, τον στερέωναν στην αγία απόφασή του, ώστε μέρα με τη μέρα πρόκοβε στην αρετή. Αμέριμνος και απερίσπαστος, μπορούσε να συγκεντρώνει στην καρδιά του τις δυνάμεις της ψυχής του και να παρουσιάζει τον νου του ενώπιον του Θεού σε καθαρότατη προσευχή. Η καρδιά του γινόταν τότε άλλος ουρανός, όπου η θεία Χάρη έριχνε τις απαστράπτουσες ακτίνες της, οι οποίες απλώνονταν στη συνέχεια στο σώμα του. Όμως παρόμοιες πρόοδοι έκαναν έξαλλο τον δαίμονα, που δεν ήθελε με τίποτα να ομολογήσει την ήττα του. Μετά από έναν χρόνο εμφανίσθηκε στον ερημίτη Πέτρο παίρνοντας την όψη ενός από τους νεαρούς υπηρέτες του και προσπάθησε να τον πείσει να εγκαταλείψει το Όρος, θυμίζοντάς του τους γονείς του που θρηνούσαν απαρηγόρητα γι’ αυτόν και υποσχόμενος να του βρει έξω στην πόλη άλλα μοναστήρια εξίσου ήσυχα. Ο όσιος αρχικά συγκινήθηκε, αλλά του απάντησε: «Να ξέρεις, πως δεν με οδήγησε εδώ ούτε άγγελος, ούτε άνθρωπος, αλλά μόνον ο Θεός και η Παναγία Θεοτόκος. Δίχως την εντολή Της, εγώ δεν μπορώ να εγκαταλείψω το ερημητήριο τούτο». Μόλις άκουσε το Όνομα της Θεοτόκου, ο δαίμονας εξαφανίσθηκε. Επτά χρόνια αργότερα, εμφανίσθηκε πάλι, μπροστά στην είσοδο της σπηλιάς, αναγγέλλοντας στον όσιο ότι του έφερνε στέφανο δόξης, διότι είχε ξεπεράσει τους προφήτες και τους αγίους με τους αγώνες και τις προσευχές του. Προσέθεσε ότι έπρεπε τώρα να επιστρέψει πίσω στον κόσμο τάχα για την οικοδομή και σωτηρία πολλών ανθρώπων. Ο όσιος Πέτρος απάντησε: «Ποιος είμαι εγώ, ένα σκυλί, για να έλθει προς εμένα ένας άγγελος;». Και για μια φορά ακόμη ο δαίμονας τράπηκε σε φυγή, σαν να τον είχε κάψει κυριολεκτικά η ταπεινοφροσύνη του ανθρώπου του Θεού. Την επόμενη νύχτα, η Κυρία Θεοτόκος εμφανίσθηκε σε αυτόν μαζί με τον άγιο Νικόλαο και του είπε: «Στο εξής, μη φοβάσαι πια!». Και του υποσχέθηκε ότι κάθε σαράντα ημέρες θα ερχόταν ένας άγγελος να του φέρνει για τροφή ουράνιο μάννα. Έχοντας απονεκρώσει τις πηγές των παθών και ενδεδυμένος κατά χάριν την εσθήτα της απαθείας, ο όσιος πέρασε έτσι πενήντα τρία χρόνια στην ερημία. Υπέφερε άκοπα τις αντιξοότητες του κλίματος και την ερημία, διότι η πνευματική θεωρία ήταν γι’ αυτόν τροφή, ένδυση και παραμυθία.

Όταν ο Θεός αποφάσισε να αποκαλύψει την ισαγγελική πολιτεία του στον κόσμο, ένας κυνηγός που είχε ριψοκινδυνεύσει να μπει στα πυκνά δάση του νότιου Άθω, ακολουθώντας ένα μεγάλο ελάφι, οδηγήθηκε μέχρι τη σπηλιά του οσίου. Βλέποντας να προβάλλει εμπρός του ένας γέροντας, που το μόνο του ένδυμα ήταν μια ποδιά από φύλλα, με μακριά γένια και μαλλιά λευκά σαν το χιόνι, που κατέβαιναν μέχρι τη μέση, τα έχασε και φοβήθηκε σφόδρα. Αλλά ο όσιος Πέτρος τον καθησύχασε και του διηγήθηκε με γλυκύτητα όλο τον βίο του, τους αγώνες του και τις χάρες που του είχε παραχωρήσει ο Θεός. Θαυμάζοντας ο κυνηγός ευχαρίστησε τον Θεό που είχε αξιωθεί μια παρόμοια συνάντηση και ζήτησε από τον όσιο να ζήσει μαζί του. Ο Πέτρος, ωστόσο, τον συμβούλευσε να γυρίσει στο σπίτι του, να μοιράσει τα υπάρχοντά του στους πτωχούς και, αφού αφιερωθεί στον ασκητικό βίο για έναν χρόνο, να αποχαιρετήσει τους δικούς του και να έλθει μετά να τον βρει. Τον επόμενο χρόνο ο κυνηγός επέστρεψε στον Άθω μαζί με δύο μοναχούς και τον αδελφό του που τον είχε κυριεύσει δαίμονας. Βρήκαν όμως τον μακάριο να κοιμάται τον αιώνιο ύπνο, με τα χέρια σταυρωμένα και τα μάτια κλειστά. Μόλις ο αδελφός του άγγιξε το σώμα, συνταράχθηκε από βίαιους σπασμούς και ο δαίμονας τον εγκατέλειψε με αλαφιασμένες κατάρες κατά του Πέτρου που επί πενήντα και πλέον χρόνια δεν έπαυε να τον γελοιοποιεί με την πνευματική δύναμη της αγγελικής πολιτείας του.

Έβαλαν το σκήνωμα σε ένα καράβι και έκαναν πανιά για τον Βορρά. Μόλις όμως έφθασαν αντίκρυ στη Μονή του Κλήμεντος -διότι, από τότε που είχε εγκατασταθεί ο όσιος Πέτρος, οι μοναχοί είχαν πολλαπλασιασθεί και είχαν ιδρυθεί μοναστήρια- το καράβι σταμάτησε επί τόπου. Οι μοναχοί του Κλήμεντος έτρεξαν να τους βοηθήσουν και αυτοί, παρά την επιθυμία τους να κρατήσουν το μυστικό, υποχρεώθηκαν να αποκαλύψουν στον ηγούμενο ποιον θησαυρό μετέφεραν. Έφεραν το τίμιο λείψανο στην εκκλησία και σύντομα άρχισαν να γίνονται θαύματα που προσείλκυσαν όχι μόνο τους μοναχούς όλης της χερσονήσου αλλά και πλήθος κατοίκων της γύρω περιοχής. Κατόπιν μεταφέρθηκε στον ναό της Θεοτόκου. Ο κυνηγός και ο αδελφός του επέστρεψαν στην πατρίδα τους και οι δύο μοναχοί, ισχυριζόμενοι ότι επιθυμούσαν να περάσουν τον υπόλοιπο βίο τους υπό την προστασία του οσίου, εγκαταστάθηκαν εκεί κοντά. Όμως λίγες μέρες αργότερα, έκλεψαν το λείψανο νύχτα και έφυγαν με μια βάρκα.

Φθάνοντας κοντά στο χωριό Φωτοκόμη, στη Θράκη, οι κάτοικοι έσπευσαν να τους συναντήσουν για να τιμήσουν τον όσιο που τους είχε μόλις απελευθερώσει από τους δαίμονες που κατοικούσαν στις στέρνες τους. Άνοιξαν τον σάκκο που περιείχε το λείψανο και αμέσως ο τόπος πληρώθηκε θείας ευωδίας, ενώ συντελέσθηκαν πολλές ιάσεις. Τα θαύματα αυτά προσείλκυσαν τόσο μεγάλο πλήθος, ώστε ο επίσκοπος της περιοχής μαθαίνοντας το γεγονός ήλθε με όλο τον κλήρο του και υποχρέωσε τους δύο μοναχούς να παραιτηθούν από το πολύτιμο κλοπιμαίο τους. Παρά τη μάταιη προσπάθεια του δαίμονα που είχε στείλει έναν άνθρωπο να το κάψει, το τίμιο λείψανο κατατέθηκε στην εκκλησία της επισκοπής και έγινε πηγή θαυμάτων και παραμυθίας για τους κατοίκους του τόπου. 

 

«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»·
Τόμος 10ος (Ιούνιος),
Εκδόσεις «Ίνδικτος».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοφιλείς αναρτήσεις