Δευτέρα 3 Μαρτίου 2025

Ἡ Ἁγία Τεσσαρακοστή - πορεία πρὸς τὸν Γολγοθᾶ

Ἡ Ἁγία Τεσσαρακοστή 
πορεία πρὸς τὸν Γολγοθᾶ 
Άγιος Παΐσιος
Καλὴ Σαρακοστὴ καὶ καλὸ Τριήμερο[1]. Πιστεύω αὐτὴν τὴν Σαρακοστὴ νὰ μὴν ἔχετε πολλὲς δουλειὲς καὶ νὰ συμμετάσχετε ψυχικὰ στὸ Πάθος τοῦ Κυρίου, δουλεύοντας περισσότερο πνευματικά. Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ἀρχίζει τὸ Τριώδιο[2], πρέπει νὰ ἀρχίζη κανεὶς νὰ ὁδεύη πρὸς τὸν Γολγοθᾶ. Καί, ἂν ἀξιοποιήση πνευματικὰ αὐτὴν τὴν περίοδο, ὅταν πεθάνη, θὰ ὁδεύση ἡ ψυχή του πρὸς τὰ ἄνω, χωρὶς νὰ ἐμποδίζεται ἀπὸ «διόδια» καὶ τελώνια[3]. Κάθε χρόνο ἔρχονται αὐτὲς οἱ ἅγιες ἡμέρες, ἀλλὰ καὶ κάθε χρόνο μᾶς φεύγει καὶ ἕνας χρόνος· καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ θέμα. Τὸν ἀξιοποιήσαμε πνευματικὰ ἢ τὸν σπαταλήσαμε στὰ ὑλικά; Μαζὶ μὲ ὅλες τὶς ἄλλες κοσμικὲς ἀλλοιώσεις τῆς ἐποχῆς μας, ἔχει χάσει τὴν ἔννοιά του καὶ τὸ Τριήμερο, γιατὶ οἱ κοσμικοὶ κάθε ἑβδομάδα ἔχουν τριήμερο - Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακὴ - μὲ ζωὴ κοσμική. Εὐτυχῶς ποὺ διατηρεῖται καὶ ἡ πραγματικὴ πνευματικὴ ἔννοια τοῦ Τριημέρου στὰ μοναστήρια καὶ σὲ λίγες χριστιανικὲς οἰκογένειες στὸν κόσμο, καὶ ἔτσι κρατιέται ὁ κόσμος. Ἡ πολλὴ προσευχὴ καὶ ἡ νηστεία ποὺ γίνεται κάθε χρόνο σ’ αὐτὸ τὸ Τριήμερο, στὴν ἀρχὴ τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, φρενάρει τὸν κόσμο ἀπὸ πολλὰ πνευματικὰ ὀλισθήματα, ποὺ γίνονται συνήθως στὰ κοσμικὰ τριήμερα. 
- Γέροντα, ποιό εἶναι τὸ νόημα τοῦ Τριημέρου; 
ὸ Τριήμερο τῆς Σαρακοστῆς ἔχει περισσότερο τὸ νόημα νὰ συνηθίση κανεὶς στὴν νηστεία, στὴν ἐγκράτεια. Ὕστερα, ὅταν θὰ κάνη κάθε μέρα ἐνάτη[4], θὰ τὸ θεωρῆ πανηγύρι. Στὸ Κοινόβιο μετὰ τὸ Τριήμερο τρώγαμε μιὰ σούπα νερόβραστη στὶς τέσσερις τὸ ἀπόγευμα καὶ τὸ θεωρούσαμε μεγάλη εὐλογία. Μετὰ τὸ Τριήμερο τί εὐλογία νὰ τρῶμε κάθε μέρα! Βοηθάει τὸ Τριήμερο στὴν ἀρχή, γιὰ νὰ νηστέψη κανεὶς ὅλη τὴν Σαρακοστή. Ἂν ὅμως κάποιος δὲν μπορῆ νὰ κρατήση τὸ Τριήμερο, ἂς φάη λίγο παξιμάδι τὸ βράδυ ἢ ἂς κρατήση ἐνάτη. Εἶναι καλύτερα νὰ οἰκονομηθῆ, γιατί, ἂν ζαλίζεται καὶ δὲν μπορῆ νὰ κάνη τίποτε ἀπὸ πνευματικά, τί πνευματικὸ κέρδος βγάζει μετά; Μιὰ Καθαρὰ Τρίτη ὁ Γερο‐Βαρλαάμ, ἀπὸ τὴν Καλύβη τῶν Ὁσίων Βαρλαὰμ καὶ Ἰωάσαφ, πῆγε σὲ ἕνα Κελλί, ὅπου μόλις εἶχαν ἐγκατασταθῆ δύο γνωστοί του νέοι μοναχοί. Χτυπάει τὴν πόρτα· τίποτε. Ἀνοίγει καὶ τοὺς βρίσκει καὶ τοὺς δύο ξαπλωμένους. «Τί γίνεται; λέει, ἄρρωστοι εἶστε;». «Κάνουμε Τριήμερο!», λένε. «Ἄντε σηκωθῆτε ἐπάνω, τοὺς λέει. Κάντε ἕνα τσάι, βάλτε δυὸ κουταλιὲς ζάχαρη, φᾶτε καὶ κανένα παξιμάδι, γιὰ νὰ πῆτε καμμιὰ εὐχή, νὰ κάνετε κανένα κομποσχοίνι. Τριήμερο εἶναι αὐτό; Τί βγάζετε ἀπὸ αὐτό;». 
-Γέροντα, πῶς θὰ μπορέσω τὴν Σαρακοστὴ νὰ ἀγωνισθῶ περισσότερο στὴν ἐγκράτεια;
ἱ κοσμικοὶ τώρα τὴν Σαρακοστὴ προσέχουν κατὰ κάποιον τρόπο τὴν ἐγκράτεια, ἐνῶ ἐμεῖς οἱ μοναχοὶ πάντα πρέπει νὰ προσέχουμε. Τὸ κυριώτερο ὅμως ποὺ πρέπει νὰ προσέξη κανεὶς εἶναι τὰ ψυχικὰ πάθη καὶ μετὰ τὰ σωματικά. Γιατί, ἂν δώση προτεραιότητα στὴν σωματικὴ ἄσκηση καὶ δὲν κάνη ἀγώνα, γιὰ νὰ ξερριζωθοῦν τὰ ψυχικὰ πάθη, τίποτε δὲν κάνει. Πῆγε μιὰ φορὰ σὲ ἕνα μοναστήρι ἕνας λαϊκὸς στὴν ἀρχὴ τῆς Σαρακοστῆς καὶ κάποιος μοναχὸς τοῦ φέρθηκε ἀπότομα, σκληρά. Ἐκεῖνος ὅμως ὁ καημένος εἶχε καλὸ λογισμὸ καὶ τὸν δικαιολόγησε. Ἦρθε μετὰ καὶ μοῦ εἶπε: «Δὲν τὸν παρεξηγῶ, Πάτερ· ἦταν, βλέπεις, ἀπὸ τὸ τριημέρι!». Ἂν τὸ τριημέρι ποὺ ἔκανε ἦταν πνευματικό, θὰ εἶχε μιὰ γλυκύτητα πνευματικὴ καὶ θὰ μιλοῦσε στὸν ἄλλον μὲ λίγη καλωσύνη. Ἀλλὰ αὐτὸς ζόριζε ἐγωιστικὰ τὸν ἑαυτό του νὰ κάνη Τριήμερο, καὶ γι’ αὐτὸ ὅλα τοῦ ἔφταιγαν. 
 -Γέροντα, τί νὰ σκέφτωμαι τὴν Σαρακοστή; 
ὸ Πάθος, τὴν θυσία τοῦ Χριστοῦ νὰ σκέφτεσαι. Ἂν καὶ ἐμεῖς οἱ μοναχοὶ πρέπει συνέχεια νὰ ζοῦμε τὸ Πάθος τοῦ Χριστοῦ, γιατὶ μᾶς βοηθοῦν σ’ αὐτὸ κάθε μέρα τὰ διάφορα τροπάρια, ὅλες οἱ Ἀκολουθίες. Τὴν Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ μᾶς δίνεται ἡ μεγαλύτερη εὐκαιρία γιὰ νὰ ἀγωνισθοῦμε καὶ νὰ συμμετέχουμε ἐντονώτερα στὸ σωτήριο Πάθος τοῦ Κυρίου μας, μὲ μετάνοια καὶ μὲ μετάνοιες, μὲ ἐκκοπὴ τῶν παθῶν καὶ μὲ ἐλάττωση τῶν τροφῶν, ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν Χριστό. Ἂς ἀξιοποιήσουμε, ὅσο μποροῦμε, τὸ πνευματικὸ αὐτὸ στάδιο μὲ τὶς πολλὲς προϋποθέσεις καὶ δυνατότητες ποὺ μᾶς δίνονται, γιὰ νὰ πλησιάσουμε περισσότερο στὸν Ἐσταυρωμένο Χριστό, γιὰ νὰ βοηθηθοῦμε ἀπὸ Αὐτὸν καὶ νὰ χαροῦμε τὴν Ἁγία Ἀνάσταση ἀλλοιωμένοι πνευματικά, ἀφοῦ θὰ ἔχουμε ζήσει πνευματικώτερα τὴν Μεγάλη Σαρακοστή.  Εὔχομαι καλὴ δύναμη τὴν Μεγάλη Τεσσαρακοστή, γιὰ νὰ ἀνεβῆτε στὸν Γολγοθᾶ κοντὰ στὸν Χριστό, μαζὶ μὲ τὴν Παναγία καὶ τὸν Προστάτη σας Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Θεολόγο, καὶ νὰ συμμετάσχετε στὸ φρικτὸ Πάθος τοῦ Κυρίου μας. Ἀμήν.
[1] Τριήμερο: Τρεῖς ἡμέρες ἀποχὴ ἀπὸ τροφὴ καὶ νερό· συνήθως γίνεται τὶς τρεῖς πρῶτες ἡμέρες τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. 
[2] Τριώδιο: Ἐκκλησιαστικὴ περίοδος ποὺ ξεκινάει τὴν Κυριακὴ Τελώνου καὶ Φαρισαίου καὶ τελειώνει τὸ Μέγα Σάββατο. 
[3] Βλ. Γρηγορίου μοναχοῦ, μαθητῆ Ἁγ. Βασιλείου τοῦ Νέου, Ὁ τελωνισμὸς τῶν ψυχῶν κατὰ τὴν ὥρα τοῦ θανάτου: Τὰ εἴκοσι τρία βασικὰ τελώνια, Ἱ. Ἡσυχαστήριον Ἁγ. Ἀθανασίου τοῦ Μεγάλου καὶ Ἁγ. Νεομαρτύρων Ἀκυλίνης, Κυράννης καὶ Ἀργυρῆς, Γαλήνη Ὄσσης Λαγκαδᾶ. 
[4] Κάνω ἐνάτη: Τρώω νηστήσιμη τροφὴ μετὰ τὴν ἐνάτη βυζαντινὴ ὥρα, δηλαδὴ μετὰ τὶς 3 μ.μ.

 


Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: 
ΛΟΓΟΙ ΣΤ’ 
«Περί Προσευχής» 

 ΣΕ PDF ΕΔΩ

Ἡ Καθαρά Δευτέρα


 
Καθαρά Δευτέρα, ἡ πρώτη ἡμέρα τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Ὁ Ναός μέ τά καλλύματα στό ἐσωτερικό του, ἔχει πάρει τό πένθνιμό του χρῶμα. Εἶναι ἡμέρα περισυλλογῆς, προσευχῆς, μετανοίας, νηστείας καί ἀποχῆς ἀπό κάθε κακό. Στήν πρωινή ἀκολουθία μέ τά πολλά γράμματα, θά παρεβρεθοῦν ἀρκετοί, γιά νά κάνουν τίς μετάνοιες. Εἶναι ἡ ἡμέρα πού γιά πρώτη φορά ἀκούγεται ἡ εὐχή τοῦ Ἁγίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου : «Κύριε καί Δέσποτα τῆς ζωῆς μου, πνεύμα ἀργίας, περιεργίας, φιλαρχίας καί ἀργολογίας μη μοι δῷς...» κατ᾽αὐτήν ὅλοι οἱ ἐκκλησιαζόμενοι κάνουν μετάνοιες. Τό ἀπόγευμα ψάλλεται τό Μεγάλο Ἀπόδειπνο μέ τά τροπάρια τοῦ Μεγάλου Κανόνα καί στό τέλος ὁ ἱερέας μοιράζει ἀντίδωρο γι᾽αὐτούς πού νήστεψαν ὅλη τήν ἡμέρα. Εἶναι ἡ λεγόμενη «ἐνάτη» δηλαδή γίνεται κατάλυση τροφῆς, ψωμί καί νερό, μετά τήν θ´ὥρα τῆς ἡμέρας, περίπου στίς 4 τό ἀπόγευμα. 
Ὑπάρχουν γυναῖκες, οἱ ὁποῖες κρατοῦν τό Τριήμερο, μιά παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, γιά τίς τρεἶς πρῶτες μέρες τῆς Σαρακοστῆς, κατά τίς ὁποῖες τηρεῖται τελεία νηστεία μέχρι τήν Τετάρτη, τήν πρώτη Θεία Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων Δώρων, ὅπου μεταλαμβάνουν τῶν Θείων Μυστηρίων καί τῆς ὑλικῆς τροφῆς. Τά παλιά χρόνια οἱ ἄνθρωποι ἦσαν περισσότερο εὐλαβεῖς. Ἀλλά καί σήμερα εἶναι ἀρκετές οἱ γυναῖκες πού τηροῦν αὐτή τήν παλιά παράδοση. 
Ἡ γήινη τροφή τῆς ἡμέρας αὐτῆς, τῆς Τετάρτης, εἶναι τό λεγόμενο «χουσάφι», στάρι βρασμένο καί χυλωμένο, μέ τριμμένα καρύδια, ζάχαρη καί κανέλα ἤ διάφορα ξηρά φρούτα, δαμάσκηνα, σταφίδες, σύκα καί ἄλλα, βρασμένα σάν κομπόστα. Μετά τήν αὐστηρή νηστεία ἡ κατανάλωση τροφῆς δημιουργεῖ πρόβλημα στόν ὀργανισμό, γι᾽αὐτό, μέ ἁπλό τρόπο μπαίνουμε πάλι στήν καθημερινή συνήθεια. Τα «χουσάφια», γιά νά φᾶνε οἱ τριμερίτισσες πού νήστεψαν, τά φέρνουν στήν Ἐκκλησία τό ἀπόγευμα τῆς Τετάρτης οἱ ἄλλες νοικοκυρές. Οἱ ἐλιές τήν πρώτη ἑβδομάδα δέν ἐπιτρέπονται στό τραπέζι, μόνο φαγητά νερόβραστα, ὄσπρια, χορταρικά, χαλβάς, τουρσί κ.ἄ. Ὅλα εἶναι ἁπλά τίς ἡμέρες τῆς Ἁγίας Σαρακοστῆς, ἡ ὁποία θά κρατήσει μαζί μέ τή Μεγάλη Ἑβδομάδα περίπου πενήντα μέρες. 
Τίς ἡμέρες αὐτές ἀπαγορεύονται ὅλα τά ἀρτήσιμα, κρέας, ψάρια, αὐγά, τυρί, γάλα, ἀκόμη καί τό λάδι, τό ὁποῖο καταλύεται μόνο Σάββατο καί Κυριακή. «Κατάλυσιν ἰχθύος» ἔχουμε στίς 25 Μαρτίου γιά τόν Εὐαγγελισμό τῆς Θεοτόκου καί τήν Κυριακή τῶν Βαΐων γιά τό τέλος τῆς Σαρακοστῆς. «Δίς παρελάβομεν παρά τῶν Ἁγίων Πατέρων καταλύειν ἐν τῇ Μεγάλῃ Τεσσαρακοστή ὀψάριον». 
Τά παλιά χρόνια κανένας δέν χαλοῦσε τή Σαρακοστή, ἀκόμη κι ἄν ἦταν ἄρρωστος. Σήμερα πολλοί ἐπιστρέφουν πάλι στίς παλιές καλές συνήθειες καί κρατᾶνε τή νηστεία κι ἔτσι μέ τό σωματικό ξαλάφρωμα καί τά πνευματικά ἐφόδια οἱ γιορτές τῶν Παθῶν τοῦ Κυρίου γίνονται πιό οὐσιαστικές γιά τόν κάθε πιστό. 

«Ἀπό τόν Σεπτέμβριο ὥς τόν Αὔγουστο - Ἑορτές καί πανηγύρεις στό Γομάτι». π. Ἀν. εκδόσεις Ἑρμηνεία - Ἅγιον Ὄρος

Κυριακή 2 Μαρτίου 2025

ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΤΗΣ Α΄ ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ


 

ΠΑΤΕΡΙΚΑ  ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ  

ΤΗΣ Α΄ ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ 
 
ΚΥΡΙΑΚΗ:  
Όρθρος:  
Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου Α΄ βιβλίο της ΕξαημέρουΑγίου Γρηγορίου του Θεολόγου Εις την πληγή της χαλάζης 
Α΄Ωρα:  
Κατήχηση Μικρά (53) Αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου 
ΔΕΥΤΕΡΑ:  
Όρθρος:  
Εφραίμ του Σύρου κατανυκτικοί Λόγοι, Παλλαδίου Επισκόπου Ελενουπόλεως Λαυσαϊκό, Ανάγνωση εις το Συναξάρι του Μηναίου της Ημέρας,   
Α΄Ωρα:  
Αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου Κατήχηση Μικρά 
Γ΄Ώρα: 
Αγίου Ιωάννου της Κλίμακας, Κλίμακα 
Στ΄Ώρα: 
Αγίου Ιωάννου της Κλίμακας, Κλίμακα, 
Θ΄Ώρα: 
Αγίου Ιωάννου της Κλίμακας, Κλίμακα 
ΤΕΤΑΡΤΗ:  
Όρθρος:  
Παλλαδίου Επισκόπου Ελενουπόλεως Λαυσαϊκό 
Α΄Ωρα:  
Κατήχηση Μικρά (54η) Αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου  
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ: 
Α΄Ωρα: 
Κατήχηση Μικρά (55η) Αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου 
ΣΑΒΒΑΤΟ:  
Όρθρος:  
Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, Εγκώμιο εις τον Άγιο Θεόδωρο


ΟΣΙΟΣ ΙΩΑΚΕΙΜ Ο «ΠΑΠΟΥΛΑΚΗΣ»


 Πηγή: Το Ειλητάριον
Ο όσιος Ιωακείμ γεννήθηκε το 1786 από ευσεβείς γονείς, τον Άγγελο Πατρίκιο και την Αγνή, στον οικισμό Καλύβια, στο νησί της Ιθάκης. Στη βάπτισή του έλαβε το όνομα Ιωάννης, ενώ μόλις επτά χρόνια από τη γέννησή του ορφάνεψε από μητέρα. Έτσι, ο πατέρας του πραγματοποίησε δεύτερο γάμο. Η μητριά του, με το πρόσχημα ότι παραμελούσε τα καθήκοντά του στο σπίτι για να συχνάζει στην εκκλησία, τον απομάκρυνε από το σπιτικό του. Αφού δούλεψε για λίγο στο πλοίο του πατέρα του, μπάρκαρε μούτσος σε εμπορικό πλοίο και εργαζόταν σκληρά χωρίς ωστόσο να παραμελεί την προσευχή και τη νηστεία. Μία ημέρα το πλοίο έπιασε στο Άγιον Όρος και ο Ιωακείμ, που ήταν τότε δεκαεπτά ετών, πήγε να επισκεφθεί τη Μονή Βατοπαιδίου και στη στιγμή αποφάσισε να ζητήσει να γίνει δεκτός ως δόκιμος, παρά τις αντιρρήσεις του καπετάνιου του. Επέδειξε άριστη υπακοή, εκάρη σύντομα μοναχός με το όνομα Ιωακείμ και, λίγο μετά την κουρά του σε μεγαλόσχημο, του ανέθεσαν το διακόνημα του οικονόμου της μονής, όπου και παρέμεινε επί μία εικοσαετία. Οι συχνές επαφές του με τον λαό, που στέναζε κάτω από τον τουρκικό ζυγό και λιμοκτονούσε από έλλειψη πνευματικής τροφής, τον έπεισαν τότε ότι περισσότερο από ποτέ άλλοτε άξιζε να συνδεθεί η αγάπη του Θεού με εκείνην της αγάπης προς τον πλησίον. 
Τον καιρό της Ελληνικής Επανάστασης και των ανείπωτων δεινών που επακολούθησαν, ανέλαβε, ως άλλος άγιος Κοσμάς Αιτωλός [24 Αυγ.], ιεραποστολικές περιοδείες για να παρηγορήσει τον λαό και για να ενισχύσει το εθνικό και χριστιανικό του φρόνημα. Υπηρετώντας ως ναύτης σε πλοίο, μοίραζε τρόφιμα κατορθώνοντας έτσι να σώσει πολυάριθμες οικογένειες στα Ιόνια νησιά. Μια νύκτα, καθώς το καράβι του είχε αράξει κοντά στην ακτή της Πελοποννήσου, άκουσε πυροβολισμούς και φωνές γυναικόπαιδων που έτρεχαν να ξεφύγουν από τους Τούρκους που τα κατεδίωκαν. Με όπλο του την προσευχή, πλησίασε στην ακτή και παρέλαβε τα γυναικόπαιδα κάτω από τα πυρά των στρατιωτών, χωρίς κανένας να πληγωθεί. 
Όταν τα πράγματα ειρήνευσαν, αποσύρθηκε στην ησυχία στην Ιθάκη, ώστε να εξακολουθεί να μεταδίδει το έλεος του Θεού στον λαό χωρίς ωστόσο να θυσιάζει τη μοναστική του βιοτή. Έτσι έζησε πέντε χρόνια απογυμνωμένος από κάθε τι, βαθιά σ’ ένα δάσος, προσευχόμενος. Έφτασε σε υψηλό βαθμό θεωρίας της δόξης του Θεού και σιγά-σιγά οι κάτοικοι της περιοχής άρχισαν να έλκονται από αυτόν τον άνθρωπο του Θεού, που τον αποκαλούσαν «Παπουλάκη». Η γλυκύτητα και η ευπροσηγορία του κατόρθωναν να παρηγορούν όλους τους θλιβομένους, να ενθαρρύνουν τους απελπισμένους και να εμπνέουν σε όλους τον πόθο της αρετής. Κάθε δώρο που του έκαναν αμέσως το μοίραζε στους πτωχούς και με το προορατικό χάρισμα που είχε λάβει από το Άγιο Πνεύμα προειδοποιούσε όσους θα διέτρεχαν κίνδυνο, εμπόδιζε τα εγκλήματα, θεράπευε τη στειρότητα όσων ζευγαριών είχαν μείνει άτεκνα, προέλεγε το μέλλον για την οικοδόμηση και ωφέλεια των ψυχών. Προπαντός όμως το παράδειγμα της βιοτής του αποτελούσε αδιάκοπη διδαχή για τον πληθυσμό του νησιού, ο οποίος άλλαξε ριζικά τρόπο ζωής. 
Όταν τον κατήγγειλαν από ζηλοφθονία ότι διασπείρει κινδυνολογίες, κλήθηκε από τον Άγγλο διοικητή του νησιού, ο οποίος, μπροστά στην παρρησία και την ηρεμία του αγίου, θέλησε να τον χτυπήσει, αλλά η πολυθρόνα του διαλύθηκε και ο ίδιος έπεσε ανάσκελα χάνοντας τις αισθήσεις του. Όταν συνήλθε, ζήτησε συγνώμη από τον άγιο και τον άφησε ελεύθερο να συνεχίσει το έργο του. Φέροντας κατάσαρκα μια βαριά πλάκα μολύβι, νηστεύοντας και προσευχόμενος αδιάλειπτα, προπαντός τη νύκτα, ο άγιος Ιωακείμ μετέβαινε από τόπο σε τόπο καταθέτοντας μαρτυρία της παρουσίας του Χριστού και δεν χρησιμοποιούσε κατάλυμα παρά μόνο τους χειμερινούς μήνες. Τις ελεημοσύνες που του έδιναν τις διαμοίραζε και παρότρυνε τους χριστιανούς να χτίζουν εκκλησίες σε όσα χωριά δεν υπήρχαν. Κατέστη κυριολεκτικά η Πρόνοια του νησιού: έθεσε τέρμα στις επιδημίες, απώθησε επιδρομές από σμήνη ακριδών, θεράπευσε ασθενείς και αναπήρους. Κατά τη διάρκεια μιας επιδημίας πανώλης που λυμαινόταν μια κωμόπολη, έβαλε τους κατοίκους να κτίσουν ναό και, μόλις προσευχήθηκε εκεί, ο λοιμός έπαυσε. Μολονότι δεν έπραττε και δεν κήρυττε παρά ειρήνη και αγάπη, υπέστη ωστόσο επανειλημμένα βιαιότητες εκ μέρους ανθρώπων που εχθρεύονταν την ακτινοβολία του, αλλά που όμως δεν μπόρεσαν ποτέ να αποσπάσουν ούτε έναν μνησίκακο λόγο από τα χείλη του. 
Αφού φανέρωσε κατ’ αυτό τον τρόπο την παρουσία του Θεού εν μέσω του λαού της Ιθάκης επί πολλά χρόνια, ο όσιος Ιωακείμ εκοιμήθη εν ειρήνη, ύστερα από σύντομη αρρώστια, στις 2 Μαρτίου 1868. Η κηδεία του αποτέλεσε αφορμή να συναχθεί μέγα μέρος του ντόπιου πληθυσμού. Όλοι τους συναγωνίζονταν να αποκτήσουν ένα κομμάτι από τα ρούχα του ή το σάβανό του, σε σημείο που κινδύνευσε η ακεραιότητα της σορού· έτσι αναγκάσθηκαν να τον ενταφιάσουν κρυφά πίσω από τον ναό της Αγίας Βαρβάρας, που είχε ανοικοδομήσει στο χωριό Σταυρός. 
Ύστερα από πολλά χρόνια, με πρωτοβουλία του ηγουμένου της Μονής Βατοπαιδίου, βρέθηκαν τα λείψανά του στις 23 Μαΐου 1992 και η τιμή του αναγνωρίσθηκε επίσημα από τη ιερά Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου το 1998.

 «Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»·
Τόμος 7ος (Μάρτιος),
σελ. 23–25.

Ο ΘΡΗΝΟΣ ΤΟΥ ΑΔΑΜ - Τοῦ Ἁγίου Σιλουανοῦ τοῦ Ἀθωνίτη


Ο ΘΡΗΝΟΣ ΤΟΥ ΑΔΑΜ
Τοῦ Ἁγίου Σιλουανοῦ τοῦ Ἀθωνίτη



Ἀδάμ, ὁ πατέρας τῆς οἰκουμένης, ἐγνώριζε στόν Παράδεισο τή γλυκύτητα τῆς θείας ἀγάπης. Ἔτσι, μετά τήν ἔξωσή του ἀπό τόν Παράδεισο γιά τό ἁμάρτημά του, ἐγκαταλειμμένος ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, θλιβόταν πικρά καί ὀδυρόταν μέ βαθεῖς στεναγμούς. Ὅλη ἡ ἔρημος ἀντηχοῦσε ἀπό τούς λυγμούς του. Ἡ ψυχή του βασανιζόταν μέ τή σκέψη: «Ἐλύπησα τόν ἀγαπημένο μου Θεό». Δέν μετάνοιωνε τόσο γιά τήν Ἐδέμ καί τό κάλλος της, ὅσο γιά τήν ἀπώλεια τῆς θείας ἀγάπης, πού τραβᾶ ἀχόρταγα τήν ψυχή στό Θεό. 
Τό ἴδιο καί κάθε ψυχή πού γνώρισε μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα τό Θεό κι ὕστερα ἔχασε τή χάρη, δοκιμάζει τό ἀδαμιαῖο πένθος. Θλίβεται ἡ ψυχή καί μεταμελεῖται σφοδρῶς, ὅταν προσβάλη τόν ἀγαπημένο Κύριο. 
Βασανιζόταν κι ὀδυρόταν στή γῆ ὁ Ἀδάμ κι ἡ γῆ δέν τοῦ ἔδινε χαρά. Νοσταλγοῦσε τό Θεό κι ἐφώναζε: 
Διψᾶ ἡ ψυχή μου τόν Κύριο καί Τόν ἀναζητῶ μέ δάκρυα. Πῶς νά μήν Τόν ζητῶ; 
Ὅταν ἤμουν μαζί Του, ἀγαλλόταν εἰρηνικά ἡ ψυχή μου καί ἤμουν ἀπρόσιτος γιά τούς ἐχθρούς. 
Τώρα ὅμως ἀπέκτησε ἐξουσία πάνω μου τό πονηρό πνεῦμα καί κλονίζει καί τυραννεῖ τήν ψυχή μου. Γι᾽ αὐτό λυώνει ἡ ψυχή μου γιά τόν Κύριο μέχρι θανάτου. Τό πνεῦμα μου ὁρμᾶ πρός τό Θεό καί τίποτε τό γήϊνο δέν μέ παρηγορεῖ· κι ἡ ψυχή μου δέν βρίσκει πουθενά παρηγοριά, ἀλλά ποθεῖ διψασμένα νά Τόν δῆ καί νά Τόν ἀπολαύση ὡσότου χορτάση. Δέν μπορῶ νά Τόν λησμονήσω οὔτε στιγμή κι ἀπό τόν πολύ μου πόνο στενάζω καί ὀδύρομαι: Ἐλέησόν με ὁ Θεός, τό παραπεσόν Σου πλάσμα». 
Ἔτσι ὀδυρόταν ὁ Ἀδάμ κι ἔτρεχαν ποτάμι τά δάκρυα ἀπό τό πρόσωπό του κι ἔπεφταν στό στῆθος του καί στή γῆ. 
Μέ δέος ἄκουγε ὅλη ἡ ἔρημος τούς στεναγμούς του. 
Ζῶα καί πουλιά σιωποῦσαν ἀπό θλίψη. 
Κι ὁ Ἀδάμ ὀδυρόταν, γιατί μέ τό ἁμάρτημά του στερήθηκαν ὅλοι τήν εἰρήνη καί τήν ἀγάπη. 
Ἦταν μεγάλη ἡ θλίψη τοῦ Ἀδάμ μετά τήν ἐξορία του ἀπό τόν Παράδεισο. Σάν εἶδε ὅμως τό γυιό του Ἄβελ σκοτωμένο ἀπό τόν Κάϊν, αὐξήθηκε ἀκόμα πιό πολύ ἡ θλίψη τοῦ Ἀδάμ· φοβερά στενοχωρημένος κοίταζε κι ἔκλαιγε: 
«Ἐξ ἐμοῦ λαοί ἐξελεύσονται καί πληθυνθήσονται ἐπί τῆς γῆς· κι ὅλοι θά ὑποφέρουν, θά ζοῦν μέσα στήν ἔχθρα καί στόν ἀλληλοσκοτωμό». 
Κι ἦταν ἡ θλίψη του μεγάλη σάν τόν ὠκεανό· καί τήν καταλαβαίνουν μόνον οἱ ψυχές πού γνώρισαν τόν Κύριο καί τήν ἀνείπωτη ἀγάπη Του. 
Κι ἐγώ ἔχασα τή χάρη καί φωνάζω μαζί μέ τόν Ἀδάμ: 
«Σπλαγχνίσου με Κύριε. Δῶσε μου πνεῦμα ταπεινώσεως καί ἀγάπης».
Ὤ ἀγάπη τοῦ Κυρίου! Ὅποιος σέ γνώρισε, σ᾽ ἀναζητεῖ ἀκούραστα καί φωνάζει μέρα καί νύχτα: 
«Σέ ποθῶ, Κύριε, καί Σ᾽ ἀναζητῶ μέ δάκρυα. Πῶς νά μή Σέ ζητῶ; Ἐσύ μοῦ ἔδωσες νά Σέ γνωρίσω μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα, κι αὐτή ἡ θεία γνώση τραβᾶ ἀδιάκοπα τήν ψυχή μου κοντά Σου». 
Θρηνεῖ ὁ Ἀδάμ: 
«Δέν μέ τέρπει ἡ σιγή τῆς ἐρήμου.
Δέν μέ τραβοῦν τῶν βουνῶν τά ψηλώματα.
Δέν μ᾽ ἀναπαύει ἡ ὀμορφιά τῶν δασῶν καί τῶν λειβαδιῶν.
Δέν καταπραΰνει τόν πόνο μου τῶν πουλιῶν τό κελάδημα.
Τίποτε, τίποτε δέν μοῦ δίνει τώρα χαρά,
Ἡ ψυχή μου ράγισε ἀπό τήν πολύ στενοχώρια.
Τόν ἀγαπημένο Θεό μου ἐπρόσβαλα.
Κι ἄν μέ ξανάπαιρνε στόν παράδεισο ὁ Κύριος καί ἐκεῖ θά
θρηνοῦσα λυπητερά, πονεμένα
Γιατί πίκρανα τόν ἀγαπημένο μου Θεό».
Διωγμένος ἀπό τόν Παράδεισο ὁ Ἀδάμ ἀνάβλυζε πηγές ἀπό δάκρυα ἀπό τήν πληγωμένη του καρδιά. Τό ἴδιο κάθε ψυχή πού γνώρισε τόν Κύριο θρηνεῖ γι᾽ Αὐτόν καί λέει:
«Ποῦ εἶσαι, Κύριε;
Γιατί κρύβεις τό πρόσωπό Σου;
Πολύν καιρό τώρα δέν βλέπει τό Φῶς Σου ἡ ψυχή μου καί
Σ᾽ ἀποζητᾶ θλιμμένη.
Ποῦ εἶναι ὁ Κύριός μου;
Γιατί δέν Τόν βλέπω στήν ψυχή μου;
Τί Τόν ἐμποδίζει νά κατοικεῖ ἐντός μου;
Δέν ὑπάρχει μέσα μου, λοιπόν, ἡ ταπείνωση τοῦ Χριστοῦ καί ἡ ἀγάπη γιά τούς ἐχθρούς.
Γιατί ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη, ἄπειρη καί ἀνερμήνευτη».

Πορευόταν πάνω στή γῆ ὁ Ἀδάμ καί δάκρυζε ἀπό τό σφίξιμο τῆς καρδιᾶς καί μέ τό νοῦ συλλογιζόταν ἀδιάκοπα τό Θεό. Κι ὅταν τό ταλαιπωρημένο του σῶμα δέν εἶχε πιά δάκρυα, τότε φλογιζόταν γιά τό Θεό τό πνεῦμα του, γιατί δέν μποροῦσε νά λησμονήση τόν Παράδεισο καί τήν ὡραιότητά του. Ἀγαποῦσε ὅμως ὅλο καί πιό πολύ τό Θεό ἡ ψυχή τοῦ Ἀδάμ καί συνεχῶς ὁρμοῦσε μέ τή δύναμη αὐτῆς τῆς ἀγάπης πρός Αὐτόν. 
Ψάλλε μας, Ἀδάμ, τοῦ Κυρίου τό ἄσμα, γιά νά χαρῆ ἡ καρδιά μου γιά τόν Κύριο καί νά σηκωθῆ νά Τόν ὑμνήση καί νά Τόν δοξολογήση, ὅπως Τόν δοξάζουν στούς οὐρανούς τά Χερουβείμ καί τά Σεραφείμ κι ὅλες οἱ δυνάμεις τῶν οὐρανῶν. 
Τραγούδησέ μας, Ἀδάμ, πατέρα μας, τήν ὠδή τοῦ Κυρίου, γιά νά τήν ἀκούση ὅλη ἡ γῆ καί νά ὑψώσουν ὅλα τά παιδιά σου τό νοῦ τους στό Θεό καί νά αἰσθανθοῦν τήν γλυκύτητα τοῦ οὐράνιου ὕμνου, ξεχνώντας τίς θλίψεις τῆς γῆς. 
Πές μας, Ἀδάμ, πατέρα μας, μίλησε στά παιδιά σου γιά τόν Κύριο. Ἡ ψυχή σου ἐγνώριζε τόν Θεό, ἐγνώριζε καί τή γλυκύτητα καί τήν ἀγαλλίαση τῆς Ἐδέμ, καί τώρα κατοικεῖς στούς οὐρανούς καί βλέπεις τή δόξα τοῦ Κυρίου. 
Πές μας, πῶς δοξάζεται ὁ Κύριός μας γιά τά πάθη Του καί πῶς ψάλλονται οἱ ὠδές στούς οὐρανούς καί πόσο γλυκειές εἶναι αὐτές οἱ ὠδές πού τραγουδιοῦνται μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα. 
Μίλα μας γιά τή δόξα τοῦ Κυρίου καί πόσο σπλαγχνικός εἶναι. 
Μίλησέ μας καί γιά τήν ἁγία Θεοτόκο. Πῶς μεγαλύνεται στούς οὐρανούς καί μέ ποιούς ὕμνους τήν μακαρίζουν. 
Πές μας πῶς ἀγάλλονται ἐκεῖ οἱ Ἅγιοι καί πῶς τούς καταυγάζει ἡ χάρη· πῶς ἀγαποῦν τόν Κύριο καί μέ ποιάν ἅγια ταπείνωση παρουσιάζονται μπροστά στό θρόνο Του. 
Παρηγόρησε, Ἀδάμ, καί χαροποίησε τίς θλιμμένες μας ψυχές. 
Διηγήσου μας, τί βλέπεις στούς οὐρανούς; 
Δέν ἀποκρίνεσαι; Γιατί αὐτή ἡ σιγή; 
Νά, θλίβεται ὅλη ἡ γῆ. 
Ἤ ἀπό τή Θεία ἀγάπη δέν μπορεῖς οὔτε κἄν νά μᾶς θυμηθῆς; 
Ἤ βλέπεις τή Θεομήτορα στή δόξα της καί δέν μπορεῖς νά ἀποχωριστῆς ἀπ᾽ αὐτή τήν οὐράνια ὀπτασία; Καί γι᾽ αὐτό ἀφήνεις τά θλιμμένα παιδιά σου χωρίς λόγια στοργῆς, γιά νά ξεχάσωμε τά δεινά τῆς ἐπίγειας ζωῆς μας; 
Ἀδάμ, πατέρα μας, δέν ἀποκρίνεσαι; 
Ἐσύ βλέπεις τή θλίψη τῶν γυιῶν σου στή γῆ. 
Γιατί τάχα αὐτή ἡ σιωπή; 
Ὁ Ἀδάμ λέγει: 
«Ἀφῆστε με στήν εἰρήνη, ἀγαπητά μου παιδιά. Δέν μπορῶ ν᾽ ἀποχωριστῶ ἀπό τή θέα τοῦ Θεοῦ. Ἡ ψυχή μου λαβώθηκε ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Κυρίου καί σκιρτᾶ μέ τήν ἀγαθότητά Του. Ὅσοι ζοῦν στό Φῶς τοῦ Προσώπου τοῦ Δεσπότη δέν μποροῦν νά θυμηθοῦν τά γήϊνα». 
- Ἀδάμ, πατέρα μας, μᾶς ἐγκατέλειψες, τά ὀρφανά παιδιά σου, ἐνῶ βυθιζόμαστε στήν ἄβυσσο τῶν δεινῶν τῆς γῆς; Πές μας, τουλάχιστον, πῶς μποροῦμε νά εὐαρεστήσωμε στό Θεό; 
Ἄκουσε τά παιδιά σου, πού εἶναι σκορπισμένα σ᾽ ὅλη τή γῆ. Ὁ νοῦς τους εἶναι συγχυσμένος καί δέν μπορεῖ νά συλλάβη τό Θεῖο, καί πολλοί ἀποστάτησαν ἀπό τό Θεό καί ζώντας στό σκοτάδι πορεύονται στίς ἀβύσσους τοῦ ἅδη. 
- Μή διακόπτετε τήν ἔκστασή μου. Βλέπω τή Θεομήτορα δοξασμένη καί δέν μπορῶ ν᾽ ἀποσπάσω τό νοῦ μου ἀπό τή θεϊκή τούτη θεωρία καί νά σᾶς μιλήσω. 
Βλέπω καί τούς ἅγιους Προφῆτες καί Ἀποστόλους κι ἐκπλήττομαι πῶς μοιάζουν ὅλοι τους μέ τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ. 
Περπατῶ στήν Ἐδέμ καί, νά, παντοῦ ἡ δόξα τοῦ Κυρίου, γιατί Αὐτός ζῆ μέσα μου καί μ᾽ ἔκανε ὅμοιο μέ τόν Ἑαυτό Του. 
Ἔτσι δοξάζει ὁ Κύριος τόν ἄνθρωπο. 
- Μίλησέ μας, Ἀδάμ· εἴμαστε παιδιά σου κι ὑποφέρουμε στή γῆ. 
Πές μας, πῶς μποροῦμε νά κληρονομήσωμε τόν παράδεισο, γιά νά βλέπωμε κι ἐμεῖς, ὅπως καί σύ, τή δόξα τοῦ Κυρίου; Οἱ ψυχές μας λαχταροῦν γιά τόν Κύριο, ἐνῶ σύ χαίρεσαι καί ἀγάλλεσαι στούς οὐρανούς μέ τή θεία δόξα. 
Σέ ἱκετεύομε, παρηγόρησέ μας. 
- Γιατί φωνάζετε πρός ἐμένα, παιδιά μου; Ὁ Κύριος σᾶς ἀγαπᾶ καί σᾶς ἔδωσε σωτήριες ἐντολές. Τηρήσατε τίς ἐντολές καί ἀγαπᾶτε ἀλλήλους, κι ἔτσι θά βρῆτε τήν ἀνάπαυση κοντά στό Θεό. 
Μετανοεῖτε κάθε ὥρα γιά τά παραπτώματά σας, γιά νά ἀξιωθῆτε νά συναντήσετε τό Χριστό. Ὁ Κύριος εἶπε: 
«Ἀγαπῶ ὅσους μέ ἀγαποῦν καί θά δοξάσω ὅσους μέ δοξάζουν». 
- Ὤ Ἀδάμ, πρέσβευε γιά μᾶς, τά παιδιά σου. Ἡ ψυχή μας εἶναι γεμάτη πόνο ἀπό τίς πολλές μας θλίψεις. 
- Ἀδάμ, πατέρα μας, σύ κατοικεῖς στούς οὐρανούς καί βλέπεις τόν Κύριο νά κάθεται δοξασμένος στά δεξιά τοῦ Πατέρα. Ἐσύ βλέπεις τά Χερουβείμ καί τά Σεραφείμ κι ὅλους τούς Ἁγίους. Ἐσύ ἀκοῦς τά οὐράνια ἄσματα καί ἡ γλυκύτητά τους ἀπορροφᾶ τήν ψυχή σου. Ἐμεῖς ὅμως λαχταροῦμε γιά τό Θεό ἀκατάπαυστα, σκυθρωποί καί στερημένοι τή χάρη. 
Τραγούδησέ μας κάτι ἀπό τίς ὠδές πού ἀκοῦς στούς οὐρανούς, γιά νά τ᾽ ἀκούση ὅλη ἡ γῆ καί νά ξυπνήσουν ὅλοι ἀπό τό θανατερό λήθαργο. 
- «Μή μέ κουράζετε, παιδιά μου. Ὁ καιρός τῶν δικῶν μου θλίψεων πέρασε. Ἡ γλυκύτητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ἡ τρυφή τοῦ Παραδείσου μ᾽ ἐμποδίζουν νά γυρίσω τήν προσοχή μου στή γῆ. Ἀλλά καί πάλι θά σᾶς πῶ: 
Σᾶς ἀγαπᾶ ὁ Κύριος καί ζήσετε κι ἐσεῖς μέ ἀγάπη. Νά πείθεσθε στούς προϊσταμένους σας, νά ταπεινώνετε τίς καρδιές σας, καί τότε θά κατοικήση μέσα σας Πνεῦμα Θεοῦ. Αὐτό ἔρχεται ἤρεμα καί δίνει εἰρήνη στήν ψυχή καί μαρτυρεῖ γιά τή σωτηρία της χωρίς λόγια. 
Ψάλλετε ὕμνους στό Θεό μέ ἀγάπη καί πνευματική ταπείνωση, γιατί ὁ Κύριος χαίρετε μ᾽ αὐτό. 
- Ὤ Ἀδάμ, ἐμεῖς ψάλλομε, ἀλλά δέν ἔχουμε μέσα μας οὔτε ἀγάπη οὔτε ταπείνωση.
- Μετανοεῖτε καί προσεύχεσθε. Κι ἐγώ μετανοοῦσα γιά πολύν καιρό καί στενοχωριόμουν, γιατί πρόσβαλα τό Θεό καί γιατί μέ τά δικά μου ἁμαρτήματα χάθηκε ἡ εἰρήνη καί ἡ ἀγάπη ἀπό τό πρόσωπο τῆς γῆς. Τά δάκρυά μου χύνονταν στό πρόσωπό μου καί πότιζαν τό στῆθος μου κι ἔπεφταν στή γῆ· κι ὅλη ἡ ἔρημος ἄκουγε τούς στεναγμούς μου. 
Ἐσεῖς δέν μπορεῖτε νά ἐννοήσετε τό βάθος τῆς θλίψεώς μου, οὔτε πῶς ὀδυρόμουν γιά τό Θεό καί τόν Παράδεισο. Στόν Παράδεισο ἤμουν καταχαρούμενος. Μέ εὔφραινε τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ κι ἤμουν ἀπαλλαγμένος ἀπό παθήματα. Ὅταν ὅμως διώχτηκα ἀπό τόν Παράδεισο, τότε ζῶα καί πουλιά, πού μ᾽ ἀγαποῦσαν προηγουμένως, ἄρχισαν νά μέ φοβοῦνται καί νά μ᾽ ἀποφεύγουν· οἱ κακοί λογισμοί σπάραζαν τήν καρδιά μου· κρύο καί πείνα μέ βασάνιζαν· ὁ ἥλιος μ᾽ ἔκαιγε καί μ᾽ ἔδερναν οἱ ἄνεμοι· μέ κατάβρεχαν οἱ βροχές καί μέ καταπονοῦσαν οἱ ἀρρώστιες καί τά ὑπόλοιπα δεινά τῆς γῆς. Ἐγώ ὅμως τά ὑπέφερα ὅλα μέ ἀκλόνητη ἐλπίδα στό Θεό. 
Καί ἐσεῖς, παιδιά μου, ὑπομείνετε τούς πόνους τῆς μετάνοιας· ἀγαπᾶτε τίς θλίψεις, ἀποξηραίνετε τά σώματά σας μέ ἄσκηση καί ἐγκράτεια, ταπεινῶστε τόν ἑαυτό σας κι ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς, γιά νά κατοικήση μέσα σας τό Ἅγιο Πνεῦμα. 
Τότε θά γνωρίσετε καί θά βρῆτε τή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. 
Μήν ταράζετε ὅμως τήν εἰρήνη μου. Ἀπό τή θεία ἀγάπη δέν μπορῶ τώρα νά στραφῶ πρός τή γῆ. Ξέχασα ὅλα τά ἐπίγεια. Ξέχασα ἀκόμα κι αὐτόν τόν Παράδεισο πού ἔχασα, γιατί βλέπω τήν αἰώνια δόξα τοῦ Κυρίου καί τή δόξα τῶν Ἁγίων, πού τό Φῶς τοῦ Προσώπου τοῦ Θεοῦ τούς κάνει νά λάμπουν κι οἱ ἴδιοι σάν κι Αὐτόν.
- Ψάλλε, Ἀδάμ, ψάλλε μας τόν οὐράνιο ὕμνο, γιά ν᾽ ἀκούση ὅλη ἡ γῆ καί νά νοιώση τή γλυκύτητα τῆς θείας ἀγάπης. Ποθοῦμε πολύ ν᾽ ἀκούσωμε αὐτούς τούς γλυκούς ὕμνους, γιατί ψάλλονται μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα. 
Ὁ Ἀδάμ ἔχασε τόν ἐπίγειο Παράδεισο καί τόν ἀναζητοῦσε μέ θρήνους: 
«Παράδεισέ μου, Παράδεισε, θαυμαστέ μου Παράδεισε».
Κι ὁ Κύριος μέ τήν ἀγάπη Του στό σταυρό τοῦ χάρισε ἄλλο Παράδεισο, καλύτερον ἀπό ἐκεῖνον πού ἔχασε, στούς οὐρανούς, ὅπου εἶναι τό ἄκτιστο Φῶς τῆς Ἁγίας Τριάδος. 
Ἀρχιμ. Σωφρονίου
Ο ΑΓΙΟΣ ΣΙΛΟΥΑΝΟΣ Ο ΑΘΩΝΙΤΗΣ

Σάββατο 1 Μαρτίου 2025

Κυριακή της εξορίας του Αδάμ



Κυριακή της εξορίας του Αδάμ 
Την ημέρα αυτή θυμόμαστε την εξορία του πρωτόπλαστου Αδάμ από την τρυφή του Παραδείσου. Την ανάμνηση αυτή οι άγιοι Πατέρες μας την έβαλαν πριν από την αγία Τεσσαρακοστή, σαν να δείχνουν στην πράξη πόσο ωφέλιμο για την ανθρώπινη φύση είναι το φάρμακο της νηστείας και πόσο πάλι αισχρή είναι η πολυφαγία και η ανυπακοή. 
Παραλείποντας λοιπόν οι Πατέρες όσα συμβαίνουν στον κόσμο εξαιτίας του πρωτόπλαστου Αδάμ, τα οποία είναι άπειρα, προβάλλουν τον ίδιο και δείχνουν καθαρά πόσο μεγάλο κακό έπαθε με το να μη νηστέψει για λίγο και αυτό το μετέδωσε και στη δική μας φύση, και ακόμη ότι η πρώτη εντολή που έδωσε ο Θεός στους ανθρώπους ήταν η νηστεία, όμως ο Αδάμ δεν τη φύλαξε αλλά υπάκουσε στην κοιλιά, ή μάλλον, μέσω της Εύας, υπάκουσε στον πλάνο όφι, τον διάβολο, και έτσι όχι μόνο θεός δεν έγινε, αλλά και τον θάνατο επέσυρε στον εαυτό του, και αυτό το κακό το μετέδωσε σε όλο το ανθρώπινο γένος. 
Γι’ αυτή την απόλαυση του πρώτου Αδάμ ο Κύριος νήστεψε σαράντα μέρες και υπάκουσε στο θέλημα του Πατέρα. Και από αυτό οι άγιοι Απόστολοι επινόησαν την παρούσα αγία Τεσσαρακοστή, ώστε να απολαύσουμε εμείς με τη νηστεία την αφθαρσία, αφού φυλάξουμε εκείνο που ο Αδάμ δεν το φύλαξε και την έχασε. 
Και από άλλη πλευρά, όπως είπαμε, ο σκοπός των Αγίων είναι να παρουσιάσουν σύντομα τα έργα του Θεού που έγιναν από την αρχή μέχρι το τέλος. Και επειδή η αιτία για όλες τις συμφορές μας στάθηκε η παράβαση και η έκπτωση του Αδάμ από τον Παράδεισο, γι’ αυτό και αυτή προβάλλουν τώρα, ώστε με την ανάμνησή της να την αποφύγουμε και να μη μιμηθούμε σε τίποτε την ακρασία του. 
Ο Αδάμ λοιπόν, αφού την έκτη ημέρα πλάστηκε από το χέρι του Θεού και έλαβε με το εμφύσημα του Θεού την τιμή τού “κατ’ εικόνα” και πήρε στη συνέχεια την εντολή, έμεινε στον Παράδεισο περίπου έξι ώρες και μετά διώχτηκε με την παράβαση της εντολής. 
Ο Φίλων ο Εβραίος ωστόσο λέει ότι ο Αδάμ έμεινε στον Παράδεισο εκατό χρόνια, ενώ άλλοι λένε επτά μέρες ή επτά χρόνια, επειδή ο αριθμός επτά θεωρείται ο πιο σημαντικός. 
Το ότι ο Αδάμ άπλωσε το χέρι και πήρε τον καρπό κατά την έκτη ώρα (δηλαδή το μεσημέρι), το φανέρωσε ο νέος Αδάμ, ο Χριστός, ο οποίος, θεραπεύοντας τον όλεθρο του πρωτόπλαστου, άπλωσε τις παλάμες στο Σταυρό κατά την έκτη ώρα και ημέρα. 
Ο Αδάμ πλάστηκε ανάμεσα στη φθορά και την αφθαρσία, με σκοπό να αποκτήσει από τα δύο αυτά εκείνο, στο οποίο θα έκλινε από δική του προαίρεση. Ο Θεός βέβαια μπορούσε να τον κάνει και αναμάρτητο, αλλά για να γίνει αυτό κατόρθωμα και της δικής του προαίρεσης, γι’ αυτό του έδωσε τον νόμο, από όλα τα φυτά να τρώει και μόνο από ένα όχι. 
Για το τι ήταν τα φυτά αυτά και τι εκείνο το ένα, φιλοσοφεί ο Θεολόγος Γρηγόριος, όπως και ο ιερός Χρυσόστομος, αλλά με το να είναι νοήματα υψηλά δεν γίνονται κατανοητά από τους απλούς ανθρώπους. 
Μερικοί είπαν ότι το δέντρο εκείνο της παρακοής ήταν συκιά, διότι με τα φύλλα της σκεπάστηκαν μόλις κατάλαβαν την γυμνότητά τους, και ότι γι’ αυτό και ο Χριστός την καταράστηκε, ως αιτία της παράβασης. Γιατί η συκιά έχει κάποια ομοιότητα με την αμαρτία: πρώτα τη γλυκύτητα, έπειτα την τραχύτητα των φύλλων και το κολλώδες του γάλακτος. 
Αφού λοιπόν ο Αδάμ παρέβη την εντολή και φόρεσε την θνητή σάρκα και έλαβε την κατάρα, διώχτηκε από τον Παράδεισο και ορίστηκε από τον Θεό φλόγινη ρομφαία να φυλάει την πύλη του Παραδείσου. Και αυτός κάθισε αντίκρυ από τον Παράδεισο και έκλαιγε για τα τόσα αγαθά που στερήθηκε με το να μη νηστέψει για λίγο. Και έτσι όλο το ανθρώπινο γένος που προήλθε από εκείνον έγινε μέτοχο των δεινών του, εωσότου πάλι ο Πλάστης μας ελέησε την ανθρώπινη φύση που τη βασάνιζε ο σατανάς. Και αφού γεννήθηκε από την αγία Παρθένο και πολιτεύθηκε άριστα, και με τα αντίθετα εκείνου, δηλαδή με τη νηστεία και την ταπείνωση, μας έδειξε τον δρόμο, και με σοφό τρόπο νίκησε τον διάβολο που μας εξαπάτησε, μας αποκατέστησε στο αρχαίο αξίωμα. 
Θέλοντας όλα αυτά να τα παραστήσουν οι θεοφόροι Πατέρες μέσα στο Τριώδιο, πρώτα βάζουν τα της Παλαιάς Διαθήκης, από τα οποία πρώτη είναι η δημιουργία και η έξωση του Αδάμ από τον Παράδεισο, την οποία σήμερα θυμόμαστε, και έπειτα και τα υπόλοιπα, με λόγους του Μωϋσή, των Προφητών και περισσότερο του Δαβίδ, βάζοντας και κάποια από το Ευαγγέλιο. 
Έπειτα με τη σειρά βάζουν τα της Καινής Διαθήκης, από τα οποία πρώτος είναι ο Ευαγγελισμός, ο οποίος κατά ανέκφραστη οικονομία του Θεού σχεδόν πάντοτε βρίσκεται μέσα στην αγία Τεσσαρακοστή. Στη συνέχεια η ανάσταση του Λαζάρου και η Κυριακή των Βαΐων και η αγία και μεγάλη Εβδομάδα, που διαβάζονται τα ιερά Ευαγγέλια και υμνολογούνται με κάθε λεπτομέρεια τα άγια και σωτήρια πάθη του Χριστού. 
Ακολουθεί η Ανάσταση και οι λοιπές εορτές μέχρι την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος, ενώ οι ιερές Πράξεις διηγούνται λεπτομερώς πώς έγινε το κήρυγμα των Αποστόλων και συγκέντρωσε όλους τους Αγίους (τους αγίους Πάντες)· διότι οι Πράξεις με τα θαύματα των Αποστόλων βεβαιώνουν την ανάσταση του Χριστού. 
Επειδή λοιπόν, με το να μη νηστέψει μια φορά ο Αδάμ, πάθαμε τα τόσα κακά, γι’ αυτό ορίζεται στην είσοδο της αγίας Τεσσαρακοστής να το θυμόμαστε, για να αναλογιζόμαστε πόσο κακό προξένησε η μη νηστεία και να σπεύσουμε να υποδεχθούμε τη νηστεία με χαρά και να την τηρήσουμε. Και έτσι να επιτύχουμε εμείς με πένθος, νηστεία και ταπείνωση αυτό που έχασε εκείνος, δηλαδή τη θέωση, περιμένοντας να μας επισκεφθεί ο Κύριος· γιατί είναι αδύνατο να πάρουμε με άλλον τρόπο αυτό που χάσαμε. 
Πρέπει ακόμη να ξέρουμε ότι η αγία και μεγάλη Τεσσαρακοστή είναι σαν ένας αποδεκατισμός του όλου χρόνου. Επειδή δηλαδή από την αμέλειά μας δεν θέλουμε να νηστεύουμε πάντοτε και να απέχουμε από κακές πράξεις, γι’ αυτό οι Απόστολοι και οι άγιοι Πατέρες μάς παρέδωσαν την αγία Τεσσαρακοστή σαν ένα θέρος των ψυχών, για να εξαλείψουμε με τη συντριβή και την ταπείνωση της νηστείας όσα άτοπα κάναμε όλο τον χρόνο. Γι’ αυτό και πρέπει να την τηρούμε με περισσότερη ακρίβεια, όπως βέβαια και τις άλλες τρεις νηστείες, δηλαδή των αγίων Αποστόλων, της Θεοτόκου και του Σαρανταημέρου των Χριστουγέννων. 
Διότι οι άγιοι Πατέρες παρέδωσαν τις Σαρακοστές σύμφωνα με τις τέσσερις εποχές, αυτή όμως τη Μεγάλη την τίμησαν περισσότερο, για τα άγια Πάθη και διότι ο Χριστός αυτήν νήστεψε και δοξάστηκε. Και ο Μωυσής έλαβε τον νόμο αφού νήστεψε σαράντα μέρες, και ο προφήτης Ηλίας και ο Δανιήλ και όσοι άλλοι ήταν άξιοι για τον Θεό. Και ότι η νηστεία είναι καλή, το αποδεικνύει με το αντίθετο ο Αδάμ. Γι’ αυτή λοιπόν την αιτία οι άγιοι Πατέρες έβαλαν εδώ την εξορία του Αδάμ. 
Με την άφατη ευσπλαχνία σου, Χριστέ, Θεέ μας, αξίωσέ μας της τρυφής του Παραδείσου και ελέησέ μας ως μόνος φιλάνθρωπος. Αμήν. 

 

Διασκευή για την Κ.Ο. του κειμένου του Τρωδίου με τη βοήθεια και της μετάφρασης του αγίου Αθανασίου του Παρίου που περιέχεται στο βιβλίο Νέον Λειμωνάριον, Βενετία 1819, σελ. 278.

Όσιος Λεολούκας (Λέων - Λουκάς) του εν Κορλεόνε (Corleone).

Όσιος Λεολούκας (Λέων - Λουκάς) του εν Κορλεόνε (Corleone). 

Πηγή: εδώ 

 1η Μαρτίου.

Ο Όσιος Λουκάς, κατά κόσμο Λέων, γεννήθηκε στην Κορλεόνε της Σικελίας κατά τον 10ο αιώνα μ.Χ. από ευσεβείς και φιλόθεους γονείς, τον Λέοντα και τη Θεοκτίστη, οι οποίοι τον ανέθρεψαν με παιδεία και νουθεσία Κυρίου. Όταν οι γονείς του πέθαναν, εκείνος κατέφυγε στη μονή του Αγίου Φιλίππου στην Άγκυρα. Όμως, λόγω των επιδρομών των Σαρακηνών, έφυγε από εκεί και ήλθε στην Καλαβρία, στη μονή του όρους Μουλά, κοντά στο Κασσίνο, όπου εκάρη μοναχός. Εκεί έμεινε έξι χρόνια.

Στη συνέχεια, μαζί με τον ηγούμενο της μονής Χριστόφορο, πήγαν στην περιοχή του Μερκουρίου. Εκεί βρήκαν ένα νέο μοναστήρι στο οποίο έζησαν ασκητικά επί επτά χρόνια, για να συνεχίσουν αργότερα τον πνευματικό τους αγώνα και σε άλλο μοναστικό τόπο επί δέκα χρόνια.

Ο Άγιος Θεός χάρισε στον Όσιο Λουκά το χάρισμα της θαυματουργίας. Πλήθος πιστών συνέρεε στον Άγιο ασκητή, για να λάβει την ευλογία του και να θεραπευθεί.

Λίγο αργότερα, μετά τον θάνατο του ηγουμένου Χριστόφορου, αναλαμβάνει την ηγουμενία της μονής στο όρος Μουλά. Εδώ αρχίζουν νέοι ασκητικοί αγώνες. Ο Όσιος θεραπεύει ασθενείς, αποδιώκει τους δαίμονες, εγείρει παραλυτικούς, καθοδηγεί προς την οδό της σωτηρίας τους χαμένους. Προσεύχεται αδιάλειπτα. Μένει έξω στο κρύο επί είκοσι ημέρες, για να εντείνει τον ασκητικό του αγώνα.

Σε βαθύ γήρας καλεί πια κοντά του τους μοναχούς και τους προλέγει το τέλος του. Αναθέτει τα καθήκοντα του προεστώτος της μονής στον μοναχό Θεόδωρο και ορίζει βοηθό του τον πρεσβύτερο Ευθύμιο. Ο Όσιος Λουκάς, αφού κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων, κοιμήθηκε με ειρήνη και ενταφιάσθηκε στο ναό της Υπεραγίας Θεοτόκου.

Μόλις εκοιμήθη, ένα οικείο άρωμα βιολέτας απλώθηκε σε κάθε γωνιά του μοναστηριού και το πρόσωπό του έγινε εκπληκτικό και ακτινοβόλο. Η ίδια μυρωδιά έγινε αισθητή γύρω από τον τάφο του για πολύ καιρό.Βοήθεια μας.
 
Συμπληρωματικά στοιχεία.

Ο Όσιος Λεολούκας από το Κορλεόνε ασπάστηκε το μαναχικό βίο, όπως πάρα πολλοί ιταλοέλληνες Άγιοι, στην αγιοτρόφο Μονή του Αγίου Φιλίππου στην Αγύρα της Σικελία, αλλάζοντας το βαπτιστικό του όνομα από Λέων σε Λουκάς.

Αναγκαζόμενος να καταφύγει στη γειτονική Καλαβρία, για να γλιτώσει από τους άραβες, επέλεξε αρχικά τον ερημητικό βίο. Περιπλανώμενος στα δάση και τα βουνά του Ασπρομόντε, έφθασε έως τη Ρώμη, προσκυνητής των Αγίων Αποστόλων και των μαρτύρων. Επιστρέφων στην Καλαβρία εγκαταστάθηκε στο μοναστήρι του Αγίου Σώζοντος , κοντά στο Καστροβιλάρι, όπου και παρέμεινε για έξι χρόνια κοντά στον ηγούμενο Χριστόφορο. Ακολούθως, πέρασε στο όρος Μερκούριον, όπου ίδρυσε μονή στην οποία έμεινε επί μια επταετία.

Λόγω των αραβικών επιδρομών που έφθασαν έως την περιοχή εκείνη, κατέφυγε στην περιοχή Vena (σήμερα εκεί υπάρχει το χωριό Avena) στα βουνά του Mormanno, όπου έχτισε άλλο μοναστήρι στο οποίο έζησε 10 χρόνια. Εκεί, εκτός της εντόνου ασκητικής ζωής επεδόθη και σε κοινωνικό έργο. Περιέθαλπε τους κατοίκους της περιοχής καθώς και τους στρατιώτες του Όθωνα Α' και του Β', κατά τα έτη 968 – 982, κατά τα οποία μαχόταν τους άραβες.

Όταν κατάλαβε πως πλησιάζει το τέλος του, όρισε ηγούμενο τον μοναχό Θεόδωρο και αφού έδωσε τις τελευταίες του συμβουλές στα πνευματικά του τέκνα, εκοιμήθη εκατονταετής την 1η Μαρτίου 990.

ΑΓΙΑ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΣ ΕΥΔΟΚΙΑ


 

ΠΗΓΗ:ΕΔΩ
ΑΓΙΑ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΣ ΕΥΔΟΚΙΑ
Ἡ Σαμαρεῖτις οὐχ ὕδωρ Εὐδοκία,
Ἀλλ' αἷμα, Σῶτερ, ἐκ τραχήλου σοι φέρει.
Μαρτίου ἀμφὶ πρώτῃ ἡ Εὐδοκία ξίφος ἔτλη.
Η οσιομάρτυς του Χριστού Ευδοκία καταγόταν από τη Σαμάρεια και ζούσε στην Ηλιούπολη της Φοινίκης (σημ. Λίβανος), επί βασιλείας Τραϊανού (96-116). Καθώς στερούνταν κάθε γνώσης των θείων πραγμάτων, παρασύρθηκε σε βίο έκλυτο και παρέδωσε στην πορνεία το σώμα της, το οποίο ο Δημιουργός το είχε προικίσει με σπάνια ομορφιά. Τόσοι πολλοί ήσαν εκείνοι που έρχονταν ακόμη και από μακριά και προσέφεραν γενναία ποσά για να απολαύσουν τα θέλγητρά της, ώστε απόκτησε από αυτή την επαίσχυντη συναλλαγή μεγάλη περιουσία. Ζούσε σε άκρα ακολασία ως την ημέρα που ένας μοναχός ονόματι Γερμανός, ερχόμενος στην πόλη για δουλειές, κατέλυσε στο διπλανό σπίτι. Το βράδυ, αφού έψαλε την εσπερινή ακολουθία στο δωμάτιό του την ορισμένη ώρα, σαν να βρισκόταν στο μοναστήρι του, ο Γερμανός άρχισε να διαβάζει μεγαλοφώνως ένα βιβλίο που περιέγραφε την Ημέρα της Κρίσεως, τις τιμωρίες των αμαρτωλών και τις ανταμοιβές των δικαίων. Ακούγοντας τα φοβερά αυτά λόγια η Ευδοκία συγκλονίστηκε, η συνείδησή της αφυπνίστηκε από τη χαύνωση στην οποία την είχαν βυθίσει τόσα χρόνια αμαρτίας και όλη τη νύκτα θρηνούσε με ποταμούς δακρύων.

Το πρωί έτρεξε στον Γερμανό, έπεσε στα πόδια του και τον ικέτευσε να της δείξει την οδό της σωτηρίας. Αφού την κατήχησε δεόντως, ενεργώντας ως φρόνιμος πνευματικός πατήρ, ο Γερμανός την έστειλε στην οικία της ώστε να υποβάλει επί μία εβδομάδα σε δοκιμασία την απόφασή της, με προσευχή και περισυλλογή. Καθώς προσευχόταν τη νύκτα θρηνώντας για τον παρελθόντα βίο της, η Ευδοκία είδε ξάφνου φως απαστράπτον και τον Αρχάγγελο Μιχαήλ, ο οποίος είχε έλθει για να την οδηγήσει στον ουρανό, όπου η χορεία των εκλεκτών την υποδέχθηκε με χαρά, ενώ πιο πέρα ο Διάβολος, με μορφή γιγαντόσωμου πλάσματος, μελανού και αποκρουστικού, κατηγορούσε τον Θεό για αδικία επειδή δέχθηκε τόσο γρήγορα τη μετάνοια και μεταστροφή της ακόλαστης αυτής γυναικός. Ακούσθηκε τότε γλυκύτατη φωνή εξ ουρανού που έλεγε: «Αυτή είναι η ευδοκία του Θεού· το να δέχεται φιλεύσπλαχνα τους μετανοούντες!». Και, κατ’ εντολή του Θεού, ο Αρχάγγελος Μιχαήλ επανέφερε την Ευδοκία στο κατάλυμά της, υποσχόμενος τη συνδρομή της θείας Χάριτος στους αγώνες κατά της αμαρτίας που όφειλε του λοιπού να φέρει εις πέρας.

Ολόχαρη και γεμάτη εμπιστοσύνη στην ευσπλαχνία του Κυρίου, η Ευδοκία βαπτίσθηκε από τον επίσκοπο της πόλεως Θεόδοτο και, ακολουθώντας πιστά τις οδηγίες του πνευματικού της πατρός, έσπευσε να παραδώσει την περιουσία, που είχε αποκτήσει επαίσχυντα, σ’ έναν ιερέα για να τη μοιράσει στους πτωχούς· κατόπιν, αφού λυτρώθηκε από τα δεσμά του κόσμου και από κάθε βιοτική μέριμνα, πήγε να συναντήσει τον Γερμανό, ο οποίος μεσολάβησε ώστε να γίνει δεκτή σε μια γυναικεία μονή κοντά στη δική του.

Μόλις μπήκε στο στάδιο της ενάρετης πολιτείας, η μακαρία έδειξε θερμό ζήλο για να σβήσει με την άσκηση και με τα δάκρυα κάθε ίχνος από τα παλιά της πάθη. Έφερε πάντοτε τον χιτώνα που της είχαν φορέσει στο βάπτισμα, χωρίς να τον αλλάζει ποτέ, αποστήθισε το Ψαλτήρι και τρεφόταν με την προσευχή και τη μελέτη του θείου Λόγου μάλλον παρά με γήινες τροφές. Με αυτή τη θαυμαστή αγωγή και την καλή αλλοίωση, έλαβε από τον Κύριο το χάρισμα να επιτελεί θαύματα και όταν εκοιμήθη η ηγουμένη, εξελέγη από την αδελφότητα διάδοχός της.

Εκείνο τον καιρό κάποιοι από τους πρώην εραστές της, έχοντας πληροφορηθεί ότι η ωραία Ευδοκία απέρριψε τις απολαύσεις των επιγείων και τη λατρεία των ειδώλων και καταπονούσε το σώμα της για την αγάπη του Χριστού, κατήγγειλαν στον αυτοκράτορα ότι χρησιμοποιεί την περιουσία της οικοδομώντας στην έρημο καταλύματα για τους χριστιανούς, οι οποίοι απειθούν στην εξουσία του και στη θρησκεία της αυτοκρατορίας. Όταν ο αξιωματικός και οι τριακόσιοι στρατιώτες που έστειλε ο αυτοκράτορας θέλησαν να εισέλθουν στη μονή της αγίας, εμποδίστηκαν από θεία δύναμη· και, αφού περιφέρονταν τρεις ημέρες γύρω από τον περίβολο, αναζητώντας μάταια την είσοδο, βρήκαν όλοι τον θάνατο, εκτός από τον επικεφαλής και τρεις στρατιώτες.

Όταν ο αυτοκράτορας πληροφορήθηκε την οικτρή αυτή αποτυχία, έστειλε τον γιο του για να συλλάβει την αγία. Και αυτόν όμως τον χτύπησε ο Θεός και έπεσε από το άλογό του νεκρός. Τότε, κατά συμβουλή ενός πρώην εραστή της Ευδοκίας, ο αυτοκράτορας έγραψε στην αγία ζητώντας να μεσολαβήσει για να ξαναφέρει τον γιο του στη ζωή. Η Ευδοκία απάντησε με ταπείνωση, δηλώνοντας ότι δεν ήταν ικανή να ενεργήσει ένα τέτοιο θαύμα και έκλεισε το γράμμα σταυρώνοντάς το τρεις φορές. Μόλις ο αγγελιοφόρος έφερε το μήνυμα στο παλάτι μπροστά στο πτώμα του πρίγκιπα, εκείνος ζωντάνεψε, οπότε ο αυτοκράτορας και σύσσωμη η αυλή ανεβόησαν: «Μέγας ο Θεός των χριστιανών, αφού επιτελεί τέτοια θαύματα!». Λέγεται μάλιστα ότι ο αυτοκράτορας βαπτίσθηκε μαζί με αρκετούς από το περιβάλλον του και ότι ο αναστημένος πρίγκιπας έγινε μετά αρχιερέας της πόλεως, ενώ η αδελφή του Γελασία ασπάσθηκε την ισάγγελη πολιτεία στη μονή της αγίας Ευδοκίας.

Ο αυτοκράτορας Αδριανός (117-138), που τον διαδέχθηκε, ήταν σφοδρός υπέρμαχος της ειδωλολατρίας. Έστειλε στην Ηλιούπολη έναν διοικητή, ονόματι Διογένη, φημισμένο για τη σκληρότητά του, ο οποίος είχε αρραβωνιαστεί τη Γελασία. Το γεγονός ότι η μέλλουσα σύζυγός του προτίμησε τον μοναχικό βίο έκανε να φουντώσει μέσα του μίσος κατά της Ευδοκίας. Μόλις ανέλαβε τα καθήκοντά του, έστειλε πενήντα στρατιώτες να τη συλλάβουν. Ενώ αυτοί βρίσκονταν καθ’ οδόν, παρουσιάστηκε στην Ευδοκία ο Χριστός και της ανήγγειλε ότι ήλθε η ώρα να λάβει τον στέφανο του μαρτυρίου. Η Ευδοκία εισήλθε στον ναό και πήρε μαζί της μικρή μερίδα από το Τίμιο Σώμα του Χριστού, υποδέχθηκε με ηρεμία και αξιοπρέπεια τους στρατιώτες και τους ακολούθησε χωρίς να προβάλει αντίσταση. Στον δρόμο προπορευόταν άγγελος που κρατούσε αναμμένο πυρσό, χωρίς να τον αντιλαμβάνονται οι ειδωλολάτρες.

Αφού την άφησαν τέσσερις μέρες στη φυλακή άσιτη και χωρίς νερό, την έφεραν ενώπιον του διοικητή με καλυμμένο το πρόσωπο· και, μόλις αφαίρεσαν το πέπλο, το πρόσωπό της έλαμψε με φως εκθαμβωτικό, προκαλώντας κραυγές κατάπληξης όλων των παρισταμένων. Η αγία αποκρίθηκε θαρραλέα στις ερωτήσεις και κάλεσε τον Διογένη να θέσει σε εφαρμογή το σχέδιό του χωρίς χρονοτριβή και άσκοπες ανακρίσεις. Την κάλεσαν να επιλέξει ανάμεσα σε τρεις λύσεις για να σώσει τη ζωή της: να λατρεύσει τα είδωλα, να επιστρέψει στον πρότερο βίο της ή να θέσει την περιουσία της στη διάθεση του δημοσίου. Η Ευδοκία δήλωσε ότι επ’ ουδενί δύναται να επιστρέψει στον πρότερο βίο της, τώρα που γνώρισε την αλήθεια και ότι δεν είχε πλέον πλούτη στην κατοχή της γιατί τα είχε μοιράσει. Τότε, κατά διαταγή του Διογένη, την παρέλαβαν τέσσερις στρατιώτες και επί δύο ολόκληρες ώρες την ξυλοκοπούσαν αλύπητα. Ύστερα, καθώς προσπαθούσαν να τη γδύσουν ώστε να τη δέσουν στο τιμωρητικό ξύλο, βρήκαν πάνω της το ιερό σκεύος με το Τίμιο Σώμα του Κυρίου. Όταν ο διοικητής επιχείρησε να το ανοίξει, αναπήδησε φλόγα που έκαψε όλους τους παρευρισκόμενους και άφησε τον Διογένη μισοπαράλυτο. Καθώς αυτός γονάτιζε να προσευχηθεί στον θεό Ήλιο για να τον θεραπεύσει, μια αστραπή έσκισε τον ουρανό και ο Διογένης έπεσε καταγής κεραυνόπληκτος. Στο μεταξύ απαστράπτων άγγελος κατήλθε εξ ουρανού και συνομιλούσε με την οσία, αφού τη σκέπασε σεμνά με ένα πέπλο. Ένας στρατιώτης αυτόπτης μάρτυς της σκηνής, μετανοώντας, της έλυσε τα δεσμά και την παρακάλεσε να μεσιτεύσει για όσους είχαν χτυπηθεί από τη θεία οργή, ώστε να αναστηθούν και να μπορέσουν να μετανοήσουν. Η Ευδοκία από φιλευσπλαχνία προσευχήθηκε και πάραυτα οι νεκροί αναστήθηκαν, γεγονός που οδήγησε πολλούς στην Πίστη του Χριστού.

Η αγία παρέμεινε στην πόλη λίγο καιρό για να διδάξει τον λαό, επιτελώντας και άλλα θαύματα, ως την ημέρα που, μετά τον θάνατο του Διογένη, ένας άλλος διοικητής, ονόματι Βικέντιος, διορίστηκε στην Ηλιούπολη και αποφάσισε να δώσει τέλος στη φήμη της Ευδοκίας. Έστειλε στρατιώτες στην κατοικία της, οι οποίοι την αποκεφάλισαν χωρίς άλλες διαδικασίες, ικανοποιώντας έτσι τον πόθο της: την οριστική της ένωση με τον ουράνιο Νυμφίο Χριστό. Έκτοτε τα τίμια λείψανα της αγίας Ευδοκίας επιτελούν πλήθος θαυμάτων, μαρτυρίες ανά τις γενεές των χριστιανών της θαυμαστής δύναμης της μετανοίας. 

«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»·
Τόμος 7ος (Μάρτιος),
Εκδόσεις «Ίνδικτος»·

ΜΑΡΤΙΟΣ - ΝΕΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

 

ΝΕΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

ΤΟΜΟΣ Ζ΄

ΜΑΡΤΙΟΣ

ΕΔΩ

Προτιμώμενο πρόγραμμα για την ανάγνωση των αρχείων που είναι σε μορφή djvu  είναι το sumatrapdfreader

Δημοφιλείς αναρτήσεις