Οσία Ματρώνα η Ανυπόδητη, η δια Χριστόν σαλή από τη Ρωσία.
30 Μαρτίου.Η Ματρώνα Πέτροβνα Μυλνίκοβα ήταν γνωστή στην Πετρούπολη με το όνομα «Ματρώνα η Ανυπόδητη».
Γεννήθηκε στο χωριό Βανίνα, της περιοχής Όντελενσκ, της επαρχίας Κοστρόμα, αλλά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της το πέρασε στην Αγία Πετρούπολη. Υπηρέτησε αρχικά την πατρίδα της στο στρατό, κοντά στον άνδρα της κι όταν αυτός πέθανε, αφοσιώθηκε στην υπηρεσία του Θεού και του πλησίον.
Τον πρώτο καιρό περιπλανιόταν σε διάφορα προσκυνήματα. Παντού βάδιζε ξυπόλητη γι’ αυτό και της έδωσαν την προσωνυμία «ανυπόδητη». Πεζή και ξυπόλητη έκανε και το προσκύνημα ως τους Αγίους Τόπους και μάλιστα τέσσερις φορές. Κι αφού έζησε αρκετό διάστημα υπηρετώντας τους φτωχούς συνανθρώπους της και τους προσκυνητές, αποφάσισε ν΄ ακολουθήσει την πιο επίπονη κι αυστηρή άσκηση, εκείνην της διά Χριστόν σαλής.
Οι γονείς της ήταν χωρικοί και κατάγονταν από την ίδια περιοχή. Πατέρας της ήταν ο Πιότρ Εφστιγκνίεβιτς Στσερμπίνιν και μητέρα της η Αγάπη, από το χωριό Αντόνοβο της ίδιας επαρχίας. Εκτός από την Ματρώνα είχαν τρείς γιούς: Το Μακάριο, τον Αλέξανδρο και τον Ιβάν. Όλοι τους ήταν αγράμματοι, όπως και η Ματρώνα, και ζούσαν με την γεωργία. Από τους συγγενείς της Ματρώνουσκα μόνο δύο εγγόνια ήταν γνωστά στην Πετρούπολη: Ο Παύλος Ιβάνωφ Πουμυάντσεφ και η αδερφή του Ελισάβετ. Η ίδια η Ματρώνα είχε παντρευτεί τον Γέγκορ Τιχόνοβιτς Μυλνίκωφ, έναν άνθρωπο από την κατώτερη τάξη της Κοστρόμα. Ο γάμος όμως γι’ αυτήν ήταν μια σκληρή δοκιμασία.
Σ’ όλο το διάστημα που ήταν παντρεμένη δοκίμασε πολλές θλίψεις. Στην Κοστρόμα η Ματρώνα Πέτροβνα είχε ένα μικρό σπίτι στην οδό Σέργιεφ κι ένα μικρό παντοπωλείο. Στον Τουρκικό πόλεμο του 1877 - 1878 ο άντρας της επιστρατεύτηκε και πέθανε στο στρατό. Η Ματρώνα τον είχε ακολουθήσει ως νοσοκόμα. Για την υπηρεσία της αυτή πληρωνόταν με 25 ρούβλια το μήνα. Με το που έπαιρνε το μισθό της όμως τον μοίραζε στους στρατιώτες εκείνους που ήταν φτωχοί και άποροι.
Όταν τέλειωσε ο πόλεμος η Ματρώνουσκα αφιέρωσε το υπόλοιπο της ζωής της στην υπηρεσία του Θεού και του πλησίον. Πούλησε όλη την περιουσία που είχε στην Κοστρόμα και μοίρασε τα χρήματα στους φτωχούς. Η ίδια από τότε ανέλαβε τη δύσκολη και σκληρή άσκηση της διά Χριστόν Σαλής κι άρχισε να περιπλανιέται από δω κι από κει σε διάφορα προσκυνήματα.
Το πρώτο της προσκύνημα το ‘κανε ξυπόλητη στους θαυματουργούς του Σολόφκι. Από τότε, δηλαδή από την εποχή της τουρκικής επίθεσης, η γερόντισσα ταξίδεψε σε πολλούς άγιους τόπους της Ρωσίας και της Παλαιστίνης (στα Ιεροσόλυμα πήγε τέσσερις φορές).
Παντού πήγαινε ξυπόλητη. Δεν ξαναφόρεσε παπούτσια στην ζωή της. Δεν έδινε καμία σημασία αν ήταν χειμώνας ή καλοκαίρι, αν έκανε κρύο ή ζέστη. Περπατούσε πάντα ξυπόλητη για σχεδόν τριαντατρία χρόνια. Ρούχα ζεστά δεν είχε. Φορούσε πάντα ελαφρά καλοκαιρινά και άσπρα, σαν ένδειξη της αγγελικής αγνότητάς της.
Στην Αγία Πετρούπολη έζησε περίπου τριάντα χρόνια. Στην αρχή ζούσε στην πλευρά της Πετρούπολης. Έπειτα, τα τελευταία δεκάξι χρόνια τα πέρασε στο παρεκκλήσι «Χαρά των Θλιβομένων», που είναι δίπλα στο Υαλουργείο.
Στη γειτονιά αυτή, κοντά στο παρεκκλήσι, στη λεωφόρο Σλίσελμπουργκ, μπορούσε να συναντήσει κανείς την Ματρώνουσκα. Ήταν πάντα ντυμένη στα λευκά, μ’ ένα μπαστουνάκι στο χέρι, μα πάντα ξυπόλητη.
Σπάνια τύχαινε να περνάει κανείς κοντά από το διαμέρισμα της Ματρώνουσκα και να μην σταματάει να της ζητήσει να κάνει προσευχή για τις διάφορες δύσκολες περιστάσεις της ζωής του. Και πολλοί από τους θαυμαστές της της έδιναν ελεημοσύνες ανάλογα με τη δύναμή τους. Μερικοί δεν ντρέπονταν να της αφήνουν έστω κι ένα καπίκι, ενώ άλλοι της έδιναν γενναία ποσά.
Η Κα Λ. για παράδειγμα της έδωσε κάποτε πεντακόσια ρούβλια, ο έμπορος Ρ. της έδινε είκοσι πέντε ρούβλια το μήνα, πολλοί άλλοι της έδιναν πότε πότε διάφορα αξιόλογα ποσά. Κι η Ματρώνουσκα χρησιμοποιούσε όλες αυτές τις δωρεές για ελεημοσύνες. Έδινε στους φτωχούς, βοηθούσε τις οικογένειές τους, έστελνε δωρεές σε Μοναστήρια και σε φτωχές Ενορίες. Αγόραζε Ευαγγέλια και άγιες Εικόνες και τα έδινε ευλογία στους επισκέπτες της, που ανέρχονταν σε χιλιάδες κάθε χρόνο. Κι ακόμα έστελνε κάθε χρόνο περίπου χίλια οκτακόσια κιλά λάδι για τα καντήλια σε διάφορα Μοναστήρια κι ενοριακές Εκκλησίες. Με τις προσευχές της Ματρώνουσκα πολλοί αλκοολικοί ελευθερώθηκαν από το ολέθριο πάθος τους τη μέθη.
Ιδιαίτερα αγαπητή η Ματρώνουσκα ήταν ανάμεσα στους φτωχούς της Πετρούπολης, στους απλούς και συνηθισμένους ανθρώπους, αυτούς που κατέφευγαν σε κείνην για να τη συμβουλευτούν και να παρηγορηθούν στις περιόδους των θλίψεων και των δοκιμασιών. Δεν μπορεί να πει κανείς όμως πως οι θαυμαστές της Ματρώνουσκα ήταν αποκλειστικά οι φτωχοί κι οι δυστυχισμένοι. Είχε πολλούς θαυμαστές κι από τους μορφωμένους, από τη μεσαία αλλά κι από την υψηλή κοινωνία. Γινόταν δεκτή και σε σπίτια αρχόντων, που κατέφευγαν σ’ αυτήν για πνευματική βοήθεια, γιατί είχε το χάρισμα της προόρασης και τους προειδοποιούσε για πολλά κακά που τους περίμεναν, πρόλεγε το μέλλον τους.
Η αγία Ματρώνα γνώριζε προσωπικά και είχε μάλιστα πνευματική συγγενεια με τον Ιωάννη της Κρονστάνδης . Έχει διατηρηθεί μια αρχειακή φωτογραφία στον αγιασμό κάποιου κτιρίου Συμμετείχε επίσης σε πολλά από τα διάσημα ταξίδια του Αγ. Ιωάννη της Κρονστάνδης στη Ρωσία.
Το μακάριο τέλος της.
Από τις αρχές του 1909 η Ματρώνουσκα είχε αρχίσει να προετοιμάζεται για το θάνατο. για δύο χρόνια συνέχεια, ως την ευλογημένη της κοίμηση, κοινωνούσε τα άγια μυστήρια κάθε Κυριακή. Δύο φορές αυτήν την περίοδο έκανε ευχέλαιο. Σ’ όλη της τη ζωή είχε κάνει δεκατρείς φορές ευχέλαιο. Το Μάρτιο του 1911 η Ματρώνουσκα άρχισε να νιώθει πολύ αδιάθετη. Πονούσε πολύ και μέρα με τη μέρα έχανε δυνάμεις. στις 28 Μαρτίου ένιωθε τόσο αδύναμη, ώστε αναγκάστηκε να ξαπλώσει. την άλλη μέρα όμως ήταν πάλι καθιστή στο κρεβάτι της. Όσοι την επισκέφτηκαν δεν πίστευαν πως ο θάνατος ήταν τόσο κοντά. Η προορατική γερόντισσα όμως το έβλεπε πως ο θάνατος την πλησίαζε και είπε: - Θά σάς αποχαιρετήσω με το νερό και τον πάγο. Τα λόγια της αποδείχθηκαν προφητικά, στις 30 Μαρτίου η Ματρώνουσκα ένιωθε τον εαυτό της ακόμα χειρότερα. και γύρω στη μία η ώρα το μεσημέρι, την ώρα που ο πάγος έλιωνε και γινόταν νερό, αναπαύτηκε ειρηνικά εν Κυρίω.
Η είδηση του θανάτου της διαδόθηκε αστραπιαία σ’ όλη την Αγία Πετρούπολη. Σύντομα στο σπίτι όπου έμενε, στη λεωφόρο Σλίσελμπουργκ, μαζεύτηκε τόσος κόσμος, ώστε οι αρχές αναγκάστηκαν να στείλουν εκεί μια αστυνομική ομάδα για να τηρήσει την τάξη. το πλήθος που μαζεύτηκε για ν’ αποτίσει τον ύστατο φόρο τιμής κι ευγνωμοσύνης και να προσκυνήσει τη νεκρή γερόντισσα προέρχονταν από διάφορες τάξεις. Ήταν εκεί φτωχοί άνθρωποι που είχαν ευεργετηθεί από την γερόντισσα. Μα ήταν και εύποροι, που της έδιναν χρήματα για τις ελεημοσύνες της. Εκείνοι που ήθελαν να περάσουν στο σπίτι και να προσκυνήσουν το λείψανό της ήταν πάρα πολλοί. Έτσι αναγκάστηκαν να κρατήσουν κάποια σειρά και να τους περνούν μέσα ανά δέκα κάθε φορά.
Το σώμα της το έβαλαν σ’ ένα φέρετρο και το τοποθέτησαν στο αγαπημένο της κελλί, που ήταν γεμάτο εικόνες. Ήταν ντυμένη με το μεγάλο σχήμα και στο στήθος φορούσε ένα ξύλινο σταυρό, επειδή σκόπευε να πάει στα Ιεροσόλυμα και να καρεί εκεί μεγαλόσχημη με το όνομα Μαρία. Είχε υποσχεθεί στο Θεό πως αυτό θα το κρατούσε μυστικό απ’ όλους. Σύμφωνα με πολλές εφημερίδες της πρωτεύουσας, ο συνολικός αριθμός εκείνων που παρακολούθησαν την κηδεία ήταν γύρω στους είκοσι ως είκοσι πέντε χιλιάδες κόσμος.
Από τα θαύματά της.
Ο Προκόπιος Βασίλιεβιτς Λαμπούτιν ήταν χωρικός από το χωριό Σλόμποντα, της περιοχής Τβερ... Ζούσε στην Αγία Πετρούπολη, στη λεωφόρο Ζαμπαλκάνσκυ... Αυτός μας διηγήθηκε πως τον Οκτώβριο του 1910 ήταν άνεργος. Όλα τ' αποθέματά του είχαν εξαντληθεί.
Όσο κι αν προσπαθούσε δεν τα κατάφερνε να βρει μια δουλειά ή να κερδίσει λίγα χρήματα για να ζήσει. Σ’ αυτή τη θλιβερή κι απελπιστική κατάσταση επισκέφτηκε τη Ματρώνουσκα, της διηγήθηκε την ελεεινή του θέση και τη δυστυχία του και την παρακάλεσε να προσευχηθεί γι’ αυτόν. Η Ματρώνουσκα προσευχήθηκε αμέσως. Μετά σταύρωσε τον Λαμπούτιν με μία Εικόνα, τον ράντισε με Αγιασμό και του είπε: -Λοιπόν, μην απελπίζεσαι τόσο εύκολα. Θα προσευχηθώ πάλι για σένα κι ο Θεός θα δώσει. Αύριο θα 'χεις δουλειά. Με το που γύρισε στο σπίτι του από τη Ματρώνουσκα, ο Λαμπούτιν έλαβε ευχάριστα νέα από το θείο του πως είχε βρει κάποια δουλειά. Την άλλη μέρα δούλευε κιόλας, όπως ακριβώς το προείπε η Ματρώνουσκα...
Απόσπασμα από το ομώνυμο βιβλίο του Πέτρου Μπότση
Πηγή: Προσκυνητής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου