Ο άγιος Κουτβέρτος επίσκοπος Λίντισφαρν
20 Μαρτίου
Ο άγιος Κουτβέρτος (Cuthbert) από νεαρής ηλικίας ήταν ταγμένος να φυλάει κοπάδια στην κοιλάδα του Λάντερνταλ, στη σημερινή μεθόριο Σκωτίας και Αγγλίας. Μια νύχτα, καθώς αγρυπνούσε προσευχόμενος, είδε την ψυχή του αγίου Αϊντάν [31 Αυγ.], επισκόπου Λίντισφαρν, να υψώνεται στα ουράνια, και αποφάσισε να στρατευθεί και αυτός στην οδό που οδηγεί στη Βασιλεία των ουρανών μονάζοντας. Παρουσιάστηκε στην περίφημο Μονή Μελρόζ, που την καθοδηγούσαν τότε οι δύο μεγάλοι διδάσκαλοι της κελτικής εκκλησίας, ο άγιος Εάτα [26 Οκτ.] και ο άγιος Βοϊτίλα [23 Φεβ.]. Επέδειξε εξαρχής τόσο ζήλο στους ασκητικούς αγώνες που ξεπέρασε όλους τους άλλους έμπειρους μοναχούς και περνούσε συχνά τις νύχτες της αγρυπνίας του μέσα σε παγωμένο νερό, για να κατανικήσει την τυραννία της νύστας. Διηγούνται ότι το πρωί έρχονταν ενυδρίδες και του έγλυφαν γλυκά τα ξυλιασμένα μέλη του για να τα ζεστάνουν. Επέδειχνε επίσης θερμό ζήλο στον αγώνα κατά των ειδωλατρικών εθίμων και στο κήρυγμα του Ευαγγελίου στον πληθυσμό της περιοχής, γι’ αυτό έρχονταν πολλοί στον νεαρό μοναχό να εξομολογηθούν τις αμαρτίες τους και να λάβουν άγιες υποδείξεις για να αλλάξουν ζωή.
Ύστερα από μερικά χρόνια, ο άγιος Εάτα τον πήρε μαζί του για να ιδρύσει τη Μονή Ριπόν. Ο άγιος Κουτβέρτος έδειξε και εκεί την αγάπη του για τους ανθρώπους, φροντίζοντας τους φιλοξενούμενους και μια μέρα δέχθηκε έναν άγγελο που από ευγνωμοσύνη άφησε φεύγοντας τρεις ολόλευκους άρτους. Καθώς οι κέλτες μοναχοί ήταν αναγκασμένοι να αφήσουν το μοναστήρι όταν ο άγιος Ουίλφριντ ανέλαβε να επιβάλει το ρωμαϊκό τυπικό στις περιοχές του, ο Κουτβέρτος ξαναγύρισε στο Μελρόζ, όπου χειροτονήθηκε ιερέας σε αντικατάσταση του αγίου Βοϊτίλα, θανόντος από την πανώλη. Προσβληθείς και αυτός από την επιδημία, θεραπεύτηκε χάρη στις προσευχές των μοναχών και μπόρεσε να αναλάβει εκ νέου τις ιεραποστολές του κηρύττοντας σε ολόκληρο το βασίλειο της Νορθουμβρίας (ένα από τα επτά βασίλεια της τότε Μ. Βρετανίας).
Κατά περιόδους περνούσε μήνες ολόκληρους ταξιδεύοντας, κήρυττε τον λόγο του Θεού ακόμη και στα πιο απόμακρα μέρη και θεράπευε τους πάσχοντες με τη χάρη του Θεού, που του παρεχόταν αφθόνως. Όταν τελικά επικράτησε το ρωμαϊκό τυπικό στη συνδιάσκεψη του Ουίτμπυ (664), ο επίσκοπος της μεγάλης επισκοπικής Μονής του Λίντισφαρν, από την οποία εξηρτάτο η Μονή Μελρόζ, επέστρεψε στην Ιόνα με όσους μοναχούς τηρούσαν τις κελτικές παραδόσεις, και η διοίκηση της Μελρόζ επανήλθε στον άγιο Εάτα με βοηθό του τον άγιο Κουτβέρτο.
Χωρίς να εγκαταλείψει διόλου τον εγκρατή βίο του, μη επιτρέποντας στον εαυτό του να κοιμάται παρά κάθε τρεις ή τέσσερες μέρες, ο Κουτβέρτος διοικούσε το κοινόβιο και το λαό που ανήκε στη μονή, εμπνέοντάς του τη μεγάλη αγάπη του για τον Θεό. Δεν τελούσε ποτέ τη θεία Λειτουργία χωρίς να χύσει άφθονα δάκρυα, και παρακινούσε τον λαό να τον συνοδεύει πιο πολύ με τα δάκρυα στενάζοντας παρά με τις ευήκοες μελωδίες. Όσο θερμά αποδοκίμαζε τις κακές έξεις και την αδικία, τόσο περισσότερο πρόθυμος ήταν να συγχωρήσει τους αμαρτωλούς που μετανοούσαν ειλικρινά. Έκλαιγε ο ίδιος για τις αμαρτίες που του εξομολογούνταν, εκτελούσε ο ίδιος κρυφά στο κελλί του τις μετάνοιες που είχε επιβάλει, θεραπεύοντας έτσι με την πραότητά του όχι μόνο τις ασθένειες της ψυχής αλλά και του σώματος.
Ύστερα από δώδεκα χρόνους σοφής και άγιας διοίκησης, του επέτρεψαν να αποσυρθεί κατά μόνας σε ένα ερημονήσι, που λεγόταν Φαρν, στο οποίο κανένας πριν από αυτόν δεν είχε τολμήσει να ζήσει από τον φόβο των δαιμόνων που είχαν στήσει εκεί την κατοικία τους. Ο άνθρωπος του Θεού έσκαψε στο βράχο δυό κελλάκια, απ’ όπου δεν μπορούσε να αντικρύσει παρά ουρανό, και εφοδιασμένος με τα όπλα της πίστεως αφοσιώθηκε στον αγώνα θαρραλέα, προσευχόμενος απερίσπαστα μέρα νύχτα. Απέκτησε τέτοια οικειότητα με τον Θεό ώστε τα στοιχεία τού υποτάσσονταν και τα θαλασσοπούλια, που έκτοτε τα φωνάζουν «πουλιά του αγίου Κουτβέρτου», έρχονταν στο κάλεσμά του να του κρατήσουν συντροφιά. Πρώτα οι μοναχοί του Λίντισφαρν και μετά οι ευσεβείς από όλες τις γωνιές της Μεγάλης Βρεττανίας, έτρεχαν στο κελλί του αγίου ερημίτη για να ακούσουν τις υποδείξεις του και να λάβουν την ευλογία οτυ. Ήξερε να προμηθεύει στον καθένα το γιατρικό που τον ανέπαυε, παρηγορώντας τον, συμβουλεύοντάς τον ή ελέγχοντάς τον. Αργότερα δεν επικοινωνούσε μαζί τους παρά μέσα από ένα στενό παράθυρο που κι αυτό ύστερα το έφραξε για να μείνει αδιάκοπα μόνος με τον Θεό.
Οκτώ χρόνια μετά την άγια αυτή απομόνωση, ο βασιλιάς της Νορθουμβρίας ήρθε αυτοπροσώπως, συνοδευόμενος από ευγενείς και μοναχούς του Λίντισφαρν, να ικετεύσει τον άνθρωπο του Θεού να αποδεχτεί το επισκοπικό αξίωμα στο οποίο είχε προαχθεί από τη σύνοδο του Τούϋφορντ. Αφού ζήτησε μια παράταση έξι μηνών χειροτονήθηκε στην Υόρκη, στις 26 Μαρτίου 685, από τον άγιο Θεόδωρο του Καντέρμπορυ. Μόλις ενθρονίστηκε ως επίσκοπος Λίντισφαρν, περιέτρεξε ολοκληρη την εκτενή επισκοπή του, χωρίς να παραλείψει και το παραμικρό χωριουδάκι, διδάσκοντας, βαπτίζοντας, καθαγιάζοντας εκκλησίες, επισκεπτόμενος μοναστήρια, παρέχοντας ελεημοσύνες και επιτελώντας θαυματουργικά ιάματα σε αυτή την περίοδο της πανώλους.
Μέσα σε δύο χρόνια ανέπτυξε τοσο μεγάλη ποιμαντική δραστηριότητα που άλλοι επίσκοποι δεν την φτάνουν ούτε σε όλη τους την επισκοπική θητεία. Μετά τον εορτασμό των Χριστουγέννων του 686, νιώθοντας ότι πλησίαζει ο καιρός της εκδημίας του από τούτη τη ζωή, παραιτήθηκε από τη θέση του και γύρισε στο ερημητήριό του, στη νήσο Φαρν, όπου για δυο μήνες αύξησε την άσκηση έως ότου έπεσε βαριά άρρωστος. Αρνιόταν κάθε ανθρώπινη συνδρομή και αγωνιζόταν γενναία κατα των επιθέσεων των δαιμόνων, φοβερότερων από κάθε άλλη περίοδο της ασκητικής βιοτής του.
Αφού έδωσε στους μοναχούς του Λίντισφαρν που ήρθαν να τον επισκεφτούν τις τελευταίες του υποδείξεις για τη διοίκηση της μονής, έδειξε το σημείο του μνήματός του και ζήτησε να τον ενταφιάσουν μεσα σε ένα κομμάτι ύφασμα που του είχε προσφέρει η πνευματική του φίλη η ηγουμένη Βέρκα της Μονής Τύνεμουθ. Ύστερα παρέδωσε το πνεύμα με το βλέμμα στον ουρανό στις 20 Μαρτίου 687, αφού σύστησε στους παρευρισκόμενους να φυλάγουν την ενότητα και την ειρήνη της Εκκλησίας, μένοντας πιστοί στις μοναστικές παραδόσεις τις κανονισμένες από τους αγίους Πατέρες.
Αργότερα το σώμα του, μένοντας άφθαρτο, μεταφέρθηκε στο Λίντισφαρν, και κατά τον 10ο αιώνα στη φημισμένη μητρόπολη του Ντυρχάμ, όπου επί αιώνες παρέμεινε πόλος έλξης όλων των ευσεβών Άγγλων. Το άγιό του λείψανο επιτέλεσε πολλά θαύματα μέχρι την εποχή της μεταρρύθμισης του Ερρίκου του Η’ (1536), οπότε το έκρυψαν για να γλυτώσει από τη βεβήλωση. Ξαναβρέθηκε το 1827, κατά τη διάρκεια εργασιών, και πήρε ξανά τη θέση του στη μητρόπολη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου