Σάββατο 1 Φεβρουαρίου 2025

Ο ΑΓΙΟΣ ΤΡΥΦΩΝ

Ο ΑΓΙΟΣ ΤΡΥΦΩΝ 

Η ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ - ΕΔΩ  

Ο ένδοξος μάρτυς του Χριστού Τρύφων καταγόταν από την Λάμψακο της Φρυγίας. Οι γονείς του, άνθρωποι ταπεινοί και ευλαβείς, του ενέπνευσαν από νεαρή ηλικία τις άγιες ευαγγελικές αρετές και από νωρίς έλαβε από τον Θεό το χάρισμα να θεραπεύει ανθρώπους και ζώα από τις ασθένειες και να εκδιώκει ακάθαρτα πνεύματα, εξακολουθώντας πάντα να ασκεί το ταπεινό επάγγελμα του χηνοβοσκού. 
Κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Γορδιανού (238–244), ένας μαινόμενος δαίμονας κυρίευσε την θυγατέρα του ηγεμόνα, χωρίς οι γιατροί και οι μάγοι να μπορούν να κάμουν το παραμικρό γι’ αυτήν. Μια μέρα ο δαίμονας ανέκραξε: «Μόνο ο Τρύφων έχει την δύναμη να με διώξει!». Ο Γορδιανός έστειλε ευθύς αξιωματούχους σε όλη την αυτοκρατορία να αναζητήσουν τον άνθρωπο αυτόν. Τον βρήκαν να βόσκει γαλήνια τις χήνες του και οδήγησαν τον δεκαεπτάχρονο νέο στην Ρώμη. Φθάνοντας εκεί, ο Τρύφων με την δύναμη της προσευχής του εξέβαλε τον δαίμονα και τον ανάγκασε να εμφανιστεί στους κατοίκους της πόλεως με την μορφή μαύρου και αποκρουστικού σκύλου και να ομολογήσει ότι ήταν όργανο του μισόκαλου Σατανά και ότι ο ίδιος, όπως και οι όμοιοί του, ήσαν ανίσχυροι απέναντι στους χριστιανούς. 
Ευγνώμων ο αυτοκράτορας, γέμισε τον Τρύφωνα δώρα τα οποία ο άγιος μοίρασε στους φτωχούς καθ’ όλη την διαδρομή της επιστροφής στην πατρίδα του. Γύρισε στις ειρηνικές ασχολίες του, επιτελώντας θαύματα και σκορπώντας γύρω θείες ευλογίες, μέχρι τα χρόνια του διωγμού του αυτοκράτορα Δεκίου (250). Τον κατήγγειλαν τότε στον έπαρχο της Ανατολής, Ακυλίνο, ως επικίνδυνο υπέρμαχο του χριστιανισμού. Στους στρατιώτες που στάλθηκαν να τον συλλάβουν παραδόθηκε ο άγιος από μόνος του και παρουσιάσθηκε ενώπιον του δικαστηρίου στην Νίκαια ακτινοβολώντας ολόκληρος θεία χάρη και αντιμετωπίζοντας με περιφρόνηση και παρρησία τόσο τις κολακείες όσο και τις απειλές του έπαρχου. 
Πρώτα τον κρέμασαν στο τιμωρητικό ξύλο και επί τρεις ώρες τον κτυπούσαν με τα ξύλινα ξίφη που χρησιμοποιούσαν οι στρατιώτες στις ασκήσεις τους. Ο Τρύφων, όμως, έδειχνε να είναι ξένος στον πόνο και ο τύραννος διέταξε τότε να τον δέσουν πίσω από το άλογό του και να τον αναγκάσουν να τρέχει ανυπόδητος πάνω στους χαλικόστρωτους και παγωμένους δρόμους. Όταν τον έφεραν πίσω στην Νίκαια, αρνήθηκε να προσφέρει λατρεία στην εικόνα του αυτοκράτορα· τότε του έμπηξαν καρφιά στα πόδια και τον έσυραν έτσι στο κέντρο της πόλεως. Η αγάπη του, όμως, για τον Χριστό μεταμόρφωνε τους πόνους του νεαρού μάρτυρος σε θείες τρυφές και το θέαμα του μαρτυρίου προκάλεσε τον θαυμασμό του πλήθους. Οι στρατιώτες εξάρθρωσαν τα μέλη του, τον ράβδισαν λυσσαλέα και έκαψαν όλο το σώμα του με δαυλούς, ο άγιος όμως υπέμεινε τα πάντα με χαρά, προσευχόμενος υπέρ των δημίων του. Και αίφνης, στέφανος από άνθη, κεκοσμημένος με πολύτιμους λίθους ήλθε εξ ουρανού και έστεψε την κεφαλή του. Ο Ακυλίνος, ανίσχυρος και καταγέλαστος, έδωσε τότε διαταγή να τον πάρουν έξω από την πόλη και να τον αποκεφαλίσουν. Πριν, όμως, προλάβει ο δήμιος να κατεβάσει το φονικό ξίφος, ο άγιος μάρτυς παρέδωσε την ψυχή του στον Θεό. 
Οι χριστιανοί της Νίκαιας έσπευσαν να τιμήσουν το τίμιο λείψανό του, αλλά ο άγιος τούς φανερώθηκε και τους αποκάλυψε ότι η θέση του ήταν στην γενέτειρά του. Ενταφιάστηκε λοιπόν στην Λάμψακο, όπου επιτέλεσε πλήθος θαυμάτων ανά τους αιώνες. Οι πιστοί επικαλούνται με πίστη την βοήθειά του για την προστασία κήπων, αμπελιών και καλλιεργειών από ακρίδες ερπετά και κάθε είδους βλαβερά ζώα.
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»·
Τόμ. 6ος (Φεβρουάριος),
Εκδόσεις «Ίνδικτος».

Οι οδύνες του τοκετού και η ελευθερία της μητρότητας...


1η Φεβρουαρίου 
Η Φηλικιτάτη, έγκυος στον όγδοο μήνα, ένιωθε μεγάλη θλίψη στην σκέψη ότι θα ανέβαλλαν την θανάτωση της εξαιτίας της κατάστασης της. Δια των προσευχών των μαρτύρων, ο Θεός μερίμνησε ώστε να την πιάσουν οι οδύνες του τοκετού τρείς ημέρες πριν τις εορταστικές εκδηλώσεις. Ένας δεσμοφύλακας που την έβλεπε να βογγά από τους πόνους την ενέπαιξε, διαβεβαιώνοντας την πως την περίμεναν ασύγκριτα μεγαλύτερες οδύνες.
Η αγία του απάντησε: « Τώρα είμαι εγώ που υποφέρω ότι υποφέρω. Τότε όμως κάποιος άλλος εντός μου θα υποφέρει για χάρη μου και γι΄ Αυτόν θα μαρτυρήσω!»

Έφερε στον κόσμο μια κόρη την οποία εμπιστεύτηκαν στην φροντίδα μιας χριστιανής και ευθύς προετοιμάστηκε για τον τελικό αγώνα.

Ἀπολυτίκιον.
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῶν Μαρτύρων χορείαν τὴν ἑξαστέλεχον, Περπετούαν Ῥευκᾶτον καὶ θεῖον Σάτυρον, Σατορνῖνον τὸν κλεινὸν Σεκοῦνδον ἔνδοξον, Φιλικητάτην τὴν σεμνήν, ὡς ἀστέρας φαεινούς, τῆς πίστεως τῆς ἁγίας, καὶ πρέσβεις πρὸς τὴν Τριάδα, ἡμῶν συμφώνως εὐφημήσωμεν.

ΜΗΝ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ

 


ΜΗΝ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 

Ἔ­χων ἡ­μέ­ρας 28· εἰ δέ ἐ­στι βί­σε­κτον τὸ ἔ­τος, 29. 

Ἡ ἡ­μέρα ἔ­χει ὥ­ρας 11 καὶ ἡ νὺξ ὥ­ρας 13.  

1. Προ­ε­όρ­τια τῆς Ὑ­πα­παν­τῆς τοῦ Κυ­ρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σω­τῆ­ρος ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ­ καὶ μνήμη τοῦ Ἁ­γίου Μάρ­τυ­ρος Τρύ­φω­νος. 

Ἀ­πο­λυ­τί­κιον προ­ε­όρ­τιον. Ἦ­χος α´. Χο­ρὸς Ἀγ­γε­λι­κός.

Οὐ­ρά­νιος χο­ρός, οὐ­ρα­νίων ἁ­ψί­δων, προ­κύ­ψας ἐπὶ γῆς, καὶ φε­ρό­με­νον βλέ­πων, ὡς βρέ­φος ὑ­πο­μά­ζιον, πρὸς ναὸν τὸν πρω­τό­το­κον, πά­σης κτί­σεως, ὑπὸ Μη­τρὸς ἀ­πει­ράν­δρου, προ­ε­όρ­τιον, νῦν σὺν ἡ­μῖν με­λῳ­δοῦσι, φρι­κτῶς ἐ­ξι­στά­με­νοι. 

 Ἀ­πο­λυ­τί­κιον τοῦ Μάρ­τυ­ρος.
Ἦ­χος δ´. Ταχὺ προ­κα­τά­λαβε.

Τρυ­φὴν τὴν ἀ­κή­ρα­τον, ἰ­χνη­λα­τῶν ἐκ παι­δός, βα­σά­νους ὑ­πή­νεγ­κας ὑ­πὲρ Χρι­στοῦ τοῦ Θεοῦ, καὶ ἤ­θλη­σας ἄ­ρι­στα· ὅ­θεν τὴν τῶν θαυ­μά­των, κο­μι­σά­με­νος χά­ριν, λύ­τρω­σαι πά­σης βλά­βης, καὶ παν­τοίας ἀ­νάγ­κης, Τρύ­φων Με­γα­λο­μάρ­τυς, τοὺς σὲ μα­κα­ρί­ζον­τας. 

Κον­τά­κιον προ­ε­όρ­τιον. 

Ἦ­χος δ´. Ἐ­πε­φά­νης σή­με­ρον.

ν ἀγ­κά­λαις δέ­ξα­σθαι κα­θά­περ βρέ­φος, Συ­μεὼν ἐ­πεί­γε­ται, τὸν νο­μο­δό­την καὶ Θεόν· ᾧ καὶ βο­ή­σει γη­θό­με­νος· ἀ­πό­λυ­σόν με· σὲ γὰρ εἶ­δον, Δέ­σποτα. 

Κον­τά­κιον τοῦ Μάρ­τυ­ρος. 

Ἦ­χος πλ. δ´. Ὡς ἀ­παρ­χάς.

Τρι­α­δικῇ στεῤ­ῥό­τητι, πο­λυ­θε­ΐαν ἔ­λυ­σας ἐκ τῶν πε­ρά­των Ἀ­οί­διμε, τί­μιος ἐν Κυ­ρίῳ γε­νό­με­νος· καὶ νι­κή­σας τυ­ράν­νους ἐν Χρι­στῷ τῷ Σω­τῆρι, τὸ στέ­φος εἴ­λη­φας τῆς μαρ­τυ­ρίας σου, καὶ χα­ρί­σματα θείων ἰ­ά­σεων, ὡς ἀ­ήτ­τη­τος. 

Με­γα­λυ­νά­ριον προ­ε­όρ­τιον.

Χαί­ρει ὁ πρε­σβύ­τα­τος Συ­μεών, ἐγ­γί­ζοντα βλέ­πων, τὸν Δε­σπό­την ἐν τῷ Ναῷ· ὅ­θεν ἐ­πι­σπεύ­δει, αὐ­τὸν ὑ­πο­δε­χθῆ­ναι, προ­­­εορ­τίως ᾄ­δων ὕ­μνον ἐ­πά­ξιον. 

Με­γα­λυ­νά­ριον τοῦ Μάρ­τυ­ρος.

Ἴ­χνε­σιν ἑ­πό­με­νος ἀ­κλι­νῶς, Τρύ­φων ἀ­θλο­φόρε, τοῦ γνω­σθέν­τος ἐπὶ τῆς γῆς, τῶν αὐ­τοῦ χα­ρί­των, δο­χεῖον ἀ­νε­δεί­χθης, καὶ ἱ­ε­ροῖς ἀ­γῶσι, Μάρ­τυς δι­έ­πρε­ψας. 

2. Ἡ Ὑ­πα­παντὴ τοῦ Κυ­ρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σω­τῆ­ρος ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ.

Ἀργία καὶ κατάλυσις ἰχθύος. 

Ἀ­πο­λυ­τί­κιον. Ἦ­χος α´.

Χαῖρε, κε­χα­ρι­τω­μένη Θε­ο­τόκε Παρ­θένε· ἐκ σοῦ γὰρ ἀ­νέ­τει­λεν ὁ Ἥ­λιος τῆς δι­και­ο­σύ­νης, Χρι­στὸς ὁ Θεὸς ἡ­μῶν, φω­τί­ζων τοὺς ἐν σκό­τει. Εὐ­φραί­νου καὶ σύ, Πρε­σβῦτα δί­καιε, δε­ξά­με­νος ἐν ἀγ­κά­λαις, τὸν ἐ­λευ­θε­ρω­τὴν τῶν ψυ­χῶν ἡ­μῶν, χα­ρι­ζό­με­νον ἡ­μῖν καὶ τὴν Ἀ­νά­στα­σιν. 

Κον­τά­κιον. Ἦ­χος α´.

μή­τραν παρ­θε­νι­κὴν ἁ­γι­ά­σας τῷ τόκῳ σου, καὶ χεῖ­ρας τοῦ Συ­μεὼν εὐ­λο­γή­σας ὡς ἔ­πρεπε, προ­φθά­σας καὶ νῦν ἔ­σω­σας ἡ­μᾶς Χρι­στὲ ὁ Θεός· ἀλλ᾿ εἰ­ρή­νευ­σον ἐν πο­λέ­μοις τὸ πο­λί­τευμα, καὶ κρα­ταί­ω­σον βα­σι­λεῖς οὓς ἠ­γά­πη­σας, ὁ μό­νος φι­λάν­θρω­πος. 

Με­γα­λυ­νά­ριον.

Σή­με­ρον ἡ πά­να­γνος Μα­ριάμ, τῷ ναῷ προ­σά­γει, ὥ­σπερ βρέ­φος τὸν Ποι­η­τήν, ὅν ἐν ταῖς ἀγ­κά­λαις, ὁ Πρέ­σβυς δε­δε­γμέ­νος, Θεὸν αὐ­τὸν κη­ρύτ­τει, κἂν σάρκα εἴ­ληφε. 

3. Τοῦ Ἁ­γίου καὶ Δι­καίου Συ­μεὼν, τοῦ Θε­ο­δό­χου, καὶ Ἄν­νης, τῆς Προ­φή­τι­δος. 

Ἀ­πο­λυ­τί­κιον τῶν Δικαίων Συ­μεὼν καὶ Ἄν­νης.
Ἦ­χος πλ. α´. Τὸν συ­νά­ναρ­χον Λό­γον.

Τὸν Ὑ­πέρ­θεον Λό­γον σάρκα γε­νό­με­νον, ἐ­νηγ­κα­λίσω ὡς βρέ­φος ἐν τῷ Ναῷ τοῦ Θεοῦ, Θε­ο­δόχε Συ­μεών, Πρε­σβῦτα ἔν­δοξε· ὅ­θεν καὶ Ἄννα ἡ σε­πτή, ἀν­θο­μο­λό­γη­σιν αὐτῷ, προ­σ­ήγα­γεν ὡς Προ­φῆ­τις· ὅ­θεν ὑ­μᾶς εὐ­φη­μοῦ­μεν, οἷα Χρι­στοῦ θεί­ους θε­ρά­πον­τας. 

Κον­τά­κιον τῶν Δικαίων Συ­μεὼν καὶ Ἄν­νης.

Ἦ­χος γ´. Ἡ Παρ­θέ­νος σή­με­ρον.

Ξυ­νω­ρὶς ἡ ἔν­θεος, χαρ­μο­νι­κῶς εὐ­φη­μεί­σθω, Συ­μεὼν ὁ δί­καιος, σὺν τῇ Προ­φή­τίδι Ἄννῃ· οὗ­τοι γάρ, εὐ­α­ρε­στή­σαν­τες τῷ Κυ­ρίῳ, ὤ­φθη­σαν, τοῦ σαρ­κω­θέν­τος Λό­γου αὐ­τό­πται· τοῦ­τον γὰρ κα­θά­περ βρέ­φος, εἶ­δον ἀ­ξίως καὶ προ­σε­κύ­νη­σαν. 

Με­γα­λυ­νά­ριον τῶν Δικαίων Συ­μεὼν καὶ Ἄν­νης.

Δί­καιοι ἐν νόμῳ καὶ εὐ­βλα­βεῖς, Συ­μεὼν ὁ πρέ­σβυς, καὶ ἡ Ἄννα ἡ Φα­νουήλ, ὤ­φθη­σαν Κυ­ρίῳ, τῷ σε­σω­μα­τω­μένῳ, καὶ ὕ­μνη­σαν τὴν τού­του ἄῤ­ῥη­τον κέ­νω­σιν. 

4. Τοῦ Ὁ­σίου Πα­τρὸς ἡ­μῶν Ἰ­σι­δώ­ρου τοῦ Πη­λου­σι­ώ­του. 

 Ἀ­πο­λυ­τί­κιον. 

Ἧ­χος δ´. Ταχὺ προ­κα­τά­λαβε.

Σο­φίᾳ κο­σμού­με­νος, παν­το­δα­πεῖ εὐ­κλεῶς, τοῖς λό­γοις ἐ­κό­σμη­σας, τὴν Ἐκ­κλη­σίαν Χρι­στοῦ, Ἰ­σί­δωρε, Ὅ­σιε· σὺ γὰρ δι᾿ ἐγ­κρα­τείας, σε­αυ­τὸν ἐκ­κα­θά­ρας, πρά­ξει καὶ θε­ω­ρίᾳ, δι­α­λάμ­πεις ἐν κό­σμῳ· δι᾿ ὧν μυ­στα­γω­γού­μεθα, Πά­τερ τὰ κρείτ­τονα. 

Κον­τά­κιον. Ἦ­χος δ´. Ἐ­πε­φά­νης σή­με­ρον.

­ω­σφό­ρον ἄλ­λον σε, ἡ Ἐκ­κλη­σία, εὑ­ρα­μένη ἔν­δοξε, ταῖς τῶν σῶν λό­γων ἀ­στρα­παῖς, λαμ­πρυ­νο­μένη κραυ­γά­ζει σοι· χαί­ροις παμ­μά­καρ, θε­ό­φρον Ἰ­σί­δωρε. 

Με­γα­λυ­νά­ριον.

­ρωτι σο­φίας δι­α­πρε­πής, ἀ­πο­δε­δει­γμέ­νος, κα­τα­λάμ­πεις πᾶ­σαν τὴν γῆν, ἐκ τοῦ Πη­λου­σίου, τῶν λό­γων τὰς ἀ­κτῖ­νας, ὥ­σπερ πυρ­σὸς ἐκ­πέμ­πων, Πά­τερ Ἰ­σί­δωρε. 

5. Τῆς Ἁ­γίας Μάρ­τυ­ρος Ἀ­γά­θης. 

 Ἀ­πο­λυ­τί­κιον. 

Ἦ­χος γ´. Θείας πί­στεως.

ό­δον εὔ­ο­σμον, τῆς παρ­θε­νίας, νύμφη ἄ­φθο­ρος, τοῦ Ζω­ο­δό­του ἀ­νε­δέ­δει­ξαι Ἀ­γάθη πα­νεύ­φημε· τῶν ἀ­γα­θῶν τὴν πη­γὴν γὰρ πο­θή­σασα, μαρ­τυ­ρι­κῶς ἐν τῷ κό­σμῳ δι­έ­πρε­ψας· μάρ­τυς ἔν­δοξε, λι­ταῖς σου θεί­αις ἀ­γά­θυ­νον, τοὺς πόθῳ με­γα­λύ­νον­τας τοὺς ἄ­θλους σου. 

Κον­τά­κιον. 

Ἦ­χος δ´. Ἐ­πε­φά­νης σή­με­ρον.

Στο­λι­ζέ­σθω σή­με­ρον, ἡ Ἐκ­κλη­σία, πορ­φυ­ρίδα ἔν­δο­ξον, κα­τα­βα­φεῖ­σαν ἐξ ἁ­γνῶν, λύ­θρων Ἀ­γά­θης τῆς Μάρ­τυ­ρος, Χαῖ­ρε, βο­ῶσα, Κα­τά­νης τὸ καύ­χημα. 

Με­γα­λυ­νά­ριον.

Εἰς ὀ­σμὴν τῶν μύ­ρων σου τῶν τερ­πνῶν, ἔ­δρα­μον Σω­τήρ μου, ἀ­νε­βόας τῷ Ἰ­η­σοῦ, νο­μί­μως ἐνα­θλοῦσα, Ἀ­γάθη Ἀ­θλη­φόρε· διὸ τοῦ σοῦ νυμ­φίου, τρυ­φᾷς ταῖς κάλ­λεσι. 

6. Τοῦ Ὁ­σίου Πα­τρὸς ἡ­μῶν Βου­κό­λου, Ἐ­πι­σκό­που Σμύρ­­νης.  

 Ἀ­πο­λυ­τί­κιον. 

Ἧ­χος δ´. Ὁ ὑ­ψω­θεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.

ς δι­α­λάμ­πων ἀ­ρε­τῶν ταῖς ἀ­κτῖσι, τοῦ ἐν τῷ στή­θει τοῦ Δε­σπό­του πε­σόν­τος, ἐκ πό­θου προ­σε­πέ­λα­σας τῷ θείῳ φωτί· ὅ­θεν ὡς θε­ό­πνευ­στος, Ἱ­ε­ράρ­χης ἐμ­πρέ­ψας, ἴ­θυ­νας τὴν ποί­μνην σου, πρὸς νο­μὰς ἀ­λη­θείας· καὶ νῦν δυ­σώ­πει πάν­τοτε Χρι­στόν, Πά­τερ Βου­κόλε, ὑ­πὲρ τῶν τι­μών­των σε. 

Κον­τά­κιον.
Ἦ­χος β´. Τοὺς ἀ­σφα­λεῖς.

Τὸ κα­θα­ρὸν καὶ δι­αυ­γὲς τοῦ βίου σου, ὁ μα­θη­τὴς ὁ τῷ Χρι­στῷ ἐ­ρά­σμιος, ἀ­τε­χνῶς ὡς θε­α­σά­με­νος, Βου­κόλε Πά­τερ ἱ­ε­ρώ­τατε, ποι­μένα Ἐκ­κλη­σίας σε κα­θί­στησι, καὶ λύ­χνον εὐ­σε­βείας φα­ει­νό­τα­τον· τῶν τρό­πων αὐτῷ γὰρ ἐ­κοι­νώ­νη­σας. 

Με­γα­λυ­νά­ριον.

Τῷ ἠ­γα­πη­μένῳ μύ­στῃ Χρι­στοῦ, Βου­κόλε θε­ό­φρον, μα­θη­τεύ­σας ὡς κα­θα­ρός, ὤ­φθης Ἐκ­κλη­σίας, ποι­μὴν τῆς ἐν τῇ Σμύρνῃ, καὶ τῷ καλῷ ποι­μένι, ταύ­την ὡ­δή­γη­σας. 

7. Τοῦ Ὁ­σίου Πα­τρὸς ἡ­μῶν Παρ­θε­νίου, Ἐ­πι­σκό­που Λαμ­ψά­κου, καὶ τοῦ Ὁ­σίου Πα­τρὸς ἡ­μῶν Λουκᾶ, τοῦ ἐν τῷ Στει­ρίῳ τῆς Ἑλ­λά­δος. 

 Ἀ­πο­λυ­τί­κιον τοῦ Ἁγίου Παρ­θε­νίου.

Ἦ­χος δ´. Ταχὺ προ­κα­τά­λαβε.

Τῷ μύρῳ τοῦ Πνεύ­μα­τος, ποι­μὴν Λαμ­ψά­κου ὀ­φθείς, τὴν θείαν ἐ­νέρ­γειαν, παρὰ Θεοῦ δα­ψι­λῶς, θαυ­μά­των ἐ­πλού­τη­σας, δαί­μο­νας ἀ­πε­λαύ­νειν, ἀ­σθε­νοῦν­τας ἰ­ᾶ­σθαι, νό­σους ἀ­πο­δι­ώ­κειν, καὶ πλη­ροῦν τὰς αἰ­τή­σεις· Παρ­θέ­νιε Ἱ­ε­ράρχα, τῶν προ­σι­όν­των σοι. 

Ἀ­πο­λυ­τί­κιον τοῦ Ὁ­σίου Λουκᾶ.

Ἦ­χος α´. Τῆς ἐ­ρή­μου πο­λί­της.

Τῆς Ἑλ­λά­δος τὸ κλέος καὶ Ὁ­σίων τὸ καύ­χημα, καὶ τὸν τοῦ Στει­ρίου φω­στῆρα, καὶ οἰ­κή­τορα ὅ­σιον, τι­μή­σω­μεν ᾀ­σμά­των ἐν ᾠ­δαῖς, Λου­κᾶν τὸν θε­ο­φό­ρον εὐ­σε­βῶς· τῷ Χρι­στῷ γὰρ οἰ­κει­οῦ­ται διὰ παν­τός, τοὺς πί­στει ἀ­να­κρά­ζον­τας· δόξα τῷ δε­δω­κότι σοι ἰ­σχύν, δόξα τῷ σὲ στε­φα­νώ­σαντι, δόξα τῷ ἐ­νερ­γοῦντι διὰ σοῦ, πᾶ­σιν ἰ­ά­ματα. 

Κον­τά­κιον τοῦ Ἁγίου Παρ­θε­νίου.

Ἦ­χος γ´. Ἡ Παρ­θέ­νος σή­με­ρον.

Τῶν θαυ­μά­των εἴ­λη­φας, τὴν θείαν χά­ριν θέ­ο­φρον, ἱ­ερὲ Παρ­θέ­νιε, θαυ­μα­τουργὲ θε­ο­φόρε, ἅ­παντα τὰ τῶν πι­στῶν πάθη ἀ­πο­κα­θαί­ρων, πνεύ­ματα τῆς πο­νη­ρίας Πά­τερ ἐ­λαύ­νων· διὰ τοῦτό σε ὑ­μνοῦ­μεν, ὡς μέ­γαν μύ­στην Θεοῦ τῆς χά­ρι­τος. 

Κον­τά­κιον τοῦ Ὁ­σίου Λουκᾶ. 

Ἦ­χος πλ. δ´. Τῇ ὑ­περ­μάχῳ.

ἐ­κλε­ξά­με­νος Θεὸς πρὸ τοῦ πλα­σθῆ­ναί σε, εἰς εὐ­α­ρέ­στη­σιν αὐ­τοῦ οἷς οἶδε κρί­μασι, προσ­λα­βό­με­νος ἐκ μή­τρας κα­θα­γι­ά­ζει, καὶ οἰ­κεῖον ἑ­αυ­τοῦ δοῦ­λον δει­κνύει σε, κα­τευ­θύ­νων σου Λουκᾶ τὰ δι­α­βή­ματα, ὁ φι­λάν­θρω­πος· ᾧ νῦν χαί­ρων πα­ρί­στα­σαι. 

Με­γα­λυ­νά­ριον Ἁγίου Παρ­θε­νίου.

Τὴν πη­γὴν τῆς χά­ρι­τος ἐκ­πιών, πέ­λα­γος θαυ­μά­των, ἀ­να­βλύ­ζεις ὑ­περ­φυῶν, καὶ κα­τα­πι­αί­νεις Χρι­στοῦ τὴν Ἐκ­κλη­σίαν, ῥο­αῖς ταῖς ζω­ηῤῥύ­τοις, Πά­τερ Παρ­θέ­νιε. 

Με­γα­λυ­νά­ριον τοῦ Ὁ­σίου Λουκᾶ.

Χαί­ροις ἡ­συ­χίας λύ­χνος λαμ­πρός, καὶ τῆς ποι­μαν­σίας, ὁ ἀ­κοί­μη­τος ὀ­φθαλ­μός· χαί­ροις μο­να­ζόν­των, ὑ­πο­γραμ­μὸς καὶ τύ­πος, Λουκᾶ θαυ­μα­το­φόρε, Ἑλ­λά­δος καύ­χημα. 

8. Τοῦ Ἁ­γίου Με­γα­λο­μάρ­τυ­ρος Θε­ο­δώ­ρου, τοῦ Στρα­τη­λά­του, καὶ τοῦ Ἁγίου Προφήτου Ζαχαρίου. 

Κα­τά­λυ­σις οἴ­νου καὶ ἐ­λαίου. 

Ἀ­πο­λυ­τί­κιον τοῦ Μεγαλομάρτυρος.

 Ἦ­χος δ´. Ὁ ὑ­ψω­θεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.

Στρα­το­λο­γίᾳ ἀ­λη­θεῖ Ἀ­θλο­φόρε, τοῦ οὐ­ρα­νίου στρα­τη­γὸς Βα­σι­λέως, πε­ρι­καλ­λὴς γε­γέ­νη­σαι Θε­ό­δωρε· ὅ­πλοις γὰρ τῆς πί­στεως, πα­ρε­τάξω ἐμ­φρό­νως, καὶ κα­τε­ξω­λό­θρευ­σας, τῶν δαι­μό­νων τὰ στίφη, καὶ νι­κη­φό­ρος ὤ­φθης ἀ­θλη­τής· ὅ­θεν σε πί­στει ἀεὶ μα­κα­ρί­ζο­μεν. 

 Ἀ­πο­λυ­τί­κιον τοῦ Προ­φή­του.

Ἦ­χος δ´. Ταχὺ προ­κα­τά­λαβε.

Τὴν κλῆ­σιν κα­τάλ­λη­λον, δεί­ξας τοῖς ἔρ­γοις σοφέ, τα­μεῖον ἐ­πά­ξιον, τῆς ἐ­πι­πνοίας Θεοῦ, Ζα­χα­ρία γε­γέ­νη­σαι· ἔ­χων γὰρ ἐν τῷ βίῳ, συλ­λα­λοῦν­τας Ἀγ­γέ­λους, ὤ­φθης τῶν ἐ­σο­μέ­νων, θε­η­γό­ρος Προ­φή­της· καὶ νῦν ἡ­μῶν τὰς αἰ­τή­σεις, ἄ­νω­θεν πλή­ρω­σον. 

Κον­τά­κιον τοῦ Μεγαλομάρτυρος. 

Ἦ­χος β´. Τὰ ἄνω ζη­τῶν.

ν­δρείᾳ ψυ­χῆς, τὴν πί­στιν ὁ­πλι­σά­με­νος, καὶ ῥῆμα Θεοῦ, ὡς λόγ­χην χει­ρι­σά­με­νος, τὸν ἐ­χθρὸν κα­τέ­τρω­σας, τῶν Μαρ­τύ­ρων κλέος Θε­ό­δωρε· σὺν αὐ­τοῖς Χρι­στῷ τῷ Θεῷ, πρε­σβεύων μὴ παύσῃ ὑ­πὲρ πάν­των ἡ­μῶν.

  

Κον­τά­κιον τοῦ Προ­φή­του. 

Ἦ­χος δ´. Ἐ­πε­φά­νης σή­με­ρον.

μ­πνευ­σθεὶς τοῦ Πνεύ­μα­τος τῇ ἐ­πι­λάμ­ψει, Ζα­χα­ρία ἔν­δοξε, τρα­νῶς προ­έ­γρα­ψας ἡ­μῖν, ὥ­σπερ λαμ­πάδα πο­λύ­φω­τον, τὴν τοῦ Σω­τῆ­ρος ἀ­πόῤ­ῥη­τον κέ­νω­σιν. 

Με­γα­λυ­νά­ριον τοῦ Μεγαλομάρτυρος.

Χαί­ροις τῶν Μαρ­τύ­ρων ἡ καλ­λονή, καὶ τῆς Ἐκ­κλη­σίας, ἀ­προ­σμά­χη­τος βο­η­θός. Χαί­ροις δω­ρη­μά­των, θη­σαύ­ρι­σμα τῶν θείων, Θε­ό­δωρε τρι­σμά­καρ, ἡ­μῶν ἀν­τί­λη­ψις. 

Με­γα­λυ­νά­ριον τοῦ Προ­φή­του.

Χά­ρι­τος ἀ­ΰ­λου ἐμ­φο­ρη­θείς, ὤ­φθης τῶν μελ­λόν­των, θε­η­γό­ρος προ­μη­νυ­τής· σὺ γὰρ Ζα­χα­ρία, συμ­βο­λι­κῶς προ­λέ­γεις, τὴν πρὸς ἡ­μᾶς τοῦ Λό­γου, ἄῤ­ῥη­τον κέ­νω­σιν. 

9. Τοῦ Ἁ­γίου Μάρ­τυ­ρος Νι­κη­φό­ρου. 

Σή­με­ρον ἀ­πο­δί­δο­ται ἡ Ἑ­ορτὴ τῆς Ὑ­πα­παν­τῆς τοῦ Κυ­ρίου. 

Ἀ­πο­λυ­τί­κιον. 

Ἦ­χος δ´. Ταχὺ προ­κα­τά­λαβε.

Ἀ­γάπη τοῦ Κτί­σαν­τος, κα­ταυ­γα­σθεὶς τὴν ψυ­χήν, τοῦ νό­μου τῆς χά­ρι­τος, ἐκ­πλη­ρω­τὴς ἀ­κρι­βής, ἐμ­φρό­νως γε­γέ­νη­σαι· ὅ­θεν καὶ τὸν πλη­σίον, ὡς σαυ­τὸν ἀ­γα­πή­σας, ἤ­θλη­σας Νι­κη­φόρε, καὶ τὸν ὄ­φιν κα­θεῖ­λες· ἐν­τεῦ­θεν ἐν ὁ­μο­νοίᾳ, ἡ­μᾶς δι­α­τή­ρη­σον. 

Κον­τά­κιον. 

Ἦ­χος α´. Χο­ρός Ἀγ­γε­λι­κός.

­γά­πης τῷ δε­σμῷ, συν­δε­θεὶς Νι­κη­φόρε, δι­έ­λυ­σας τρα­νῶς, τὴν κα­κίαν τοῦ μί­σους· καὶ ξί­φει τὴν κά­ραν σου, ἐ­κτμη­θείς ἐ­χρη­μά­τι­σας, Μάρ­τυς ἔν­θεος, τοῦ σαρ­κω­θέν­τος Σω­τῆ­ρος· ὃν ἱ­κέ­τευε, ὑ­πὲρ ἡ­μῶν τῶν ὑ­μνούν­των, τὴν ἔν­δο­ξον μνή­μην σου. 

Με­γα­λυ­νά­ριον.

Πλή­ρης ὢν ἀ­γά­πης τῆς πρὸς Θεόν, ἠ­γά­πη­σας μά­καρ, τὸν πλη­σίον ὡς σε­αυ­τόν· ὅ­θεν καὶ ἀ­θλή­σας, τοῦ μί­σους τὸν ἐρ­γά­την, κα­θεῖ­λες Νι­κη­φόρε, Χρι­στῷ πει­θό­με­νος. 

10. Τοῦ Ἁ­γίου Ἱ­ε­ρο­μάρ­τυ­ρος Χα­ρα­λάμ­πους, τοῦ Θαυ­μα­τουρ­γοῦ. 

Ἀρ­γία καὶ κα­τά­λυ­σις οἴ­νου καὶ ἐ­λαίου. 

Ἀ­πο­λυ­τί­κιον. 

Ἦ­χος δ´. Ταχὺ προ­κα­τά­λαβε.

ς στῦ­λος ἀ­κλό­νη­τος, τῆς Ἐκ­κλη­σίας Χρι­στοῦ, καὶ λύ­χνος ἀ­εί­φω­τος, τῆς οἰ­κου­μέ­νης σοφέ, ἐ­δεί­χθης Χα­ρά­λαμ­πες· ἔ­λαμ­ψας ἐν τῷ κό­σμῳ διὰ τοῦ μαρ­τυ­ρίου, ἔ­λυ­σας καὶ εἰ­δώ­λων τὴν σκο­τό­μαι­ναν, μά­καρ· διὸ ἐν παῤ­ῥη­σίᾳ Χρι­στῷ, πρέ­σβευε σω­θῆ­ναι ἡ­μᾶς. 

Κον­τά­κιον. 

Ἦ­χος δ´. Ἐ­πε­φά­νης σή­με­ρον.

ς φω­στὴρ ἀ­νέ­τει­λας, ἐκ τῆς Ἑ­ῴας, καὶ πι­στοὺς ἐ­φώ­τι­σας, ταῖς τῶν θαυ­μά­των σου βο­λαῖς, Ἱ­ε­ρο­μάρ­τυς Χα­ρά­λαμ­πες· ὅ­θεν τι­μῶ­μεν τὴν θείαν σου ἄ­θλη­σιν. 

Με­γα­λυ­νά­ριον.

Τὸν ἐν ἀ­θλο­φό­ροις ἱ­ε­ρουρ­γόν, καὶ ἐν ἱ­ε­ρεῦ­σιν ἱ­ε­ρώ­τα­τον ἀ­θλη­τήν, τὸν θαυ­μά­των ῥεῖ­θρα, πη­γά­ζοντα ἐν κό­σμῳ, τὸν μέ­γαν Χα­ρα­λάμ­πην ὕ­μνοις τι­μή­σω­μεν. 

11. Τοῦ Ἁ­γίου Ἱ­ε­ρο­μάρ­τυ­ρος Βλα­σίου, ἐ­πι­σκό­που Σε­βα­στείας.

 

 Ἀ­πο­λυ­τί­κιον. 

Ἦ­χος πλ. α´. Τὸν συ­νά­ναρ­χον λό­γον.

Φε­ρώ­νυ­μως βλα­στή­σας ὡς δέν­δρον εὔ­καρ­πον, Ἱ­ε­ράρχα Κυ­ρίου Βλά­σιε ἔν­δοξε, μαρ­τυ­ρίου τοὺς καρ­ποὺς κό­σμῳ προ­ή­γα­γες, καὶ θαυ­μά­των δω­ρεάς, ἀ­να­βλύ­ζεις δα­ψι­λῶς, ὡς θεῖος Ἱ­ε­ρο­μάρ­τυς, τοῖς κα­τα­φεύ­γουσι Πά­τερ, τῇ ἀν­τι­λή­ψει τῆς πρε­σβείας σου. 

Κον­τά­κιον. 

Ἦ­χος β´. Τὰ ἄνω ζη­τῶν.

θεῖος βλα­στός τὸ ἄν­θος τὸ ἀ­μά­ραν­τον, ἀμ­πέ­λου Χρι­στοῦ τὸ κλῆμα τὸ πο­λύ­φο­ρον, θε­ο­φόρε Βλά­σιε τοὺς ἐν πί­στει τε­λοῦν­τας τὴν μνή­μην σου, εὐ­φρο­σύ­νης πλή­ρω­σον τῆς σῆς, πρε­σβεύων ἀ­παύ­στως ὑ­πὲρ πάν­των ἡ­μῶν. 

Με­γα­λυ­νά­ριον.

Λό­γον ἀ­λη­θείας γε­η­πο­νῶν, τῆς δι­και­ο­σύ­νης, ἀ­νε­βλά­στη­σας τοὺς καρ­πούς, ὧν ἡ Ἐκ­κλη­σία, ὁ­σῶ­ραι γευ­ο­μένη, Βλά­σιε ἱ­ε­ράρχα, τιμᾷ τοὺς ἄ­θλους σου. 

12. Τοῦ ἐν Ἁ­γί­οις Πα­τρὸς ἡ­μῶν Με­λε­τίου, Ἀρ­χι­ε­πι­σκό­που Ἀν­τι­ο­χείας τῆς Με­γά­λης.


 Ἀ­πο­λυ­τί­κιον. 

Ἦ­χος γ´. Θείας πί­στεως.

Νό­μον ἔν­θεον, ἐμ­με­λε­τή­σας, τὴν οὐ­ρά­νιον, γνῶ­σιν ἐ­κλάμ­πεις, τῇ Ἐκ­κλη­σίᾳ Ἱ­ε­ράρχα Με­λέ­τιε· τὴν γὰρ Τρι­άδα κη­ρύτ­των ὁ­μό­τι­μον, αἱ­ρε­τι­κῶν δι­α­λύ­εις τὰς φά­λαγ­γας· Πά­τερ Ὅ­σιε, Χρι­στὸν τὸν Θεὸν ἱ­κέ­τευε, δω­ρή­σα­σθαι ἡ­μῖν τὸ μέγα ἔ­λεος. 

Κον­τά­κιον. 

Ἦ­χος πλ. β´. Τὴν σω­μα­τι­κήν σου πα­ρου­σίαν.

Τὴν πνευ­μα­τι­κήν σου παῤ­ῥη­σίαν, δε­δοι­κὼς ὁ ἀ­πο­στά­της, φεύ­γει Μα­κε­δό­νιος· τὴν πρε­σβευ­τι­κὴν δὲ λει­τουρ­γίαν, ἐκ­πλη­ροῦν­τες σου οἱ δοῦ­λοι, πόθῳ σοι προ­στρέ­χο­μεν, τῶν Ἀγ­γέ­λων ἐ­φά­μιλλε Με­λέ­τιε, ἡ πύ­ρι­νος ῥομ­φαία Χρι­στοῦ τοῦ Θεοῦ ἡ­μῶν, ἡ πάν­τας τοὺς ἀ­θέ­ους κα­τα­σφάτ­τουσα· ἀνυ­μνοῦ­μέν σε τὸν φω­στῆρα, τὸν φω­τί­σαντα τὰ πάντα. 

Με­γα­λυ­νά­ριον.

Με­λέτῃ δο­γμά­των πα­νευ­σε­βῶν, τῆς Ὀρ­θο­δο­ξίας, ἀ­να­βλύ­ζεις τὸν γλυ­κα­σμόν, καὶ τῆς ἀ­νο­μίας ἐ­ξαί­ρεις τὴν πι­κρίαν, Με­λέ­τιε παμ­μά­καρ, Τρι­ά­δος πρό­μαχε.

13. Τοῦ Ὁ­σίου Πα­τρὸς ἡ­μῶν Μαρ­τι­νι­α­νοῦ. 

Ἀ­πο­λυ­τί­κιον. 

Ἦ­χος πλ. δ´.

Τὴν φλόγα τῶν πει­ρα­σμῶν, δα­κρύων τοῖς ὀ­χε­τοῖς, ἐ­να­πέ­σβε­σας Μα­κά­ριε, καὶ τῆς θα­λάσ­σης τὰ κύ­ματα, καὶ τῶν θη­ρῶν τὰ ὁρ­μή­ματα, χα­λι­νώ­σας ἐ­κραύ­γα­ζες· δε­δο­ξα­σμέ­νος εἶ Παν­το­δύ­ναμε, πυ­ρὸς καὶ ζά­λης ὁ σώ­σας με. 

Κον­τά­κιον. 

Ἦ­χος β´. Τοὺς ἀ­σφα­λεῖς.

ς ἀ­σκη­τὴν τῆς εὐ­σε­βείας δό­κι­μον, καὶ ἀ­θλη­τὴν τῇ προ­αι­ρέ­σει τί­μιον, καὶ ἐ­ρή­μου καρ­τε­ρό­ψυ­χον πο­λί­την ἅμα καὶ συ­ν­ίστορα, ἐν ὕ­μνοις ἐ­πα­ξίως εὐ­φη­μή­σω­μεν, Μαρ­τι­νι­α­νὸν τὸν ἀ­ει­σέ­βα­στον, αὐ­τὸς γὰρ τὸν ὄ­φιν κα­τε­πά­τη­σεν. 

Με­γα­λυ­νά­ριον.

διὰ γυ­ναίου ἐ­πι­βα­λών, πά­λαι τῷ Γε­νάρχῃ, καὶ συ­λή­σας αὐ­τὸν οἰ­κτρῶς, οὕτω καὶ σοὶ Πά­τερ, ὑ­πού­λως ἐ­πε­τέθη, ἀλλ᾽ ἥτ­τη­ται εἰς τέ­λος, τῇ καρ­τε­ρίᾳ σου. 

14. Τοῦ Ὁ­σίου Πα­τρὸς ἡ­μῶν Αὐ­ξεν­τίου, τοῦ ἐν τῷ Βουνῷ.  

Ἀ­πο­λυ­τί­κιον. 

Ἦ­χος πλ. α´. Τὸν συ­νά­ναρ­χον λό­γον.

­σπερ φοῖ­νιξ ηὐ­ξή­θης Πά­τερ ὑ­ψί­κο­μος, δι­και­ο­σύ­νης ἐκ­φέ­ρων τοὺς ψυ­χο­τρό­φους καρ­πούς· σὺ γὰρ βίον ἱ­ε­ρὸν πο­λι­τευ­σά­με­νος, τῆς Ἐκκλησίας στηριγμός, καὶ θαυ­μά­των αὐ­τουρ­γός, Αὐ­ξέν­τιε ἀ­νε­δεί­χθης, διὰ παν­τὸς ἱ­κε­τεύων, ἐ­λε­η­θῆ­ναι τὰς ψυ­χὰς ἡ­μῶν. 

Κον­τά­κιον. Ἦ­χος γ´. Ἡ Παρ­θέ­νος σή­με­ρον.

γ­κρα­τείας ὕ­δασι, πα­νευ­κλεῶς ἐκ­βλα­στή­σας, ὡς ἐ­λαία εὔ­καρ­πος, ἐν τοῖς Ὁ­σί­οις ἐ­φά­νης· κό­σμου γὰρ, ἀ­παρ­νη­σά­με­νος τὴν ἀ­πά­την, γέ­γο­νας, ὑ­περ­κο­σμίου φω­τὸς δο­χεῖον, δι᾿ οὗ λάμ­πρυ­νον ἐν­θέως, τοὺς σὲ τι­μῶ­νας, Πά­τερ Αὐ­ξέν­τιε. 

Με­γα­λυ­νά­ριον.

Κα­τη­γλα­ϊ­σμέ­νος ταῖς ἀ­ρε­ταῖς, ὤ­φθης ἐν τῷ βίῳ, θε­ο­φόρε πε­ρι­φα­νής, αἴ­γλῃ εὐ­σε­βείας, καὶ χά­ριτι θαυ­μά­των, Αὐ­ξέν­τιε ῥυ­­θμί­ζων, τοὺς προ­σι­όν­τας σοι. 

15. Τοῦ Ἁ­γίου Ἀ­πο­στό­λου Ὀ­νη­σί­μου. 

 Ἀ­πο­λυ­τί­κιον. 

Ἦ­χος α´. Τῆς ἐ­ρή­μου πο­λί­της.

Ταῖς ἀ­κτῖσι τοῦ Παύ­λου φω­τι­σθεὶς τὴν δι­ά­νοιαν, ὤ­φθης ὑ­πη­ρέ­της τοῦ Λό­γου καὶ Ἀ­πό­στο­λος ἔν­θεος· καὶ ὄ­νη­σιν ἐ­βρά­βευ­σας ζωῆς, Ὀ­νή­σιμε θε­ρά­πων τοῦ Χρι­στοῦ, διὰ λό­γων καὶ θαυ­μά­των θε­ο­πρε­πῶν, τοῖς πί­στει ἐκ­βο­ῶσί σοι· δόξᾳ τῷ σὲ δο­ξά­σαντι φαι­δρῶς, δόξα τῷ σὲ στε­φα­νώ­σαντι, δόξα τῷ ἐ­νερ­γοῦντι διὰ σοῦ, πᾶ­σιν ἰ­ά­ματα. 

Κον­τά­κιον. Ἦ­χος δ´. Ἐ­πε­φά­νης σή­με­ρον.

ς ἀ­κτὶς ἐ­ξέ­λαμ­ψας, τῇ οἰ­κου­μένῃ, ταῖς βο­λαῖς λαμ­πό­με­νος, ἡ­λίου μά­καρ παμ­φα­οῦς, Παύ­λου τοῦ κό­σμον φω­τί­σαν­τος· διό σε πάν­τες, τι­μῶ­μεν Ὀ­νή­σιμε. 

Με­γα­λυ­νά­ριον.

Παύλῳ τῷ θε­ό­πτῃ μα­θη­τευ­θείς, ὤ­φθης ἀ­λη­θείας, θε­η­γό­ρος μυ­στα­γω­γός· ὑ­πὲρ ἧς προ­θύ­μως Ὀ­νή­σιμε ἀ­θλή­σας, ὀ­νή­σι­μον πη­γά­ζεις χά­ριν τοῖς χρῄ­ζουσι. 

16. Τοῦ Ἁ­γίου Μάρ­τυ­ρος Παμ­φί­λου, καὶ τῶν σὺν αὐτῷ.


 Ἀ­πο­λυ­τί­κιον. 

Ἦ­χος γ´. Τὴν ὡ­ραι­ό­τητα.

Τὴν δω­δε­κά­ρι­θμον, Μαρ­τύ­ρων φά­λαγγα, ἀ­νευ­φη­μή­σω­μεν, ἐν­θέ­οις ᾄ­σμασι· Πάμ­φι­λον, Παῦ­λον, Σα­μουήλ, Οὐ­ά­λεντα καὶ Ἠ­λίαν, Ἱ­ε­ρε­μίαν, Σέ­λευ­κον, Δα­νιὴλ καὶ Πορ­φύ­ριον, Ἰ­ου­λι­α­νὸν ὁ­μοῦ Ἡ­σα­ΐαν, Θε­ό­δου­λον· αὐ­τοὶ γὰρ τὸν Δε­σπό­την τῶν ὅ­λων, πᾶ­σιν ἡ­μῖν ἐ­ξι­λε­οῦν­ται. 

Κον­τά­κιον. 

Ἧ­χος δ´. Ὁ ὑ­ψω­θεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.

Κο­λα­στη­ρίων φο­βε­ρῶν προ­κει­μέ­νων, οἱ τοῦ Κυ­ρίου ἀ­θλη­ταὶ οἱ γεν­ναῖοι, ἐν ἀ­ητ­τήτῳ χαί­ρον­τες φρο­νή­ματι, τού­τοις προ­σ­ωμί­λη­σαν, τῆς σαρ­κὸς ἀ­λο­γοῦν­τες· ὅ­θεν ἐ­κλη­ρώ­σαντο αἰ­ω­νί­ζου­σαν δό­ξαν, ὑ­πὲρ ἡ­μῶν πρε­σβεύ­ον­τες ἀεί, τῶν εὐ­φη­μούν­των, αὐ­τῶν τὰ πα­λαί­σματα. 

Με­γα­λυ­νά­ριον.

Φά­λαγξ δω­δε­κά­ρι­θμε Ἀ­θλη­τῶν, ἡ συν­τε­τα­γμένη, εὐ­σε­βείᾳ τε καὶ σπουδῇ, σύ­να­ψον σπου­δαίως, ἡ­μᾶς ἐν ὀ­μο­νοίᾳ, καὶ λύ­σιν τῶν πται­σμά­των ἡ­μῖν πρυ­τά­νευ­σον. 

17. Τοῦ Ἁ­γίου Με­γα­λο­μάρ­τυ­ρος Θε­ο­δώ­ρου τοῦ Τή­ρω­νος. 

Κα­τά­λυ­σις οἴ­νου καὶ ἐ­λαίου. 

Ἀ­πο­λυ­τί­κιον. Ἦ­χος β´.

Με­γάλα τὰ τῆς πί­στεως κα­τορ­θώ­ματα! ἐν τῇ πηγῇ τῆς φλο­γός, ὡς ἐπὶ ὕ­δα­τος ἀ­να­παύ­σεως, ὁ ἅ­γιος μάρ­τυς Θε­ό­δω­ρος ἠ­γάλ­λετο· πυρὶ γὰρ ὁ­λο­καυ­τω­θείς, ὡς ἄρ­τος ἡ­δύς, τῇ Τρι­άδι προ­σή­νε­κται· ταῖς αὐ­τοῦ ἱ­κε­σί­αις, Χρι­στὲ ὁ Θεός, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν. 

Κον­τά­κιον. 

Ἦ­χος β´. Αὐ­τό­με­λον.

Πί­στιν Χρι­στοῦ ὡ­σεὶ θώ­ρακα, ἔν­δον λα­βὼν ἐν καρ­δίᾳ σου, τὰς ἐ­ναν­τίας δυ­νά­μεις κα­τε­πά­τη­σας πο­λύ­α­θλε, καὶ στέ­φει οὐ­ρα­νίῳ ἐ­στέ­φθης, αἰ­ω­νίως ὡς ἀ­ήτ­τη­τος. 

Με­γα­λυ­νά­ριον.

Δῶ­ρον πο­λυ­τί­μη­τον καὶ τερ­πνόν, ἀ­θλή­σας προ­σή­χθης, τῷ δο­ξά­σαντί σε λαμ­πρῶς· ὅ­θεν ἐ­δω­ρή­θης, θερ­μό­τα­τος προ­στά­της, τῇ Ἐκ­κλη­σίᾳ πάσῃ, Τή­ρων Θε­ό­δωρε. 

18. Τοῦ Ὁ­σίου Πα­τρὸς ἡ­μῶν Λέ­ον­τος, Πάπα Ῥώ­μης.


 Ἀ­πο­λυ­τί­κιον. 

Ἦ­χος γ´. Θείας πί­στεως.

Θείας πί­στεως, ὀρ­θο­δο­ξία, ὑ­πε­στή­ρι­ξας, τὴν Ἐκ­κλη­σίαν, ὡς πο­λύ­φω­νον τοῦ πνεύ­μα­τος ὄρ­γα­νον, ἐκ γὰρ Δυ­σμῶν ἀ­να­λάμ­ψας ὡς ἥ­λιος, αἱ­ρε­τι­κῶν τὴν ἀ­πά­την ἐ­μεί­ω­σας· Λέων Ὅ­σιε, Χρι­στὸν τὸν Θεὸν ἱ­κέ­τευε, δω­ρή­σα­σθαι ἡ­μῖν τὸ μέγα ἔ­λεος. 

Κον­τά­κιον. 

Ἦ­χος γ´. Ἡ Παρ­θέ­νος σή­με­ρον.

πὶ θρό­νου ἔν­δοξε, ἱ­ε­ρω­σύ­νης κα­θί­σας, καὶ λε­όν­των στό­ματα, τῶν λο­γι­κῶν ἀ­πο­φρά­ξας, δό­γμα­σιν ἐν θε­ο­πνεύ­στοις σε­πτῆς Τρι­ά­δος, ηὔ­γα­σας φῶς τῇ σῇ ποί­μνῃ θε­ο­γνω­σίας· διὰ τοῦτο ἐ­δο­ξά­σθης, ὡς θεῖος μύ­στης Θεοῦ τῆς χά­ρι­τος. 

   Με­γα­λυ­νά­ριον.

Βρυ­χή­ματι Λέον βα­σι­λικῷ, τῶν θε­ο­τυ­πώ­των, καὶ σο­φῶν σου ὑ­πο­θη­κῶν, ὡς θῶας καὶ λύ­κους, αἱ­ρε­τι­κῶν τὰ σμήνη, τῆς θε­ο­λέ­κτου ποί­μνης, σκορ­πί­ζεις πάν­τοτε. 

19. Τοῦ Ἁ­γίου Ἀ­πο­στό­λου Ἀρ­χίπ­που. 

 Ἀ­πο­λυ­τί­κιον. Ἦ­χος δ´. Ὁ ὑ­ψω­θεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.

ς προ­σπε­λά­σας ὁ­λικῇ δι­α­θέ­σει, τῷ τῶν ἀῤῥή­των μυ­ητῇ καὶ ἐ­πό­πτῃ, τῶν Ἀ­πο­στό­λων σύ­σκη­νος ἐ­δεί­χθης σοφέ· ὅ­θεν τὸν τῆς πί­στεως, θεῖον λό­γον κη­ρύ­ξας, ἔ­τε­μες τοῖς τρό­ποις σου, τὰ φυτὰ τῆς κα­κίας, καὶ ἐ­να­θλή­σας Ἄρ­χιππε στεῤῥῶς, δι­και­ο­σύ­νης, ἐ­δέξω τὸν στέ­φα­νον. 

Κον­τά­κιον. Ἦ­χος δ´. Ἐ­πε­φά­νης σή­με­ρον.

ς ἀ­στέρα μέ­γαν σε, ἡ Ἐκ­κλη­σία, κε­κτη­μένη Ἄρ­χιππε, ταῖς τῶν θαυ­μά­των σου βο­λαῖς, φω­τι­ζο­μένη κραυ­γά­ζει σοι· σῶ­σον τοὺς πί­στει, τι­μῶν­τας τὴν μνή­μην σου. 

Με­γα­λυ­νά­ριον.

Χαί­ροις Ἀ­πο­στό­λων ὁ κοι­νω­νός, καὶ τῆς ἀ­λη­θείας, φυ­το­κό­μος ὁ ἱ­ε­ρός· χαί­ροις Πα­ρα­κλή­του, τὸ ἔμ­ψυ­χον τα­μεῖον, Ἀ­πό­στολε καὶ Μάρ­τυς, τοῦ Λό­γου Ἄρ­χιππε. 

20. Τοῦ ἐν Ἁ­γί­οις Πα­τρὸς ἡ­μῶν Λέ­ον­τος, Ἐ­πι­σκό­που Κα­τά­νης.


 Ἀ­πο­λυ­τί­κιον. 

Ἦ­χος α´. Τῆς ἐ­ρή­μου πο­λί­της.

­ε­ρέων ἀ­κρό­της εὐ­σε­βείας δι­δά­σκα­λος, καὶ θαυ­μα­τουρ­γὸς ἀ­νε­δεί­χθης Ἱ­ε­ράρχα πα­νόλ­βιε· ἠ­θῶν γὰρ οὐ­ρα­νίων τῷ φωτί, τοῦ Πνεύ­μα­τος πλου­τή­σας τὴν ἰ­σχύν, θε­ρα­πεύ­εις τοὺς νο­σοῦν­τας καὶ τὰς ψυ­χάς, Λέον τῶν προ­σι­όν­των σοι· δόξα τῷ σὲ δο­ξά­σαντι Χρι­στῷ, δόξα τῷ σὲ στε­φα­νώ­σαντι, δόξα τῷ ἐ­νερ­γοῦντι διὰ σοῦ, πᾶ­σιν ἰ­ά­ματα. 

Κον­τά­κιον. 

Ἦ­χος β´. Τὴν ἐν πρε­σβεί­αις.

Τὸν ἀπὸ βρέ­φους Κυ­ρίῳ ἀ­να­τε­θέντα, καὶ ἐκ σπαρ­γά­νων τὴν χά­ριν ἀ­νει­λη­φότα, πάν­τες τοῖς ᾄ­σμασι στε­φα­νώ­σω­μεν, Λέ­οντα τὸν φω­στῆρα τῆς Ἐκ­κλη­σίας καὶ πρό­μα­χον· αὐ­τῆς γὰρ ὑ­πάρ­χει τὸ στή­ρι­γμα. 

Με­γα­λυ­νά­ριον.

­φρι­ξαν ἰ­δόν­τες σε ἐν φλογί, ἱ­στά­με­νον Πά­τερ, ὡς ἐν κήπῳ ἀ­ει­θα­λεῖ, τὸν δὲ μά­γον ὥ­σπερ, κη­ρὸν δι­α­λυ­θέντα, οἱ εὐ­σε­βεῖς ὦ Λέον, Θεὸν δο­ξά­ζον­τες. 

21. Τοῦ Ὁ­σίου Πα­τρὸς ἡ­μῶν Τι­μο­θέου, τοῦ ἐν Συμ­βό­λοις. 

Ἀ­πο­λυ­τί­κιον.

Ἦ­χος πλ. α´. Τὸν συ­νά­ναρ­χον Λό­γον.

Φε­ρω­νύ­μως τι­μή­σας Θεὸν Τι­μό­θεε, διὰ ζωῆς ἐ­νά­ρε­του ἀπὸ παι­δὸς ὡς σο­φός, ἐ­τι­μή­θης παρ᾿ αὐ­τοῦ ἀ­ξίως Ὅ­σιε· τῶν γὰρ ἐν­θέων δω­ρεῶν, σκεῦος ὤ­φθης ἱ­ε­ρόν, πα­ρέ­χων ἑνὶ ἑκά­στῳ, πο­λυ­τε­λεῖς χο­ρη­γίας, πρὸς σω­τη­ρίαν τῶν ψυ­χῶν ἡ­μῶν. 

Κον­τά­κιον. 

Ἦ­χος δ´. Ἐ­πε­φά­νης σή­με­ρον.

ς ἀ­στὴρ πο­λύ­φω­τος ἐκ τῆς Ἑ­ῴας, ἀ­να­λάμ­ψας ηὔ­γα­σας, ἐν ταῖς καρ­δί­αις τῶν πι­στῶν, τὰς ἀ­ρε­τὰς τῶν θαυ­μά­των σου, θαυ­μα­το­φόρε θέ­ο­φρον Τι­μό­θεε. 

Με­γα­λυ­νά­ριον.

­ρας τὸν σταυ­ρόν σου ἀπὸ παι­δός, ἴ­χνεσι τοῦ Λό­γου ἐ­πο­ρεύ­θης ἀ­σκη­τι­κῶς, καὶ τῆς ἀ­πα­θείας, τὴν ἔλ­λαμ­ψιν πλου­τή­σας, πα­θῶν ἡ­μᾶς ἀ­χλύος, ῥῦ­σαι Τι­μό­θεε. 

22. Ἡ εὕ­ρε­σις τῶν λει­ψά­νων τῶν Ἁ­γίων Μαρ­τύ­ρων, τῶν ἐν τοῖς Εὐ­γε­νίου. 

 Ἀ­πο­λυ­τί­κιον. Ἦ­χος α´. Τὸν τά­φον σου Σω­τήρ.

ς ῥόδα νο­ητά, καὶ χα­ρί­των τα­μεῖα, ἐ­φά­νη­σαν ἐκ γῆς, τὰ σε­πτὰ ὑ­μῶν σκήνη, πα­νέν­δο­ξοι μάρ­τυ­ρες, Ἐκ­κλη­σίας ἑ­δραί­ωμα, δι­α­πνέ­οντα, τῶν ἰ­α­μά­των τὴν χά­ριν, καὶ πα­ρέ­χοντα, ὀ­σμὴν ζωῆς τοῖς ἐκ πό­θου, ὑμᾶς μα­κα­ρί­ζουσι. 

Κον­τά­κιον. Ἦ­χος πλ. β´. Τὴν ὑ­πὲρ ἡ­μῶν.

­θλο­φο­ρι­κήν, ἐκ­φαί­νοντα εὐ­κλη­ρίαν, καὶ πνευ­μα­τι­κήν, ἐκ­πνέ­οντα εὐ­ω­δίαν, ἀ­νε­φά­νη­σαν γῆ­θεν, Ὑ­μῶν νῦν τὰ λεί­ψανα, Ἀ­θλο­φό­ροι πα­να­οί­δι­μοι, τῶν Ἀγ­γέ­λων ὁ­μο­δί­αι­τοι, καὶ Χρι­στοῦ κή­ρυ­κες ἔν­θεοι· ὃν δυ­σω­πεῖτε θερ­μῶς, τοῦ σω­θῆ­ναι ἡ­μᾶς. 

Με­γα­λυ­νά­ριον.

ν­θη­σαν ὡς κρίνα μυ­ρο­βαφῆ, τὰ λεί­ψανα ἤδη, ἐν τῷ κό­σμῳ ὑ­μῶν σε­πτῶς, καὶ τῆς ἀ­φθαρ­σίας, τῇ νο­ητῇ εὐ­πνοίᾳ, Μάρ­τυ­ρες τοῦ Κυ­ρίου, ἡ­μᾶς εὐ­φραί­νουσι. 

23. Τοῦ Ἁ­γίου Ἱ­ε­ρο­μάρ­τυ­ρος Πο­λυ­κάρ­που, Ἐ­πι­σκό­που Σμύρ­νης. 

 Ἀ­πο­λυ­τί­κιον.

Ἦ­χος δ´. Ταχύ προ­κα­τά­λαβε.

Τὴν κλῆ­σιν τοῖς ἔρ­γοις σου, ἐ­πι­σφρα­γί­σας σοφέ, ἐ­λαία κα­τά­καρ­πος, ὤ­φθης ἐν οἴκῳ Θεοῦ, Πο­λύ­καρπε ἔν­δοξε· σὺ γὰρ ὡς Ἱ­ε­ράρ­χης, καὶ στεῤ­ῥὸς Ἀ­θλο­φό­ρος, τρέ­φεις τὴν Ἐκ­κλη­σίαν, λο­γικῇ εὐ­καρ­πίᾳ, πρε­σβεύων Ἱ­ε­ρο­μάρ­τυς, ὑ­πὲρ τῶν ψυ­χῶν ἡ­μῶν. 

Κον­τά­κιον.
Ἦ­χος α´. Χο­ρὸς Ἀγ­γε­λι­κός.

Καρ­ποὺς τοὺς λο­γι­κούς, τῷ Κυ­ρίῳ προ­σφέ­ρων, Πο­λύ­καρπε σοφέ, ἀ­ρε­τῶν δι᾿ ἐν­θέων, ἐ­δεί­χθης ἀ­ξι­ό­θεος, Ἱ­ε­ράρχα μα­κά­ριε· ὅ­θεν σή­με­ρον, οἱ φω­τι­σθέν­τες σοῖς λό­γοις, ἀ­νυ­μνοῦ­μέν σου, τὴν ἀ­ξι­έ­παι­νον μνή­μην, δο­ξά­ζον­τες Κύ­ριον. 

Με­γα­λυ­νά­ριον.

Φοί­νιξ ἀ­νε­δεί­χθης καρ­πο­τε­λής, ὡς καρ­πο­φο­ρίαν, πε­ρι­φέ­ρων θε­ουρ­γι­κήν, τὴν τῶν Ἀ­πο­στό­λων, ἀ­μέ­σως κοι­νω­νίαν, δι᾿ ἧς ἐκ­τρέ­φεις κό­σμον, Πά­τερ Πο­λύ­καρπε. 

24. Ἡ πρώτη καὶ δευ­τέρα εὕ­ρε­σις τῆς Τι­μίας Κε­φα­λῆς τοῦ Ἁ­γίου Προ­φή­του, Προ­δρό­μου καὶ Βα­πτι­στοῦ Ἰ­ω­άν­νου. 

Κα­τά­λυ­σις οἴ­νου καὶ ἐ­λαίου. 

Ἀ­πο­λυ­τί­κιον. 

Ἦ­χος δ´. Ταχὺ προ­κα­τά­λαβε.

κ γῆς ἀ­να­τεί­λασα ἡ τοῦ Προ­δρό­μου Κε­φαλή, ἀ­κτῖ­νας ἀ­φί­ησι τῆς ἀ­φθαρ­σίας, πι­στοῖς τῶν ἰ­ά­σεων, ἄ­νω­θεν συ­να­θροί­ζει, τὴν πλη­θὺν τῶν Ἀγ­γέ­λων· κά­τω­θεν συγ­κα­λεῖ­ται, τῶν ἀν­θρώ­πων τὸ γέ­νος, ὁ­μό­φω­νον ἀ­να­πέμ­ψαι, δό­ξαν Χρι­στῷ τῷ Θεῷ. 

Κον­τά­κιον. 

Ἦ­χος β´. Τὰ ἄνω ζη­τῶν.

Προ­φῆτα Θεοῦ, καὶ Πρό­δρομε τῆς χά­ρι­τος, τὴν Κά­ραν τὴν σήν, ὡς ῥό­δον ἱ­ε­ρώ­τα­τον, ἐκ τῆς γῆς εὑ­ρά­με­νοι, τὰς ἰ­ά­σεις πάν­τοτε λαμ­βά­νο­μεν, καὶ γὰρ πά­λιν ὡς πρό­τε­ρον, ἐν κό­σμῳ κη­ρύτ­τεις τὴν με­τά­νοιαν. 

Με­γα­λυ­νά­ριον.

­σπερ μυ­ρο­θήκη πνευ­μα­τική, ἐκ γῆς ἀ­νε­φάνη, σοῦ ἡ πάν­τι­μος Κε­φαλή, Βα­πτι­στὰ Κυ­ρίου, καὶ κό­σμου κα­τευ­φραί­νει, τῆς ἡ­δυ­πνόου δό­ξης ταῖς δι­α­δό­σεσι. 

25. Τοῦ ἐν Ἁ­γί­οις Πα­τρὸς ἡ­μῶν Τα­ρα­σίου, Ἀρ­χι­ε­πι­σκό­που Κων­σταν­τι­νου­πό­λεως. 

Ἀ­πο­λυ­τί­κιον. 

Ἦ­χος γ´. Τὴν ὡ­ραι­ό­τητα.

Βίου ὀρ­θό­τητι, καλ­λω­πι­ζό­με­νος, φω­στὴρ ὑ­πέρ­λαμ­προς, ὤ­φθης τοῦ Πνεύ­μα­τος, καὶ τὴν Εἰ­κόνα τοῦ Χρι­στοῦ, Συ­νόδῳ ἐν τῇ Ἑ­βδόμῃ, προ­σκυ­νεῖν ἐ­κή­ρυ­ξας, ὀρ­θο­δό­ξως μα­κά­ριε, στῦ­λος καὶ ἑ­δραί­ωμα, Ἐκ­κλη­σίας γε­νό­με­νος· διὸ τοὺς σοὺς ἀ­γῶ­νας γε­ραί­ρει, Πά­τερ Ἱ­ε­ράρχα Τα­ρά­σιε. 

Κον­τά­κιον. 

Ἦ­χος γ´. Ἡ Παρ­θέ­νος σή­με­ρον.

ρ­θο­δο­ξίας δό­γμασι, τὴν Ἐκ­κλη­σίαν φαι­δρύ­νας, καὶ Χρι­στοῦ μα­κά­ριε, τὴν σε­βα­σμίαν Εἰ­κόνα, σέ­βε­σθαι, καὶ προ­σκυ­νεῖ­σθαι πᾶ­σι δι­δά­ξας, ἤ­λεγ­ξας, Εἰ­κο­νο­μά­χων ἄ­θεον δό­γμα· διὰ τοῦτό σοι βο­ῶ­μεν· ὦ Πά­τερ χαί­ροις, σοφὲ Τα­ρά­σιε. 

   Με­γα­λυ­νά­ριον.

Τύ­πον κα­λῶν ἔρ­γων δι᾽ ἀ­ρε­τῆς, ἐν τῇ Ἐκ­κλη­σίᾳ, πα­ρα­στή­σας Πά­τερ σαὐ­τόν, τοῦ Χρι­στοῦ τὸν τύ­πον, ἐν ἱ­ε­ραῖς Εἰ­κό­σιν, ἐ­δί­δα­ξας τι­μᾶ­σθαι, ὀρ­θῶς Τα­ρά­σιε. 

26. Τοῦ ἐν Ἁ­γί­οις Πα­τρὸς ἡ­μῶν Πορ­φυ­ρίου, Ἐ­πι­σκό­που Γά­ζης. 

Ἀ­πο­λυ­τί­κιον. 

Ἦ­χος δ´. Ὁ ὑ­ψω­θεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.

Πορ­φυ­ραυ­γέ­σιν ἀ­ρε­τῶν λαμ­πη­δόσι, κα­τα­λαμ­πρύ­νας σε­αυ­τὸν Ἱ­ε­ράρχα, κα­θά­περ φῶς ἐ­ξέ­λαμ­ψας Πορ­φύ­ριε σοφέ· λό­γοις γὰρ καὶ θαύ­μα­σιν, ἀ­λη­θῶς δι­α­πρέ­ψας, πᾶ­σιν ἐ­βε­βαί­ω­σας, εὐ­σε­βείας τὴν χά­ριν· καὶ νῦν Χρι­στῷ ἀ­ΰ­λως λει­τουρ­γῶν, ὑ­πὲρ τοῦ κό­σμου, μὴ παύσῃ δε­ό­με­νος. 

Κον­τά­κιον. 

Ἦ­χος β´. Τοῖς τῶν αἱ­μά­των σου.

Ἱ­ε­ρω­τά­τοις σου τρό­ποις κο­σμού­με­νος, ἱ­ε­ρω­σύ­νης στο­λαῖς κα­τη­γλά­ϊ­σαι, παμ­μά­καρ θέ­ο­φρον Πορ­φύ­ριε, καὶ ἰ­α­μά­των ἐμ­πρέ­πεις ὑ­ψώ­μασι, πρε­σβεύων ἀ­παύ­στως ὑ­πὲρ πάν­των ἡ­μῶν. 

Με­γα­λυ­νά­ριον.

Τῆς Θεσ­σα­λο­νί­κης σε­πτὸς βλα­στός, καὶ Γα­ζαίων θεῖος, ποι­με­νάρ­χης καὶ ὁ­δη­γός, καὶ τῆς Ἐκ­κλη­σίας, νυμ­φα­γω­γὸς ἐ­δεί­χθης, Πορ­φύ­ριε τρι­σμά­καρ, σῴ­ζων τοὺς δού­λους σου. 

27. Τοῦ Ὁ­σίου Πα­τρὸς ἡ­μῶν Προ­κο­πίου, τοῦ Δε­κα­πο­λί­του, τοῦ Ὁ­μο­λο­γη­τοῦ. 

 Ἀ­πο­λυ­τί­κιον. 

Ἦ­χος α´. Τῆς ἐ­ρή­μου πο­λί­της.

Φε­ρω­νύ­μως προ­κό­πτων ἐν ἀ­σκή­σει Προ­κό­πιε, ἤρ­θης ἐκ δυ­νά­μεως Πά­τερ, πρὸς ἀ­θλή­σεως ἔλ­λαμ­ψιν· Χρι­στοῦ γὰρ τὴν εἰ­κόνα προ­σκυ­νῶν, Μαρ­τύ­ρων ἀ­νε­δεί­χθης κοι­νω­νός· μεθ᾿ ὧν πρέ­σβευε παμ­μά­καρ δι­α­παν­τός, ὑ­πὲρ τῶν ἐκ­βο­ών­των σοι· δόξα τῷ δε­δω­κότι σοι ἰ­σχύν, δόξα τῷ σὲ στε­φα­νώ­σαντι, δόξα τῷ ἐ­νερ­γοῦντι διὰ σοῦ, πᾶ­σιν ἰ­ά­ματα. 

Κον­τά­κιον. 

Ἦ­χος δ´. Ἐ­πε­φά­νης σή­με­ρον.

­ω­σφό­ρον σή­με­ρον, ἡ Ἐκ­κλη­σία, κε­κτη­μένη ἅ­πα­σαν, κα­κο­δο­ξίας τὴν ἀ­χλύν, δι­α­σκε­δά­ζει τι­μῶσά σε, οὐ­ρα­νο­μύ­στα Προ­κό­πιε ἔν­δοξε. 

Με­γα­λυ­νά­ριον.

Θείας ὑ­πα­λεί­πτην σε προ­κο­πῆς, καὶ ὁ­μο­λο­γίας, θε­η­γό­ρου ὑ­φη­γη­τήν, Πά­τερ εὖ εἰ­δό­τες, τοὺς πό­νους σου τι­μῶ­μεν, δι᾽ ὧν κα­τα­πυρ­σεύ­εις, ἡ­μᾶς Προ­κό­πιε. 

28. Τοῦ Ὁ­σίου Πα­τρὸς ἡ­μῶν Βα­σι­λείου τοῦ Ὁ­μο­λο­γη­τοῦ, συ­να­σκη­τοῦ τοῦ Ἁ­γίου Προ­κο­πίου τοῦ Δε­κα­πο­λί­του. 

 Ἀ­πο­λυ­τί­κιον. 

Ἦ­χος δ´. Ταχὺ προ­κα­τά­λαβε.

Βα­σί­λειον δώ­ρημα, τῆς Ἐκ­κλη­σίας Χρι­στοῦ, ἐ­δεί­χθης Βα­σί­λειε, ὡς βα­σι­λεύ­σας πα­θῶν τοῖς θεί­οις σου σκάμ­μασι· σὺ γὰρ ὁ­μο­λο­γίᾳ, τὸν σὸν βίον φαι­δρύ­νας, λάμ­πεις δι᾿ ἀμ­φο­τέ­ρων, ὡς ἀ­στὴρ σε­λα­σφό­ρος· ἐν­τεῦ­θεν τῆς ἀ­σα­λεύ­του, βα­σι­λείας ἠ­ξί­ω­σαι. 

Κον­τά­κιον. 

Ἦ­χος β´. Τὰ ἄνω ζη­τῶν.

ξ ὕ­ψους λα­βών, τὴν θείαν ἀ­πο­κά­λυ­ψιν, ἐ­ξῆλ­θες σοφέ, ἐκ μέ­σου τῶν συγχύσεων· καὶ μο­νά­σας Ὅσιε, τῶν θαυ­μά­των εἴ­λη­φας ἐ­νέρ­γειαν, καὶ τὰς νό­σους ἰ­ᾶ­σθαι τῇ χά­ριτι, Βα­σί­λειε Πάτερ ἱ­ε­ρώ­τατε. 

Με­γα­λυ­νά­ριον.

­φθης Βα­σι­λέως τῶν οὐ­ρα­νῶν, θε­ρά­πων καὶ μύ­στης, διὰ βίου εἰ­λι­κρι­νοῦς· οὗ τὸν χα­ρα­κτῆρα, σε­βό­με­νος αἰ­σχύ­νεις, Βα­σί­λειε παμ­μά­καρ, ἄ­να­κτα τύρα­ννον. 

29. Τοῦ Ὁ­σίου Πα­τρὸς ἡ­μῶν Κασ­σι­α­νοῦ τοῦ Ῥω­μαίου. 

 Ἀ­πο­λυ­τί­κιον. 

Ἦ­χος πλ. α´. Τὸν συ­νά­ναρ­χον Λό­γον.

Τῆς σο­φίας τὸν λό­γον Πά­τερ τοῖς ἔρ­γοις σου, ἀ­σκη­τι­κῶς γε­ωρ­γή­σας ὡς οἰ­κο­νό­μος πι­στός, ἀ­ρε­τῶν μυ­στα­γω­γεῖς τὰ κα­τορ­θώ­ματα· σὺ γὰρ πρά­ξας εὐ­σε­βῶς, ἐκ­δι­δά­σκεις ἀ­κρι­βῶς, Κασ­σι­ανὲ θε­ο­φόρε, καὶ τῷ Σω­τῆρι πρε­σβεύ­εις, ἐ­λε­η­θῆ­ναι τὰς ψυ­χὰς ἡ­μῶν. 

Κον­τά­κιον. 

Ἦ­χος α´. Χο­ρὸς Ἀγ­γε­λι­κός.

Οἱ λό­γοι σου σοφέ, οὐ­ρα­νίου κασ­σίας, ὀ­σμὴν πνευ­μα­τι­κὴν, δια­­πνέ­ουσι κό­σμῳ· φι­ά­λαι γὰρ ὤ­φθη­σαν, ἀ­ρω­μά­των ὡς γέ­γρα­πται, σι­α­γό­νες σου, αἱ ἀ­να­πτύσ­σουσι πᾶσι, τὰς ἐν Πνεύ­ματι, πνευ­μα­τι­κὰς ἀ­να­βά­σεις, Κασ­σι­ανὲ Ὅ­σιε. 

Με­γα­λυ­νά­ριον.

Γνώ­σεως τῆς θύ­ρα­θεν με­τα­σχών, ὤ­φθης κε­κρυμ­μέ­νης, ἐ­πι­στή­μης μυ­στα­γω­γός, ἧς τὰς ἐ­πι­δό­σεις, λό­γοις ἡ­μᾶς παι­δεύ­εις, Κασ­σι­ανὲ θε­ό­φρον, Πνεύ­μα­τος σκή­νωμα.

 


Δημοφιλείς αναρτήσεις