17
Ερώτηση του ίδιου [Αββά Ιωάννη της Μηρωσάβης], προς τον ίδιο, το μεγάλο Γέροντα [Αββά Βαρσανούφιο].
Γνωρίζω, Πάτερ, ότι αυτά όλα μου συμβαίνουν για τις αμαρτίες μου. Και ότι είμαι αδιάκριτος και αίτιος των συμφορών μου. Αλλά αυτός που μου προξενεί τη θλίψη είναι ο Ηγούμενος, διότι αμελεί και παραβλέπει τα πράγματα που χάνονται ή αχρηστεύονται εξαιτίας του. Αυτό δεν μπορώ να το σηκώσω.
Και τι να κάνω που θέλω να αντικρούσω τους λογισμούς μου, αλλά δεν παίρνω δύναμη; Επίσης ζητώ να με συγχωρέσεις, γιατί μια φορά αγνόησα το μοναχικό κανόνα της σιωπής και μίλησα. Δεν θα το επαναλάβω δεύτερη φορά. Όμως, πραγματικά, απορώ πως έχει παγώσει εκείνη η θερμή αγάπη που είχα προς τους αδελφούς και τον Ηγούμενο. Και εύχου για μένα στο Όνομα του Κυρίου.
Απόκριση
Αδελφέ, φέρνοντας στη μνήμη μου την περίσταση εκείνη, που είπε ο Κύριος στους μαθητές του «και σεις είσθε ανόητοι;», σου έγραψα την συμβουλή να εξετάσεις με ακρίβεια τους λογισμούς σου. Αν έκανες, στ’ αλήθεια, τον κόπο και είχες εξετάσει με ακρίβεια τους λογισμούς σου, θα είχες μόνος σου καταλάβει ότι, για την πηγή της δύναμης να αντιμετωπίζεις τους λογισμούς σου -για την οποία πρόσφατα μου έγραψες- εγώ σου είχα δώσει τις σχετικές οδηγίες, κατά πρόγνωση. Και έτσι δεν χρειαζότανε να μου ξαναγράψεις. Αλλά, παρόλα αυτά, θα σου πω μερικά λόγια πάνω στις πρόσθετες ερωτήσεις που μου κάνεις.
Πρώτον σε ελέγχω: Ονόμασες τον εαυτό σου αμαρτωλό και στην πράξη δεν τον έχεις για τέτοιο. Διότι αυτός που πιστεύει ότι είναι αμαρτωλός και αίτιος για τα κακά που γίνονται, δεν αντιλέγει σε κανένα, δεν μάχεται, ούτε οργίζεται εναντίον κάποιου, αλλά όλους τους θεωρεί καλύτερους απ’ αυτόν. Αν λοιπόν σε χλευάζουν οι λογισμοί ότι είσαι αμαρτωλός, πως κινούν την καρδιά σου ενάντια στους καλύτερους από σένα; Πρόσεχε, αδελφέ· δεν είναι αλήθεια, διότι δεν φθάσαμε ακόμη να θεωρούμε τους εαυτούς μας αμαρτωλούς.
Αν κάποιος αγαπά αυτόν που τον ελέγχει, είναι σοφός. Αν λέει πως τον αγαπά και όσα ακούει απ’ αυτόν δεν τα κάνει πράξη, αυτό φανερώνει ότι, αντί αγάπης, τρέφει στην καρδιά του το μίσος. Εάν είσαι αμαρτωλός, γιατί μέμφεσαι τον πλησίον σου και τον κατηγορείς ότι εξαιτίας του δοκιμάζεις θλίψη; Δεν ξέρεις ότι ο καθένας πειράζεται από τις διεργασίες της δικής του συνείδησης, που κάνει σε κάθε περίπτωση και αυτές του φέρνουν τη θλίψη; Αυτό εννοούσα μ’ αυτό που σου έγραψα για τους αδελφούς, δηλαδή ότι μπορεί να σου δείξουν στα πράγματα ένα κουνούπι και συ να το δεις καμήλα κ.τ.λ. Θα έπρεπε δε να κάνεις εντατική προσευχή, ώστε ο Θεός να σε αξιώσει να έχεις πάντοτε τον ίδιο με αυτούς φόβο Θεού.
Το ότι δε αποκάλεσες τον εαυτό σου ανόητο, μη χλευαστείς πως το πιστεύεις! Ερεύνησε τον εαυτό σου και θα βρεις ότι δεν το ζεις έτσι. Διότι, αν το ζούσες έτσι, όφειλες να μην οργιστείς, αφού ο ανόητος δεν μπορεί να διακρίνει αν έγινε καλώς ή κακώς ένα πράγμα. Αλλά ο ανόητος ονομάζεται μωρός. Και ο ανόητος και ο μωρός ερμηνεύεται ανάλατος. Και ο ανάλατος πως μπορεί να καρυκεύει και να αλατίζει άλλους; Πρόσεχε, αδελφέ, διότι χλευαζόμαστε και λέμε μόνο λόγια, ενώ τα έργα μας δείχνουν τι πραγματικά είμαστε.
Τότε πάλι που προσπαθούμε να αναιρέσουμε τους λογισμούς μας δεν παίρνουμε δύναμη, επειδή έχουμε δεχτεί εκ των προτέρων την κατάκριση του πλησίον και έτσι χάνει το πνεύμα μας την ουσιαστική του δύναμη*. Και μετά κατηγορούμε τον αδελφό μας, ενώ εμείς οι ίδιοι είμαστε οι ένοχοι. Αν γνωρίζεις ότι το παν εξαρτάται από τον ελεήμονα Θεό και δεν είναι ούτε «του θέλοντος ούτε του τρέχοντος», γιατί δεν αποδέχεσαι και δεν αγαπάς τον αδελφό σου με τέλεια αγάπη;
Πόσοι, στ’ αλήθεια, ήθελαν να συναντήσουν εμάς τους Γέροντες και έκαναν το παν, έτρεχαν, αλλά δεν τους δόθηκε; Και κάποιος άλλος (ο αββάς Σέριδος), ενώ καθόταν αμέριμνος, έστειλε εμάς ο Θεός προς αυτόν, και τον έκανε τέκνο μας γνήσιο διότι ο Θεός αγαπά τη βαθιά και αφανή προαίρεση.
Αυτό δε που λες «μια φορά μίλησα» κ.τ.λ., αν πυγμαχείς με τον εχθρό για να αποκτήσεις σιωπή, είσαι μακάριος! Αυτό βέβαια δεν δίνεται σε όλους. Και για τους υπόλοιπους λογισμούς, που μου γράφεις, ανάθεσε τους στο Θεό, λέγοντας: ‘‘Ο Θεός γνωρίζει το συμφέρον’’. Και έτσι αναπαύεσαι και σιγά-σιγά σου δίνει δύναμη να τα σηκώσεις όλα. Να μη σταματήσεις εντελώς να μιλάς στον Αββά. Αν δε πάλι μιλήσεις και δεν εισακουστείς, ούτε βρεις κατανόηση, ενώ έχεις εξηγήσει το καθετί, να μη λυπηθείς, διότι έχεις να ωφεληθείς περισσότερο.
Και για το ότι απορείς πως πάγωσε η αγάπη, η τέλεια αγάπη είναι άπτωτη (Α΄ Κορ. 13, 8) και όποιος την αποκτά είναι πάντα θερμός και γεμάτος αγάπη προς το Θεό και προς τον πλησίον.
Όσο για την ευχή, που μου γράφεις στο τέλος, να κάνω για σένα, οφείλεις να αρκεστείς σ’ αυτά που σου έγραψα, ότι μέρα και νύχτα, αδιάλειπτα εύχομαι για σένα στο Θεό. Είναι περιττό λοιπόν να μου το ζητάς. Να, που τώρα έχεις από μένα τροφή, κατά Θεόν, για πολύ χρόνο. Περίμενε μόνο καρτερικά και κάνε υπομονή, ώσπου ο ίδιος ο Θεός να φανερώσει το δικό του θέλημα στο καθετί, ζώντας τη ζωή σου μέσα στο Πρόσωπο του Ιησού Χριστού, του Κυρίου μας, στον οποίο ανήκει η δόξα στους αιώνες. Αμήν.
* Ο αββάς Δωρόθεος, της Γάζας, διατυπώνει ακριβώς στα Ασκητικά του τι είναι η κατάκριση. Ξεχωρίζει και διαστέλλει την καταλαλιά από την κατάκριση και λέει: «Καταλαλιά είναι να διαδίδεις με λόγια τις αμαρτίες και τα σφάλματα του πλησίον, π.χ. ο τάδε είπε ψέματα ή οργίστηκε ή πόρνευσε. Κατάκριση είναι το να κατηγορήσει κανείς τον ίδιο τον άνθρωπο, λέγοντας ότι είναι ψεύτης, οργίλος, πόρνος…» (Αββά Δωρόθεου, Έργα Ασκητικά. σελ. 189, Εκδ. Ετοιμασία).
Οι ασκητές ομόφωνα καταπολεμούν την καταλαλιά και την κατάκριση και ζητούν να σκεπάζονται τα αμαρτήματα του πλησίον. Ο αββάς Ποιμένας λέει ότι «την ώρα που σκεπάζουμε το αμάρτημα του αδελφού, σκεπάζει και ο Θεός το δικό μας αμάρτημα» (Αποφθέγματα των Πατέρων, Ποιμένας, Migne P.G. 65,337A).
Οι Άγιοι όλοι υποστηρίζουν ότι η καταλαλιά και η κατάκριση γίνονται με την υποκίνηση του διαβόλου. Ο όσιος Αντίοχος, της Μονής του αγίου Σάββα, αναφέρει ότι «αυτός που κατακρίνει διαπράττει διπλό αμάρτημα: Ζημιώνει και τον εαυτό του και όσους τον ακούν» (Αντίοχου, Μονής Αγίου Σάββα, Λόγοι. Migne P.G. 89,15854).
Ο αββάς Βαρσανούφιος εδώ, στην παρούσα Απόκριση διατυπώνει μια πολύ βαθιά πνευματική θέση, λέγοντας ότι η κατάκριση συντελεί στο να χάνει την ουσιαστική δύναμη το πνεύμα μας, «εκνευρούται η δύναμη του πνεύματος»! Μ΄ αυτή του τη διατύπωση ο Αββάς υπογραμμίζει τις βαριές συνέπειες που επιφέρει η κατάκριση στην πνευματική μας υπόσταση: Αποξενώνουμε τον εαυτό μας από το έλεος του Θεού και η εγκατάλειψη αυτή μας οδηγεί στην πτώση. Το πανάγιο Πνεύμα δεν μπορεί να παραμείνει σε ψυχή που κατακρίνει τον αδελφό και έτσι η Χάρη φυγαδεύεται από μέσα μας.
Ο αββάς Ησαΐας λέει ότι αυτός που κατακρίνει τον αδελφό, όχι μόνο κολάζει την ψυχή του, αλλά γίνεται και Αντίχριστος. «Είναι παράβαση της Θεολογίας, γιατί η κρίση για τον άλλο άνθρωπο είναι έργο του Θεού και μάλιστα στα έσχατα και δεν αποτελεί δικαίωμα του ανθρώπου. Επίσης είναι και παράβαση της Εκκλησιολογίας, διότι όλοι οι χριστιανοί είμαστε συνυπεύθυνοι στην αμαρτία, και όλοι αποτελούμε οργανική ενότητα, το Σώμα του Χριστού, την Εκκλησία. Η προσβολή όμως του αδελφού, που γίνεται με την κατάκριση, αποτελεί προσβολή εναντίον του Χριστού, γιατί με τη συμπεριφορά αυτή απορρίπτεται ένα μέλος του» (Ηλία Βουλγαράκη: Συ τι κρίνεις τον αδελφό σου, σελ. 50, Εκδ. Αστήρ).
Βαρσανούφιου και Ιωάννου.
Κείμενα διακριτικά και ησυχαστικά. (Ερωταποκρίσεις).
Τόμος Α΄.
Εκδόσεις Ετοιμασία, Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου, Καρέας 1996.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου