Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2025
Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2025
Είναι δίκαιο να τιμούμε μαζί τους τρεις φωτεινούς αστέρες, που φώτισαν τη ζωή με τριπλό λαμπρό φως.
Σ Υ Ν Α Ξ Α Ρ Ι Ο Ν
Τῇ Λ᾿ τοῦ αὐτοῦ μηνός, Μνήμη τῶν ἐν Ἁγίοις Πατέρων ἡμῶν καὶ Οἰκουμενικῶν Διδασκάλων, Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καὶ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου.
Είναι δίκαιο να τιμούμε μαζί τους τρεις φωτεινούς αστέρες, που φώτισαν τη ζωή με τριπλό λαμπρό φως.
Είναι θεμιτό όλοι να προσφέρουν κοινό ύμνο, σε αυτούς που χύνουν σε όλους κοινή τη χάρη.
Μία μόνο χελιδόνα δεν φέρνει την άνοιξη· οι τρεις αηδόνες, όμως, φέρνουν την άνοιξη στις ψυχές.
Η Αγία Τριάδα φωτίζει τον νοητό κόσμο, και αυτή η Τριάδα φωτίζει τη δημιουργία που βλέπουμε.
Οι άνθρωποι κάποτε έχασαν την ευλάβεια προς τον Θεό, και ανόητα λάτρεψαν τον Ήλιο και τη Σελήνη,θαυμάζοντας την ομορφιά και τη λαμπρότητά τους, και τους προσέφεραν λατρεία σαν να ήταν θεοί.
Όμως, από αυτούς τους τρεις φωστήρες πάλι, εμείς οδηγηθήκαμε στη θεϊκή ευσέβεια, γιατί με την αγιότητα του βίου και τη δύναμη των λόγων τους,πείθουν όλους να λατρεύουν τον μόνο Δημιουργό.
Η δημιουργία στηρίζεται σε τέσσερα στοιχεία: τη φωτιά, τον αέρα, το νερό και τη γη. Και αυτοί που συγκροτούν τον μεγάλο κόσμο, φέρουν ως τύπο μιας άλλης δημιουργίας την Πίστη προς τον Θεό, ως στοιχειακή Τριάδα.
Δεν τους απασχολεί τίποτα το γήινο,και στα λόγια τους δεν υπάρχει γήινος νους.
Ο Γρηγόριος, με φλεγόμενο νου, αναδίδει τον λόγο, και οδηγεί όλους να τρέχουν προς τα ύψη.
Για όσους καταβάλλονται από τα πάθη,οι λόγοι του Βασιλείου είναι σαν ανάσα ζωής.
Μιμούμενος τη ροή των νερών,αυτός που έχει χρυσή καρδιά και στόμα, δροσίζει τις ψυχές που έχουν λιώσει από τα πάθη.
Έτσι, ανυψώνουν την ανθρώπινη φύση,από τη γη προς το ουράνιο φως, με τους λόγους τους.
Και έλαμψε σαν χρυσοτρισήλια ακτίνα,την τριακοστή ημέρα, το φως τους στον κόσμο.
Τῶν τριῶν τούτων πρεσβείαις, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν καὶ πάντων τῶν ἁγίων, τὰς τῶν αἱρέσεων ἐπαναστάσεις κατάβαλε καὶ ἡμᾶς ἐν ὁμονοίᾳ καὶ εἰρηνικῇ καταστάσει διαφύλαξον καὶ τῆς οὐρανίου σου βασιλείας ἀξίωσον. Ὅτι εὐλογητὸς εἶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Η ΕΟΡΤΗ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ
πηγή: ΤΟ ΕΙΛΗΤΑΡΙΟΝ
Η ΕΟΡΤΗ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ
Επί βασιλείας του αυτοκράτορα Αλεξίου του Κομνηνού (1081-1118) ξέσπασε στην Βασιλεύουσα φιλονικία που διαίρεσε τους λογίους, τους καταρτισμένους στα ζητήματα της Πίστεως και τους έμπλεους ζήλου για την αρετή, με θέμα τους τρείς αγίους Ιεράρχες και μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας: τον Μέγα Βασίλειο, τον Γρηγόριο τον Θεολόγο και τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο. Άλλοι έλεγαν ότι προτιμούν τον Μέγα Βασίλειο, γιατί ερμήνευε τα μυστήρια της φύσης όπως κανείς άλλος, και με τον ενάρετο βίο του συναγωνιζόταν τους αγγέλους. Θεμελιωτής του μοναχισμού, αρχηγός της Εκκλησίας στον αγώνα κατά της αίρεσης, αυστηρός ποιμένας και απαιτητικός ως προς την καθαρότητα των ηθών, δεν έβρισκες επάνω του τίποτε το γήινο και το κατώτερο. Γι’ αυτό, έλεγαν, ήταν ανώτερος από τον άγιο Χρυσόστομο ο οποίος από την φύση του ήταν πιο συγκαταβατικός προς τους αμαρτωλούς. Άλλοι, παίρνοντας το μέρος του ονομαστού αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, αντιστρέφοντας το επιχείρημα, υποστήριζαν ότι ο Ιωάννης διόλου δεν υπολειπόταν σε ζήλο του Βασιλείου, είτε επρόκειτο για τον αγώνα κατά των παθών είτε για την καθοδήγηση των αμαρτωλών στην μετάνοια και την ανύψωση του λαού στην ευαγγελική τελείωση. Ασυναγώνιστος σε ευγλωττία, ο «Χρυσορρήμων» αυτός ποιμένας γεώργησε την Εκκλησία με έναν αληθινό ποταμό λόγων, στους οποίους ερμήνευσε τον θείο λόγο και έδειχνε πώς εφαρμόζεται στην καθημερινή ζωή, με ρητορική τέχνη ανώτερη των δύο άλλων αγίων Διδασκάλων. Μια άλλη ομάδα υποστήριζε ότι ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος ήταν ο ανώτερος, λόγω της κομψότητος, του εύρους και του βάθους του θεολογικού του λόγου. Έχοντας αφομοιώσει το σύνολο της ελληνικής σοφίας και ρητορικής, έφθασε, έλεγαν, σε τέτοιο ύψος θεωρίας του Θεού, ώστε κανείς άλλος δεν μπορούσε να εκφράσει τόσο τέλεια το δόγμα της Αγίας Τριάδος.
Καθώς λοιπόν ο καθένας υπερασπιζόταν με αυτόν τον τρόπο τον έναν Πατέρα έναντι των άλλων δύο, σε λίγο η έριδα εξαπλώθηκε σε ολόκληρο τον χριστιανικό λαό της Βασιλεύουσας και, αντί να ευνοεί την αφοσίωση στους αγίους, προκαλούσε ταραχές, διαφωνίες και διαμάχες χωρίς τέλος ανάμεσα στις τρεις παρατάξεις, η κάθε μία εκ των οποίων είχε λάβει το όνομα ενός εκ των σεπτών Ιεραρχών· έτσι λοιπόν ο λαός, εξαιτίας της σφοδρότητας του ζήλου του, είχε χωριστεί στους «Βασιλείτες», στους «Γρηγορίτες» και στους «Ιωαννίτες».
Μια νύχτα, οι τρεις άγιοι Ιεράρχες παρουσιάσθηκαν σε ενύπνιο στον άγιο Ιωάννη Μαυρόποδα, μητροπολίτη Ευχαΐτων [5 Οκτ.], αρχικά ένας-ένας και ύστερα μαζί. Του είπαν με μια φωνή: «Καθώς βλέπεις, είμαστε και οι τρεις κοντά στον Θεό και δεν μας χωρίζει ούτε διαφωνία ούτε αντιπαλότητα. Ο καθένας από εμάς, ανάλογα με τις περιστάσεις και με την έμπνευση που είχε λάβει από το Άγιο Πνεύμα, συνέγραψε και δίδαξε για την σωτηρία των ανθρώπων. Δεν υπάρχει ούτε πρώτος, ούτε δεύτερος, ούτε τρίτος ανάμεσά μας· κι αν καλέσεις τον έναν, πάραυτα θα παρουσιασθούν και οι δύο άλλοι. Γι’ αυτό πρόσταξε όσους φιλονικούν, να μην προξενούν διαιρέσεις στην Εκκλησία εξαιτίας μας, αφού όσο βρισκόμασταν εν ζωή, όλες μας οι προσπάθειες αποσκοπούσαν στην αποκατάσταση της ενότητας και της ομόνοιας στον κόσμο. Μερίμνησε κατόπιν, να εορτάζεται η μνήμη και των τριών μας την ίδια ημέρα, συνθέτοντας την ακολουθία και τους ύμνους που θα αφιερώσεις στον καθένα μας, με την τέχνη και την γνώση που σου έδωσε ο Θεός, και παράδωσέ τα στους χριστιανούς με την εντολή να εορτάζουν την κοινή τιμή μας κάθε χρόνο. Εάν μας τιμήσουν κατ’ αυτό τον τρόπο, ως όντες ένα εμείς κοντά στον Θεό και εν τω Θεώ, υποσχόμαστε ότι θα μεσιτεύουμε στην κοινή μας προσευχή για την σωτηρία τους». Με αυτά τα λόγια οι άγιοι ανέβηκαν στον ουρανό μέσα σε άπλετο φως, αποκαλώντας ο ένας τον άλλον με το όνομά του.
Χωρίς να αργοπορήσει ο άγιος Ιωάννης συγκέντρωσε τότε τον λαό και μετέφερε το μήνυμα των αγίων. Καθώς τον σέβονταν όλοι για την αρετή του και τον θαύμαζαν για την δύναμη του λόγου του, οι τρεις παρατάξεις ειρήνευσαν και όλοι τον παρακινούσαν να συνθέσει χωρίς χρονοτριβή την ακολουθία της κοινής εορτής. Με λεπτή διάκριση επέλεξε να αφιερώσει σε αυτόν τον εορτασμό την τριακοστή ημέρα του Ιανουαρίου, σφραγίζοντας έτσι τον μήνα εκείνο κατά τον οποίον εορτάζονται και τρεις χωριστά [1η: άγιος Βασίλειος· 25η: άγιος Γρηγόριος· 27η: ανακομιδή λειψάνων του αγίου Ιωάννου].Όπως αναφέρουν πολλά τροπάρια αυτής της θαυμαστής ακολουθίας, οι τρεις Ιεράρχες –«επίγεια τριάδα»– κατά το πρόσωπο διακριτοί αλλά ενωμένοι με την Χάρη του Θεού, μας δίδαξαν τόσο με τα γραπτά τους όσο και με τον βίο τους, να λατρεύουμε και να τιμούμε την Αγία Τριάδα, τον ένα Θεό σε τρία Πρόσωπα. Οι τρεις αυτοί φωστήρες της Εκκλησίας διέδωσαν σε όλη την γη το φως της αληθινής Πίστεως, αψηφώντας κινδύνους και διώξεις, και άφησαν σε μας τους απογόνους τους αυτή την ιερή κληρονομιά, μέσω της οποίας μπορούμε και εμείς να φθάσουμε στην μακαριότητα και την αιώνια ζωή του Θεού με όλους τους αγίους.
Κλείνοντας τον μήνα Ιανουάριο, κατά τον οποίο εορτάζουμε τόσους ένδοξους ιεράρχες, ομολογητές και ασκητές, με την κοινή εορτή των τριών μεγάλων Ιεραρχών, η Εκκλησία ανακεφαλαιώνει κατά τέτοιο τρόπο την μνήμη όλων των αγίων που έδωσαν την μαρτυρία της Ορθοδόξου Πίστεως με τα γραπτά και τον βίο τους. Με την εορτή αυτή τιμούμε το όλο έργο διδασκαλίας και φωτισμού του νου και της καρδιάς των πιστών διά του λόγου, το οποίο επιτελείται διά μέσου των αιώνων στην Εκκλησία. Η εορτή των τριών Ιεραρχών είναι επομένως ο συνεορτασμός όλων των Πατέρων της Εκκλησίας, όλων αυτών των προτύπων ευαγγελικής τελείωσης, τους οποίους ανέδειξε το Άγιο Πνεύμα από εποχή σε εποχή και από τόπο σε τόπο, για να είναι αυτοί νέοι Προφήτες και νέοι Απόστολοι, οδηγοί των ψυχών προς τον Ουρανό, παρηγορητές του λαού και πύρινοι στύλοι προσευχής, στήριγμα και εδραίωση της Εκκλησίας στην αιώνια αλήθεια του Κυρίου Ιησού Χριστού.
※
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Τόμ. 5ος (Ιανουάριος),
σελ. 352–354.
※
Ύμνος στους τρεις ιεράρχες: του αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς
Νηστεία και προσευχή - Βασίλειος
Θεολογία - Γρηγόριος
Ελεημοσύνη - Χρυσόστομος.
Στόματα χρυσά, στόματα μελίρρυτα!
Εργάτες όλοι ενός έργου:
τρεις διακριτοί - τρεις άγγελοι.
Οι τρεις μαζί, ένα, όπως ο Τριαδικός Θεός,
κανένας τους αρχηγός, κανένας δεύτερος.
Στην αιωνιότητα όλοι συμφωνούν,
καλείς έναν προστρέχουν και οι τρεις.
Υμνείς έναν, ακούνε και οι τρεις.
Δοξάζεις έναν, συγχαίρουν και οι τρεις.
Τρεις άνδρες, μια ολότητα,
τρεις ιεράρχες, ένα έργο,
τρία ονόματα, μία δόξα,
και για τους τρεις, κεφαλή ο Χριστός.
Οι Τρεις Ιεράρχαι
του (†) Ιωάννη Φουντούλη
Την 30η Ιανουαρίου εορτάζει η Εκκλησία την μνήμη των τριών μεγάλων Ιεραρχών, Βασιλείου του Μεγάλου, Γρηγορίου του Θεολόγου και Ιωάννου του Χρυσοστόμου.Δεν πρόκειται περί «μνήμης» με την κυρία έννοια της λέξεως, δηλαδή επετείου του θανάτου των Πατέρων αυτών, αλλά περί κοινής εορτής, «συνάξεως» κατά την λειτουργική ορολογία. Ο Μέγας Βασίλειος απέθανε την 1η Ιανουαρίου του έτους 379 και η μνήμη του εορτάζεται, ως γνωστόν, την 1η Ιανουαρίου. Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος την 25η Ιανουαρίου του έτους 389, και την 25η Ιανουαρίου εωρτάσαμε την μνήμη του. Τέλος ο Χρυσόστομος απέθανε στην εξορία την 14η Σεπτεμβρίου του έτους 407, κατά την ημέρα της εορτής της Υψώσεως του τιμίου Σταυρού, η μνήμη του όμως μετετέθη, λόγω του ύψους της δεσποτικής εορτής της ημέρας αυτής, και εορτάζεται την 13ην Νοεμβρίου.
Η εορτή της 30ης Ιανουαρίου είναι μεταγενεστέρα, γι’ αυτό και δεν την συναντούμε στα παλαιά εορτολόγια. Καθιερώθη κατά τον ΙΑ΄ αιώνα επί της βασιλείας του Αλεξίου Κομνηνού (1081 -1118). Την αιτία της συστάσεως της κοινής και για τους τρεις εορτής μας αφηγείται εκτενώς το συναξάριο της ημέρας. «Στάσις», διένεξις, υπήρχε στην Κωνσταντινούπολι μεταξύ «των ελλογίμων και εναρέτων ανδρών». Από τους τρεις Ιεράρχας άλλοι εθεωρούσαν σπουδαιότερο τον Χρυσόστομο, άλλοι τον Βασίλειο, και άλλοι τον Γρηγόριο, και υποτιμούσαν τους άλλους δύο. Έτσι δημιουργήθηκαν τρεις διαμαχόμενες παρατάξεις: των Ιωαννιτών, των Βασιλειτών και των Γρηγοριτών. Στην έριδα έθεσε τέλος ο μητροπολίτης Ευχαΐτων Ιωάννης ο Μαυρόπους, λόγιος και ευλαβής κληρικός. Αυτός, κατά την διήγησι του συναξαριστού, είδε σε οπτασία τους τρεις αγίους, πρώτα τον καθένα χωριστά και ύστερα και τους τρεις μαζί. Αυτοί του είπαν με ένα στόμα: «Ημείς οι τρεις είμεθα ένα, καθώς βλέπεις, κοντά στον Θεό και τίποτε δεν υπάρχει που να μας χωρίζη ή να μας κάνη να αντιδικούμε… Πρώτος δεν υπάρχει μεταξύ μας ούτε δεύτερος… Σήκω λοιπόν και ειπέ σ’ εκείνους που μαλώνουν, να μη χωρίζωνται σε παρατάξεις για ημάς. Γιατί ημείς και στην ζωή μας και μετά τον θάνατό μας δεν έχομε άλλη επιθυμία, παρά να ειρηνεύη και να ομονοή όλος ο κόσμος». Σαν σύμβολο και έκφρασι της ενότητός των του συνέστησαν να συστήση κοινή εορτή και των τριών. Έτσι ο Ευχαΐτων ανέλαβε την συμφιλίωσι των διαμαχομένων μερίδων και συνέστησε την εορτή της 30ης Ιανουαρίου. Έκρινε τον Ιανουάριο ως καταλληλότερο μήνα για τον εορτασμό των, αφού κατ’ αυτόν εώρταζαν και οι τρεις σε διάφορες ημέρες, την 1η ο Βασίλειος, την 25η ο Γρηγόριος και την 27η η ανακομιδή των λειψάνων του Χρυσοστόμου.
Η σύστασις της εορτής επέτυχε του σκοπού της. Απετέλεσε το ορατό σύμβολο της ισότητος και της ενότητος των μεγάλων διδασκάλων και της συμφιλιώσεως των διισταμένων πριν μερίδων. Κοινή ακολουθία και για τους τρεις συνέθεσε ο Ευχαΐτων, ανταξία των τριών μεγάλων Πατέρων. Από τότε σε κοινή εικονογραφική παράστασι περιλαμβάνονται και οι τρεις, ντυμένοι τα αρχιερατικά των άμφια, με το Ιερό Ευαγγέλιο στο ένα χέρι, ευλογούν με το άλλο, σαν να παρευρίσκωνται όχι μόνον εν πνεύματι, αλλά και εν σώματι μεταξύ μας. Και είναι πράγματι οι αιώνιοι και αθάνατοι διδάσκαλοι της Εκκλησίας του Χριστού. Εδίδαξαν με τον άγιο βίο των, με την έξοχο δράσι των, με τα σοφά των συγγράμματα. Σ’ αυτούς ενεσαρκώθη το τέλειο χριστιανικό ιδεώδες του «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού» πλασμένου και εν Χριστώ αναγεννημένου ανθρώπου. Και προ πάντων στα πρόσωπα αυτών των τριών Ιεραρχών συνηντήθη η παιδεία, η μόρφωσις και η ελληνική φιλοσοφική κατάρτισις με την χριστιανική αλήθεια. Ήσαν οι σοφοί κατά κόσμον και σοφοί κατά Θεόν. Αρμονικωτέρα σύζευξις ελληνισμού και χριστιανισμού σ’ όλη των την τελειότητα δεν παρουσιάσθηκε ποτέ στον κόσμο. Γι’ αυτό και η εορτή των απέβη εορτή της ελληνοχριστιανικής παιδείας, της οποίας διδάσκαλοι και πρότυπα υπήρξαν οι τρεις Ιεράρχαι.
Και της χριστιανικής όμως λατρείας υπήρξαν δημιουργικά στοιχεία οι τρεις Ιεράρχαι. Όχι μόνο την ετέλεσαν, ως ιερείς και αρχιερείς, αλλά και συνέβαλαν στην διαμόρφωσι και εξέλιξί της. Δεν είναι χωρίς σημασία το γεγονός, ότι με τα ονόματα και των τριών η εκκλησιαστική παράδοσις συνέδεσε την συγγραφή τριών λειτουργιών: των δύο γνωστών βυζαντινών λειτουργιών του Μεγάλου Βασιλείου και του Ιωάννου του Χρυσοστόμου και μιας της Εκκλησίας της Αλεξανδρείας που φέρεται υπό το όνομα του Γρηγορίου. Εξ άλλου και στους τρεις, και ιδιαιτέρως στον Μέγα Βασίλειο, αποδίδονται σειρές ολόκληρες ευχών, που κοσμούν τα λειτουργικά μας βιβλία. Είναι γνωστή και από τις ιστορικές πηγές η συμβολή του Μεγάλου Βασιλείου στην διαμόρφωσι των «ευκοσμιών του βήματος» και των διατάξεων των ευχών, καθώς και η προσπάθεια του Χρυσοστόμου για την αναζωογόνησι της λειτουργικής ζωής μεταξύ του ποιμνίου του στην Κωνσταντινούπολι. Ο Γρηγόριος ήταν και ποιητής και οι ύμνοι του, αν και δεν έχουν εισαχθή στην λατρεία μας, μπορούν να καταταγούν μεταξύ των καλλιτέρων και ωραιοτέρων προϊόντων της εκκλησιαστικής μας ποιήσεως.
Μπορείτε να ιδήτε στους βυζαντινούς μας ναούς να εικονίζωνται οι τρεις ιεράρχαι στην κόγχη του αγίου βήματος, με τα ειλητάρια της θείας λειτουργίας στα χέρια, να περιβάλλουν το θυσιαστήριο σαν να λειτουργούν αδιαλείπτως, όχι μόνο στο υπερουράνιο, αλλά και στο επίγειο θυσιαστήριο του Θεού, μαζί με τους ιερείς που τελούν τα μυστήρια σήμερα. Σαν να παρακάθηνται μαζί με ημάς στην ιδία κοινή ιερά τράπεζα και να μετέχουν της ιδίας πνευματικής τροφής.
Και σε μία άλλη εικονογραφική παράστασι θα συναντήσετε τους τρεις Ιεράρχας. Στην μεγάλη εξεικόνησι της δευτέρας παρουσίας του Κυρίου, που ζωγραφείται από τους βυζαντινούς ζωγράφους στους νάρθηκας των ναών επάνω και γύρω από την κυρία πύλη του ναού. Στην ομάδα των σεσωσμένων, που εισέρχονται στον Παράδεισο του Θεού, θα διακρίνετε εύκολα τις τρεις σεβάσμιες μορφές των, όπως μας τις διέσωσε η εικονογραφική παράδοσις της Εκκλησίας μας και όπως περιγράφονται στο συναξάριο της εορτής των: «Ήσαν δε την θέσιν του σώματος και την μορφήν οι άγιοι ούτοι, έχοντες ούτως: Ο μεν θείος Χρυσόστομος, την ιδέαν του σώματος ην βραχύς πάνυ την ηλικίαν, μεγάλην κεφαλήν τοις ώμοις αιωρών, ισχνός εις το ακριβέστατον, επίρρινος, ευρύς τους μυκτήρας, ωχρότατος μετά του λευκού, κοίλους τους κόχλους των οφθαλμών έχων και βολβοίς τούτων κεχρημένος μεγάλοις, εφ’ οις και συνέβαινε, χαριέστερον, ταις όψεσιν αποστίλβειν, ει και τω λοιπώ χαρακτήρι τον αχθόμενον παρεδήλου∙ ψιλός και μέγας το μέτωπον και πολλαίς ταις βολίσι κεχαραγμένος∙ ώτα περικείμενος μεγάλα και το γένειον μικρόν και αραιότατον, υποπολιαίς ταις θριξίν εξανθών, τας σιαγόνας πεπιεσμένας είσω έχων τη νηστεία εις τον ακρότατον… Ο δε μέγας Βασίλειος ην την θέσιν του σώματος εις πολύ μήκος επί του ορθίου σχήματος αναδραμών∙ ξηρός και λιπόσαρκος, μέλας το χρώμα, ωχρότητι το πρόσωπον σύγκρατος∙ επίρρινος, εις κύκλον τας οφρύς περιηγμένος∙ το επισκύνιον συνεσπακώς, φροντιστικώ εοικώς, ολίγαις το πρόσωπον αμαρυγαίς ρυτιδούμενος∙ επιμήκης τας παρειάς∙ κοίλος τους κροτάφους, ηρέμα έχων εν χρω κουρίας∙ την υπήνην αρκούντως καθειμένος και μεσαιπόλιος… Ο δε γε ιερός Γρηγόριος ο Θεολόγος, κατά τον τύπον της ηλικίας του σώματος ετύγχανε μέτριος∙ ύπωχρος βραχύ μετά του χαρίεντος∙ σιμός, επ’ ευθείας τας οφρύς έχων∙ ήμερον βλέπων και προσηνές θάτερον, των οφθαλμών, ος ην δεξιός, στυγνότερον κεκτημένος, ον και ουλή κατά τον κανθόν συνήγε∙ τον πώγωνα ου βαθύς, δασύς δε επ’ ευθείας, ικανώς φαλακρός ταις θριξί, τα άκρα της γενειάδος ως περικεκαπνισμένα υποφαίνων».
Έτσι ακριβώς μας παρουσιάζει η Εκκλησία μας τα τρία μεγάλα αυτά τέκνα της. Σοφούς διδασκάλους και Πατέρας, που μας εδίδαξαν και μας διδάσκουν διαρκώς με την θεία σοφία των λόγων και των παραδειγμάτων των∙ ιερουργούς ενθέους των μυστηρίων της Εκκλησίας μας, συλλειτουργούντας μαζί μας και συνδοξολογούντας τον Θεό∙ πολίτας του ουρανού και οικήτορας του Παραδείσου της τρυφής. Και προς τον σκοπό αυτόν υπηρετούν όλα τα στοιχεία της λατρείας μας. Το εορτολόγιο, που φέρνει στην μνήμη μας τα ιερά αυτά πρόσωπα κατ’ έτος. Η υμνογραφία, που με τους ύμνους της εγκωμιάζει τους αγώνας και την δόξαν των. Τα συναξάρια, που μας περιγράφουν τον βίο και τας αρετάς των. Η εικονογραφία που ανιστορεί τις ιερές μορφές των και μας δίδει την δυνατότητα να βλέπωμε σαν ζωντανά τα πνευματικά αυτά αναστήματα.
Αυτό είναι το νόημα και ο σκοπός της τιμής των αγίων στην Εκκλησία μας. Να δείξη αυτή την αδιάλειπτο και αδιάσπαστο κοινωνία των μελών της Εκκλησίας. Κοινωνία ζώντων εν Χριστώ πιστών, είτε στη γη αυτή είτε στην μακαρία κατάστασι του ουρανού. Κοινωνία για την οποία δεν υπάρχουν νεκροί, αλλά μόνο ζώντες, εφ’ όσον όλοι όσοι αποτελούν μέλη της ηνώθησαν δια των μυστηρίων με τον αιώνιο και αθάνατο χορηγό της ζωής, τον Χριστό. Όλοι μαζί συνδοξολογούν και συνυμνούν τον Θεό και δέονται οι ζώντες για τους κεκοιμημένους και οι κεκοιμημένοι για τους ζώντας. Όλοι είναι πολίται της Βασιλείας, με την σφραγίδα της αθανασίας, με τα ονόματά των γραμμένα στο βιβλίο της ζωής.
Η ακολουθία των τριών Ιεραρχών αποδίδεται από τον συντάκτη του συναξαρίου της εορτής των στον Ιωάννη τον Μαυρόποδα, μητροπολίτη Ευχαΐτων, που «την εορτήν ταύτην παρέδωκε τη Εκκλησία εορτάζειν Θεώ» και συνέταξε γι’ αυτήν κανόνες, τροπάρια και εγκώμια. Εκτός όμως από τον Μαυρόποδα συνέβαλαν και άλλοι υμνογράφοι στην ολοκλήρωσι της υμνογραφίας της εορτής. Τα ιδιόμελα της λιτής και τα στιχηρά των αποστίχων του εσπερινού αποδίδονται στον Νείλο Ξανθόπουλο, το δε ιδιόμελο στο «Και νυν» των αποστίχων είναι ποίημα του πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Γερμανού. Ρητώς στον Ιωάννη αποδίδονται οι τρεις κανόνες. Θα παρατεθούν το πρώτο στιχηρό του εσπερινού του δ΄ ήχου, προσόμιο του «Ως γενναίον εν μάρτυσι», «Τα της χάριτος όργανα…». Το πρώτο των αποστίχων του πλ. α΄ ήχου, προσόμοιο του «Χαίροις ασκητικών», «Χαίροις Ιεραρχών η τριάς…». Το πρώτο των στιχηρών των αίνων του β΄ ήχου, προσόμοιο του «Ποίοις ευφημιών», «Ποίοις ευφημιών στέμμασι στεφανώσωμεν τους διδασκάλους…» και το δοξαστικό των στιχηρών του εσπερινού, ιδιόμελο του πλ. α΄ ήχου, «Σαλπίσωμεν εν σάλπιγγι ασμάτων…». Είναι από τα πιο χαρακτηριστικά τροπάρια της εορτής.~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~Από το βιβλίο «Λογική Λατρεία», Ιωάννου Μ. Φουντούλη, Έκδοση Τρίτη, Εκδόσεις Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, σελ. 380 -388.
Η/Υ επιμέλεια, Κωνσταντίνας Κυριακούληπηγή: ΕΔΩ
Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2025
Ο ιερομάρτυς άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος (διδασκαλία-βίος)
Ο ιερομάρτυς άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος (διδασκαλία-βίος)(Στυλιανού Παπαδόπουλου, Πατρολογία τόμος Α).
Ο Θεοφόρος Ιγνάτιος είναι ο πρώτος Πατήρ και Διδάσκαλος της Εκκλησίας, όπως είναι και ο πρώτος μεγάλος θεολόγος μετά τους αποστόλους. Η αλήθεια, η αμεσότης και η βεβαιότης των λόγων του παρέχουν την εντύπωση αποστολικού πράγματι άνδρα. Με τον Ιγνάτιο η Εκκλησία προχωρεί στη θεολογική θεμελίωση της πορείας της και αντιμετωπίζει τα προβλήματά της όχι πλέον περιστασιακά και πρακτικά (Κλήμης, Διδαχή), αλλά κυρίως θεολογικά. Εγκαινιάζεται λοιπόν η τακτική που θα ισχύση σ’ ολόκληρη την πορεία της Εκκλησίας: Τα ζωτικά προβλήματα λύνονται με θεολογική προσπάθεια για τη φανέρωση της αληθείας προς την οποία σχετίζονται. Η Εκκλησία στο πρόσωπο του Ιγνατίου ξεπερνά το στάδιο της εύκολης ηθικολογίας και αρετολογίας, που ανέπνεε στα πλαίσια του ιουδαϊσμού και του ελληνισμού. Ακόμη ευρύτερα, ο Ιγνάτιος έδειξε ότι ο χριστιανός θεολόγος μπορεί να χρησιμοποιή τη γλώσσα του συγχρόνου του πνευματικού κλίματος (ιουδαϊκού, γνωστικού, ελληνικού), χωρίς ουσιαστικά να επηρεάζεται από αυτό. Η θεολογία της Εκκλησίας είναι δρόμος ιδιαίτερος με προϋποθέσεις και προοπτικές, τις οποίες πρέπει ν’ αναζητή κανείς στο χώρο της εκκλησιαστικής αληθείας. Έτσι ο Ιγνάτιος - και στο πρόσωπό του η Εκκλησία - υπερνικά οριστικά το κλίμα του ιουδαϊσμού και προχωρεί στη δημιουργία μιας άλλης θεολογίας, της θεολογίας της Εκκλησίας, που δεν έχει ότι θα χαρακτηρίζαμε συστηματικό τρόπο εκφάνσεως ή σχολαστική ανάλυση των εννοιών και των θεμάτων.
Θεολογική προσφορά. Η θεολογία του Ιγνατίου, που φέρει τη σφραγίδα του μεγάλου έργου, είναι γνήσια κι έγινε φρόνημα, ήθος και Παράδοση της Εκκλησίας, διότι είναι ποιμαντική, συνιστά έκφραση και συνέχεια της αποστολικής Παραδόσεως και δημιουργήθηκε με την καθοδήγηση του αγ. Πνεύματος, καθώς ο ίδιος βεβαιώνει. Αυτή μπορεί να διακριθή σε τρία σημεία: Θεολογία του επισκοπικού λειτουργήματος. Θεολογία της ενότητος της Εκκλησίας. Και θεολογία του ευχαριστιακού ρεαλισμού.
α. Στην πρώτη ωδηγήθηκε, διότι πολλοί πιστοί δε θεωρούσαν αναγκαίο να μετέχουν στην Ευχαριστία, την οποία τελούσε ο επίσκοπος του τόπου. Άρα οι πιστοί αμφέβαλλαν και δίσταζαν να δεχθούν τη μοναδικότητα και αποκλειστικότητα του επισκόπου σε κάθε τόπο, και γι’ αυτό είχαν προβή στη δημιουργία ομάδων με δική τους φυσικά ευχαριστία. Έτσι ο επίσκοπος και το λειτούργημά του στην Εκκλησία γινόταν αξίωμα επιφανειακό, χωρίς θεολογική θεμελίωση και αποκλειστικότητα (=ήταν το μεγάλο πρόβλημα της εποχής ήδη από τους χρόνους του Κλήμεντα Ρώμης). Ο Ιγνάτιος αντιμετωπίζει ριζικά - θεολογικά το πρόβλημα, συνδέοντας την εγκυρότητα της Ευχαριστίας με τον επίσκοπο, που είναι «εγκεκραμένος» με το Χριστό, όπως πρέπει να είναι με τον επίσκοπο και οι πιστοί. Ο επίσκοπος είναι αναντικατάστατος, διότι στην Εκκλησία ενεργεί ως εκπρόσωπος του Θεού, διότι είναι «τύπος του Πατρός» (Τράλ. 3, 1), η συνέχεια του έργου του Κυρίου και των αποστόλων.
β. Η θεολογία της ενότητος είναι το επόμενο βήμα. Ο επίσκοπος γίνεται το αισθητό και πραγματικό σημείο της ενότητος της Εκκλησίας. Ο σύνδεσμος με τον επίσκοπο είναι προϋπόθεση της ενώσεως του ανθρώπου με το Θεό και συγχρόνως απόδειξη της ενώσεως αυτής, δηλ. απόδειξη ότι ο άνθρωπος αυτός ανήκει στην Εκκλησία. Εάν δεν έχωμε την ενότητα των πιστών με τον επίσκοπο, δεν έχομε και την «καθολικήν Εκκλησίαν». «Όπου αν φανή ο επίσκοπος, εκεί το πλήθος έστω, ώσπερ όπου αν η Χριστός Ιησούς, εκεί η καθολική εκκλησία» (Σμυρν. 8). Ο Ιγνάτιος είναι ο πρώτος εκκλησιαστικός συγγραφέας που χρησιμοποιεί τον πολυσήμαντο όρο «καθολική εκκλησία», όπως επίσης και τους όρους «χριστιανισμός» (Μαγν. 10,3) και «Ευαγγέλιον» (Σμυρν. 7,2 κ.ά.) (προς δήλωση των τεσσάρων κειμένων—Ευαγγελίων).
γ. Στη θεολογία του ευχαριστιακού ρεαλισμού φθάνει ο Ιγνάτιος, αντιμετωπίζοντας τις δοκητικές αντιλήψεις, που είχαν εισχωρήσει σε κύκλους εκκλησιαστικούς και που σύμφωνα με τις οποίες ο Χριστός έπαθε φαινομενικά μόνο. Η πραγματικότης του πάθους και της αναστάσεως του Κυρίου είναι απαραίτητη προϋπόθεση της πραγματικής παρουσίας αυτού στην Ευχαριστία. Την πραγματικότητα γενικά της σχέσεως πιστού και Χριστού, η οποία με την Ευχαριστία γίνεται κυριολεκτικά ανάκραση, χαρακτηρίζομε ευχαριστιακό ρεαλισμό.
Ο ρεαλισμός αυτός, που είναι πράγματι διάχυτος και εντυπωσιακός σε όλα τα ιγνατιανά κείμενα, έγινε αιτία να ομιλούν οι ερευνητές περί μυστικισμού του Ιγνατίου. Δεν πρόκειται όμως περί μυστικισμού, που έχει στάδια και βαθμούς άγνωστα στον Ιγνάτιο, αλλά περί συγκλονιστικού, φλογερού και άμετρου ενθουσιασμού για την ένωσή του (ή μάλλον την ανάκρασή του) με τον Κύριο, η οποία θα κορυφωθή στο μαρτύριο, προς το οποίο βαδίζει ως διψασμένη έλαφος. Η αγάπη για τον Κύριο και το πραγματικό της ενότητος με αυτόν κατακαίουν τον Ιγνάτιο και τον μεταμορφώνουν σε θεοφόρο. Η θεολογία του Ιωάννου και του Παύλου συναντώνται στο πνεύμα του Ιγνατίου, ο όποιος τώρα προχωρεί στη θεολογία της ενώσεως με τον Κύριο και στη θεολογία του μαρτυρίου.
Ο πρώτος Πατήρ και Διδάσκαλος της Εκκλησίας είναι και ο πρώτος εκκλησιαστικός συγγραφέας, που εξαρτά τη θεολογία του, τη διδασκαλία του, από το φωτισμό και την καθοδήγηση του Θεού. Η απάντηση του Ιγνατίου σε προβλήματα που αφορούν τη θεία αλήθεια είναι αποτέλεσμα φωτισμού. Εκφράζει «γνώμη» σε τέτοια ζωτικά, σωτηριολογικά θέματα, μόνο «εάν - όπως γράφει ο ίδιος - ο Κύριός μοι αποκάλυψη τι» (Εφεσ. 20, 1). Βεβαιώνει τους Φιλαδελφείς (7) ότι όσα είπε για την ενότητα τους με τον επίσκοπο του τα φανέρωσε το Πνεύμα• προϋπόθεση επομένως της θεολογίας για τον Ιγνάτιο είναι όχι μόνο το ενδιαφέρον για τα ζωτικά προβλήματα των πιστών, αλλά και ο φωτισμός του αγ. Πνεύματος.Γενικά το έργο του Ιγνατίου σημαίνει σπουδαίο και τολμηρό βήμα στην πορεία του βίου της Εκκλησίας. Σε αντίθεση προς τον Κλήμεντα Ρώμης και τη Διδαχή εδώ έχομε: Σαφή την ιεραρχική οργάνωση της Εκκλησίας και πλήρη, διότι για πρώτη φορά εμφανίζονται διακεκριμένα ο επίσκοπος, ο πρεσβύτερος και ο διάκονος. Η αντίληψη για την ταχεία έλευση του Κυρίου υποχωρεί απόλυτα στη θεολογία της ενότητος του ανθρώπου με το Χριστό. Η ΚΔ γίνεται η κυρία πηγή των εκκλησιαστικών συγγραφέων. Η χριστολογία είναι ευρύτερη και πληρέστερη, όπως μαρτυρούν οι στίχοι που ακολουθούν.
«Εις ιατρός εστί,σαρκικός και πνευματικός,γεννητός και αγέννητος,εν σαρκί γενόμενος Θεός…και εκ Μαρίας και εκ Θεούπρώτον παθητός και τούτο απαθής,Ιησούς Χριστός ο Κύριος ημών» (Εφες.7,2)
«Άρτον Θεού Θέλω, ο εστί σάρξ Χριστού…και πόμα Θεού θέλω, το αίμα αυτού,ο εστίν αγάπη άφθαρτος» (Ρωμ. 7,5)τον υπέρ καιρόν (=Ιησούν) προσδόκα,τον άχρονον, τον αόρατον,τον δι ημάς ορατόν,τον αψηλάφητον, τον απαθή.Τον δι ημάς παθητόν» (Πολυκ. 3,2)ΒΙΟΣ
Σπανίως η ιστορία διέσωσε τόσα λίγα βιογραφικά στοιχεία για ένα τόσο μεγάλο άνδρα. Οι Επιστολές του Ιγνατίου είναι σχεδόν οι μόνες πηγές του βίου του. Αλλ’ επειδή τα κείμενα αυτά δεν είναι ιστορικά-βιογραφικά, γνωρίζομε ελάχιστα για το συντάκτη τους, παρά τη σχετική συμβολή του ιστορικού Ευσεβίου και του πολύ μεταγενέστερου Μαρτυρίου του Ιγνατίου.
Ο Ιγνάτιος υπήρξε δεύτερος επίσκοπος Αντιόχειας. Η επισκοπία του αρχίζει από το 70 μ.Χ. Η γνωριμία του με αποστόλους είναι βέβαια. Το περιβάλλον στο οποίο γεννήθηκε και μορφώθηκε ήταν μάλλον ελληνικό, καθώς μαρτυρεί το ανεπτυγμένο γλωσσικό αισθητήριο των Επιστολών του. Τα κείμενα γενικά του Ιγνατίου προϋποθέτουν όχι μόνο καλή παιδεία, αλλά και αξιόλογο συγγραφικό τάλαντο με σαφή κλίση κι επιτυχία στον ποιητικό λόγο. Στην Αντιόχεια, που σαν άσημο χωριό υπάγεται σήμερα στην Τουρκία, κοντά στα σύνορά της με τη Συρία, είχε τη δυνατότητα ως νέος ο Ιγνάτιος να γνωρίση τα φιλοσοφικά και τα θρησκευτικά ρεύματα της εποχής του. Σε ποιά ηλικία έγινε επίσκοπος δε γνωρίζομε. Σίγουρα όμως το κύρος του και η πνευματική του εξουσία ξεπερνούσαν τα όρια της Αντιόχειας και κάλυπταν ολόκληρη τη Συρία, ενώ η φήμη του ήταν ακόμη ευρύτερη. Τούτο φαίνεται από το μεγάλο σεβασμό και την απέραντη εμπιστοσύνη, που του έδειξαν οι μικρασιάτες και οι ρωμαίοι χριστιανοί. Πρόκειται λοιπόν για επίσκοπο οικουμενικού κύρους.
Στο διωγμό του Ρωμαίου αυτοκράτορα Τραϊανού συλλαμβάνεται κα καταδικάζεται σε κατασπαραγμό από θηρία στο Κολοσσαίο της Ρώμης. Πότε ακριβώς έγινε ο διωγμός αυτός δε γνωρίζομε. Ασφαλώς όμως συνέβη μεταξύ των ετών 107 και 117. Τότε ωδηγήθηκε ο Ιγνάτιος στη Ρώμη με τη συνοδεία στρατιωτών, που τους ονομάζει «λεοπάρδους». Έκανε όμως ενδιάμεσους σταθμούς στις μικρασιατικές πόλεις Φιλαδέλφεια, Σμύρνη και Τρωάδα, από την οποία συνέχισε το ταξίδι του μέσω Φιλίππων (Νεαπόλεως Μακεδονίας), Δυρραχίου (Αλβανίας) και Πρίντεζι (Ιταλίας). Στη Ρώμη έγινε βορά των θηρίων, αφού είχε θερμά ικετεύσει να μη φροντίσουν οι ρωμαίοι χριστιανοί για την αποτροπή του μαρτυρίου του. Το επίθετο «θεοφόρος», που χρησιμοποιεί για τον εαυτό του ο Ιγνάτιος, δεν έχει ερμηνευθή. Κατά την παράδοση θεοφόρος είναι, διότι υπήρξε το παιδί εκείνο που σήκωσε στα χέρια του ο Κύριος σαν υπόδειγμα αθωότητος (Ματθ. 18,1) ή διότι μετά το μαρτύριό του είδαν οι χριστιανοί χαραγμένο στο στήθος του το όνομα του Χριστού. Προφανές όμως είναι ότι θεοφόρος αυτοαποκλήθηκε, διότι ζούσε κατ’ εξοχήν το Χριστό και είχε συνείδηση της ρεαλιστικής σχέσεώς του με το Χριστό. Τη μνήμη του Θεοφόρου Ιγνατίου τιμά η μεν Ορθόδοξος Εκκλησία στις 20 Δεκεμβρίου, η δε Ρωμαϊκή την 1η Φεβρουάριου.
ΕΡΓΑ
Στις τελευταίες ημέρες της ζωής του ο Ιγνάτιος έγραψε επτά Επιστολές, οι οποίες του εξασφάλισαν την εξαιρετική τιμή του πρώτου μεταποστολικού μεγάλου θεολόγου και πρώτου Πατρός και Διδασκάλου της Εκκλησίας. Ίχνη, απηχήσεις ή μνείες άλλων έργων του δε σώθηκαν. Οι Επιστολές του όμως είναι τόσο σπουδαία φιλολογικά και θεολογικά κείμενα, ώστε θα είναι αφελές να δεχθούμε ότι ο Ιγνάτιος αίφνης, χωρίς προηγούμενη θητεία στη συγγραφή, έγινε στα γηρατειά του μεγάλος συγγραφέας. Οι Επιστολές εκφράζουν το ισχυρό και πολυσχιδές πνεύμα του Ιγνατίου, την πρωτοτυπία του στη σκέψη και στην έκφραση, την άνεσή του στην εναλλαγή ύφους. Έτσι ο λόγος του αλλού είναι λυρικός και αλλού δραματικός, άλλου αρμονικός και άλλου ελαττωματικός ή ασύντακτος. Αλλού δωρικός και αλλού πλαδαρός. Ο λόγος του είναι διαυγής, αλλά οι συριακοί ιδιωματισμοί τον κάνουν ενίοτε σκοτεινό, κάτι που οφείλεται και στον αυθορμητισμό και τον ενθουσιασμό του Ιγνατίου. Σε καμμιά περίπτωση δε φαίνεται να διαθέτη χρόνο για τη φιλολογική επιμέλεια της γραφής του. Γράφει κάτω από εξωτερική και εσωτερική πίεση. Τον πιέζουν τα προβλήματα των μικρασιατικών Εκκλησιών και η αλήθεια που πληρώνει το στήθος του. Ο αναγνώστης έχει ενίοτε την εντύπωση ότι ο λόγος αναπηδά βίαια σαν από κάποια υπερπληρωμένη πηγή. Εντούτοις ο ρυθμός και η ποιητική διάθεση ανήκουν στη φύση του Εγνατιανού λόγου. Παραλληλισμοί, αντιθέσεις, ισόκωλα, εικόνες και η αποφθεγματική διάθεση απαντούν σε κάθε βήμα. Ακόμη διαπιστώθηκε επίδραση της δευτέρας (ή ασιανικής) σοφιστικής και του στωϊκισμού. Έχομε λοιπόν συγγραφέα που μπορούσε να εκφράζεται με πολλούς τρόπους, χωρίς να ενδιαφέρεται γι αυτούς. Έχομε άνδρα που μπορούσε να ενδιαφέρεται με πάθος για τα προβλήματα όλων των Εκκλησιών, που νουθετούσε με τόση αγάπη και τρυφερότητα, ώστε να μη προσβάλη κανένα. Έχομε ιερόν άνδρα που έχει τη συναίσθηση ότι θεολογεί με την καθοδήγηση του Θεού και που εκφράζεται με απέραντη ταπεινοφροσύνη για τον εαυτό του και απόλυτη βεβαιότητα για την αλήθεια που εκφράζει.
Οι Επιστολές είναι επτά, και γράφηκαν η προς Εφεσίους, η προς Μαγνησιείς η προς Τραλλιανούς και η προς Ρωμαίους από τη Σμύρνη, ενώ η προς Φιλαδελφείς, προς Σμυρναίους και Πολύκαρπον από την Τρωάδα. Πρώτος μάρτυς των κειμένων αυτών είναι ο Πολύκαρπος Σμύρνης, που τα έστειλε -πλην της προς Ρωμαίους- εις τους Φιλιππησίους (13,2). Εν τούτοις επί δύο αιώνες συζητήθηκε η γνησιότης των επιστολών με αποτέλεσμα να γίνεται σήμερα από όλους δεκτή η προέλευσή τους από τον Ιγνάτιο. Το ζήτημα της γνησιότητος δημιουργήθηκε κυρίως, διότι με νόθευση και πλαστογράφηση των γνησίων επιστολών προέκυψαν τρεις συλλογές, η εκτενής (13 επιστολές), η μέση και η βραχεία (3 σε συριακή μετάφραση). Με αυστηρή κριτική έρευνα των Ruinart, Zahn, Harnack και μάλιστα του Lightfoot δείχθηκε ότι τις γνήσιες επιστολές (πλην της προς Ρωμαίους) διέσωσε η μέση συλλογή. Η προς Ρωμαίους ανευρέθηκε στον κώδικα Paris, gr. 1475 του Ι΄ αι. Οι νόθες επιστολές είναι έργα του Δ΄ αι., όπου θα γίνη σχετικά λόγος. Τελευταία τη γνησιότητα των επιστολών προσέβαλε χωρίς πειστικά επιχειρήματα ο R. Weijenborg. Βλ. κριτική του R. Staat εις ZKG 84(1973) 103.
Τρίτη 28 Ιανουαρίου 2025
Να προσέχεις τους Λογισμούς σου, και να μην σκέφτεσαι για κανέναν πώς είναι κακός!
68. Να προσέχεις τους Λογισμούς σου, και να μην σκέφτεσαι για κανέναν πώς είναι κακός, γιατί σε κάποια άλλη περίσταση μπορεί να δεις τον ίδιο άνθρωπο πού τώρα σου φαίνεται κακός με τελείως διαφορετικό μάτι. Συνεπώς, μην ακολουθείς λογισμούς πού σου παρουσιάζουν τα πράγματα όπως αυτοί θέλουν. Γιατί αν υπάρχει αγάπη, θα καλύψει και τα φταιξίματα των άλλων. Κι η απουσία της αγάπης προέρχεται από τον σκοτισμό της ψυχής.
69. Οποίος δεν αγαπά τον γείτονα του και λέει πώς αγαπά τον Θεό βρίσκεται σε πλάνη, χωρίς να το αντιλαμβάνεται. Τίποτε δεν εξοργίζει τόσο τον Θεό, τίποτε δεν τον ερεθίζει όσο ό μοναχός πού κάνει το κελί του δικαστήριο, όπου αυτός σαν δικαστής κάθεται και κατακρίνει τους συντρόφους του για τις ανεπάρκειες τους. Κι εντούτοις θεωρεί τον εαυτό του ως μετανοούντα, και προσεύχεται λέγοντας, «όπως εγώ συγχώρησα, συγχώρησε με!».
70. Αν αυτός πού κρίνει όσους τον αδικούν καταδικάζεται από την δικαιοσύνη τού Θεού, τί θα συμβεί άραγε με εμάς, πού κρίνουμε από μακριά πράξεις πού δεν μάς βλάπτουν; Αν δεν μπορείς να βλέπεις τις ανεπάρκειες και τις αδυναμίες των άλλων, αν δεν τις αντέχει ό νους σου, φύγε και πήγαινε κάπου άλλου. Δεν είναι δυνατόν να θεωρήσεις τον κάθε άνθρωπο αγαθό αν δεν έχεις αποκτήσει την ησυχία.
71. Να είσαι ειρηνικός και ταπεινός, ώστε όλοι να σε συμπονούν. Ανάλογα με τον προσανατολισμό της ενέργειας της καρδιάς προς το αγαθό ή προς τους πειρασμούς, βλέπουμε τις εξωτερικές περιστάσεις με διαφορετικό μάτι. Να μην κατηγορείς ούτε να διορθώνεις κανέναν, να μην έχεις τέτοιου είδους οίστρο και ταραχή στην ψυχή σου. Γιατί όποιος βρίσκεται διαρκώς σε κατάσταση οίστρου και ταραχής εξαιτίας των συνανθρώπων του δεν μπορεί να αξιωθεί την πνευματική ειρήνη, διά της οποίας ενεργοποιούνται θεωρίες της αγαθότητας τού Θεού για τους κόσμους. Ό οίστρος αυτός οφείλεται στον μετεωρισμό της διάνοιας, γεννάται δηλαδή όταν αφήνει κανείς την διάνοια να μετεωρίζεται, σαν πλοίο χωρίς κυβερνήτη, εξετάζοντας τις πράξεις των άλλων.
72. Αυτός πού μετεωρίζεται και εξοργίζεται εξαιτίας των κακών πράξεων των ανθρώπων δεν μπορεί να νεκρωθεί για τον κόσμο τούτο.
73. Η συνεχής αναστάτωση εξαιτίας τού τρόπου ζωής των άλλων ανθρώπων έχει ως αιτία την υπερηφάνεια ή την βλακεία. Εκτός από τις δύο αυτές αιτίες, δεν υπάρχει άλλος λόγος για να εξοργιστεί κανείς με τους συνανθρώπους του. Γιατί για να θεωρεί πώς είναι ικανός να οδηγήσει τον καθένα στην αλήθεια, είτε νομίζει πώς οι δικές του αμαρτίες είναι μικρότερες απ' όλων των άλλων ανθρώπων, ή πώς δεν έχει καμιά, είτε φαντάζεται πώς γίνεται φίλος τού Θεού μισώντας τους αμαρτωλούς. Αυτή ή αντίληψη είναι εντελώς βλακώδης και ξένη προς Κάθε αληθινή γνώση τού θεού. Ένας τέτοιος άνθρωπος δεν συνειδητοποιεί πώς οι άγιοι σήκωναν στους ώμους τους κάθε μορφή θανάτου για λογαριασμό κακών ανθρώπων, μέχρι και φονιάδων, ώστε με την αγάπη να τους φέρουν στον δρόμο τού Θεού.
74. Όσοι έχουν επίγνωση τού σκοπού του Θεού, και αξιώθηκαν να γνωρίσουν πλήρως το θέλημα Του, είναι έτοιμοι να πεθάνουν για χάρη των αμαρτωλών, σαν τον Υιό Του.
Ισαάκ του Σύρου Ασκητικά
Τόμος Β1,
Λόγοι Α΄-Γ΄
Αγία Αικατερίνη εν Ντεμεννά της Σικελίας
Αγία Αικατερίνη εν Ντεμεννά της Σικελίας
28 ΙανουαρίουΗ Αγία Αικατερίνη γεννήθηκε στις αρχές του 10ου αιώνος και ήταν αδελφή του Αγίου Λουκά του εν Ντεμεννά [5 Φεβρουαρίου]. Έμεινε χήρα σε νέα ηλικία μεγαλώνοντας τους δύο γιούς της Θεόδωρο και Αντώνιο εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου. Ενεδύθη το αγγελικό σχήμα μαζί με τους γιούς της και τοποθετήθηκε ηγουμένη σε μία Ιερά Μονή αφιερωμένη στην Υπεραγία Θεοτόκο στο όρος Αγρομόντε, όπου είχε αναστηλώσει ο αδελφός της Άγιος Λουκάς μαζί με μία εκκλησία αφιερωμένη στον Άγιο Ιουλιανό. Η Αγία Αικατερίνη στάθηκε δίπλα στον αδελφό της, στις τελευταίες μέρες της ζωής του και τον έθαψε μαζί με τους μαθητές του στην εκκλησία του μοναστηριού του.
ΑΓΙΟΣ ΙΣΑΑΚ Ο ΣΥΡΟΣ - ΛΟΓΟΙ ΑΣΚΗΤΙΚΟΙ
ΑΓΙΟΣ ΙΣΑΑΚ Ο ΣΥΡΟΣ
ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ ΤΩΝ ΝΗΠΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΣΚΗΤΙΚΩΝ
ΟΓΔΟΟΣ ΤΟΜΟΣ
- ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ -
ΛΟΓΟΙ ΑΣΚΗΤΙΚΟΙ Α' - ΚΣΤ' - ΕΔΩ-ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ -
ΛΟΓΟΙ ΑΣΚΗΤΙΚΟΙ ΚΖ'-ΞΑ' - ΕΔΩ-ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ-
ΛΟΓΟΙ ΑΣΚΗΤΙΚΟΙ ΞΒ'-ΠΣΤ' - ΕΔΩ
ΑΓΙΟΣ ΙΣΑΑΚ Ο ΣΥΡΟΣ
ΑΓΙΟΣ ΙΣΑΑΚ Ο ΣΥΡΟΣ
28 Ιανουαρίου
Η ΠΑΡΑΚΛΗΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΕΔΩ
ΛΟΓΟΙ ΑΣΚΗΤΙΚΟΙ
ΤΟΥ ΑΒΒΑ ΙΣΑΑΚ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ - ΕΔΩ
Ο αββάς Ισαάκ, ο πρίγκιπας των ερημιτών και μέγας διδάσκαλος της μυστικής ζωής, γεννήθηκε κατά το πρώτο ήμισυ του 7ου αιώνα, στον Μπέιτ Κατραγιέ, στην περιοχή του Κατάρ, στην νότια άκρη του Περσικού Κόλπου. Νέος ακόμη εισήλθε μαζί με τον αδελφό του στην Λαύρα του Αγίου Ματθαίου και, αφού προόδευσε αρκούντως στην οδό των αρετών, στην υπακοή και στην γνώση των Αγίων Γραφών, αποσύρθηκε στην ησυχία. Απαλλαγμένος από κάθε δεσμό με τον κόσμο, καθάρισε τον νου του με νηστεία, αγρυπνίες, αδιάλειπτα δάκρυα και προσευχή. Ο αδελφός του όμως εξελέγη ηγούμενος της Λαύρας και δεν έπαυε να τον πιέζει να επιστρέψει στην Λαύρα για την πνευματική ωφέλεια των αδελφών.
Η φήμη του αγίου αναχωρητή έφθασε ως την Νινευί και οι πιστοί αυτής της ονομαστής πόλης κατόρθωσαν να πείσουν τον καθολικό (αρχιεπίσκοπο) Γιβαρτζή να τον χειροτονήσει επίσκοπο (περί το 648). Ο Ισαάκ υπάκουσε στο θέλημα του Θεού και άρχισε να καθοδηγεί με πολλή σοφία το πνευματικό του ποίμνιο. Δεν είχαν όμως περάσει ούτε πέντε μήνες, όταν δύο πιστοί που τον είχαν παρακαλέσει να λύσει τη διαφορά τους σχετικά με την εξόφληση ενός δανείου, απέρριψαν τις συμβουλές του και του είπαν: «Άσε για την ώρα στην άκρη τις διδαχές του Ευαγγελίου!». Αυτό ήταν αρκετό για να αποφασίσει ο άνθρωπος του Θεού να επιστρέψει πίσω στην έρημο, λέγοντας: «Εάν το Ευαγγέλιο δεν μπορεί να είναι εδώ παρόν, τι ήλθα να κάνω;». Παραιτήθηκε των καθηκόντων του και αποσύρθηκε στο όρος Ματούτ, στην περιοχή του Μπέιτ Χουζάγιε (σημ. Κουρδιστάν), όπου εγκαταβίωναν πολλοί ασκητές και κατόπιν εγκαταστάθηκε στην Μονή Αββά Σαμπούρ, στο όρος Τσουχτάρ (βόρειο Κουρδιστάν).
Μελετούσε την Αγία Γραφή με τόσο ζήλο και έχυνε τόσα δάκρυα που έχασε το φως του. Αποξενωμένος από τον κόσμο, δεν έτρωγε παρά τρεις άρτους την εβδομάδα με μερικά λαχανικά, χωρίς ποτέ ν’ αγγίζει μαγειρεμένο φαγητό και η καρδία του φλεγόταν από αγάπη για όλους τους αδελφούς του, κάνοντας να αναβλύζουν σαν ζωογόνα νάματα ουράνιες διδαχές, τις οποίες κατέγραφαν οι μαθητές του.
«Αγαπητοί», έγραφε, «έγινα πια μωρός, γιατί δεν αντέχω άλλο να κρύψω στη σιωπή το μυστήριο του Θεού, αλλά τουναντίον γίνομαι άφρονας για την ωφέλεια των αδελφών!» (Λόγος ΛΗ΄). Με ασύγκριτη τέχνη και λεπτότητα, μοναδική σε όλη την πατερική γραμματεία, περιγράφει όλες τις καταστάσεις της ψυχής που πορεύεται προς την λύτρωση και την ένωσή της με τον Θεό. «Πολλές φορές όταν τα έγραφα όλα αυτά, δεν είχαν δύναμη τα δάχτυλά μου να γράψουν πάνω στο χαρτί, μην αντέχοντας από την πνευματική ηδονή που ερχόταν και πλημμύριζε την καρδιά μου και έπαυε την λειτουργία των αισθήσεων» (όπ.π.).
Το βιβλίο του αγίου Ισαάκ δεν αποτελεί συστηματική πραγματεία, αλλά είναι μάλλον μια μόνιμη πρόσκληση για προσευχή, ένα εφαλτήριο απ’ όπου η ψυχή φτερουγίζει προς την Βασιλεία του Θεού. Κατά τον αββά Ισαάκ, το πρώτο στάδιο της απελευθέρωσης από την υποδούλωση στον κόσμο και στα πάθη είναι η πίστη. Με την πίστη ο άνθρωπος αφυπνίζεται και αρχίζει τότε το έργο με την αποταγή, την νηστεία, την νίψη, την μελέτη της Αγίας Γραφής, την αγρυπνία και την προσευχή. Με την πίστη, που συνοδεύεται από αυτές τις ενάρετες πράξεις, μπορεί να εισέλθει μέσα του και να βρει στην καρδιά του την θύρα του ουρανού: «Ειρήνευσε μέσα σου και θα ειρηνεύσουν με σένα ο ουρανός και η γη. Κοίταξε να μπεις μέσα στο δωμάτιο που βρίσκεται εντός σου και θα αντικρίσεις μετά και τον χώρο τ’ ουρανού. Το ίδιο και το αυτό είναι το ένα και το άλλο. Με την ίδια είσοδο που θα κάνεις, θα βλέπεις και τα δύο ταυτόχρονα. Η κλίμακα εκείνης της βασιλείας είναι μέσα σου κρυμμένη στην ψυχή σου. Βούτηξε τον εαυτό σου μέσα στον καθαρμό από την αμαρτία και θα βρεις απ’ αυτόν αναβάσεις που μπορείς ν’ ανέβεις» (Λόγος Λ΄).
Έχοντας ασπασθεί την ησυχαστική ζωή και την σιωπή -η οποία «είναι το μυστήριο του μέλλοντος αιώνος» (Επιστολή Γ΄)- ο μοναχός (αλλά και κάθε αγωνιζόμενος χριστιανός) θα δει να αναδύονται μέσα του χωρίς προσπάθεια θαυμαστά που το ανθρώπινο πνεύμα δεν μπορεί να συλλάβει. Με την κάθαρση της καρδίας θα δυνηθεί να φθάσει και να προοδεύσει αδιάκοπα στην ταπείνωση, την αρετή που αποτελεί την «στολή της θεότητας», διότι αυτήν ακριβώς ενδύθηκε ο Λόγος του Θεού για να γίνει άνθρωπος (Λόγος Κ΄). «Τον ταπεινόφρονα άνθρωπο κανένας δεν τον μισεί, κανένας δεν τον επιπλήττει με λόγια, κανένας δεν τον καταφρονεί. Γιατί αυτόν τον άνθρωπο τον αγαπά ο δικός του ο Δεσπότης Χριστός κι έτσι αγαπιέται απ’ όλους· όλους τους αγαπά κι όλοι τον αγαπούν· όλοι τον θέλουν και όπου κι αν περάσει σαν άγγελο του φωτός τον βλέπουν. Ένας τέτοιος ταπεινός άνθρωπος πλησιάζει τ’ άγρια θηρία και με το που τον βλέπουν αυτά αμέσως ημερεύει η αγριότητά τους και τον πλησιάζουν σαν να είναι αυτός ο κύριός τους, με το κεφάλι κατεβασμένο γλείφοντας τα χέρια και τα πόδια του. Γιατί αισθάνθηκαν σ’ αυτόν τον ταπεινό άνθρωπο εκείνη την ευωδία που έβγαινε από τον Αδάμ πριν την παρακοή» (Λόγος Κ΄). Η ταπείνωση περικλείει όλες τις άλλες αρετές και μας παρέχει την καθαρότητα, η οποία μας κάνει να θεωρούμε τους πάντες καλούς ή αθώους (Λόγος ΜΘ΄).
Προοδεύοντας στην ταπείνωση ο ησυχαστής θα αποκτήσει εμπειρία των διαδοχικών βαθμών της προσευχής, οι οποίοι οδηγούν από την επώδυνη προσευχή της μετανοίας στα εκούσια δάκρυα και, από εκεί, στα αυθόρμητα και αδιάκοπα δάκρυα που καθαρίζουν και φωτίζουν τον νου και που οδηγούν προς την καθαρά προσευχή. Κατόπιν, όταν φθάσει στην κατάσταση πέραν της προσευχής, πέρα από κάθε κίνηση και φθαρτή πραγματικότητα, τότε θα δει τον Θεό και θα εισέλθει στην Βασιλεία Του.
Καρπός της προσευχής και σκοπός της, πάντα κατά τον αββά Ισαάκ, είναι η ένωση με τον Θεό εν αγάπη. Μετά από μακρά περίοδο ησυχαστικής βιοτής και μετά από συχνές επισκέψεις της θείας Χάριτος, ο καθαρμένος και ειρηνεμένος άνθρωπος θα γίνει για όλους ζωντανή εικόνα της αγάπης του Θεού και της ευσπλαχνίας Του.
«Και τι σημαίνει ελεήμων καρδιά;», τον ρώτησαν. Και είπε: «Το να καίγεται κάποιος για όλη την κτίση· για τους ανθρώπους, για τα πουλιά και για τα ζώα, ακόμη και για τους δαίμονες, αλλά και για κάθε κτίσμα. Και μόνο από την μνήμη και την θεωρία τους, χύνουν οι οφθαλμοί του άφθονα δάκρυα. Από την πολλή και σφοδρή ελεημοσύνη που συνέχει την καρδιά του και από την πολλή καρτερία που δείχνει σε όλους, σμικρύνεται η καρδιά με την ταπείνωση και δεν μπορεί να βαστάξει ν’ ακούσει ή ν’ αντικρίσει την παραμικρή βλάβη ή λύπη να γίνεται κάπου στην κτίση. Γι’ αυτό τον λόγο και κάθε ώρα και στιγμή προσφέρει με δάκρυα ευχή για όλα τα άλογα όντα, για τους εχθρούς της αλήθειας, γι’ αυτούς που τον βλάπτουν, να τους λυπηθεί ο Θεός και να τους φυλάξει· το ίδιο συμβαίνει και για κάθε ερπετό στη γη, κι όλα αυτά από την πολλή ελεημοσύνη που κινεί άμετρα την καρδιά του, σύμφωνα με την κατάσταση της ομοιότητας του Θεού στην οποία έχει φτάσει και την οποία βιώνει» (Λόγος ΠΑ΄).
Από μαρτυρίες ορισμένων χειρογράφων φαίνεται ότι η μνήμη του αγίου Ισαάκ εορταζόταν στο Άγιον Όρος στις 28 Σεπτεμβρίου. Μεταφέρθηκε κατόπιν στις 28 Ιανουαρίου για να συνδεθεί με εκείνη του αγίου Εφραίμ, αλλά τελικά δεν διατηρήθηκε στην ελληνική εκκλησιαστική παράδοση, ενώ μνημονευόταν στην ρωσική Εκκλησία. Ο αββάς Ισαάκ ανήκε στην συριακή Εκκλησία της Ανατολής, η οποία λόγω της απομόνωσής της εν μέσω της περσικής αυτοκρατορίας δεν ακολούθησε τις εξελίξεις του χριστολογικού δόγματος και έμεινε προσκολλημένη στην διδασκαλία του Θεόδωρου Μοψουεστίας, διδασκάλου του Νεστορίου. Μολονότι δεν απείχε από την διδασκαλία του Θεοδώρου, η περσική Εκκλησία ήταν ξένη στην αντίληψη του Νεστορίου περί «δύο υιών» και κατά ακυριολεξία αποκαλείται «νεστοριανή». Πρέπει, εξάλλου, να σημειωθεί ότι τα γραπτά του αββά Ισαάκ δεν φέρουν κανένα ίχνος χριστολογικής αίρεσης και η σπουδαία θέση που κατέχει στην ορθόδοξη παράδοση δικαιολογεί την σεβάσμια μνήμη που του αφιερώνεται.
Το βιβλίο του αββά Ισαάκ μαζί με την «Κλίμακα» του οσίου Ιωάννου του Σιναΐτου [30 Μαρτ.–Δ΄ Κυριακή Νηστειών] είναι ο απαραίτητος οδηγός κάθε ορθόδοξης ψυχής για να βαδίσει προς τον Θεό με ασφάλεια. Γι’ αυτό και ένας σύγχρονος Γέροντας, ο Ιερώνυμος της Αίγινας (1883-1966), συμβούλευε να μην διστάσουμε ακόμη και να ζητιανέψουμε για να αποκτήσουμε ένα αντίτυπο των έργων του αββά Ισαάκ.
ΟΣΙΟΣ ΕΦΡΑΙΜ Ο ΣΥΡΟΣ
ΟΣΙΟΣ ΕΦΡΑΙΜ Ο ΣΥΡΟΣ
28 Ιανουαρίου
Η ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ - εδώ
ΕΡΓΑ ΑΓΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ - ΕΔΩ
Το λαμπρό αυτό άστρο της Εκκλησίας ανέτειλε στην Ανατολή, στην πόλη Νίσιβη της Μεσοποταμίας, περί το 306. Νέος ήταν ακόμη όταν ο πατέρας του -ο οποίος ήταν ιερέας των ειδώλων- τον έδιωξε από την οικογενειακή του κατοικία εξαιτίας της συμπάθειάς του για τον χριστιανισμό. Τον δέχθηκε τότε ο άγιος επίσκοπος Ιάκωβος [13 Ιαν.], ο οποίος τον δίδαξε την αγάπη για την αρετή και την αδιάλειπτη μελέτη του λόγου του Θεού. Η μελέτη της Αγίας Γραφής άναψε μέσα του φλόγα που τον έκανε να καταφρονήσει τα αγαθά και τις μέριμνες του κόσμου, για να υψώσει τη ψυχή του προς την απόλαυση των ουρανίων αγαθών. Η πίστη και η εμπιστοσύνη του στον Θεό, ακλόνητες σαν το όρος Σιών, τον οδήγησαν να ασπασθεί ένα θαυμαστό τρόπο ζωής. Διέθετε τέτοια καθαρότητα σώματος και ψυχής, ώστε υπερέβαινε τα όρια της ανθρώπινης φύσης του, μην αφήνοντας ρυπαρό λογισμό να αναφανεί στον ορίζοντα του νου. Στο τέλος της ζωής του, αναγνώριζε ότι δεν είχε πει κακό λόγο για κανένα, ούτε είχε αφήσει να ξεφύγει από το στόμα του μάταιη κουβέντα.
Απογυμνωμένος από τα πάντα, όπως οι άγιοι Απόστολοι, αγωνιζόμενος την ημέρα κατά της πείνας και τη νύχτα κατά του ύπνου, ενδύοντας τις πράξεις και τους λόγους του με την αγία ταπείνωση του Χριστού, έλαβε από τον Θεό το χάρισμα της κατανύξεως και των αδιάλειπτων δακρύων σε τέτοιο βαθμό, ώστε καταλαμβάνει στη χορεία των αγίων την προνομιακή θέση του «Διδασκάλου της κατανύξεως». Από θαύμα, γνωστό μόνο σε όσους προσφέρουν όλη την ύπαρξή τους θυσία στον Κύριο, οι οφθαλμοί του είχαν μεταμορφωθεί σε δύο αέναες πηγές δακρύων. Για πολλά χρόνια, ουδέ μια στιγμή της ημέρας ή της νύχτας αυτά τα φωτοβόλα νερά, τα καθαρτήρια και αγιαστικά, αυτό το «δεύτερο βάπτισμα των δακρύων», δεν έπαυσαν να τρέχουν από τα μάτια του, μετατρέποντας το πρόσωπό του σε ακηλίδωτο καθρέπτη που αντανακλούσε την παρουσία του Θεού. Θρηνούσε αδιάκοπα τα αμαρτήματά του ή τα αμαρτήματα των άλλων και καμιά φορά, όταν αναλογιζόταν τα όσα θαυμαστά έπραξε ο Θεός για μας τους ανθρώπους, τα δάκρυά του μεταβάλλονταν σε δάκρυα χαράς. Σαν ένας θαυμαστός κύκλος, όπου δεν μπορούσες να ξεχωρίσεις αρχή και τέλος, οι στεναγμοί του γεννούσαν μέσα του τα δάκρυα, τα δάκρυα γεννούσαν την προσευχή, η προσευχή τη διδασκαλία, που κι αυτή ακόμη τη διέκοπτε νέος θεοστάλακτος θρήνος. Διαβάζοντας τους θαυμάσιους λόγους του περί κατανύξεως ή τις τόσο ρεαλιστικές περιγραφές του για τη Δευτέρα Παρουσία, ακόμη και οι πιο σκληροτράχηλοι δεν μένουν ασυγκίνητοι. Επί γενεές γενεών, έως τις ημέρες μας, η ανάγνωση των έργων του αγίου Εφραίμ φέρνει δάκρυα στα μάτια, ανοίγοντας στους αμαρτωλούς την οδό της μετανοίας και της επιστροφής.
Λίγο μετά το άγιο Βάπτισμά του -ήταν τότε περίπου είκοσι ετών- ο Εφραίμ εγκατέλειψε τη σύγχυση της πόλης και αποτραβήχτηκε στην έρημο για να συνομιλήσει με τον Θεό στην ησυχία και να ζήσει συντροφιά με τους αγγέλους. Πήγαινε από τόπο σε τόπο, ελεύθερος από κάθε δεσμό, όπου τον οδηγούσε το Άγιο Πνεύμα, για ωφέλεια δική του και των αδελφών. Μετέβη στην πόλη Έδεσσα για προσκύνημα αναζητώντας έναν άγιο άνθρωπο στον οποίο θα μπορούσε να υποταγεί και να ζήσει ως μοναχός. Συναντώντας στον δρόμο του μια πόρνη, προσποιήθηκε ότι αποδέχεται τις φιλήδονες προτάσεις της και, λέγοντάς της να τον ακολουθήσει, την οδήγησε στην κεντρική πλατεία, αντί να αναζητήσει ένα μέρος απόμερο, κατάλληλο για την αμαρτία. Η πόρνη τού είπε: «Γιατί με έφερες εδώ; Δεν ντρέπεσαι να εκτεθείς στα βλέμματα των ανθρώπων;». Ο άγιος αποκρίθηκε: «Δυστυχισμένη! Σε φοβίζει το βλέμμα των ανθρώπων και δεν φοβάσαι το βλέμμα του Θεού, που βλέπει τα πάντα και που θα κρίνει στην έσχατη ημέρα τις πράξεις και τις πιο κρύφιες σκέψεις μας;». Φοβισμένη η γυναίκα μετανόησε και αφέθηκε να οδηγηθεί σε μέρος κατάλληλο για τη σωτηρία της.
Ύστερα από μερικά χρόνια στην Έδεσσα, ο άγιος Εφραίμ αναχώρησε ξανά για την έρημο. Είχε ακούσει να επαινούν τις αρετές του Μεγάλου Βασιλείου [1 Ιαν.], και ο Θεός τού αποκάλυψε σε όραμα ότι ο επίσκοπος Καισαρείας έμοιαζε με πύρινη στήλη που ένωνε τη γη με τον ουρανό. Χωρίς αργοπορία ο Εφραίμ ξεκίνησε για την Καππαδοκία. Έφθασε στην Καισάρεια κατά την ημέρα των Θεοφανείων και εισήλθε στον ναό τη στιγμή που τελούνταν η θεία Λειτουργία. Μολονότι ο ίδιος δεν ήξερε και δεν καταλάβαινε ελληνικά, τον έπιασε θαυμασμός βλέποντας τον μεγάλο ιεράρχη να κηρύττει, γιατί έβλεπε ένα κατάλευκο Περιστέρι καθισμένο στον ώμο του, να του ψιθυρίζει στο αυτί θεϊκά λόγια. Το ίδιο αυτό Περιστέρι αποκάλυψε στον Μέγα Βασίλειο την παρουσία ανάμεσα στο πλήθος του ταπεινού Σύρου ασκητή. Έστειλε τότε αμέσως ανθρώπους να τον βρουν, συνομίλησε λίγο μαζί του στο βάθος του ιερού και απαντώντας στο αίτημά του, ο Θεός παραχώρησε να αρχίσει ξαφνικά ο Εφραίμ να μιλά ελληνικά, σαν να ήταν η μητρική του γλώσσα. Κατόπιν ο Βασίλειος χειροτόνησε τον Εφραίμ διάκονο και τον άφησε να επιστρέψει στην πατρίδα του.
Την εποχή εκείνη άρχισε μακρά σειρά πολέμων μεταξύ Βυζαντινών και Περσών (από το 338 μέχρι το 387), καθώς και ανελέητοι διωγμοί των χριστιανών σε όλη την Περσία, επειδή θεωρούνταν σύμμαχοι των Ρωμαίων. Μαθαίνοντας στην έρημο τα βάσανα των αδελφών του, ο άγιος Εφραίμ επέστρεψε στη Νίσιβη για τους συνδράμει με τα έργα του και τους λόγους του. Όταν ήταν μικρός, του είχε αποκαλυφθεί η κλήση στην οποία τον καλούσε ο Θεός, βλέποντας σε όραμα να φύεται από το στόμα του μια μεγάλη κληματαριά που απλώθηκε σε ολόκληρη τη γη. Όλα τα πουλιά του ουρανού έρχονταν να καθίσουν πάνω της και να χορτάσουν από τους καρπούς της και, όσο αυτά τσιμπολογούσαν τις ρώγες, τόσο περισσότερο αυτή γέμιζε σταφύλια. Η Χάρη του Αγίου Πνεύματος τον κατείχε τόσο άφθονα, ώστε, όταν απευθυνόταν στον λαό, η γλώσσα του δεν προλάβαινε να προφέρει τις ουράνιες σκέψεις που του ενέπνεε ο Θεός και έμοιαζε να τραυλίζει. Γι’ αυτό απηύθυνε στον Θεό αυτή την ασυνήθιστη προσευχή: «Συγκράτησε, Κύριε, τα κύματα της Χάριτός Σου!».
Όταν δεν ήταν απασχολημένος με τη διδασκαλία για τη στερέωση της Πίστεως έναντι των ειδωλολατρών και των αιρετικών, έθετε τον εαυτό του ταπεινά στην υπηρεσία όλων, ως αληθινός διάκονος, μιμούμενος κατά πάντα τον Χριστό, ο οποίος έγινε «δούλος» μας. Από ταπείνωση λοιπόν αρνιόταν πάντα να εισέλθει στον βαθμό του πρεσβυτέρου. Οι αρετές του, η προσευχή του, οι καρποί της θεωρίας και της μελέτης, όλα τα χαρίσματα που του παρείχε ο Θεός, δεν τα κρατούσε για τον εαυτό του, αλλά με αυτά κοσμούσε την Εκκλησία, τη Νύμφη του Χριστού, ωσάν με διάδημα χρυσό με πολύτιμους λίθους. Όταν οι Πέρσες πολιόρκησαν τη Νίσιβη (338), η πόλη σώθηκε χάρη στην προσευχή του αγίου Εφραίμ και του αγίου Ιακώβου [13 Ιαν.]. Όμως, ύστερα από διαδοχικούς πολέμους, παραδόθηκε τελικά στον σκληρό ηγεμόνα των Περσών το 363. Αρνούμενος να ζήσει υπό την κυριαρχία των ειδωλολατρών, ο άγιος Εφραίμ και πολλοί άλλοι χριστιανοί έφυγαν τότε για την Έδεσσα. Εκεί πέρασε τα δέκα τελευταία χρόνια του βίου του συνεχίζοντας το έργο της Ερμηνευτικής Σχολής, που είχε ιδρύσει στη Νίσιβη ο άγιος Ιάκωβος, διδάσκοντας στη Σχολή της Έδεσσας, που έφτασε να επονομάζεται «Σχολή των Περσών». Εκεί συνέταξε το μεγαλύτερο μέρος των θαυμαστών έργων του, όπου η γνώση του για τον Θεό και τα άγια δόγματα ενδύεται την υπέροχη στολή μιας ασύγκριτης ποιητικής γλώσσας. Λέγεται ότι συνέθεσε στα συριακά περισσότερους από τρία εκατομμύρια στίχους: ερμηνείες στα περισσότερα βιβλία της Αγίας Γραφής, συγγράμματα κατά των αιρέσεων, ύμνους στον Παράδεισο, στην Παρθενία, στην Πίστη, στα μεγάλα μυστήρια της Σωτηρίας και στις μεγάλες εορτές του έτους. Μεγάλο μέρος από αυτούς τους ύμνους ενσωματώθηκε στη σύνθεση λειτουργικών βιβλίων της συριακής Εκκλησίας, εξ ου η επωνυμία του «Λύρα του Αγίου Πνεύματος» και «Οικουμενικός Διδάσκαλος». Πολλά άλλα συγγράμματα μάς παραδόθηκαν με το όνομά του στα ελληνικά. Αφορούν κυρίως τη συντριβή της καρδίας, την άσκηση και τις μοναχικές αρετές.
Ο άγιος Εφραίμ οργάνωσε την κοινωνική περίθαλψη της πόλης τον καιρό του λιμού, το 372, και παρέδωσε τη ψυχή του στον Θεό το 373, περιστοιχιζόμενος από μεγάλο αριθμό μοναχών και ασκητών που άφησαν σκήτες, ερήμους και σπήλαια για να παρευρεθούν στις τελευταίες του στιγμές. Τους άφησε μια συγκινητική «Διαθήκη», πλήρη ταπεινώσεως και κατανύξεως, στην οποία ζητάει ικετευτικά από όλους όσοι τον αγαπούν να μην τον τιμήσουν με λαμπρή κηδεία, αλλά να αποθέσουν το σώμα του στην τάφρο την προορισμένη για τους ξένους και να του προσφέρουν αντί για λουλούδια και αρώματα, το στήριγμα των προσευχών τους.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)
Δημοφιλείς αναρτήσεις
-
ΗΧΟΣ Δ΄ ΤΗ ΔΕΥΤΕΡΑ ΕΣΠΕΡΑΣ. ΚΑΝΩΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΓΙΑΝ ΘΕΟΤΟΚΟΝ. ΠΟΙΗΜΑ ΜΗΤΡΟΦΑΝΟΥΣ ΣΜΥΡΝΗΣ. Οὗ ἡ ακροστιχίς· Κανών τέταρτος Παρθένῳ...
-
πατήστε εδώ για να ακούσετε το κήρυγμα Ἀπομαγνητοφωνημένο κήρυγμα τοῦ μακαριστοῦ πρωτοπρεσβυτέρου Κωνσταντίνου Στρατηγόπουλου, πού ἔγινε...
-
ΗΧΟΣ Δ΄ ΤΗ ΠΕΜΤΗ ΕΣΠΕΡΑΣ. ΚΑΝΩΝ ΕΙΣ ΤΉΝ ΥΠΕΡΑΓΙΑΝ ΘΕΟΤΟΚΟΝ. ΠΟΙΗΜΑ ΜΑΝΟΥΗΛ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΡΗΤΟΡΟΣ. ᾨδὴ α΄. Ἦχος δ΄. Ἀνοίξω τὸ στόμα μο...
-
Περί νοεράς προσευχής Αρχιμανδρίτης Γεώργιος Καψάνης (†) Π αραλάβαμε από τους αγίους Πατέρες μας να λέμε την προσευχή· «Κύριε Ιησού Χριστέ, ...
-
ΗΧΟΣ Δ΄ ΤΗ ΤΡΙΤΗ ΕΣΠΕΡΑΣ. ΚΑΝΩΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΓΙΑΝ ΘΕΟΤΟΚΟΝ. ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ ΤΟΥ ΝΙΚΑΙΑΣ ΚΑΙ ΓΡΑΠΤΟΥ. Ἔχων ἀχροστιχίδα τα...
-
«Το ακατάληπτο της αγάπης του Θεού». Απομαγνητοφωνημένη ομιλία του πρωτοπρεσβυτέρου Κωνσταντίνου Στρατηγόπουλου , που έγινε στον Ιερό Ναό...
-
ΘΕΟΤΟΚΑΡΙΟΝ ΗΧΟΣ πλ. ἆ’ ΤΗ ΤΡΙΤΗ ΕΣΠΕΡΑΣ. ΚΑΝΩΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΓΙΑΝ ΘΕΟΤΟΚΟΝ. ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ ΝΙΚΑΙΑΣ ΤΟΥ ΓΡΑΠΤΟΥ. Ὡς ὁρ...
-
Γεώργιος Κλόντζας, «Επί Σοι Χαίρει» , τέλη 16ου αι. ΕΠΙ ΣΟΙ ΧΑΙΡΕΙ, ΚΕΧΑΡΙΤΩΜΕΝΗ ΑΚΑΘΙΣΤΟΣ ΥΜΝΟΣ Σ την εικόνα αυτή του Γεωργίου Κλόντζα...
-
Ο ΥΜΝΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΑΤΡΙΚΙΟΥ ( 8ος αιώνας μ.Χ ) Η ασπίδα μου σήμερα, μια αμάχητη δύναμη, η επίκληση της Τριάδας, στην βεβαίωση ...
-
Γη, άκουσε τα λόγια ενός ανθρώπου που μετανοεί Άγιος Σωφρόνιος του Έσσεξ Ό ταν προσευχόμαστε: «Καταξίωσον, Κύριε, εν τη ημέρα ταύτη αναμ...