Τρίτη 30 Απριλίου 2024

Η Αγία και Μεγάλη Τρίτη


Η Αγία και Μεγάλη Τρίτη 
Γέροντας Πετρώνιος Προδρομίτης (†) 
Την αγία και Μεγάλη Τρίτη η παραβολή των δέκα παρθένων παρομοιάζει την είσοδο στην αιώνια ζωή μ’ ένα γάμο. Ο Χριστός είναι ο Νυμφίος, ο οποίος μας καλεί όλους στο συμπόσιο του γάμου. 
Το μυστήριο του γάμου είναι μέγα, λέγει ο απόστολος Παύλος, αλλά στον Χριστό και στην Εκκλησία. Με την ένωση δια του γάμου πραγματοποιείται, κατά ένα ατελή τρόπο, η επιθυμία του ανθρώπου για την αιωνιότητα. Με τους απογόνους του ο άνθρωπος παρατείνει τα όρια της επί γης παρουσίας του. Ο επίγειος γάμος ακόμη είναι μία ξεθωριασμένη εικόνα της ανέκφραστης χαράς όταν είναι μαζί με τον Νυμφίο Χριστό. Η ένωση μ’ Αυτόν είναι αιώνια και η χαρά ατέρμονη. 
Αλλά για να μπορέσει να εισέλθει με τον Νυμφίο Χριστό, πρέπει να εκπληρώσει ορισμένους όρους που αναφέρονται στην παραβολή των δέκα παρθένων. Επαγρύπνηση, παρθενία και έλαιο για τις λαμπάδες. 
Είναι αλήθεια ότι όλες οι νέες ήσαν παρθένες. Όλες αγρυπνούσαν περιμένοντας τον Νυμφίο. Όμως πέντε απ’ αυτές, επειδή είχαν αρκετό λάδι για τα φανάρια τους, ονομάστηκαν φρόνιμες, σοφές και εισήλθαν στον νυμφικό θάλαμο μαζί με τον Νυμφίο. Οι άλλες πέντε, επειδή δεν φρόντισαν ν’ αγοράσουν εγκαίρως, έχασαν τους κόπους της παρθενίας και αγρυπνίας και έμειναν έξω από τον νυμφώνα, γι’ αυτό και εκλήθησαν μωρές. Το λάδι λοιπόν, είναι η λυδία λίθος. Τι μυστήρια άραγε κρύβει το λάδι για τα καντήλια των παρθένων; 
Η παρθενία είναι ακριβός θησαυρός ενώπιον του Θεού. Ο Σωτήρας Χριστός γεννήθηκε από Παρθένο και έζησε ζωή παρθενική. Ο Πρόδρομος Ιωάννης και Βαπτιστής, καθώς και ο μαθητής του Ιωάννης ο Ευαγγελιστής ήσαν παρθένοι. Στην αιώνια ζωή ο θρόνος Του θα περιστοιχίζεται από παρθένους. 
Η παραβολή των δέκα παρθένων όμως σαν να θέλει να μας πει ότι η παρθενία μόνη της δεν είναι επαρκής για την σωτηρία. Οι μωρές παρθένες, παρότι ήσαν παρθένες, δεν εισήλθαν μαζί με τον Νυμφίο στον νυμφικό οίκο. Οι άγιοι Πατέρες εξηγούν ότι το λάδι για τα φανάρια των παρθένων είναι η ελεημοσύνη, πράγμα που σημαίνει ότι η παρθενία για να είναι μέσον σωτηρίας, πρέπει να είναι ενωμένη με την ελεημοσύνη. 
Ποιος είναι ο σκοπός ενώσεως αυτών των δύο αρετών; Οι άγιοι Πατέρες διακρίνουν στο ένα γεγονός δύο μέρη: Το σώμα ή την ορατή μορφή του έργου, και την ψυχή ή τον σκοπό για τον οποίο γίνεται το έργο. Αυτό το οποίο κάνει ένα έργο να είναι καλό ή κακό, είναι ο σκοπός και όχι η μορφή, ο τύπος του έργου, διότι ο διάβολος «ψεύστης εστίν εξ αρχής και ο πατήρ αυτού» (Ιω. 8:44), πάντοτε κρύβει την αμαρτία με τον τύπο της αρετής. 
Πολλές φορές η μορφή, τόσο της αρετής, όσο και της αμαρτίας μπορεί να είναι η ίδια, ενώ ο σκοπός τους διαφέρει ριζικά. Ο σκοπός για κάθε καλό έργο είναι ο Θεός, ενώ για την αμαρτία είναι ο θάνατος. Γι’ αυτό η πράξη, για να είναι θεοφιλής, έχει ανάγκη μιας εγγυήσεως ότι ο σκοπός της δηλαδή οδηγεί στον Θεό. 
Αυτή την εγγύηση την έβαλε ο Θεός στον πλησίον μας, «Αμήν, λέγω υμίν, εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε», θα μας πει ο Κύριος (Ματθ. 25:40). Γι’ αυτό κάθε ενάρετο έργο λαμβάνει την αξία του από την συμπεριφορά μας που έχουμε προς τον πλησίον μας. 
Η ελεημοσύνη είναι ένα έργο αγάπης ενώπιον των συνανθρώπων μας. Είναι συνεπώς το πιστοποιητικό εγγυήσεως της αρετής μας, ότι δηλαδή, είναι καλό έργο και οδηγεί στον Θεό. Στην φοβερή Κρίση ο Θεός θα ελέγξει μόνο το πιστοποιητικό και ο έλεγχος θα είναι λεπτομερής. Κάθε αγαθό έργο, χωρίς αυτή την εγγύηση, δεν είναι σωτήριο. 
Τον σκοπό αυτής της παραβολής κατά το τέλος της Μεγάλης Νηστείας δεν είναι δύσκολο να τον κατανοήσουμε. Κατά την διέλευση της νηστείας ο άνθρωπος είναι πιο προσεκτικός και νηφάλιος στα σωματικά του έργα: στην νηστεία, στην μετάνοια, στην εργασία κλπ., τα οποία, όταν γίνονται σωστά, επιφέρουν μία εκλέπτυνση στο σώμα, στην ψυχική καθαρότητα και παρθενία, επειδή η παρθενία είναι μία σύνθεση και αρμονία όλων των σωματικών αρετών. Αυτή αντανακλά στην εξωτερική μορφή, τους τρόπους των αρετών. 
Η ελεημοσύνη όμως, ως αγάπη προς τον Θεό και τον πλησίον, αντανακλά ιδιαίτερα το εσωτερικό βάθος των αρετών, τον σκοπό τους. Η αληθινή αρετή πρέπει να ενώνει και τα δύο: οι σωματικοί κόποι πρέπει να ενώνονται με τις ψυχικές αρετές. Η παρθενία πρέπει να στολίζεται με την ελεημοσύνη, αλλιώς δεν προξενεί την σωτηρία. 
Οι μωρές παρθένες είναι ο τύπος αυτών των ασκήσεων που δεν σώζουν. Οι κόποι γίνονται μόνο γι’ αυτές τις παρθένες και όχι για τον Θεό. Γι’ αυτό είναι μωρές και ασύνετες, διότι είναι αφροσύνη να περάσεις μία κοπιαστική και ασκητική ζωή και στο τέλος να ριφθείς στο αιώνιο πυρ. 
Το μεγάλο μάθημα που πρέπει να κρατήσουμε στον νου μας από την παραβολή των δέκα παρθένων είναι αυτό: Η σωτηρία δεν κερδίζεται μόνο με την προσωπική άσκηση και αγώνα. Αυτό είναι αναγκαίο, αλλά το μισό της όλης αξίας. Χρειάζεται και το άλλο μισό, που είναι και πολυτιμότερο, τα έργα της αγάπης προς τον πλησίον. 
Υπάρχει ακόμη κι ένας άλλος λόγος αναμνήσεως αυτής της Παραβολής την παρούσα ημέρα. Η εβδομάδα των Αγίων Παθών μας φανερώνει με πολύ δυνατό τρόπο την μεγάλη αγάπη και του Θεού προς τους ανθρώπους. Στον Μυστικό Δείπνο Αυτός ο Ίδιος μας καλεί να πλησιάσουμε “μετά πίστεως και αγάπης”, και όλοι οι Χριστιανοί λαχταρούν και ετοιμάζονται να γευθούν “ξενίας δεσποτικής και αθανάτου τραπέζης”. 
Για ν’ αξιωθούμε να συμμετάσχουμε σ’ αυτή την Τράπεζα, η ετοιμασία μας για την αγία Ανάσταση πρέπει να περιστεφθεί απ’ αυτά τα δύο: από την παρθενία και την ελεημοσύνη, δηλαδή από την προσωπική μας αγνότητα και την αγάπη μας προς τον πλησίον. 

 

 Γέροντος ιερομ. Πετρωνίου Τανάσε, Δικαίου Ρουμανικής Σκήτης Τιμίου Προδρόμου Αγίου Όρους, ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ (Πνευματικοί στοχασμοί για την περίοδο του Τριωδίου). Μετάφραση Μοναχού Δαμασκηνού Γρηγοριάτου, 2003.

Η νεομάρτυς αγία Αργυρή

 
30 Απριλίου 
Η Νεομάρτυς Αγία Αργυρή 
Αυτή η χρυσή Μάρτυς του Χριστού Αργυρή καταγόταν από την Προύσσα, από γονείς θεοσεβείς, και ήταν ωραία στην όψη και θεοφοβούμενη. Αυτή λοιπόν η μακάρια παντρεύτηκε, αλλά ενώ ήταν ακόμη νεόνυμφη την ερωτεύτηκε ένας Τούρκος γείτονάς της, που προσπάθησε να την πείσει στην άνομη βουλή του και δεν τα κατάφερε. Γι’ αυτό ψευδομαρτύρησε στον δικαστή της Προύσσας ότι η Αργυρή υποσχέθηκε να τουρκέψει, και ο δικαστής αμέσως φυλάκισε την Αγία. 
Ο άνδρας της, νομίζοντας ότι θα ήταν καλύτερα, μετέφερε το δικαστήριο στην Κωνσταντινούπολη. Ήρθε λοιπόν εκεί και ο εχθρός της Αγίας, ο οποίος ψευδομαρτύρησε μπροστά στον δικαστή τα ίδια που είχε πει και προηγουμένως. Η Μάρτυς αποκρίθηκε ότι ποτέ της δεν είπε τέτοιο λόγο να αρνηθεί την πίστη της και ότι είναι Χριστιανή και Χριστιανή θέλει να πεθάνει. 
Τότε κατά προσταγή του δικαστή έδειραν την Αγία και την έριξαν στη φυλακή. Και πάλι την έβγαλαν και τη ανέκριναν, και πάλι την έδερναν και την τιμωρούσαν, και ύστερα πάλι την έβαζαν στη φυλακή. Και αυτό γινόταν συνεχώς για διάστημα -τι γενναιότητα!- δεκαεπτά ολόκληρων χρόνων. Αλλά και μέσα στη φυλακή ενοχλούσαν την Αγία και την έβριζαν οι συγκρατούμενές της τουρκάλες, που ήταν φυλακισμένες για κακές τους πράξεις, τις οποίες παρακινούσε ο διάβολος να την πειράζουν, για να περνά περισσότερη θλίψη και βάσανα. 
Όλα αυτά τα υπέμενε η ευλογημένη με μεγάλη γενναιοψυχία, για χάρη της αγάπης και του πόθου που είχε για τον νυμφίο της Χριστό. Και τι λέω μόνο αυτά; Και αυτή η ίδια τυραννούσε και παίδευε το σώμα της με νηστεία και κάθε άλλη ταλαιπωρία και κακοπάθεια, όπως έδωσαν μαρτυρία πολλές γυναίκες Χριστιανές που ήταν συγκρατούμενές της και αργότερα βγήκαν από τη φυλακή. 
Τόση χαρά και ευχαρίστηση είχε μάλιστα η Αγία που ήταν φυλακισμένη για τον Χριστό και τόση μεγάλη ανάπαυση θεωρούσε την ταλαιπωρία της φυλακής, που ενώ της έστειλε μήνυμα ο ευλαβέστατος Χριστιανός Μανώλης ο κιουρτζίμπασης (1) να την ελευθερώσει, εκείνη δεν το δέχτηκε, διότι θεωρούσε ως βασιλικό παλάτι τη φυλακή, ώσπου φυλακισμένη και δέσμια εκεί μέσα για τον Χριστό τελείωσε τη ζωή της και έλαβε το αμάραντο στεφάνι του μαρτυρίου. 
Το άγιό της λείψανο το πήραν οι Χριστιανοί και το ενταφίασαν στο Χάσκιοϊ (Πικρίδιον). Μετά τρία χρόνια έκαναν ανακομιδή και, ώ του θαύματος! το άγιο λείψανο βρέθηκε σώο και ακέραιο και ανέδιδε άρρητη ευωδία. (2) Το πήραν λοιπόν αμέσως με μεγάλη ευλάβεια οι ιερείς και οι Χριστιανοί και το απόθεσαν μέσα στην εκεί εκκλησία της αγίας Παρασκευής με την άδεια του τότε Παναγιωτάτου Πατριάρχου Παϊσίου. 
Το λείψανο υπάρχει μέχρι σήμερα εκεί (3) και προσκυνείται από πατριάρχες, αρχιερείς, ιερείς, άρχοντες και όλους τους Ορθοδόξους Χριστιανούς, εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος. Αμήν. 
(1)Κιουρτζίμπασης: αρχιγουναράς, ο πρόεδρος της συντεχνίας των γουναράδων. 
(2)Η Αγία εκοιμήθη στις 5 Απριλίου του 1721. Η μνήμη της εορτάζεται στις 30 Απριλίου, ημέρα της ανακομιδής του αγίου λειψάνου της (1725). 
(3)Κατά τα γεγονότα του 1955 στην Κωνσταντινούπολη η εκκλησία της αγίας Παρασκευής καταστράφηκε και η λάρνακα της Αγίας κάηκε. Σήμερα σώζονται ελάχιστα υπολείμματα ιερών λειψάνων.

 

 «Νέον Μαρτυρολόγιον» του Αγίου Νικοδήμου (1799), σελ. 141. 

Αγία και Μεγάλη Τρίτη

 
Αγία και Μεγάλη Τρίτη

Συναξάρι Τριωδίου

Την αγία και μεγάλη Τρίτη θυμόμαστε την παραβολή των δέκα παρθένων από το ιερό Ευαγγέλιο (Ματθ. 25:1-13).

Ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, καθώς ανέβαινε στα Ιεροσόλυμα και ερχόταν προς το πάθος, έλεγε στους μαθητές του αυτές τις παραβολές, έλεγε δε και μερικές απευθυνόμενος προς τους Ιουδαίους.

Την παραβολή των δέκα παρθένων την είπε για να παρακινήσει στην ελεημοσύνη, και συγχρόνως θέλοντας να διδάξει όλους να είναι έτοιμοι πριν το τέλος του θανάτου.

Ο Κύριος δίδαξε πολλά για την παρθενία και για τους ευνούχους, και η παρθενία έχει πολλή δόξα, διότι αληθινά είναι μεγάλο κατόρθωμα, όμως δεν πρέπει, κατορθώνοντας κανείς αυτήν την αρετή, να αμελήσει τις άλλες αρετές και μάλιστα την ελεημοσύνη, με την οποία λάμπει το λυχνάρι της παρθενίας.

Γι’ αυτό τον λόγο το ιερό Ευαγγέλιο προβάλλει αυτή την παραβολή, και τις πέντε παρθένες τις ανακηρύττει φρόνιμες, γιατί μαζί την παρθενία είχαν πολύ και πλουσιοπάροχο το έλαιο της ελεημοσύνης, ενώ τις άλλες πέντε τις ονόμασε μωρές, δηλαδή ανόητες, γιατί είχαν και αυτές την παρθενία, όχι όμως και την ανάλογη ελεημοσύνη.

Γι’ αυτό δηλαδή ήταν μωρές, επειδή είχαν κατορθώσει το πιο μεγάλο και αμέλησαν το πιο μικρό, και δεν διέφεραν καθόλου από τις πόρνες, διότι εκείνες νικιούνται από σώματα, ενώ αυτές νικήθηκαν από τα χρήματα.

Και καθώς η νύχτα της παρούσας ζωής πήγαινε προς το τέλος, όλες οι παρθένες νύσταξαν και κοιμήθηκαν, δηλαδή πέθαναν –διότι ύπνος λέγεται ο θάνατος. Έπειτα κατά τα μεσάνυχτα ακούστηκε μια κραυγή, και εκείνες που είχαν άφθονο το έλαιο, μόλις άνοιξαν οι θύρες, μπήκαν στον νυμφώνα μαζί με τον Νυμφίο.

Οι μωρές όμως που δεν είχαν αρκετό έλαιο, το ζητούσαν μετά τον ύπνο. Οι φρόνιμες ήθελαν να δώσουν, αλλά δεν μπορούσαν, και πριν μπουν στον νυμφώνα είπαν σ’ αυτές: «Φοβόμαστε μήπως δεν φτάσει και για μας και για σας. Γι’ αυτό πηγαίνετε σ’ αυτούς που το πουλούν, δηλαδή στους φτωχούς, και αγοράστε».

Αλλά αυτό δεν ήταν εύκολο, μάλιστα είναι και αδύνατο μετά τον θάνατο, όπως έδειξε ο Αβραάμ στην παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου (Λουκ. 16:19-31).

Και οι μωρές χωρίς φώτα χτυπούσαν την πόρτα φωνάζοντας: «Κύριε Κύριε, άνοιξέ μας». Και ο ίδιος ο Κύριος είπε σ’ αυτές τη φρικτή εκείνη απόφαση: «Φύγετε, δεν σας γνωρίζω». Πώς δηλαδή θα δείτε τον Νυμφίο χωρίς να έχετε ως προίκα την ελεημοσύνη;

Γι’ αυτό λοιπόν η παραβολή των δέκα παρθένων τοποθετήθηκε σήμερα από τους θεοφόρους πατέρες, να μας διδάσκει να είμαστε πάντοτε σε εγρήγορση και έτοιμοι να υποδεχθούμε τον αληθινό Νυμφίο με τις καλές πράξεις, και ιδιαίτερα με την ελεημοσύνη, γιατί κανείς δεν γνωρίζει την ημέρα και την ώρα του θανάτου.

Διότι εκείνος που ασκεί μία αρετή, μέγιστη ίσως, αλλά καταφρονεί τις άλλες, και ιδιαίτερα την ελεημοσύνη, δεν εισέρχεται μαζί με τον Χριστό στην αιώνια ανάπαυση, αλλά φεύγει καταντροπιασμένος.

Και δεν υπάρχει τίποτε πιο λυπηρό και γεμάτο ντροπή από την παρθενία που νικιέται από τα χρήματα.

Αλλά, Νυμφίε Χριστέ, συναρίθμησέ μας με τις φρόνιμες παρθένες και βάλε κι εμάς στην εκλεκτή σου ποίμνη και ελέησέ μας. Αμήν.

Διασκευή για την Κ.Ο. του κειμένου του Τριωδίου με τη βοήθεια και της μετάφρασης του αγίου Αθανασίου του Παρίου που περιέχεται στο βιβλίο Νέον Λειμωνάριον, Βενετία 1819, σελ. 296

Δευτέρα 29 Απριλίου 2024

Ο ΝΥΜΦΙΟΣ ΣΤΟΥΣ «ΝΥΜΦΙΟΥΣ»

 

π. Β. Σπηλιόπουλος 
Ο ΝΥΜΦΙΟΣ ΣΤΟΥΣ «ΝΥΜΦΙΟΥΣ» 
Οι ακολουθίες της Μ. Εβδομάδος ξεκινούν στην πραγματικότητα από την ακολουθία του Όρθρου της Μεγάλης Δευτέρας η οποία είθισται, όπως και οι όρθροι της Μ.Τρίτης και της Μ.Τετάρτης, να αποκαλούνται «ακολουθία του νυμφίου» ή απλά «νυμφίος» ακριβώς διότι σε αυτούς ψάλλεται το γνωστό τροπάριο «ιδού ο νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός». Και αυτή, όμως , η ιερή ακολουθία δεν έμεινε ανεπηρέαστη από τον έντονο συναισθηματισμό ο οποίος έχει ποτίσει όλο το σύγχρονο ενοριακό, και όχι μόνο, λειτουργικό κύκλο. Το κοσμικό φρόνημα έχει και εδώ επικρατήσει και γίνεται αντιληπτό από συγκεκριμένα στοιχεία της ακολουθία όπως: 
α) Το ωράριο τελέσεως των ακολουθιών. Είθισται ο όρθρος αυτός αλλά και όλοι οι όρθροι της Μεγάλης Εβδομάδος να τελούνται το εσπέρας της προηγουμένης για να μπορεί ο πιστός λαός να συμμετάσχει. Αυτό βέβαια, ως κατ’ οικονομίαν πράξη της Εκκλησίας, δεν αποτελεί το πιο σημαντικό «ολίσθημα» όμως γεννάται εύλογο το ερώτημα: γιατί αυτή η μετάθεση; Γιατί να μην τελείται κανονικά ο όρθρος το πρωί και ο Εσπερινός το απόγευμα αλλά γίνονται εντελώς αντίστροφα; Γιατί ο κόσμος πρέπει να μετάσχει μόνον στον όρθρο και όχι στον Εσπερινό αφού μάλιστα τα τροπάρια και στις δύο περιπτώσεις, τουλάχιστον μέχρι και την Μ. Πέμπτη, είναι τα ίδια; Γιατί να μην έχουν οι πιστοί την ευκαιρία να ακούσουν τα ίδια τροπάρια κατά τον Εσπερινό που είναι συνημμένος με την ακολουθία της προηγιασμένης λειτουργίας που ο πολύς κόσμος παντελώς αγνοεί την ύπαρξη της; 
Βέβαια η οικονομία αυτή και η μετάθεση του ωραρίου προστατεύει από ένα μεγαλύτερο, ίσως, ατόπημα και σφάλμα που θα λάμβανε χώρα αν ο κόσμος δεν αρκούταν στην απλή συμπροσευχή κατά την Εσπερινή προηγιασμένη αλλά προσερχόταν και στο Άγιο Ποτήριο να μεταλάβει ενώ ήταν φαγωμένος. Ούτως ή άλλως όμως αυτό συμβαίνει, κακώς, όλη την διάρκεια της Μ. Τεσσαρακοστής όπου οι πιστοί κοινωνούν σε εσπερινές προηγιασμένες αγνοώντας ότι οι Κανόνες της Εκκλησίας, το Τυπικό και η Ιερά Παράδοση απαιτεί για την συμμετοχή στη Θεία Κοινωνία ΠΛΗΡΗ αποχή από φαΐ και νερό από το μεσονύκτιο της προηγουμένης. Και η ευθύνη μεν για την φοβερή αυτή αταξία βαραίνει εμάς τους κληρικούς που τελούμε εσπερινές προηγιασμένες χωρίς να υπενθυμίζουμε στους πιστούς την περί ασιτίας προϋπόθεση αποδεικνύει δε ότι δεν είναι αυτός ο λόγος της μετάθεσης των ακολουθιών αλλά λόγοι καθαρώς κοσμικοί την επιβάλλουν. 
Ταπεινώς φρονούμε ότι δεν είναι αδύνατη η επιστροφή στην τάξη και μάλιστα θα βοηθούσε πολύ αν οι όρθροι των πρώτων ημερών τελούνταν κανονικά το πρωΐ και οι εσπερινοί το απόγευμα, μαζί με την Προηγιασμένη, ενώ η ακολουθία των Παθών, κατά το τυπικό, αργά το βράδυ της Μ. Πέμπτης, οι Ώρες το πρωί της Μ. Παρασκευής, ο εσπερινός της Αποκαθηλώσεως, χωρίς τα θέατρα και τα δρώμενα φυσικά, το μεσημέρι της Μ. Παρασκευής (όπως ακόμα είθισται να τελείται σε χωριά της πατρίδος μας), ο όρθρος του Μ. Σαββάτου ξημερώματα της ημέρας (όπως ευτυχώς σε μερικά ακόμη μέρη της πατρίδος μας γίνεται), ο εσπερινός του Πάσχα με τη λειτουργία του Μ. Βασιλείου το μεσημέρι του Σαββάτου, γεγονός που θα απέτρεπε, σε συνδυασμό με την απαίτηση για νηστεία, την αθρόα προσέλευση εντελώς απροετοίμαστων ανθρώπων που κοινωνούν για «το καλό», ενώ η παννυχίδα της Αναστάσεως, ο Όρθρος του Πάσχα και η Θεία Λειτουργία τα ξημερώματα της Κυριακής όπως συνέβαινε πριν από μερικά χρόνια σε όλη την επαρχία. 
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι όλη αυτή η καινοφανής τελετή γίνεται κατά παράβασιν ακόμα και του ισχύοντος τυπικού του Βιολάκη το οποίο, όπως έχουμε ξανατονίσει, είναι το πιο ανεκτικό, το πιο «ελαστικό», το πιο «επιεικές» ως προς την τήρηση της ακριβούς τάξεως και το πιο καινοτόμο. Κι όμως ούτε καν αυτό το τυπικό δεν περιλαμβάνει έξοδο νυμφίου και εμείς συνεχίζουμε κανονικά, ή μάλλον αντικανονικά, να την τελούμε τόσο σε ενοριακούς ναούς όσο και αυτό είναι το χειρότερο, και σε Ιερές Μονές. 
Κανένα λοιπόν παλαιό τυπικό, ούτε καν του Βιολάκη, δεν αναφέρεται σε λιτάνευση της εικόνος του νυμφίου. Ας δούμε όμως τι μας λέει και ο π. Δοσίθεος, ηγούμενος της Μονής Παναγίας Τατάρνης και λάτρης της τάξεως της Εκκλησίας, σχετικώς με την εικόνα αυτή του νυμφίου: 
«Τά ἐν τοῖς ἐνοριακοῖς Ναοῖς τελούμενα, καθ’ ἅ ψαλλομένου τοῦ Ἰδού ὁ Νυμφίος, εἰσοδεύει ὁ ἱερεύς κρατῶν εἰκόνα τοῦ „Νυμφίου” ἤ καί ὁλόσωμον „Νυμφίον” φοροῦντα χλαμύδα κοκκίνην, ἔχοντα ἐμπεπαρμένον ἀκάνθινον στέφανον καί βαστάζοντα κάλαμον καί μονονουχί γοερῶς κράζοντα, ξένα ὄντα παντάπασι πρός τήν λογικήν λατρείαν, οὐ δεῖ τελεῖσθαι καί ἐν ταῖς ἱεραῖς Μοναῖς. Οἶμαι δέ οὐδ’ ἐν τοῖς ἐνοριακοῖς Ναοῖς. Ἡ εἰκών αὕτη τοῦ πάθους προέρχεται ἀπό τό Ecce homo τῶν Λατίνων. 
Ἐξ’ ἄλλου τί Ἰδοῦ ὁ νυμφίος ἔρχεται ὀλίγην σχέσιν ἔχει πρός τό πάθος τοῦ Κυρίου. Ἀναφέρεται εἰς τήν παραβολήν τοῦ πιστοῦ καί φρονίμου οἰκονόμου (Λουκᾶ ΙΒ, 35-48) καί προτρέπει εἰς ἐγρήγορσιν τούς πιστούς. Ὡς ἐκ τούτου τό Ἰδοῦ ὁ νυμφίος λέγεται εἰς τά μεσονυκτικά παντός τοῦ ἐνιαυτοῦ καί οὐχί μόνον κατά τάς πρώτας ἡμέρας τῆς Μ. Ἑβδομάδος. Γίνεται οὕτω πως σύγχυσις μεταξύ τοῦ νυμφίου τῆς παραβολῆς καί τοῦ Νυμφίου τῆς Ἐκκλησίας τοῦ ιε΄ἀντιφώνου τῆς ἀκολουθίας τῶν ἁγίων Παθῶν (ὄρθρος τῆς ἁγίας καί Μεγάλης Παρασκευῆς). Ὑπάρχει δέ καί ἀνακολουθία. Δεδεμένος καί ἐν πορφύρα καί μετά ἀκανθίνου στεφάνου ὡράθη ὁ Κύριος εἰς τό πραιτώριον τό πρωΐ πρωΐ τῆς Μεγ. Παρσκευῆς καί οὐχί τῆ Μεγ. Δευτέρα. Τότε εἰσήρχετο καί ἐξήρχετο τῆς Ἱερουσαλήμ καταρώμενος ἅμα καί ξηραίνων τήν ἄκαρπον συκῆν. Ὅθεν ξένα ταῦτα καί ἀλλότρια των ἀρχαίων τυπικῶν διατάξεων, ἀλλά γε καί τοῦ πνεύματος τῶν ἡμερῶν» (Τυπικόν τοῦ ὁσίου καί θεοφόρου πατρός ἡμῶν Σάββα τοῦ ἡγιασμένου, διορθωθέν μέθ’ὅσης ἐπιμελείας καί ὑπομνηματισθέν τό κατά δύναμιν ὑπό ἀρχιμ. Δοσιθέου ἡγουμένου τῆς Ἱερᾶς Σταυροπηγιακῆς Μονῆς Παναγίας Τατάρνης, ἔκδοσις Ἱερᾶς Μονῆς τῆς Παναγίας Τατάρνης, σελ. 380, ὑποσημείωση 4)
β) Η Εικόνα του νυμφίου και η περιφορά της. Γιατί λοιπόν αυτή η μετάθεση; Γιατί αυτή η βαρύτητα στον όρθρο; Μα για να παρακολουθεί ο κόσμος τα νεωτερίστικα εφευρήματα όπως την έξοδο του Εσταυρωμένου και την Αποκαθήλωση ή για να ψάλει τα εγκώμια την Μ. Παρασκευή το βράδυ, να προλάβει να κοινωνήσει το Σάββατο, πριν τα ψώνια του, και να προετοιμαστεί για το ταξίδι του. Και γιατί και ο Όρθρος της Μ. Δευτέρας βράδυ; Μα για να παρακολουθήσουμε την έξοδο του νυμφίου, της εικόνος δηλαδή που είθισται στις ενορίες με στόμφο και καμάρι να περιφέρουμε εντός του Ναού κατά την ψαλμωδία του αντιστοίχου τροπαρίου ή, σε πολλούς πλέον Ναούς, την έξοδο όχι της εικόνος αλλά του ολόσωμου αγαλματιδίου. 
γ) Παράλειψη το Ψαλτηρίου. Ένα λάθος που δεν αφορά βέβαια μόνον την Μεγάλη Εβδομάδα αλλά όλο τον λειτουργικό κύκλο του χρόνου και όλες τις Ιερές ακολουθίες. Το ψαλτήρι, η βάση της λειτουργικής ζωής, έχει πέσει σε πλήρη αχρησία. Ενώ θα έπρεπε να αναγιγνώσκεται κατά την διάρκεια των ιερών ακολουθιών ολόκληρο άπαξ της εβδομάδος τον υπόλοιπό χρόνο, δις της εβδομάδος κατά την Μ. Τεσσαρακοστή και άπαξ την Μ. Εβδομάδα ως και την Τετάρτη οπότε σχολάζει μέχρι την Κυριακή του Θωμά (αυτό το σχολάζει είναι και το μόνο που τηρείται απαρεγκλίτως) βρίσκεται, στην καλύτερη των περιπτώσεων και αν βρίσκεται, ερμητικά κλειστό στα ντουλάπια του αναλογίου. 
Ακόμα και το τυπικό του Βιολάκη το περιλαμβάνει κανονικά και όμως καμιά διάθεση για επαναφορά στην τάξη! Μάλιστα σε υποσημείωση του τυπικού γράφονται τα εξής «Συνήθως παραλείπεται το Ψαλτήριον τῆς ἡμέρας ἐν ταῖς πλείσταις τῶν Ἱερῶν Ἐκκλησιῶν κα΄τα τούς ὄρθρους τούτους, εἴτε χάριν τῆς συντομίας εἴτε καί διότι είσί πέντε Καθίσματα ὡρισμένα καθ’ἑκάστην ταῶν τριῶν πρώτων ἡμερῶν τῆς Μ. Ἑβδομάδος, καί ἀναγιγνώσκεται ιδιαιτέρως τό πρωΐ ὑπό τοῦ Ἱερέως» (σελ.354-355). Και αφήνοντας ασχολίαστο το κατά πόσο ωφέλιμη αλλά και το κατά πόσο τηρείται η τάξη αυτή, να αναγιγνώσκει δηλαδή μόνος του ο ιερέας το Ψαλτήρι διαβάζουμε παρακάτω μια πολύ εύκολη και διακριτική λύση ώστε τουλάχιστον να μην κατακρημνίζεται ο σκελετός και η όλη διάρθρωση της ακολουθίας του όρθρου γενικώς αλλά και ειδικώς τη Μεγάλη εβδομάδα: 
…ἀλλ’ εὐχῆς ἔργον ἐστίν ἵνα ἀναγινώσκεται μέρος τουλάχιστον τῶν πέντε Καθισμάτων εἰς ἀκρόασιν καί τοῦ λαοῦ, καθ’ὅσον μάλιστα τό Ψαλτήριον ἐθεωρήθη ἀνέκαθεν ἡ βάσις τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἡμῶν προσευχῶν καί ἡ ἐπιούσιος πνευματική τροφή ἑκάστου χριστιανοῦ, ὡς ἐσημειώθη ἐν τῆ προθεωρία” (σελ.355). 
Ας προσπαθήσουμε λοιπόν όλοι να επιστρέψουμε στην ανόθευτη λειτουργική παράδοση που αποτελεί και συνέχεια αλλά και βάση της όλης πνευματικής ζωής. Ας μη νοθεύουμε μα αλλότριο πυρ το καθαρό πυρ της Θεοπατροπαράδοτης Παραδόσεως. Δεν είναι τα καινοτόμα εφευρήματα αυτά που κάτι έχουν να δώσουν στους πιστούς, δεν είναι η γαρνιτούρα αυτή που χορταίνει, αλλά η βίωση της λιτότητος, της απλότητος, της ταπείνωσης.

Μεγάλη εβδομάδα στο Άγιο Όρος-Μονή Γρηγορίου 1977



Μεγάλη εβδομάδα στο Άγιο Όρος-Μονή Γρηγορίου 1977  
Μητροπ. πρ. Ν. Ζηλανδίας Ιωσήφ.


Μονή Γρηγορίου, Σάββατο του Λαζάρου 1977, απόγευμα. Πάστρα στο Μοναστήρι. Σκούπες, φασίνες, νερά, χέρια γρήγορα, προσεχτικά, ορεξάτα. Καθολικό, αυλές, τράπεζα, αρχονταρίκι, συνοδικό, όλα λάμπουν. Και μυρτιές άφθονες. -Ευλογείτε!. . . -Ό Κύριος!. . . Καλή αγρυπνία!. . . Από απόψε καί όλες τίς μέρες, μέχρι την «κλητή καί αγία ήμερα, τή μία τών Σαββάτων», κάθε βράδυ αγρυπνία! Ή Εβδομάδα είναι μεγάλη από κάθε έποψη. . . Υπάρχει καί Δεσπότης στο Μονα­στήρι. Ό Πισιδίας Ιεζεκιήλ, ό από Αυστραλίας, άνθρωπος της προσευχής καί της αγάπης, καλογηρικός, ταπεινός, άξιόθεος. Συναγωνισμός ανάμεσα στα παλαιότερα γεροντάκια, ποιος να κρα­τήσει την ώα του μανδύα του. Υποχω­ρούν όλοι στον αγιασμένο γερο-Ήσύχιο. Σ’ όλη την αγρυπνία ό ηλικιωμένος Επί­σκοπος στέκεται όρθιος στο Δεσποτικό, ήσυχος, πράος καί βλογημένος, Πανη­γυρική κωδωνοκρουσία σε τρεις στά­σεις. «Δόξα τη αγία καί Όμοουσίφ καί Ζωοποιώ καί Άδιαιρέτω Τριάδι. . . ». Αρχί­ζει ή Αγρυπνία.

Αρχίζει ή μεγάλη πορεία της Μεγάλης Εβδομάδος. Ευφρόσυνα, χαρούμενα, πανηγυρικά. Αρχίζει καί ή εναγώνια ευθύνη καί αναμφισβήτητη εξουσία του Τυπικάρη, στον οποίο υπο­χρεούνται να υποτάσσονται, κάνοντας αδιάκριτη υπακοή, όλοι, από τους ψάλ­τες, κανονάρχους, διάκους, παπάδες, ηγούμενο, μέχρι και τον Αρχιερέα. Ό Τι­μόθεος θα τα καταφέρει περίφημα μέχρι τέλους. Είναι δήλιος κολυμβητής στις θάλασσες του μοναστηριακού τυπικού. . . Στό δεξιό χορό ό καλλικέλαδος παπα-Παντελεήμων ό Κάρτσωνας, το άηδονάκι της Αγίας Αννας. Στήν ενάτη έδωσε τον καλλίτερο εαυτό του. Ακούγοντας το «Θεός, Κύριος καί έπέφανεν ήμίν. Συστήσασθε έορτήν καί άγαλλόμενοι δεύτε μεγαλύνωμεν Χριστόν μετά βαΐων καί κλάδων.» δεν ξέρεις αν είσαι στη γη ή έχεις αρπαγή με τον Παύλο στον τρί­το ουρανό. Ευλογούνται τα βάγια καί μοιράζονται στους πατέρες. Όλοι θα τα κρατούν στο χέρι μέχρι τέλους της λει­τουργίας. Τα «νικητικά κατά των παθών σύμβολα», κατά τον μεγάλο Αγιορείτη Νικόδημο. . .

Οί Εκκλησιαστικοί, μεγαλοπρεπείς μέσα στους μαύρους μανδύες τους, σκορπίζουν βάγια σ’ όλο το ναό, στη λιτή, στον έξωνάρθηκα. «Εξέλθετε έθνη, εξέλθετε καί λαοί..». Ευωδιά δάφνης ελληνοπρεπούς στα πόδια του Εισερχομένου στην Αγία Πόλι επί πώλου όνου Βασιλέως των όλων… Γίνεται καί χειροτονία Διακόνου. Το καλογέρι των Καρτσωναίων, ό Χρυσόστομος. Στήν τράπεζα συνεχίζεται ή μυσταγωγία. Καμπάνες, διβάμβουλα, κατζία, με τον ποτάμιο μανδύα του ό Άρχιερεύς, τον πορφυρούν καί περίχρυσον, με ανάγνωση πατερική (ή ανάγνωση είναι ή μεγαλύτερη αυθεντία εν Άγίω Όρει: «Το είπε ή άνάγνωσις!…» έλεγαν οι παλαιοί, πού θα πει: Roma locuta,causa finita), με Ύψωση της Παναγίας, με προσφώνηση του Ηγουμένου καί ομιλία του Δεσπότη, Στό τέλος ό Γέροντας του νεοχειροτόνητου μοιράζει σ’ όλους από ένα ρινόμακτρο αντί μπομπονιέρας. Παλαιό αγιορείτικο έθιμο, για νάχουν να σκουπίζουν οί πατέρες τα καρδιοστάλακτα δάκρυα της κατανύξεως και τα γλυκερά καί παραμυθητικά του χαροποιού πένθους… Εν όψει των ήμερων του Πάθους ξεχωριστά χρήσιμο. . .

Ή Ακολουθία του Νυμφίου σεμνή, αργόσυρτη, προσεγμένη, χωρίς μελο­δραματικές εξάρσεις, χωρίς δυτικόφερτα μαύρα καί μενεξελιά χρώματα σε άμφια καί καλύμματα. Το κατά Θεόν πέν­θος, το χαροποιό, είναι διαφορετικό από το κοσμικό. Ούτε από κρέπια εξαρτάται, οϋτε από πλερέζες, οϋτε από χρώματα. Είναι υπόθεση καρδιάς, εσωτερική, μυ­στική. Αλλωστε οί Μοναχοί μια φορά τα φόρεσαν τα μαύρα και δια βίου.

Η Πρωινή ακολουθία της Μεγάλης Δευτέρας. Ώρες καί ατέλειωτα ευαγγε­λικά αναγνώσματα. Το βράδυ πανηγυρι­κός εσπερινός, άνοιξαντάρια, λιτή, αρτοκλασία, ολονύκτια αγρυπνία! Κά­που μπερδεύομαι. Τη Μεγάλη Τρίτη πέ­φτει ή γιορτή του Ευαγγελισμού! Τάχει αυτά το αδιόρθωτο Ιουλιανό ημερολό­γιο. Φέτος (2007) τα πράγματα θάν’ακόμα πιο μπερδεμένα. Ό Ευαγγελι­σμός πέφτει το Μέγα Σάββατο. Στό Αγιον Όρος δεν ισχύει ή ξεκάθαρη πρό­βλεψη του Τυπικού (περίπτωση ΚΓ’, § 69) πού διακελεύεται πώς αν συμπέσει ή εορτή τη Μ. Παρασκευή ή Μ. Σάββατο μετατίθεται για το Πάσχα, αλλά γιορτά­ζεται... ανήμερα! Κουβάρι σωστό, όλο-μπέρδευτο, καί ώδε εστίν ή σοφία των τυπικάρηδων να το ξεμπερδέψουν, χω­ρίς ούτε το πενθηρόν της εις Αδου Κα­θόδου να λυμανθή, αλλά οϋτε καί το χαρμόσυνο καί πανηγυρικό του κεφα­λαίου της σωτηρίας ημών να περιορισθή. Χαίρομαι κατάβαθα πού με το διορ­θωμένο ημερολόγιο δεν μας προκύ­πτουν τέτοιες συμπτώσεις. Καθημερινά οι περισσότερες ώρες περνούν μέσα στο ναό.

Οι ακολουθίες είναι σχοινοτενείς, τα αλλεπάλληλα ευαγγελικά αναγνώσματα ατέλειωτα. Το σώμα κουρασμένο καί από την άλαδία καί μονοφαγία, καταπονείται, αλλά έρχεται ή παράκληση του Παρακλήτου καί ή γλυκύτατη κατάνυξη. Βιώνεται έντονα το «Πόσον την βιοτικήν άποθώμεθα μέρίμναν, ως τον Βασιλέατων όλων ύποδεξόμενοι...». Τη Μεγάλη Πέμπτη ή Ακολουθία των Άχραντων Παθών έχει κάτι το μοναδι­κό. Τα λυρικότατα αντίφωνα ψάλλονται αργά, σεμνά, από νηστεμένα στόματα, καί ή ψυχή τα ρουφά σαν σφουγγάρι. Γλυκά δάκρυα έρχονται σ’ όλους. Κά­ποτε ένας Εβραίος έμπορος Θεσσαλο­νικιός πού εξυπηρετούσε το Μοναστή­ρι, βρέθηκε τέτοιες μέρες εδώ. Ακού­γοντας τους ύμνους πού στηλίτευαν τα κατά του Χριστού ανδραγαθήματα των παλαιών εκείνων Εβραίων έπεσε κάτω ξερός, λιπόθυμος. Όταν τον συνέφε­ραν είδαν κι έπαθαν να του δώσουν να καταλάβη ότι οί ύμνοι δεν γράφτηκαν γι’ αυτόν προσωπικά.

Παλαιότερα στο Όρος δεν λιτανευόταν μετά το πέμπτο ευαγγέλιο της Ακολουθίας των Άχρα­ντων Παθών ό Εσταυρωμένος. Απλού­στατα ό εκκλησιαστικός έφερνε κι έβα­ζε στο προσκυνητάρι την ιερά εικόνα της Σταυρώσεως. Όπως καί δεν γινό­ταν, βέβαια, ή λεγομένη Άποκαθήλωσις (οϋτε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο γί­νεται μέχρι σήμερα). Τώρα, άλλοι παπάδες ήρθανε κι άλλα χαρτιά βα­στούσανε... Ή Μεγάλη Παρασκευή δεν έχει τί­ποτε από το δραματικό στοιχείο καί τις φιοριτούρες πού παρεισέφρυσαν τα τε­λευταία χρόνια οτήν πραξη των ενοριών. Όλα λιτά, δωρικά, μοναχοπρεπή. Ένα απλό τραπέζι στο κέντρο του ναού, χω­ρίς κουβούκλιο, με τον υφασμάτινο επι­τάφιο (αέρα) καί το ιερό Ευαγγέλιο, την «δια χάρτου καί μέλανος» εικόνα του Χριστού καί λίγα άνθη, πού τα μαζέψαμε το πρωί από τη γειτονική ρεματιά, μο­ναχοί μαζί καί προσκυνητές, είναι όλος κι όλος ό Επιτάφιος. Στό νου έρχεται ό ανεπανάληπτος, αριστουργηματικός στην απλότητα του βυζαντινός Επιτά­φιος του Καντακουζηνού (1354) της Μονής Βατοπεδίου. . .

Ή ακολουθία είναι μακρύτερη. Κανένας δε βιάζεται. Ύπνεΐ ή ζωή. Ό Βασιλεύς κεκοίμηται. Κάθε σκίρτημα γήινο, λοιπόν, καταστέλλεται. Μόνο ή καρδιά, γεμάτη χαρμολύπη, αγρυπνεί με αδιάλειπτη προσευχή, κα­θώς ό θείος Έρωτας της καθεύδει. Όταν οί δύο χοροί μαζί με κορυφαίους τον Δαμασκηνό, τον Ύπάτιο καί τον παπα-Μελέτιο ψάλλουν το «Σέ τον αναβαλλόμενον το φως ώσπερίμάτιον», κι οί πέτρες ραγίζουν. Οί πατέρες δυσκο­λεύονται να κρύψουν τα συναισθήματα τους. Ή περιφορά του Επιταφίου γίνεται γύρω από το Καθολικό, με κηροδοσία, ψαλλομένου του «Τον ήλίον κρύψαντα τάς ιδίας ακτίνας. . . » Φέρεται πάνω στα άσκεπη κεφάλια τεσσάρων σεπτών ιερομόναχων με επικεφαλής τον ηγού­μενο, ό όποιος καί κρατά πάνω στο στήθος του με το δεξί του χέρι το ιερό Ευαγγέλιο. Κατά την επάνοδο στο ναό ό γερο-Δαμιανός ό οικονόμος, κατανενυγμένος σαν παιδί, αυτός ό ζόρικος, ό φωνακλάς Αρβανίτης, με δάκρυα στα μάτια, ραντίζει με ροδόσταμο τους πάντες, ευχόμενος «Καλή Ανάσταση».

Το Μέγα Σάββατο ή Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου, με όλα τα Παλαιοδιαθηκικά αναγνώσματα, το «Ανάστα ό Θεός» από τον σεβάσμιο Ηγούμενο Γε­ώργιο πού μας ραίνει με δάφνες, χαρμό­συνη κωδωνοκρουσία, ατμόσφαιρα χα­ρούμενη. ‘Αλάδωτη τράπεζα κι ύστερα διαβάζονται εν τοις κελλίοις οι Πράξεις.

Σεβασμιώτατου Μητροπολίτου πρ. Ν. Ζηλανδίας κ. Ιωσήφ 
Πειραική Εκκλησία 2007

Μ. Δευτέρα, Μ. Τρίτη, Μ. Τετάρτη


Μ. Δευτέρα, Μ. Τρίτη, Μ. Τετάρτη 
Schmemann Alexander
Protopresbyter (1921-1983) 
Αὐτὲς οἱ τρεῖς ἡμέρες, τὶς ὁποῖες ἡ Ἐκκλησία ὀνομάζει Μεγάλες καὶ Ἅγιες, ἔχουν, μέσα στὸν λειτουργικὸ κύκλο τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας, ἕναν καθοριστικὸ σκοπό. Τοποθετοῦν ὅλες τὶς ἱερὲς ἀκολουθίες στὴν προοπτική τοῦ Τέλους· μᾶς ὑπενθυμίζουν τὸ ἐσχατολογικὸ νόημα τοῦ Πάσχα. 
Συχνὰ, ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα χαρακτηρίζεται σὰν περίοδος γεμάτη μὲ «ὡραιότατες παραδόσεις» καὶ «ἔθιμα», σὰν ξεχωριστὸ τμῆμα τοῦ ἑορτολογίου μας. Τὰ ζοῦμε ὅλα αὐτὰ ἀπὸ τὴν παιδική μας ἡλικία, σὰν ἕνα ἐλπιδοφόρο γεγονὸς ποὺ γιορτάζουμε κάθε χρόνο, θαυμάζουμε τὴν ὀμορφιὰ τῶν ἀκολουθιῶν, τὶς ἐπιβλητικὲς πομπὲς καὶ προσβλέπουμε μὲ κάποια ἀνυπομονησία στὸ Πασχαλινὸ τραπέζι… Καὶ ὕστερα, ὅταν ὅλα αὐτὰ τελειώσουν, ξαναρχίζουμε τὴν κανονική μας ζωή. 
Ἀλλὰ, ἄραγε, καταλαβαίνουμε πὼς, ὅταν ὁ κόσμος ἀρνήθηκε τὸν Σωτήρα του, ὅταν ὁ Ἰησοῦς «ἤρξατο ἀδημονεῖν» καὶ ἔλεγε: «περίλυπος ἐστὶν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου» καὶ ὅταν πέθανε στὸ Σταυρό, τότε ἡ «κανονικὴ ζωή» σταμάτησε; Δὲν εἶναι πιὰ δυνατὸν νὰ ὑπάρξει «κανονικὴ ζωή», γιατί ἀκριβῶς, αὐτοὶ ποὺ φώναζαν «Σταὺρωσον Αὐτόν!», αὐτοὶ ποὺ Τὸν ἔφτυναν καὶ Τὸν κάρφωναν στὸ Σταυρὸ, ἦταν… «κανονικοὶ ἄνθρωποι». Τὸν μισοῦσαν καὶ Τὸν σκότωσαν, ἀκριβῶς γιατί τοὺς τάραξε, τοὺς χάλασε τὴν «κανονική» ζωή τους. Καὶ ἦταν, πραγματικὰ, ἕνας τέλεια «κανονικός» κόσμος, αὐτὸς ποὺ προτίμησε τὸ σκοτάδι καὶ τὸ θάνατο ἀπὸ τὸ φῶς καὶ τὴ ζωή… Μὲ τὸ θάνατο, ὅμως, τοῦ Χριστοῦ, ὁ «κανονικός» κόσμος καὶ ἡ «κανονικὴ» ζωὴ καταδικάστηκαν ἀμετάκλητα. Ἢ μᾶλλον, θὰ λέγαμε, ὅτι ἀποκαλύφθηκε ἡ ἀληθινή, ἡ ἀνώμαλη φύση τους, ἡ ἀνικανότητά τους νὰ δεχθοῦν τὸ Φῶς· ἀποκαλύφθηκε ἡ τρομερὴ δύναμη τοῦ κακοῦ μέσα τους. «Νῦν κρίσις ἐστὶν τοῦ κόσμου τούτου· νῦν ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου ἐκβληθήσεται ἔξω» (Ἰω. 12, 31). 
Τὸ Πάσχα σημαίνει τὸ τέλος «αὐτοῦ τοῦ κόσμου». Μὲ τὸ Θάνατο καὶ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ συντελέστηκε αὐτὸ τὸ τέλος, ποὺ μπορεῖ νὰ διαρκέσει ἑκατοντάδες αἰῶνες, χωρὶς νὰ ἀλλοιώνει τὴ φύση τοῦ χρόνου, τὸν ὁποῖο ζοῦμε σὰν «ἔσχατο καιρό». «Καὶ οἱ χρώμενοι τῷ κόσμῳ τούτῳ ὡς μὴ καταχρώμενοι· παράγει γὰρ τὸ σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου» (Α΄ Κορ. 7, 31). 
Ἡ λέξη Πάσχα σημαίνει πέρασμα, διάβαση. Ἡ γιορτὴ τῆς Διάβασης (Πάσχα) ἦταν γιὰ τοὺς Ἑβραίους ἡ ἐτήσια ἀνάμνηση ὅλης τῆς ἱστορίας τῆς σωτηρίας τους· τῆς σωτηρίας σὰν πέρασμα ἀπὸ τὴ σκλαβιὰ τῶν Αἰγυπτίων στὴν ἐλευθερία, ἀπὸ τὴν ἐξορία στὴ γῆ τῆς ἐπαγγελίας. Ἦταν, ἐπίσης, ἡ προσδοκία τῆς τελικῆς διάβασης στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἔγινε ἡ ἐκπλήρωση αὐτοῦ τοῦ Πάσχα, ἔγινε τὸ Πέρασμα. Αὐτὸς πραγματοποίησε τὴν τελικὴ διάβαση ἀπὸ τὸ θάνατο στὴ ζωὴ, ἀπὸ τοῦτο τὸν «παλαιὸ κόσμο» στὸν «καινὸ κόσμο», στὸν «καινὸ χρόνο» τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ὁ Χριστὸς ἔδωσε καὶ σέ μᾶς τὴ δυνατότητα γιὰ μία τέτοια διάβαση. Ζώντας «ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ», μποροῦμε ταυτόχρονα νὰ μὴν εἴμαστε «ἐκ τοῦ κόσμου τούτου», δηλαδὴ νὰ ἐλευθερωθοῦμε ἀπὸ τὴ σκλαβιὰ στὸ θάνατο καὶ τὴν ἁμαρτία καὶ νὰ συμμετέχουμε στὸν «ἐπερχόμενο αἰῶνα». Γιὰ νὰ γίνει αὐτὸ, θὰ πρέπει καὶ ἐμεῖς ἐπίσης νὰ πραγματοποιήσουμε τὴ δική μας, τὴν προσωπικὴ διάβαση · νὰ καταδικάσουμε τὸν παλαιὸ Ἀδὰμ μέσα μας, νὰ «ἐνδυθοῦμε» τὸν Χριστὸ - αὐτὸ δηλαδὴ, ποὺ γίνεται στὸ βάπτισμα μὲ τὴν τριπλῆ κατάδυση καὶ ποὺ εἶναι σύμβολο θανάτου - καὶ νὰ ζήσουμε τὴν ἀληθινὴ ζωὴ ἐν Θεῷ… 
Μόνον ἔτσι, τὸ Πάσχα δὲν γίνεται μία ἐτήσια ἀνάμνηση - ἱεροπρεπὴς καὶ ὡραῖα - γεγονότων τοῦ παρελθόντος. Ἀλλὰ εἶναι τὸ Γεγονὸς, πού μᾶς προσφέρθηκε καὶ ἀποτελεσματικά μᾶς ἀποκαλύπτει, ὅτι ὁ παρὼν κόσμος μας, ὁ χρόνος μας, ἡ ζωή μας ἔφτασαν στὸ Τέλος τους καὶ ταυτόχρονα μᾶς ἀναγγέλλει τὴν Ἀρχὴ τῆς νέας ζωῆς… 
Οἱ τρεῖς, λοιπόν, πρῶτες ἡμέρες τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας ἔχουν σὰν σκοπὸ νὰ μᾶς παρουσιάσουν, σὰν πρόκληση, αὐτὸ τὸ ἐσχατολογικὸ νόημα τοῦ Πάσχα καὶ νὰ μᾶς προετοιμάσουν νὰ τὸ καταλάβουμε καὶ νὰ τὸ ἀποδεχτοῦμε.Ἡ ἐσχατολογικὴ αὐτὴ πρόκληση ἀποκαλύπτεται πρῶτα-πρῶτα μὲ τὸ κοινὸ, καὶ γιὰ τὶς τρεῖς ἡμέρες, τροπάριο: 
«Ἰδοὺ, ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτὸς καὶ μακάριος ὁ δοῦλος, ὅν εὐρήσει γρηγορούντα, ἀνάξιος δὲ πάλιν, ὅν εὐρήσει ραθυμούντα. Βλέπε οὖν ψυχή μου, μὴ τῷ ὕπνῳ κατενεχθῇς, ἴνα μὴ τῷ θανάτῳ παραδοθῇς καὶ τῆς Βασιλείας ἔξω κλεισθῇς · ἀλλὰ ἀνάνηψον κράζουσα· Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος εἶ ὁ Θεὸς, διὰ τῆς Θεοτόκου ἐλέησον ἡμᾶς»
Τὸ «μέσον τῆς νυκτός» (μεσονύκτιο) εἶναι ἡ στιγμὴ, κατὰ τὴν ὁποία ἡ ἡμέρα φτάνει στὸ τέλος της καὶ μία νέα ἡμέρα ἀρχίζει. Ἀκριβῶς γι’ αὐτὸ, τὸ μεσονύκτιο γίνεται τὸ σύμβολο τοῦ χρόνου, στὸν ὁποῖο ζοῦμε σὰν χριστιανοί. Γιατί ἡ Ἐκκλησία, ἀπὸ τὴ μία πλευρὰ, ζεῖ μέσα σ’ αὐτὸ τὸν κόσμο, συμμετέχοντας στὶς ἀδυναμίες του καὶ σ’ ὅλες τὶς τραγωδίες. Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ, ἡ ἀληθινή της ὕπαρξη δὲν εἶναι «ἐκ τοῦ κόσμου τούτου», γιατί εἶναι ἡ Νύμφη τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ ἀποστολὴ της εἶναι νὰ ἀναγγείλει καὶ νὰ ἀποκαλύψει τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν «καινὴ ἡμέρα». Ἡ ζωὴ της εἶναι μία αἰώνια ἀναμονή, μία συνεχὴς καὶ ἄγρυπνη προσδοκία αὐτῆς τῆς νέας Ἡμέρας… Ἀλλὰ ἐμεῖς ξέρουμε πολὺ καλὰ, πόσο ἰσχυρὸς εἶναι ὁ δεσμός μας μὲ τὴν «παλαιὰ ἡμέρα», μὲ τὸν κόσμο, μὲ τὰ πάθη του καὶ τὶς ἁμαρτίες. Ξέρουμε, πόσο βαθιὰ ἀκόμα ἀνήκουμε στὸν «κόσμο τοῦτο». Εἴδαμε τὸ φῶς, γνωρίσαμε τὸν Χριστό, ἀκούσαμε γιὰ τὴν εἰρήνη, τὴ χαρά, τὴ νέα «ἐν Χριστῷ ζωή» καὶ παρ’ ὅλα αὐτὰ ὁ κόσμος μᾶς κρατάει σκλάβους του. Αὐτὴ ἡ ἀδυναμία, αὐτὴ ἡ συνεχὴς προδοσία τοῦ Χριστοῦ, αὐτὴ ἡ ἀνικανότητα νὰ δώσουμε ὁλόκληρη τὴν ἀγάπη μας στὸ μόνο πραγματικὸ ἀντικείμενο ἀγάπης, ἐκφράζονται τέλεια στὸ ἐξαποστειλάριο τῶν τριῶν αὐτῶν ἡμερῶν: 
«Τὸν νυμφῶνα σου βλέπω, Σωτήρ μου, κεκοσμημένον καὶ ἔνδυμα οὐκ ἔχω, ἴνα εἰσέλθω ἐν αὐτῷ, λάμπρυνόν μου τὴν στολὴν τῆς ψυχῆς, Φωτοδότα, καὶ σῶσον με» Τὸ ἴδιο θέμα παρουσιάζεται στὰ Εὐαγγελικὰ ἀναγνώσματα αὐτῶν τῶν ἡμερῶν. Πρῶτα ἀπ’ ὅλα, ὁλόκληρο τὸ κείμενο τῶν τεσσάρων Εὐαγγελίων (ὡς τὸ Ἰω. 13, 31) διαβάζεται στὶς Ὧρες (πρώτη, τρίτη, ἕκτη καὶ ἐννάτη). Αὐτὴ ἡ ἀνακεφαλαίωση δείχνει, ὅτι ὁ Σταυρὸς εἶναι ἡ ὁλοκλήρωση τῆς ζωῆς καὶ τῆς διακονίας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Δίνει τὸ κλειδὶ γιὰ τὴ βαθύτερη κατανόηση αὐτῆς τῆς ζωῆς. Καθετὶ στὸ Εὐαγγέλιο ὁδηγεῖ σ’ αὐτὴ τὴν ἔσχατη ὧρα τοῦ Ἰησοῦ καὶ ὅλα γίνονται κατανοητὰ μέσα σ’ αὐτὸ τὸ φῶς. Γι’ αὐτὸ, κάθε ἀκολουθία αὐτῶν τῶν ἡμερῶν ἔχει εἰδικὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα: 
Μεγάλη Δευτέρα 
Στὸν Ὄρθρο, διαβάζεται ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ματθαίου (21, 18- 43) ἡ ἱστορία τῆς «ξηρανθείσης συκῆς». Ἡ συκιὰ ἐδῶ εἶναι τὸ σύμβολο τοῦ κόσμου, ποὺ δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ φέρει πνευματικοὺς καρποὺς καὶ ἀπέτυχε ν’ ἀνταποκριθεῖ στὸ Δημιουργό του. 
Στὴν Ἀκολουθία τῶν Προηγιασμένων Δώρων, διαβάζονται ἀπὸ τὸ 24ο κεφάλαιο τοῦ Ματθαίου οἱ στίχοι 3-35, οἱ ὁποῖοι ἀναφέρονται στὰ σημεῖα τῆς ἔλευσης τοῦ Κυρίου καὶ τῆς συντέλειας τοῦ κόσμου. Εἶναι μία ἐσχατολογικὴ ἀπάντηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ στὴν ἐρώτηση τῶν μαθητῶν Του καὶ προαναγγέλλει τὸ Τέλος, τὰ Ἔσχατα. «Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δὲ λόγοι μου οὐ μὴ παρέλθωσι…». 
Μεγάλη Τρίτη 
Στὸν Ὄρθρο, διαβάζεται ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ματθαίου (22,15-23,39) ἡ καταδίκη τῶν Φαρισαίων. Τὰ πολλὰ «οὐαί» γιὰ τὴν τυφλὴ καὶ ὑποκριτικὴ θρησκεία αὐτῶν, οἱ ὁποῖοι νομίζουν, ὅτι εἶναι ἀρχηγοὶ τῶν ἀνθρώπων καὶ τὸ φῶς τοῦ κόσμου ἀλλὰ στὴν οὐσία «κλείουν τὴν Βασιλείαν τῶν οὐρανῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων…». 
Στὴν Ἀκολουθία τῶν Προηγιασμένων Δώρων, συνεχίζεται ἡ ἀνάγνωση ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ματθαίου, στὰ κεφάλαια 24 (36) 25 καὶ 26 (2). Καὶ ἐδῶ πάλι, γίνεται λόγος γιὰ τὰ Ἔσχατα, γιὰ τὸ Τέλος. Γι’ αὐτὸ μιλοῦν καὶ οἱ παραβολὲς, ποὺ χαρακτηρίζονται «παραβολὲς τῶν Ἐσχάτων». Εἶναι ἡ παραβολὴ τῶν δέκα παρθένων. «Πέντε ἐξ αὐτῶν ἦσαν φρόνιμοι» καὶ εἶχαν πάρει μαζὶ μὲ τὶς λαμπάδες τους καὶ ἀρκετὸ λάδι, «πέντε ἦσαν μωραί», οἱ λαμπάδες τους ἔσβυσαν καὶ δὲν ἔγιναν δεκτὲς στὸ γαμήλιο δεῖπνο. Ἡ ἄλλη παραβολὴ εἶναι τῶν ταλάντων. Δὲν χρησιμοποιοῦνται τὰ τάλαντα, ποὺ ἔδωσε στὸν καθένα ὁ Κύριος. «…Γρηγορεῖτε οὖν, ὅτι οὐκ οἴδατε τὴν ἡμέραν οὐδὲ τὴν ὧραν ἐν ᾗ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεται». Καὶ τέλος, διαβάζουμε γιὰ τὴν ἡμέρα τῆς μέλλουσας κρίσης. 
Μεγάλη Τετάρτη 
Στὸν Ὄρθρο, τὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα εἶναι ἀπὸ τὸν Ἰωάννη (12, 17-50). Ἀναφέρεται σ’ αὐτοὺς ποὺ ἀρνήθηκαν τὸν Χριστὸ καὶ κάνει τὴν ἐσχατολογικὴ προειδοποίηση: «Νῦν κρίσις ἐστὶ τοῦ κόσμου… Ὁ ἀθετῶν ἐμὲ καὶ μὴ λαμβάνων τὰ ρήματά μου, ἔχει τὸν κρίνοντα αὐτὸν· ὁ λόγος ὅν ἐλάλησα, ἐκεῖνος κρίνει αὐτὸν ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ». 
Στὴν Ἀκολουθία τῶν Προηγιασμένων Δώρων, διαβάζεται στὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ματθαίου (26, 6-16) ἡ ἱστορία τῆς γυναίκας, ποὺ μὲ πολύτιμα μύρα ἔλουσε τὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Αὐτὴ ἡ γυναίκα, μὲ τούτη τὴν πράξη της, εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς ἀγάπης καὶ τῆς μετάνοιας, μοναδικὰ μέσα γιὰ τὴν ἕνωσή μας μὲ τὸν Χριστό.Τὰ Εὐαγγελικὰ ἀναγνώσματα βρίσκουν τέλεια ἑρμηνεία καὶ ἀνάπτυξη στὴν ὑμνολογία αὐτῶν τῶν ἡμερῶν. Τὰ στιχηρὰ καὶ τὰ τριώδια (σύντομοι κανόνες ἀπὸ τρεῖς ὠδὲς, ποὺ ψάλλονται στὸν Ὄρθρο) ἀναλύουν τὰ Εὐαγγελικὰ νοήματα. Μία προειδοποίηση, προτροπὴ, διατρέχει ὅλους αὐτοὺς τοὺς ὕμνους: τὸ τέλος, ἡ κρίση ἔρχεται… ἂς προετοιμαστοῦμε ἀνάλογα… 
«Ἐρχόμενος ὁ Κύριος πρὸς τὸ ἑκούσιον Πάθος, τοῖς ἀποστόλοις ἔλεγεν ἐν τῇ ὁδῷ· ἰδοὺ ἀναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα καὶ παραδοθήσεται ὁ Υἱὸς τοῦ ἄνθρωπου, καθὼς γέγραπται περὶ αὐτοῦ. Δεῦτε οὖν καὶ ἡμεῖς κεκαθαρμέναις διανοίαις, συμπορευθῶμεν αὐτῷ καὶ συσταυρωθῶμεν καὶ νεκρωθῶμεν δι’ αὐτὸν ταῖς τοῦ βίου ἠδοναῖς· ἴνα καὶ συζήσωμεν αὐτῷ καὶ ἀκούσωμεν βοῶντος αὐτοῦ· Οὐκέτι εἰς τὴν ἐπίγειον Ἱερουσαλήμ, διὰ τὸ παθεῖν, ἀλλὰ ἀναβαίνω πρὸς τὸν Πατέρα μου καὶ Πατέρα ὑμῶν καὶ Θεόν μου καὶ Θεὸν ὑμῶν. Καὶ συνανυψῶ ὑμᾶς εἰς τὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ, ἐν τῇ Βασιλείᾳ τῶν Οὐρανῶν 
(Στιχηρὸ ἀπὸ τοὺς Αἴνους τοῦ Ὄρθρου τῆς Μεγάλης Δευτέρας).
«Ἰδοὺ σοὶ τὸ τάλαντον ὁ Δεσπότης ἐμπιστεύει, ψυχή μου· φόβῳ δέξαι τὸ χάρισμα, δάνεισαι τῷ δεδωκότι, διάδος πτωχοῖς καὶ κτῆσαι φίλον τὸν Κύριον, ἴνα στῇς ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ, ὅταν ἔλθῃ ἐν δόξῃ καὶ ἀκούσῃς μακαρίας φωνῆς · Εἴσελθε, δοῦλε, εἰς τὴν χαρὰν τοῦ Κυρίου σου. Αὐτῆς ἀξίωσόν με, Σωτήρ, τὸν πλανηθέντα, διὰ τὸ μέγα σου ἔλεος»
(Δοξαστικὸ τῶν Αἴνων στὸν Ὄρθρο τῆς Μεγάλης Τρίτης). 
Στὴ διάρκεια τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς, τὰ δυὸ βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ποὺ διαβάζονται στοὺς Ἑσπερινοὺς εἶναι ἡ Γένεση καὶ οἱ Παροιμίες. Μὲ τὴν ἀρχὴ τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας, ἀντὶ γι’ αὐτὰ, ἔχουμε τὰ βιβλία «Ἔξοδος» καὶ «Ἰώβ», πάλι ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Ἡ Ἔξοδος εἶναι ἡ ἱστορία τῆς σωτηρίας τοῦ Ἰσραήλ, τῆς ἐλευθερίας του ἀπὸ τὴ σκλαβιὰ τῶν Αἰγυπτίων, ἡ ἱστορία δηλαδὴ τῆς Διάβασης τῶν Ἑβραίων. Αὐτὴ ἡ ἱστορία προετοιμάζει καὶ μᾶς νὰ κατανοήσουμε τὴν ἔξοδο τοῦ Χριστοῦ πρὸς τὸν Πατέρα Του, τὴν ὁλοκλήρωση δηλαδὴ τοῦ ἔργου τῆς σωτηρίας μας. Ὁ Ἰώβ, ὁ πολύπαθος, εἶναι ἡ προεικόνιση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Αὐτὰ τὰ ἀναγνώσματα, ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἰὼβ, προαναγγέλλουν τὸ μεγάλο μυστήριο τῶν παθῶν τοῦ Κυρίου, τῆς ὑπακοῆς καὶ τῆς θυσίας Του. 
Ἡ λειτουργικὴ πορεία αὐτῶν τῶν ἡμερῶν ἔχει ἀκόμα τὸ ρυθμὸ τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς. Λέγεται, ἀκόμα, ἡ προσευχὴ τοῦ Ἐφραὶμ τοῦ Σύρου, «Κύριε καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς μου, πνεῦμα ἀργίας, περιεργείας, φιλαρχίας καὶ ἀργολογίας, μὴ μοὶ δῶς. Πνεῦμα δὲ σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς καὶ ἀγάπης χάρισαί μοι τῷ σῷ δούλῳ. Ναὶ, Κύριε Βασιλεῦ, δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τὰ ἐμά πταίσματα καὶ μὴ κατακρίνειν τὸν ἀδελφόν μου· ὅτι εὐλογητὸς εἶ εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν» καὶ γίνονται οἱ ἀνάλογες μετάνοιες. Ἐπίσης, ἔχουμε ἐκτεταμένα ἀναγνώσματα ἀπὸ τὸ Ψαλτήρι καὶ, βέβαια, κάθε πρωὶ τὴν Ἀκολουθία τῶν Προηγιασμὲνων Δώρων, μὲ τοὺς ὕμνους τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς. Βρισκόμαστε ἀκόμα στὴν περίοδο τῆς μετανοίας, γιατί μόνο ἡ μετάνοια μᾶς ἐξασφαλίζει τὴ συμμετοχή μας στὸ Πάσχα τοῦ Κυρίου μας καὶ μᾶς ἀνοίγει τὶς θύρες στὸ Πασχάλιο δεῖπνο. 
Τελικὰ, τὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Τετάρτη, ὅταν ἡ τελευταία πιὰ Ἀκολουθία τῶν Προηγιασμένων Δώρων φτάνει στὸ τέλος, ἀφοῦ τὰ Τίμια Δῶρα ἔχουν μεταφερθεῖ ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα, ὁ ἱερέας λέει, γιὰ τελευταῖα φορᾶ, τὴν προσευχὴ τοῦ Ἁγίου Ἐφραίμ. Σ’ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ σημεῖο, ἡ προετοιμασία φτάνει στὸ τέλος. Ὁ Κύριος μᾶς καλεῖ τώρα στὸ τελευταῖο Του δεῖπνο.

ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΔΕΥΤΕΡΑ - ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΡΙΩΔΙΟΥ


ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΔΕΥΤΕΡΑ  

ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΡΙΩΔΙΟΥ

Την αγία και μεγάλη Δευτέρα θυμόμαστε τον μακάριο και πάγκαλο Ιωσήφ και τη συκιά που την καταράστηκε ο Κύριος και ξεράθηκε.

Από σήμερα αρχίζουν τα άγια Πάθη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, του οποίου προεικόνιση ήταν ο Ιωσήφ και γι’ αυτό παρουσιάζεται πρώτος.

Αυτός ήταν τελευταίος γιος του Ιακώβ από την Ραχήλ· τα ίδια του τα αδέλφια τον φθόνησαν εξαιτίας κάποιων ονείρων που είδε, και πρώτα τον έβαλαν σε ένα λάκκο, και με το ματωμένο ρούχο του εξαπάτησαν τον πατέρα τους ότι τάχα φαγώθηκε από κάποιο θηρίο.

Στη συνέχεια τον πούλησαν στους Ισμαηλίτες για τριάντα αργύρια, και αυτοί πάλι τον πούλησαν στον Πετεφρή, τον αρχιευνούχο του Φαραώ, του βασιλιά της Αιγύπτου.

Η κυρία του, κυριευμένη από παράφορη επιθυμία, επιβουλεύθηκε τη σωφροσύνη τού νέου, όμως εκείνος δεν θέλησε να κάνει την αμαρτία αλλά άφησε τον χιτώνα του στα χέρια της και έφυγε. Εκείνη τον διέβαλε τότε στον κύριό του και ο Ιωσήφ οδηγήθηκε δέσμιος σε σκοτεινή φυλακή.

Αργότερα, αφού εξήγησε τα όνειρα κάποιων βασιλικών καταδίκων, τον έβγαλαν από τη φυλακή και τον παρουσίασαν στον βασιλιά και έγινε κύριος όλης της Αιγύπτου.

Στη συνέχεια με τη διανομή του σιταριού φανερώθηκε στα αδέλφια του, και αφού έζησε ως το τέλος με τρόπο άριστο, πέθανε στην Αίγυπτο, μένοντας, κοντά σε όλα τα άλλα του καλά, ονομαστός για τη σωφροσύνη του.

Αυτός λοιπόν ο Ιωσήφ θεωρείται προεικόνιση του Χριστού, διότι και ο Χριστός φθονείται από τους ομόφυλους Ιουδαίους, και πωλείται από τον μαθητή του για τριάντα αργύρια, και κλείνεται στον μαύρο και σκοτεινό λάκκο, τον τάφο.

Και αφού αναστήθηκε από εκεί αυτεξουσίως, βασιλεύει της Αιγύπτου, δηλαδή εναντίον όλης της αμαρτίας, και τη νικάει κατά κράτος, και γίνεται Κύριος όλου του κόσμου, και μας εξαγοράζει από φιλανθρωπία με τη μυστική σιτοδοσία, καθώς έδωσε τον εαυτό του για χάρη μας και μας τρέφει με ουράνιο άρτο, δηλαδή με τη ζωηφόρο σάρκα του.

Γι’ αυτό λοιπόν τον λόγο παρουσιάζεται σήμερα ο πάγκαλος Ιωσήφ.

Παράλληλα θυμόμαστε την ξεραμένη συκιά, επειδή οι θείοι ευαγγελιστές, ο Ματθαίος και ο Μάρκος, μετά τη διήγηση των Βαΐων μιλάνε γι’ αυτήν.

Ο Μάρκος λέει: «Την επόμενη μέρα, όταν βγήκαν από τη Βηθανία, ο Κύριος πείνασε. Και βλέποντας από μακριά μια συκιά που είχε φύλλα, πλησίασε μήπως βρει τίποτε σ’ αυτήν. Όταν όμως έφτασε κοντά της, δεν βρήκε τίποτε παρά μόνο φύλλα· γιατί δεν ήταν ο καιρός των σύκων. Απευθύνθηκε τότε σ’ αυτήν και της είπε· “Ποτέ πια να μη φάει κανείς καρπό από σένα”» (Μαρκ. 11:12-14).

Και ο Ματθαίος λέει: «Ξαναπηγαίνοντας ο Ιησούς το πρωί στην πόλη, πείνασε. Βλέποντας στον δρόμο μια συκιά, ήρθε κοντά της, αλλά δεν βρήκε τίποτε σ’ αυτή, παρά μόνο φύλλα· και της λέει· “Ποτέ πια να μην ξαναβγάλεις καρπό”. Και αμέσως ξεράθηκε η συκιά» (Ματθ. 21:18-19).

Συκιά λοιπόν είναι η συναγωγή των Ιουδαίων, στην οποία ο Σωτήρας, επειδή δεν βρήκε τον πρέποντα καρπό, παρά μόνο τη σκιά του νόμου, και αυτή την αφαίρεσε από αυτούς και την άφησε εντελώς άχρηστη.

Αν τώρα κάποιος θα ρωτούσε, γιατί το άψυχο δένδρο, που δεν έφταιξε σε τίποτα, έλαβε την κατάρα και ξεράθηκε, ας μάθει αυτός ότι οι Ιουδαίοι, βλέποντας ότι ο Χριστός πάντοτε έκανε ευεργεσίες και ποτέ δεν έκανε σε κανέναν το παραμικρό κακό, νόμιζαν ότι μόνο ευεργετική δύναμη έχει αλλά όχι και τιμωρητική.

Ο Κύριος, καθώς είναι φιλάνθρωπος, δεν θέλησε να δείξει πάνω σε άνθρωπο ότι και αυτό το μπορεί. Για να πείσει λοιπόν τον αχάριστο λαό ότι έχει δύναμη και να τιμωρεί, αλλά ως αγαθός δεν θέλει, τιμώρησε κάτι άψυχο και αναίσθητο.

Υπάρχει όμως και άλλος λόγος, απόκρυφος, που έφτασε σε μας από σοφούς γέροντες, όπως λέει ο άγιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης, ότι το δένδρο της παρακοής των πρωτοπλάστων ήταν συκιά, τα φύλλα της οποίας οι παραβάτες τα χρησιμοποίησαν για να σκεπάσουν τη γυμνότητά τους. Γι’ αυτό και ο Χριστός την καταράστηκε να μην κάνει ποτέ πια καρπό που θα είναι αιτία αμαρτίας.

Και είναι φανερό ότι η αμαρτία έχει κάποια ομοιότητα με τη συκιά, διότι όπως ο καρπός της είναι γλυκός και κολλάει και προκαλεί τραχύτητα και τσούξιμο, έτσι και η αμαρτία έχει την ηδονή, την κολλητικότητα και έπειτα τις τύψεις της συνειδήσεως.

Ωστόσο οι άγιοι πατέρες έβαλαν εδώ την ιστορία της συκιάς για κατάνυξη, όπως έβαλαν και τον Ιωσήφ επειδή είναι προτύπωση του Χριστού.

Και συκιά είναι κάθε ψυχή που δεν έχει κανέναν πνευματικό καρπό· στην οποία ο Κύριος το πρωί, δηλαδή στην παρούσα ζωή, δεν βρίσκει ανάπαυση, και έτσι την καταριέται και την ξεραίνει και την στέλνει στην αιώνια φωτιά.

Με τις πρεσβείες του παγκάλου Ιωσήφ, Χριστέ, Θεέ μας, ελέησέ μας. Αμήν.

Διασκευή για την Κ.Ο. του κειμένου του Τρωδίου με τη βοήθεια και της μετάφρασης του αγίου Αθανασίου του Παρίου που περιέχεται στο βιβλίο Νέον Λειμωνάριον, Βενετία 1819, σελ. 295.

Κυριακή 28 Απριλίου 2024

ΜΕΓΑΛΗ ΔΕΥΤΕΡΑ - Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός

 

ΜΕΓΑΛΗ ΔΕΥΤΕΡΑ 
ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΡΘΡΟΝ 
Τροπάριον τοῦ Νυμφίου
Ἦχος πλ. δ'
(ἐκ τρίτου)
δοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός, καὶ μακάριος ὁ δοῦλος, ὃν εὑρήσει γρηγοροῦντα, ἀνάξιος δὲ πάλιν, ὃν εὑρήσει ῥαθυμοῦντα. Βλέπε οὖν ψυχή μου, μὴ τῷ ὕπνῳ κατενεχθής, ἵνα μῄ τῷ θανάτῳ παραδοθῇς, καὶ τῆς βασιλείας ἔξω κλεισθῇς, ἀλλὰ ἀνάνηψον κράζουσα· Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος εἶ ὁ Θεός, διὰ τῆς Θεοτόκου ἐλέησον ἡμᾶς.

 

Τῌ ΚΥΡΙΑΚῌ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ ΕΙΣ ΤΟ ΑΠΟΔΕΙΠΝΟΝ



ΤΡΙΩΔΙΟΝ 
Τῌ ΚΥΡΙΑΚῌ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ ΕΣΠΕΡΑΣ 
ΕΙΣ ΤΟ ΑΠΟΔΕΙΠΝΟΝ 
Ὁ Κανών, Ποίημα Ἀνδρέου Κρήτης

ᾨδὴ α'

Ἦχος πλ. δ'
Τῷ συντρίψαντι 
ωσὴφ τὴν σωφροσύνην, μιμησώμεθα πιστοί, γνῶμεν τὸν τιμήσαντα, τὴν τῶν ἀνθρώπων λογικὴν οὐσίαν, πάσῃ φυλακῇ πολιτευσάμενοι, δι' ἀρετῆς πρακτικῆς.

Τῶν καλῶν ἡ ἀπραξία, ὡμοιώθη τῇ συκῇ· ταύτην οὖν ἐκκλίνωμεν, μὴ ξηρανθῶμεν ὡς ἐκείνη τότε, τὴν συναγωγὴν φύλλοις πυκάζουσαν, προϋπογράφουσα.

Τὴν εἰκόνα τοῦ Δεσπότου, ὑπογράφων Ἰωσήφ, λάκκῳ κατατίθεται, ἀπεμπολεῖται ὑπὸ τῶν συγγόνων, πάντα ὑπομένει ὁ ἀοίδιμος, εἰς τύπον ὄντως Χριστοῦ.

Τῆς συκῆς τὴν ἀκαρπίαν, ἐκφυγόντες ἀδελφοί, γνῶμεν τὸ ὑπόδειγμα, μὴ ξηρανθῶμεν ὡς ἐκείνη τότε, ὅτε ἐπανάγων ὁ φιλάνθρωπος, ἦλθε πεινῶν ἐπ' αὐτήν.

ησοῦς ὑπὲρ τοῦ Κόσμου, ἐπειγόμενος παθεῖν, θέλων συνανέρχεται, τοῖς Μαθηταῖς αὐτοῦ, ἐπὶ τὴν πόλιν Ἱερουσαλήμ, πρὸς τὸ ἑκούσιον, Πάθος, ὃ ἦλθε παθεῖν.

Κολληθέντες τῷ Κυρίῳ, πάντα σπεύδοντι παθεῖν, ἕτοιμοι γενώμεθα, πρὸς ἐμπαιγμόν, πρὸς ἐμπτυσμούς, πρὸς χλεύην, ὅπως τοῖς ἀχράντοις αὐτοῦ Πάθεσι, συνδοξασθῶμεν πιστοί.

Πάθη πάθεσιν ἰᾶται, ὁ παθὼν ὑπὲρ ἡμῶν· θέλων γὰρ προσίεται, τῇ καθ' ἡμᾶς ἀνθρωπίνῃ οὐσίᾳ, τὰ ζωοποιὰ αὐτοῦ Παθήματα, ἵνα σωθῶμεν ἡμεῖς.
Δόξα...
Τρία ἄναρχα δοξάζω, τρία ἅγια ὑμνῶ, τρία συναΐδια, ἐν οὐσιότητι μιᾷ κηρύττω· εἷς γὰρ ἐν Πατρὶ Υἱῷ καὶ Πνεύματι, δοξολογεῖται Θεός.
Καὶ νῦν ... Θεοτοκίον
μὲν ῥάβδος Μωϋσέως, καὶ ἡ ῥάβδος Ἀαρών, ξένην μεταποίησιν, καὶ ὑπὲρ νοῦν οἰκονομίαν ἔσχον, σοῦ δὲ ἡ νηδὺς Θεογεννήτρια, τόκον καινίζει καινόν.

Κάθισμα
Ἦχος δ'
Ἐπεφάνης σήμερον 
Τῆς συκῆς τὸ ἔγκλημα, μή σε προφθάσῃ, ἀλλ' εὐκάρπους σπούδασον, καρδίας αὔλαξι ψυχή, τῷ ποιητῇ σου Χριστῷ ἀγαγεῖν, ἐν μετανοίᾳ αὐτῷ προσκομίζουσα.

ᾨδὴ η'
Ἦχος πλ. δ'
Τὸν ἐν Ὄρει, ἁγίῳ δοξασθέντα 
Σωφροσύνῃ, κοσμήσαντες τὸν βίον, καὶ φρονήσει, φυλάξαντες τὴν πίστιν, δικαιοσύνης τρόπους πορισώμεθα, ἵνα ἐν ἀνδρείᾳ, συνακολουθοῦντες, Χριστῷ συσταυρωθῶμεν.

λλην Εὔαν, εὑρὼν τὴν Αἰγυπτίαν, οὐκ ἐκλάπη, πρὸς ἀνοσιουργίαν, ὁ Πατριάρχης Ἰωσήφ, ἀλλ' ἕστηκεν, ὥσπερ τις ἀδάμας, ὑπὸ τῶν παθῶν, μὴ ἁλοὺς τῆς ἁμαρτίας.

Παροδεύων, τοῦ βίου τὰς πορείας, ὁ Σωτήρ μου, ἐπείνασας βουλήσει, τὴν σωτηρίαν πάντων ἐφιέμενος· τοῦτο γὰρ ἐπείνας, τὴν ἐπιστροφήν, τῶν ἐκ σοῦ ἀποσφαλέντων.

Προπάτωρ, γευσάμενος τοῦ ξύλου, ὡς ἐγνώσθη, γυμνὸς κατῃσχυμμένος, φύλλα συκῆς λαβὼν περιεζώσατο· τὴν συναγωγὴν γάρ, ἀπογυμνωθεῖσαν, Χριστοῦ προδιετύπου.

τοιμάζου, ψυχὴ πρὸ τῆς ἐξόδου, εὐτρεπίζου, πρὸς τὸν ἐκεῖθεν βίον, καὶ τῷ Χριστῷ παθεῖν διὰ σὲ σπεύδοντι, ἵνα σὲ δοξάσῃ, σπεῦσον συμπαθεῖν, καὶ θανεῖν καὶ σταυρωθῆναι.

Πῶς μὴ φρίξῃ, ὁ θάνατος Σωτήρ μου; πῶς μὴ πτήξῃ, ὁ ᾍδης συναντῶν σοι, κατ εὐδοκίαν πρὸς τὸ Πάθος σπεύδοντι, καὶ ὑπὲρ ἀδίκων, δίκαιον ὁρῶν σε, παθεῖν ἐληλυθότα;

Τοῦ Λαζάρου, τὴν ἔγερσιν ὁρῶντες, Ἰουδαῖοι, Ἱερεῖς καὶ Λευΐται, συνωμοσίαν φθόνῳ συσκευάσαντες, δόλῳ προδοσίας, τὸν Χριστὸν προδίδουν, εἰς θάνατον Πιλάτῳ.

Ἀμνάς σου, καὶ δούλη καὶ Παρθένος, πρὸς τὸ Πάθος, ὁρμῶντά σε ὁρῶσα, καὶ τὴν ψυχὴν ὑπὲρ ἡμῶν προθέμενον, τὸν καλὸν Ποιμένα, σπλάγχνοις μητρικοῖς, ἐπὶ σοὶ προσωδυνᾶτο.
Δόξα...
ς Μονάδα, τῇ οὐσίᾳ ὑμνῶ σε, ὡς Τριάδα, τοῖς προσώποις σε σέβω, Πάτερ Υἱέ, καὶ Πνεῦμα τὸ πανάγιον, ἄναρχον τὸ κράτος, τῆς σῆς Βασιλείας, δοξάζω εἰς αἰῶνας.
Καὶ νῦν ... Θεοτοκίον
Δυσωπεῖ σε, Χριστὲ ἡ, Θεοτόκος, ἱκετεύει, τῶν Μαθητῶν ὁ δῆμος. Τὴν σὴν εἰρήνην δώρησαι τῷ Κόσμω σου, καὶ τοὺς οἰκτιρμούς σου, χάρισαι πλουσίως, ἡμῖν εἰς τοὺς αἰῶνας.

ᾨδὴ θ'
Ἦχος πλ. δ'
Ἀλλότριον τῶν μητέρων 
λλότριον τῶν ἀσέμνων ἡ σωφροσύνη καὶ ξένον τοῖς δικαίοις ἡ παρανομία. Ἰωσὴφ δὲ ὁ μέγας, ἐξέκλινε τὴν ἁμαρτίαν, καὶ σωφροσύνης ἐχρημάτισεν εἰκών, καὶ τύπος ὄντως Χριστοῦ.

λλότριον τῶν ἀνόμων ἡ εὐνομία, καὶ ξένον τοῖς ἀπίστοις ἡ θεογνωσία, Ἰουδαῖοι δὲ ταῦτα, ἀπώσαντο δι' ἀνομίαν· διὸ καὶ μόνοι ἐκληρώσαντο, καθάπερ ἡ συκῆ τὴν ἀράν.

πείνασε τῶν ἀνθρώπων τὴν σωτηρίαν, ζωῆς ὑπάρχων ἄρτος, ὁ Χριστὸς καὶ Θεός, μου, ὡς συκῆν δὲ προφθάσας, τὴν ἄκαρπον συναγωγήν, φύλλοις κομῶσαν νομικοῖς αὐτήν, ὡς εἶδε κατηράσατο.

Τὴν νομικὴν ἀκαρπίαν προκατηράσω, ὡς φύλλα ἐξανθοῦσαν, τοῦ γράμματος τὴν γνώμην, τοὺς καρποὺς δὲ τῶν ἔργων οὐκ ἔχουσαν δι' ἀνομίαν, ἡμᾶς δὲ πάντας τούς τῆς χάριτος, υἱοὺς Σωτὴρ εὐλόγησον.

ῥάβδος μὲν Μωϋσέως τὸ πρὶν εἰς ὄφιν, ἡ Ἀαρὼν δὲ ῥάβδος, εἰς χλωρὸν μετεβλήθη, καὶ ἐξήνθησε φύλλα, ἡ ἄκαρπος καὶ ξηρανθεῖσα, συναγωγὴ δὲ ἡ παράνομος, εἰς ἄκαρπον μετήχθη συκῆν.

τοίμαζε Ἰουδαία τοὺς Ἱερεῖς σου, εὐτρέπιζε τὰς χεῖρας πρὸς θεοκτονίαν. Ἰδοὺ γὰρ ἦλθε πραΰς, καὶ ἥσυχος ἐπὶ τὸ Πάθος, ἀμνὸς ὑπάρχων καὶ ποιμὴν ἡμῶν, Χριστός ὁ Βασιλεὺς Ἰσραήλ.

πόδεξαι Ἰουδαία τὸν Βασιλέα· ἰδοὺ γὰρ πρὸς τὸ Πάθος, ἔρχεται ἑκουσίως, ἵνα πάθῃ καὶ σώσῃ, τοὺς κράζοντας ἀκαταπαύστως· Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος, Σταυρῷ σῶσαι τὰ σύμπαντα.

Μετέστρεψεν Ἰουδαία τὰς ἑορτάς σου, εἰς πένθος ὁ Δεσπότης, κατὰ τὴν προφητείαν· θεοκτόνος γὰρ ὤφθης, τοῦ στρέψαντος ποτὲ τὴν πέτραν, καὶ τὴν ἀκρότομον εἰς ὕδατα, καὶ λίμνας καθὼς ψάλλει Δαυΐδ.
Δόξα...
λλότριον τοῖς ἀνόμοις ἐστὶ δοξάζειν, τὴν ἄναρχον Τριάδα, Πατέρα καὶ Υἱόν τε, καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, τὴν ἄκτιστον παγκρατορίαν, δι᾿ ἧς ὁ σύμπας κόσμος ἥδρασται, τῷ νεύματι τοῦ κράτους αὐτῆς.
Καὶ νῦν ... Θεοτοκίον
Προσάγομεν εἰς πρεσβείαν τὴν Θεοτόκον, αὐτῆς ταὶς ἱκεσίαις καὶ τῶν σῶν Ἀποστόλων, κοινωνοὺς ἡμᾶς ποίησον, Δέσποτα τῶν ἀγαθῶν σου, καὶ τῆς λαμπρότητος ἀξίωσον, Σωτὴρ τῆς Ἀναστάσεώς.

 

Δημοφιλείς αναρτήσεις