Η Προσευχή της Γεθσημανής
Η προσευχή του Χριστού στον Κήπο της Γεθσημανής είναι η ευγενέστερη απ’ όλες τις προσευχές εξαιτίας της επενέργειας και της δυνάμεως της να λυτρώνει από τις αμαρτίες του κόσμου. Προσφέρθηκε στο Θεό και Πατέρα με πνεύμα θείας αγάπης και συνεχίζει να λάμπει με άσβεστο φως, προσελκύοντας πάντοτε ψυχές που διατήρησαν το κατ’ εικόνα Θεού. Ο Χριστός περιέλαβε σ’ αυτή την προσευχή ολόκληρο το ανθρώπινο γένος, από τον πρώτο Αδάμ μέχρι τον τελευταίο άνθρωπο που θα γεννηθεί από γυναίκα (Ιωάν. 1,19 και Α’ Ιωάν. 2,2). Μας λείπει η υπαρξιακή γνώση τέτοιας αγάπης και έτσι το παντοτινό μεγαλείο της κρύβεται από μας. Ένδοξη στην αιωνιότητα η αγάπη του Χριστού, ενώ στα γήινα επίπεδα εκδηλώνεται με μεγάλο πόνο. Κανένας δεν γνώρισε τόσο πόνο όπως τον αισθάνθηκε ο Χριστός. Κατέβηκε στην κόλαση, στην πιο οδυνηρή κόλαση, την κόλαση της αγάπης. Αυτή είναι μια σφαίρα υπάρξεως που γίνεται κατανοητή μόνο με πνευματική αγάπη. Το πόσο όμως μπορούμε να διεισδύσομε στο μυστήριο εξαρτάται από το μέτρο της αγάπης που μας δωρήθηκε και από την άνωθεν γνώση. Είναι βασικό να έχομε πείρα, έστω και μια φορά, της ουράνιας φωτιάς που ο Χριστός έφερε μαζί του. Είναι βασικό να γνωρίζομε με όλο μας το είναι, έστω και για λίγο, τί είναι το καθ’ ομοίωση Χριστού. «Και γενόμενος εν αγωνία εκτενέστερον προσηύχετο, εγένετο δε ο ιδρώς αυτού ωσεί θρόμβοι αίματος καταβαίνοντες επί την γην» (Λουκ. 22,44). Αυτοί που αγνοούν μια τέτοια αγάπη και αυτοί που δεν επιθυμούν να τη γνωρίσουν, ας μην εκφράσουν γνώμη για το Χριστό. Κανένας μην τολμήσει στην ανοησία του να ταπεινώσει την εμφάνιση του Χριστού ανάμεσά μας, του μόνου αθάνατου βασιλιά, και τελικά καταντροπιασμένος να ανακράξει «τοις όρεσι και ταις πέτραις· πέσατε εφ’ ημάς και κρύψατε ημάς από του προσώπου του καθημένου επί του θρόνου» (Αποκ. 6,16). Αν και η έμφαση του πόνου δεν βρίσκεται στο φυσικό πόνο του σταυρωμένου Χριστού, όμως και ο φυσικός πόνος κάνει την αγωνία καθολικότερη από κάθε άποψη. Γνωρίζομε από την πείρα ότι η ψυχή μπορεί να τραυματιστεί πιο τρομερά παρά το σώμα. Και αν αυτό συμβαίνει με την ψυχή στη γήινη διάσταση της, τί πρέπει να συμβεί με την ψυχή σαν πνεύμα που ζητά την αιωνιότητα; Για να γνωρίσουμε μόνο «δι’ εσόπτρου εν αινίγματι» (Α’ Κορ. 13,12) το δρόμο που πέρασε ο ίδιος ο Χριστός, για να μετασχηματίσουμε την γήινη φύση μας σε προσευχή που να αντικατοπτρίζει αμυδρά τουλάχιστον την προσευχή στη Γεθσημανή κατά την πιο τραγική νύχτα της ιστορίας της ανθρωπότητας, πρέπει να δεχθούμε θλίψη. Η δυστυχία ανοίγει την καρδιά στους πόνους όλου του κόσμου. Ο τελευταίος σταθμός αυτής της μεγάλης επιστήμης της παγκόσμιας αγάπης έρχεται όταν φτάνουμε στο κατώφλι μιας άλλης ζωής, όταν πεθαίνουμε. Πολλοί –ιδίως στις μέρες μας– είναι λίγο‐πολύ αναίσθητοι τις τελευταίες ώρες και πεθαίνουν χωρίς προσευχή. Θα ήταν καλό όμως ο χριστιανός να πέθαινε σε κατάσταση προσευχής, έχοντας υπόψη του ότι έφθασε στην τελική κρίση. Συχνά πεθαίνουμε λίγο‐λίγο και χάρη σ’ αυτή τη σταδιακή πείρα γινόμαστε όλο και πιο ικανοί ν’ αντιληφθούμε την τραγωδία της ανθρώπινης ιστορίας και να κατανοήσουμε το μυστήριο της Γεσθημανής και ίσως ακόμα και του Γολγοθά. Στο πρόσωπο του πρώτου Αδάμ όλο το ανθρώπινο γένος υπέφερε μια φοβερή καταστροφή, μιαν αλλοτρίωση που είναι η ρίζα όλων των αλλοτριώσεων. Το σώμα τραυματίστηκε, ο σκελετός τσακίστηκε, η όψη –το κατ’ εικόνα Θεού– καταστράφηκε. Οι διαδοχικές γενιές πρόσθεσαν πολλά άλλα τραύματα και τσάκισμα οστών στα τραύματα του πρώτου δημιουργημένου ανθρώπου. Ολόκληρο το ανθρώπινο σώμα ασθενεί. Ο Ησαΐας το περιγράφει θαυμάσια: «από ποδών έως κεφαλής ούτε τραύμα ούτε μώλωψ, ούτε πληγή φλεγμαίνουσα, ουκ έστιν μάλαγμα επιθείναι ούτε έλαιον ούτε καταδέσμους» (Ησ. 1,6). Η ελαφρότερη επαφή αποτελεί βάσανο. Όταν οι άνθρωποι είναι ασθενείς, σκέφτονται ότι οι άλλοι θέλουν να τους βοηθήσουν και ευχάριστα αφήνονται στα χέρια των γιατρών. Όμως όταν φτάνομε στην πνευματική ασθένεια, είμαστε μνησίκακοι και αποδίδομε τον πόνο μας σε εξωτερική επίδραση. Έτσι και με το Χριστό. Αυτός, ο μόνος αληθινός γιατρός, ενδιαφέρεται για τις πληγές των αμαρτιών μας που προξενούν τον πιο οξύ πόνο σ’ όλο το ανθρώπινο γένος. Δεν υπάρχει τρομερότερο από το Χριστό, την Αλήθεια. Όλος ο κόσμος τον φοβάται. Δεν είναι αληθινό το γεγονός, ότι, αν θα δεχόμασταν πράγματι το Χριστό σαν Απόλυτη Αλήθεια –με την εσωτερική επιθυμία του ανθρώπου για να γνωρίσει την αλήθεια–, δεν θα μπορούσαμε ν’ αρνηθούμε να τον ακολουθήσουμε; Ένα ζωώδες ένστικτο της σάρκας όμως γρήγορα μας συμβουλεύει ότι το να ακολουθήσομε το Χριστό απαιτεί προθυμία να σταυρωθούμε για την αγάπη του. Πού και πώς θα βρούμε δύναμη για ένα τέτοιο ηρωϊσμό; Είναι αδύνατο να απεικονίσουμε τον πόνο του Χριστού. Τελικά κανένας δεν μπορεί να τον εννοήσει. Ακριβώς όπως τα παιδιά δεν μπορούν να κατανοήσουν τις θυσίες των γονέων τους και των δασκάλων τους για την ανατροφή τους και την μετάδοση σ’ αυτά της με δυσκολία αποκτηθείσης πείρας της ζωής, το ίδιο κι ο άνθρωπος γενικά δεν αντιλαμβάνεται το Χριστό – ακόμα κι οι σπάνιες εξαιρέσεις κι αυτές λίγο τον αντιλαμβάνονται. Έτσι ο λόγος του Χριστού που καλεί σε ριζική αλλαγή ολόκληρης της ζωής μας, μάς φαίνεται σαν σκληρό τραύμα. Όταν ο Χριστός είδε την απελπισία μας, υπέφερε περισσότερο από τον καθένα μας. Και έφερε το σταυρό του όλο το χρόνο της διακονίας του πάνω στη γη. Ο Γολγοθάς ήταν απλά η τελευταία πράξη, το αποκορύφωμα, όπως και ήταν, του συνόλου: η ψυχική απελπισία ενός ντροπιασμένου θανάτου, το άγριο εκδικητικό γέλιο αυτών που κατηγόρησε, ο φυσικός πόνος του σταυρού, η λύπη του πνεύματος του γιατί οι άνθρωποι έδιωξαν την επαγγελία της αγάπης του Πατέρα. Κατακρίθηκε απ’ όλες τις πλευρές: από τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία εξαιτίας της απαιτήσεως της για υπακοή και τάξη, από την Εκκλησία της Π. Διαθήκης που στηρίχτηκε στο Μωσαϊκό Νόμο που δόθηκε στο όρος Σινά, από το πλήθος που ευεργετήθηκε από τα χέρια του. Οι μαθητές διασκορπίστηκαν. Ο Χριστός έμεινε μόνος, καταδικασμένος εξαιτίας αυτών που κατοικούσαν στο σκοτάδι της αβύσσου. Ο Χριστός αποτελεί θαύμα που υπερβαίνει κάθε αντίληψη. Αυτός είναι η κατά πάντα τέλεια αποκάλυψη του Θεού. Αυτός όμως επίσης είναι η τέλεια εκδήλωση του ανθρώπου. Ο καθένας μας θα φτάσει κάποια στιγμή στα όρια χρόνου και αιωνιότητας. Φθάνοντας σ’ αυτό το πνευματικό ορόσημο, θα καθορίσουμε το μέλλον μας στον κόσμο και ή θα αποφασίσουμε να είμαστε με το Χριστό ή θα αποχωριστούμε απ’ αυτόν. Αφού γίνει όμως η εκλογή –μαζί ή χωρίς το Χριστό– με την ελεύθερη βούλησή μας για όλη την αιωνιότητα, ο χρόνος πια δεν λειτουργεί. Μέχρι τη στιγμή της αποφάσεως όμως, ενώ θα βρισκόμαστε ακόμα στη ζωή, συχνά θαδ αμφιταλαντευόμαστε για τον αυτοπροορισμό μας, αν πρέπει να τηρήσουμε τις εντολές ή να υποκύψουμε στα πάθη μας. Σιγά‐σιγά, καθώς αγωνιζόμαστε, το μυστήριο του Χριστού θα μας αποκαλυφθεί, αν βέβαια αφιερωθούμε εξ ολοκλήρου στην υπακοή των εντολών του. Θα ‘ρθει η στιγμή που καρδιά και νους θα διαποτιστούν από τη θέα της ατέλειωτης αγιότητας και ταπεινότητας του Θεού‐Χριστού, ώστε ολόκληρη η ύπαρξή μας να γεμίσει αγάπη για το Θεό. Αφού κυριαρχηθούμε από την αποστροφή για το κακό που έχομε μέσα μας, θα πεινάμε και θα διψάμε το καθ’ ομοίωση Θεού με άγια ταπεινότητα· σ’ αυτή την αναμονή βρίσκεται ο σπόρος της αγιότητας. Η συνεχώς αυξανόμενη αγάπη για το Χριστό οδηγεί φυσικά στην εμπειρία της ομοιώσεως προς αυτόν και ένα ακατάληπτο πανόραμα θα απλωθεί μπροστά στα μάτια μας. Οι θλίψεις του κόσμου θα μας πικραίνουν σοβαρά. Θα λησμονήσουμε το σώμα μας και το πνεύμα μας και κατά το δυνατό θα ζούμε την προσευχή του Χριστού στη Γεθσημανή. Αυτή είναι η αρχή της γνώσεως του Χριστού, μπροστά στην εξοχότητα της οποίας ο απόστολος Παύλος θεωρούσε όλα τα υπόλοιπα σκύβαλα. Για να κερδίσει κανείς το Χριστό και να κατορθώσει να περάσει στην ανάσταση των νεκρών, πρέπει να είναι έτοιμος να περιφρονήσει όλα τα υπόλοιπα. Ο απόστολος Παύλος μίλησε έτσι όχι γιατί «είχεν κερδίσει ήδη» αλλά γιατί «εδίωκεν επί το βραβείον της άνω κλήσεως του Θεού εν Χριστώ Ιησού» (Φιλιπ. 3,7‐14). Έτσι, επομένως, αν ο μέγας απόστολος Παύλος δεν «είχεν ήδη κερδίσει», ούτε και εμείς μπορούμε να έχουμε το θράσος να τοποθετηθούμε στο ίδιο επίπεδο με το Χριστό. Όμως πρέπει να υπάρχει κάποιος παραλληλισμός. Είναι σημαντικό για όλους μας να φέρουμε τουλάχιστον μια μερική ομοιότητα, αν θέλουμε να λεγόμαστε χριστιανοί. Αλλ’ ο απόστολος Παύλος κατείχε κάπως τελειότερη ομοιότητα και γι’ αυτό παρακαλούσε τους Κορινθίους «μιμηταί μου γίνεσθε» (Α’ Κορ. 4,16). Κατά συνέπεια πρέπει να διώξουμε το φόβο και την ολιγοψυχία και πνευματικά ν’ ακολουθήσουμε το Χριστό για να μπορέσουμε να κληρονομήσουμε την αιώνια ζωή, με αληθινή γνώση του Ουράνιου Πατέρα και του Χριστού, τον οποίον αυτός ο Πατέρας απέστειλε στον κόσμο (Ιωάν. 17,3). Μπορεί να υποστηριχθεί με κάποια βεβαιότητα ότι σχεδόν πουθενά δεν κηρύσσεται γνήσιος Χριστιανισμός. Ο Χριστιανισμός τόσο πολύ υπερέχει από τη συνηθισμένη αντίληψη, ώστε η προσευχόμενη καρδιά δεν αποτολμά να κηρύξει ευαγγελικό λόγο. Ο κόσμος αναζητά την αλήθεια. Αγαπά τον Χριστό. Αλλά κυρίως στις μέρες μας– προσπαθεί να τον μειώσει στις δικές του διαστάσεις, πράγμα που μειώνει το Ευαγγέλιο, σε σημείο να παρουσιάζεται σαν ηθικό δόγμα. Ο Χριστός διακήρυξε: «ο ουρανός και η γη παρελεύσονται, οι δε λόγοι μου ου μη παρέλθωσι» (Μαρκ. 13,31. Λουκ. 21,33). Η επίτευξη της γνώσης της Αλήθειας απαιτεί μεγαλύτερη προσπάθεια απ’ ότι απαιτεί οποιαδήποτε άλλη επιστημονική μόρφωση. Ούτε η μελέτη μεγάλου πλήθους βιβλίων, ούτε η εξοικείωση με την ιστορία του Χριστιανισμού, ούτε η μελέτη διαφόρων θεολογικών συστημάτων μπορεί να μας φέρει στο σκοπό, εκτός αν εμείς συνεχώς και με όλες τις δυνάμεις μας υπακούσομε στις εντολές του Χριστού. Όταν, όμως προείπαμε, μας χαρισθεί μια σκιά, έστω, ομοιότητας με την προσευχή στη Γεθσημανή, τότε ο άνθρωπος ξεπερνά τα όρια της ατομικότητάς του και μπαίνει σ’ ένα νέο τύπο υπάρξεως – προσωπικής υπάρξεως καθ’ ομοίωση Χριστού. Παίρνοντας μέρος στις θλίψεις της Θείας αγάπης του, μπορούμε κι εμείς ν’ αποκτήσουμε πνευματικά λίγη πείρα του θανάτου του και της δυνάμεως της αναστάσεως του. «Ει γαρ σύμφυτοι γεγόναμεν τω ομοιώματι του θανάτου αυτού» (με βαθειά προσευχή για όλο τον κόσμο και ζητώντας σωτηρία για όλους), «και της αναστάσεως του εσόμεθα» (Ρωμ. 6,5). Όταν μας δοθεί από ψηλά να περάσουμε στη σφαίρα του Όντος, θα φθάσουμε «εις τα τέλη των αιώνων» (Α’ Κορ. 10,11) και θα μπούμε στο φως της Θείας αιωνιότητας. Κάθε άνθρωπος στον οποίο ο Θεός κληροδότησε το σπάνιο και φοβερό προνόμιο να γνωρίσει για λίγα λεπτά την αγωνία του Χριστού στον κήπο της Γεθσημανής, θα «σκοντάψει», αργά και οδυνηρά, σε μια πειστική γνώση της αναστάσεως της ψυχής του και σε μια αντίληψη της βεβαίας και αληθινής νίκης του Χριστού. Θα γνωρίζει «ότι Χριστός εγερθείς εκ νεκρών ουκέτι αποθνήσκει, θάνατος αυτού ουκέτι κυριεύει» (Ρωμ. 6,9). Και το πνεύμα του μέσα του θα ψιθυρίζει: Ο Κύριος μου και ο Θεός μου … τώρα, ώ Χριστέ, με τη δωρεά της αγάπης σου, που είναι ανώτερη από κάθε γνώση, έχω περάσει κι εγώ από το θάνατο στη ζωή …
Τώρα – Υπάρχω.
Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΖΩΗ ΜΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου