Πέμπτη 19 Ιουνίου 2025

Μνήμη του οσίου Παΐσιου του Μεγάλου






Μνήμη του οσίου Παΐσιου του Μεγάλου

Eγώ σε Παΐσιε Άγγελον λέγω,
Φύσει μεν ουχί, αλλά τω ξένω βίω.
Υστερότοκος μιας οικογένειας μe επτά παιδιά, ο όσιος Παΐσιος αφιερώθηκε στον Θεό απόo την μητέρα του μετά από το όραμα ενός αγγέλου. Όταν ενηλικιώθηκε, μετέβη στην έρημο της Νιτρίας, κοντά στον αββά Παμβώ  ο οποίος τον έκειρε μοναχό. Υπάκουος στον πνευματικό πατέρα του, όπως θα ήταν απέναντι στον ίδιο τον Θεό, προόδευσε γρήγορα στην οδό της ασκήσεως. Ακολουθώντας την εντολή που του έδωσε ο αββάς Παμβώ για να τον δοκιμάσει, να κρατά πάντα σκυμμένο το κεφάλι δίχως να κοιτά κανέναν κατά πρόσωπο, ο  Παΐσιος πέρασε τρία χρόνια με το βλέμμα καρφωμένο στην γη και με το πνεύμα βυθισμένο στην προσευχή, ύποτονθορύζοντας τα λόγια της Αγίας Γραφής που γίνονταν στο στόμα του γλυκύτερα από μέλι. 
Μετά την κοίμηση του αββά Παμβώ έζησε με τον άγιο Ιωάννη τον Κολοβό [9 Νοεμ.] στο ίδιο κελί, συμμεριζόμενος την πνευματική κατάσταση του και την ασκητική πολιτεία του. Ωστόσο, μετά από λίγο καιρό, ο Παΐσιος, ανατείνοντας προς μια υψηλότερη τελειότητα, άρχισε να νηστεύει όλη την εβδομάδα, τρώγοντας μόνο το Σάββατο, ψωμί και αλάτι· κατόπιν επέκτεινε την νηστεία του σέ δύο εβδομάδες συνεχώς και κυριεύθηκε από την σφοδρή επιθυμία να αποσυρθεί μόνος μόνο το Θεώ. Ανταποκρινόμενος στην προσευχή του να μάθει αν η επιθυμία αυτή ήταν πραγματικά εκ Θεού, εμφανίστηκε άγγελος και έδωσε εντολή στον Ιωάννη να παραμείνει στον τόπο αυτό, για να οδηγεί στην οδό της αρετής όσους θα προσέρχονταν, και υπέδειξε στον Παΐσιο να αποσυρθεί στο δυτικό μέρος της ερήμου της Σκήτης. Φθάνοντας στον τόπο που του υπέδειξε ο άγγελος, ο Παΐσιος έσκαψε σπήλαιο σε έναν βράχο και εκεί αφιερώθηκε στην προσευχή με τέτοιο ζήλο, ώστε ο Χριστός του εμφανιζόταν συχνά δείχνοντας την εύνοιά Του και προλέγοντας ότι η έρημος εκείνη θα γέμιζε σύντομα με ασκητές που θα έρχονταν να μιμηθούν την βιωτή του. Του υποσχέθηκε εξάλλου ότι θα φρόντιζε για τις υλικές ανάγκες τους και θα τους προστάτευε από τις παγίδες των δαιμόνων. Ο Παΐσιος αντιστεκόταν με γενναιότητα στους πειρασμούς και όταν παρουσιάσθηκε ένας πλούσιος Αιγύπτιος για να του προσφέρει ένα σημαντικό χρηματικό ποσό, εκείνος τον απέπεμψε χωρίς δισταγμό διαβλέποντας ότι επρόκειτο για μια παγίδα πού έστησε ο διάβολος με σκοπό να απωλέσει την χάρη της ευαγγελικής πενίας.

Κατά την διάρκεια έκστασης μεταφέρθηκε στον Παράδεισο, εν μέσω της Εκκλησίας των Πρωτοτόκων, και έλαβε την χάρη να απαλλαγεί οριστικά από την ανάγκη της τροφής και να τρέφεται μόνο με την θεία Κοινωνία που λάμβανε κάθε Κυριακή. Πέρασε έτσι εβδομήντα χρόνια, μέχρι το τέλος τής ζωής του, δίχως να αισθάνεται την πείνα, διότι η θεία χάρη ερχόταν να τον ενδυναμώσει.

Ή ακτινοβολία της αγιότητας του απλώθηκε μακριά και μοναχοί και λαϊκοί συνέρρεαν να του ζητήσουν να εγκαταβιώσουν κοντά του, όπως οι μέλισσες μαζεύονται στην κυψέλη, προκειμένου να γευτούν το πνευματικό μέλι της διδαχής του. Με υπέρτατη σοφία, ο όσιος άφηνε άλλους να ασπασθούν ευθύς τον ερημητικό βίο, ενώ συνιστούσε σε άλλους να ζήσουν μέσα στην κοινότητα, εν υποταγή καί προσευχή, ο καθένας ανάλογα μέ τις δυνατότητές του. Σέ όλους έδινε ωστόσο την απαράβατη εντολή να μην πράττουν τίποτε εξ ίδιου θελήματος, άλλα να ενεργούν σέ όλα σύμφωνα με την γνώμη του πνευματικού πατέρα τους. 
Αφού παρέδωσε τις διδαχές του σε αυτούς τους πρώτους μαθητές του, αποσύρθηκε για τρία χρόνια σε σπήλαιο βαθιά στην έρημο και έδεσε εκεί τα μαλλιά του που είχαν μακρύνει σε έναν μικρό πάσσαλο μπηγμένο ψηλά, έτσι ώστε να είναι αναγκασμένος να μένει όρθιος. Εις απάντηση της νέας αυτής βίας κατά της φύσεως, ο Χριστός εμφανίσθηκε σε αυτόν εν πλήρη δόξη και του υποσχέθηκε να συγχωρεί κάθε αμαρτωλό για τον οποίο θα μεσίτευε ο δούλος Του. Έτσι λίγο αργότερα ο Παΐσιος μπόρεσε να τραβήξει από την κόλαση την ψυχή ενός αμελούς μοναχού, χάριν του οποίου ο πνευματικός πατέρας του ήλθε να ζητήσει την προσευχή του ανθρώπου του Θεού. 
Παρά το γεγονός ότι προσπαθούσε να αποσύρεται όλο και πιο μακριά από τους ανθρώπους, ο Θεός του έδωσε την εντολή να επιστρέψει στην «έξω έρημο» (Νιτρία) για να διδάσκει τους μοναχούς, και υποσχόμενος σε αυτόν διπλή ανταμοιβή, του είπε: «Αυτός που ασκητεύει είναι δούλος Μου, ενώ εκείνος που μπαίνει στην υπηρεσία των άλλων για να τους διδάξει είναι υιός και κληρονόμος Μου». Μαθαίνοντας την άφιξη του Παϊσίου, οι μοναχοί της Νιτρίας έσπευσαν να τον υποδεχθούν. Μεταξύ αυτών ήταν και ο Ιωάννης ο Κολοβός, ο παλαιός συνασκητής του, ο οποίος κτυπώντας την πόρτα του κελιού του άκουσε τον Παΐσιο να συνδιαλέγεται με κάποιο μυστηριώδες πρόσωπο μεγάλη ήταν η έκπληξή του όταν ανακάλυψε μπαίνοντας ότι ο Γέροντας ήταν μόνος. Ο Παΐσιος του αποκάλυψε ότι επρόκειτο για τον άγιο Κωνσταντίνο τον Μέγα, ο οποίος είχε σταλεί από τον Θεό κοντά του για να του φανερώσει τον θαυμασμό του για τους μονάχους και να ομολογήσει ότι δεν είχε αποκτήσει στον ουρανό παρόμοια δόξα και παρόμοια οικειότητα με τον Θεό. Και ο αυτοκράτορας πρόσθεσε ότι είχε μετανιώσει που δεν εγκατέλειψε την πορφύρα για το τραχύ ένδυμα των μοναχών. 
Ο αββάς Ποιμήν [27 Αύγ.], ενώ ήταν ακόμη νέος, ήλθε να επισκεφθεί τον άνθρωπο του Θεού μαζί με τον άγιο Παύλο τον Θηβαίο [15 Ίαν.] , ο οποίος ήταν φίλος τού Παϊσίου αλλά κυριευμένος από φόβο δεν τόλμησε να διαβεί το κατώφλι. Καταλαβαίνοντας ότι έμενε απ’ έξω, ο όσιος Παΐσιος του είπε να εισέλθει, τον ασπάσθηκε με αγάπη και προέβλεψε ότι θα γινόταν ένας φωστήρας της έρημου και αιτία σωτηρίας για πολλούς. 
Ενώ ο όσιος Παΐσιος ζούσε απομονωμένος, οι μαθητές του είχαν συγκροτήσει στα πλησιόχωρα ένα είδος κοινότητας ερημιτών. Μέ την μεγάλη πείρα που είχε στους πνευματικούς αγώνες, διόρθωνε τις πλάνες τους, τους παρότρυνε σε μετάνοια και τους βοηθούσε να διακρίνουν ανάμεσα στους πειρασμούς των δαιμόνων και στους λογισμούς που υπέβαλλαν τα ίδια τους τα πάθη. Με την προσευχή του μία ημέρα έδεσε μάλιστα τον δαίμονα και τον εμπόδισε να πειράζει τους αδελφούς που ήταν υπερβολικά αδύναμοι για να αγωνισθούν εναντίον του. Μίαν άλλη φορά, υπό την απειλή του οσίου, ο Πονηρός ομολόγησε ότι δεν πολεμούσε τους αρχάριους, γιατί η θεία χάρη και ο ζήλος τους τους προστάτευαν, αλλά περίμενε καρτερικά την ώρα πού θα άρχιζαν να πέφτουν στην αμέλεια, για να τους πιάσει άκοπα στα δίχτυα του. Ερωτούμενος ποια ήταν η μεγαλύτερη των αρετών, ο όσιος απάντησε: «Αυτή που πραγματοποιείται εν το κρύπτω». Σε έναν άλλο αδελφό που του έθεσε την ίδια ερώτηση, αποκρίθηκε: «Η μεγαλύτερη αρετή είναι να ακολουθεί κανείς την συμβουλή του άλλου και όχι το ίδιον θέλημα». Όσο για τον ίδιο, όταν βρισκόταν μεταξύ των αδελφών, δεν άφηνε να αποκαλυφθεί τίποτε από την πολιτεία του καί αν γινόταν γνωστή κάποια ασκητική πρακτική του, ευθύς την εγκατέλειπε για να αποφύγει την εκτίμηση των ανθρώπων. 
Μια ήμερα, καθώς προσευχόταν στο κελί του, του φανερώθηκε ο Χριστός μαζί με δύο Άγγελους και ο όσιος Παΐσιος, μιμούμενος τον πατριάρχη Αβραάμ, Του ένιψε τα πόδια. Ο Κύριος τότε τον ευλόγησε και του είπε: «Ειρήνη σοι, εκλεκτέ δούλε μου». Ένας από τους μαθητές του αρνήθηκε να πιεί το νερό που χρησίμευσε για την νίψη των ποδιών του Κυρίου. Ο άγιος τον έστειλε στον τάφο τριών άγιων ανθρώπων που ήταν προικισμένοι με το χάρισμα της προφητείας και ένας από αυτούς αναστήθηκε για να τον παροτρύνει στην αγόγγυστη υπακοή. Ο μαθητής μετανόησε τότε πικρά για την ανυπακοή του που του είχε στερήσει ένα μεγάλο χάρισμα. 
Φθάνοντας σέ προχωρημένη ηλικία, ο όσιος Παΐσιος μετέβη στον αββά Παύλο και πέρασαν ένα διάστημα μαζί. Σαν νεαρός αρχάριος, παρακινούσε τον άλλο Γέροντα σε άμιλλα ως προς τον ζήλο, προκειμένου να προσθέσουν νέες αναβάσεις στην προσευχή, για όσο καιρό ακόμη θα τούς έδινε ο Κύριος την δύναμη. Κατόπιν επιστρέφοντας στην έρημο του, εκοιμήθει εν ειρήνη, προλαβαίνοντας τον άγιο Παύλο στις αυλές των δικαίων. Λέγεται ότι ο αββάς Ισίδωρος, μαθαίνοντας την εκδημία του, ήλθε να πάρει το λείψανο του ανθρώπου του Θεού, για να το μεταφέρει στην Πισιδία. Όταν το πλοίο στο όποιο το είχε βάλει έφθασε κοντά στον τάφο του αγίου Παύλου, ακινητοποιήθηκε. Ένας διορατικός ερημίτης εξήγησε ότι ήταν σημείο εκ Θεού πού υποδείκνυε ότι έπρεπε να πάρουν επίσης μαζί τους και το σώμα του Παύλου. Έτσι ανταμωμένοι κατά σάρκα και μετά θάνατον, οι δύο άγιοι κατατέθηκαν σε ένα μοναστήρι στην Πισιδία, όπου επιτέλεσαν πλήθος θαυμάτων . 
Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
ἔνσαρκος ἄγγελος, τῶν Μοναστῶν κορωνίς, ὁ ἄσαρκος ἄνθρωπος, τῶν οὐρανῶν οἰκιστής, ὁ θεῖος Παΐσιος, χαίρει τὴ αὐτοῦ μνήμη, σὺν ἠμὶν ἑορτάζων, νέμει τοὶς κοπιώσι, δι' αὐτὸν θεῖον χάριν διὸ ἐν προθυμίᾳ πολλὴ τοῦτον τιμήσωμεν.

ΝΕΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ 
ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
ΤΟΜΟΣ ΔΕΚΑΤΟΣ
ΙΟΥΝΙΟΣ
ΙΝΔΙΚΤΟΣ
*

Τετάρτη 18 Ιουνίου 2025

Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς: «Ποιὲς εἶναι οἱ αἰτίες τοῦ μελλοντικοῦ πολέμου»

«Ποιὲς εἶναι οἱ αἰτίες τοῦ μελλοντικοῦ πολέμου» 
Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς

ΠΗΓΗ:ΕΔΩ 

κουλτούρα ὡς εἴδωλο ἀνήκει στὶς μέρες μας στὰ πιὸ τυφλὰ εἴδωλα. Ἀπορρίπτοντας τὸ Θεὸ πού εἶναι ὁ μοναδικὸς ἐμπνευστὴς καὶ ὑποκινητὴς τοῦ πλέον εὐγενοῦς πολιτισμοῦ τόσο τῆς ψυχῆς ὅσο καὶ τοῦ σώματος, οἱ ἀθεϊστὲς ἄρχισαν νὰ λατρεύουν τὰ ἔργα καὶ τὶς κατασκευὲς τους τὰ ὅποια ὀνομάζουν μὲ μία λέξη - κουλτούρα. Ὅμως τὸ νὰ λατρεύεις τὰ ἀνθρώπινα ἔργα εἶναι τὸ… πλέον μισητὸ πράγμα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ἀφοῦ ὁ Θεὸς στὶς ἐντολὲς Του ἀπαγόρευσε αὐστηρὰ στοὺς ἀνθρώπους νὰ λατρεύουν τὰ ἔργα καὶ τὴν κτίση Του, ἀπὸ τὰ ὅποια καὶ τὸ πλέον ἀσήμαντο εἶναι τελειότερο ἀπὸ τὴν τελειότερη ἀνθρώπινη κουλτούρα. Καὶ ἐφόσον ὁ πολιτισμὸς τοποθετήθηκε σὲ ἐξάρτηση μὲ τὰ ὑπόλοιπα εἴδωλα πού ἀναφέραμε ἐδῶ, ἰδιαίτερα μὲ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, εἶναι ἐπειδὴ κι αὐτὸς ὑπηρετεῖ δυναμικὰ τὴν κουλτούρα τῶν πολεμικῶν μικροβίων πού πρὶν ἢ μετὰ ὁδηγοῦν στὴ γέννηση τῆς πολεμικῆς ἀνάφλεξης.

Ἀπὸ αὐτὰ τὰ πέντε εἴδωλα τὰ δύο μποροῦν νὰ ὀνομαστοῦν ἀνόητα καὶ τὰ τρία ὑποκριτικά. Ἀνόητα εἶναι ὁ ἐθνικισμὸς καὶ ἡ κουλτούρα, ἐπειδὴ πολλοὶ φωνάζουν καὶ αὐτοδηλώνονται, ἐνῶ ὑποκριτικοὶ εἶναι ὁ ὑλισμός, ὁ ἰμπεριαλισμὸς καὶ ὁ ἐγωισμός, ἀφοῦ κρύβονται καὶ ψεύδονται παρουσιαζόμενοι κάτω ἀπὸ ἄλλα ὀνόματα. Ὅλα αὐτὰ τὰ εἴδωλα θὰ μποροῦσαν νὰ ἀποκαλεστοῦν στὴ γλώσσα τοῦ Ντοστογιέφσκι μανιακά.

Φυσικὰ αὐτὰ καὶ τὰ πέντε κάποτε ἀποτελοῦσαν πραγματικὲς ἀξίες καὶ πάλι θὰ μποροῦσαν νὰ γίνουν. Αὐτὲς εἶναι πραγματικὲς ἀξίες, ὅταν φωτίζονται ἀπὸ τὴν πίστη στὸ Θεό, τὸν Ἕναν καὶ Ζῶντα καὶ ὅταν βρίσκονται ὑπὸ τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ, μὲ μία λέξη, ὅταν τελοῦν στὴν ἀπόλυτη ὑπεξουσιότητα τοῦ Θεοῦ καὶ ὑπηρετοῦν τὴ δόξα τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ. Ἡ ὅλη προέρχεται ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ δόθηκε στοὺς ἀνθρώπους γιὰ νὰ τοὺς ὑπηρετεῖ καὶ ὄχι γιὰ νὰ κυριαρχεῖ στὶς ψυχές τους. Αὐτοκρατορίες παρέχει ὁ Θεὸς σὲ κάποιους χαρισματικοὺς λαοὺς πού ὡς δυνατότεροι ἀδελφοὶ ὑπηρετοῦν τοὺς πιὸ ἀδύναμους καὶ λιγότερο χαρισματικοὺς λαούς, ὅπως ὁ δυνατότερος ἀδελφὸς τὸν ἀσθενέστερο. Τὸ ἔθνος εἶναι ἕνα περιορισμένο, ἀλλὰ ἐξαιρετικὰ ὄμορφο καὶ ὀρθὸ πεδίο ὑπηρεσίας πρὸς τὸ Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους.

Τὸ πρόσωπο (τὸ ἐγὼ) εἶναι δηλαδὴ μία λογικὴ ψυχή, τὸ δώρισε ὁ Θεος σὲ κάθε ἄνθρωπο ὥστε μὲ τὴ διακονία καὶ τὴν ἀγάπη νὰ τὸ ὑψώσει στὸ καθ’ ὁμοίωση μ’ Αὐτόν, τὸ δημιουργό του. Τὴν κουλτούρα ὁ Θεὸς τὴν ἐμπνέει, ὥστε μέσω αὐτῆς ἡ ἀνθρώπινη ψυχὴ νὰ ἐκφράσει τὴν κυριαρχία της πάνω στὸν ὑλικὸ κόσμο καὶ τὴν ὑποταγή της στὴν ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ. Καὶ τὰ πέντε αὐτά λαμβάνουν ἀγγελικὸ πρόσωπο μέσω τῆς διακονίας καὶ τῆς ἀγάπης ὅπως διευθέτησε καὶ πρόσταξε ὁ Κύριος Χριστός. Ἀλλὰ ὅμως, ὅπως τὸ σεραφεὶμ πού ἔπεσε ἀπὸ τὸ Θεό, κάποτε ὀνομαζόταν Ἑωσφόρος καὶ μεταμορφώθηκε ἀκαριαία σὲ διάβολο, ἔτσι κι ὅλες αὐτὲς οἱ πέντε ἄξιες ἀποκομμένες ἀπὸ τὸ Θεὸ καθίστανται εἴδωλα καὶ μανίες.

Προσέξτε τώρα πῶς ὁ σχετικὸς κορεσμὸς αὐτῶν τῶν πέντε εἰδώλων ὁδηγεῖ τοὺς ἀνθρώπους ὡς τὴν ὀκνηρία, τὴν ἀλλοίωση, τὴ σήψη καὶ τὴν ἀπέχθεια πρὸς ὅλα, τὴν ἀνοησία καὶ τὴν αὐτοκτονία (ὅπως καὶ λίγο πρὶν τὸ τέλος τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας). Μὰ ὅμως αὐτὴ ἡ ἀδηφαγία ὁδηγεῖ τοὺς ἀνθρώπους μέχρι τὰ ἔσχατα τῆς πικρίας, τῆς ζήλιας, τῆς μεμψιμοιρίας, τῆς ἀσυνειδησίας καὶ τῆς κάθε εἴδους βίας καὶ πάλι στὴν αὐτοκτονία. Καὶ στὶς δύο περιπτώσεις ὅλα τὰ εἴδωλα ἀποπνέουν μίσος καὶ περιφρόνηση γιὰ τὸν πράο καὶ ἀγαθὸ Κύριο Χριστὸ καὶ συνεπῶς ὁδηγοῦν τοὺς ἀνθρώπους στὸν πόλεμο.

Καλύτερα νὰ μὴν εἰσέρθουμε στὴν ἀπαρίθμηση ὅλων τῶν βαριῶν τραυμάτων πού ἄνοιξε στὸν ὀργανισμὸ τῆς Εὐρώπης καὶ τῆς Ἀμερικῆς αὐτή ἡ πενταπλὴ εἰδωλολατρία, γιατί θὰ ἐπαναλαμβάναμε μέρα μὲ τὴ μέρα αὐτὸ πού ἐπαναλαμβάνεται στὶς στῆλες ἐγκλημάτων καὶ ἐγκλημάτων, καθὼς καὶ σὲ ἄλλες στῆλες πού θὰ μποροῦσαν νὰ ἀποκαλεστοῦν: ἀδιαφορία γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ τὶς ἐντολές Του. Εἶναι σαφὲς ἀπὸ ὅσα μέχρι τώρα εἴπαμε, ὅτι οἱ χριστιανικοὶ λαοὶ οἱ ὅποιοι βρίσκονταν σὲ πνευματικὸ γάμο μὲ τὸ Χριστό, ἀπίστησαν καὶ παραδόθηκαν σὲ χαμηλοὺς δεσμοὺς μὲ τὴ μηδαμινότητα, μὲ τὴ σκόνη, μὲ τὶς στάχτες καὶ τὶς σκιές.

Ὅμως καθένας πού ἀπιστεῖ δὲ ζεῖ ἄραγε ὑπὸ συνεχῆ φόβο καὶ στὴν ἀνησυχία γιὰ τὴν ὑπεράσπιση καὶ τὴν ἐξασφάλιση τῆς ζωῆς του; Αὐτή εἶναι ἡ εἰκόνα καὶ ὁ καρπὸς τῆς σύγχρονης εἰδωλολατρίας - ὁ φόβος, καὶ λόγω τοῦ φόβου ὁ ἀκραῖος ἐγωισμός, ἡ σπασμωδικὴ προσκόλληση στὴν ὅλη καὶ ἡ ἁρπαγὴ τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν. Καὶ ἐπειδὴ γιὰ τὸ ἕνα καὶ τὸ ἴδιο ὑλικὸ ἀνταγωνίζονται πολλοὶ αὐτὸ ἀναπόφευκτα σημαίνει σύγκρουση καὶ πόλεμο.

 «Πόλεμος καὶ Βίβλος», τοῦ Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, ἐκδόσεις Παῤῥησία 

Τρίτη 17 Ιουνίου 2025

Άγιος Άλμπαν. Πρωτομάρτυς Ἀγγλίας και Μεγάλης Βρεταννίας.


 

Άγιος Άλμπαν. Πρωτομάρτυς Ἀγγλίας και Μεγάλης Βρεταννίας. 
17 Ιουνίου.
Ό Άγιος Άλμπαν (St Alban) ήταν ειδωλολάτρης ταπεινής καταγωγής που ζούσε στο Verulamium (σημερινό St Albans τής Αγγλίας) και ο οποίος προσέφερε φιλοξενία σέ εναν ιεραπόστολο ιερέα πού καταδιωκόταν, τον Άγιο Αμφίμπαλο[25 Ιουνίου].

Βλέποντας ο Άλμπαν τον φιλοξενούμενο του να εγκαρτερεί στην προσευχή ήμερα και νύχτα, δέχτηκε το άγγιγμα τής θείας χάριτος και άρχισε να ακολουθεί το παράδειγμα του και να τον ρωτά για την Πίστη του. Οι διδαχές του άγιου ιερέα έδιωξαν κάθε ίχνος ειδωλολατρικής δεισιδαιμονίας από πάνω του και έλαβε τον φωτισμό του αγίου Βαπτίσματος. Ο Ρωμαίος διοικητής ωστόσο πληροφορήθηκε ότι ο ιεραπόστολος κρυβόταν στο σπίτι του Άλμπαν και έστειλε τους στρατιώτες του για να τον συλλάβουν. Όταν αυτοί έφθασαν εκεί βρήκαν τον Άλμπαν ντυμένο με τα ρούχα του ιερέα, ο οποίος είχε καταφέρει να φύγει. Δεν πρόβαλε καμιά αντίσταση και οδηγήθηκε στο δικαστήριο τήν στιγμή πού ο δικαστής στεκόταν μπροστά στον βωμό των ψευδών θεών έτοιμος νά προσφέρει θυσία. Διαπιστώνοντας ό’τι είχε ξεγελαστεί, εξοργίστηκε και απείλησε τον Άλμπαν με θάνατο αν αρνιόταν να παραδώσει τον φυγάδα και να εκδηλώσει την ευσέβεια του απέναντι στους θεούς. Όταν του ζητήθηκε να δηλώσει ποιος είναι, ο Άλμπαν απάντησε με θάρρος ότι πλέον ήταν χριστιανός, τόσο κατ’ όνομα όσο και κατά τον τρόπο του βίου, ενέπαιξε δε τα άψυχα είδωλα πού δεν μπορούν να εισακούσουν αυτούς πού τα λατρεύουν και προσφέρουν σέ αυτά τις προσευχές τους, ενώ αντίθετα προξενούν την αιώνια καταδίκη τους. Ο δικαστής τον παρέδωσε στους άνδρες του για να τον μαστιγώσουν. Καθώς όμως ο άγιος επέδειξε την καρτερία ασώματου όντος και ακτινοβολούσε από χαρά, έδωσε την εντολή να τον θανατώσουν χωρίς χρονοτριβή.

Λέγεται ότι με την προσευχή του ο Άγιος Άλμπαν έδωσε την δυνατότητα στο πλήθος πού προσήλθε να παραστεί στην θανάτωση του να περάσει τον ποταμό Κόλν αβρόχοις ποσίν, προκειμένου να μην καθυστερήσει την είσοδο του στους ουρανούς περιμένοντας ώσπου να περάσουν όλοι από την στενή γέφυρα πού οδηγούσε στον τόπο τής εκτέλεσης του. Μπροστά στο θαύμα αυτό, ένας από τους δήμιους του μεταστράφηκε και δήλωσε έτοιμος να αποκεφαλισθεί στην θέση του άγιου. Έσυραν τον Άλμπαν στην κορυφή ενός ψηλού λόφου, όπου ο άγιος έκανε να αναβλύσει μία πηγή για να ξεδιψάσει το πλήθος, προσευχήθηκε υπέρ των διωκτών του και προσφέρθηκε γαλήνια στο ξίφος. Την στιγμή πού το κεφάλι του κύλησε στο χώμα τα μάτια του δημίου του βγήκαν από τις κόγχες τους. Μπροστά σε παρόμοια θαύματα ο διοικητής διέταξε να σταματήσει ο διωγμός και να αποδοθεί τιμή στους ένδοξους μάρτυρες του Χριστού. Έκτοτε πολλοί άρρωστοι θεραπεύθηκαν κοντά στον τάφο του αγίου Άλμπαν και ή τιμή του διαδόθηκε ευρέως στην Αγγλία, όπου τιμάται ως πρωτομάρτυρας, καθώς και στην υπόλοιπη Ευρώπη.

Στο μέρος που μαρτύρησε ο Άγιος Άλμπαν τον 8ο αιώνα ιδρύθηκε μία Ορθόδοξη Μονή αφιερωμένη στον Άγιο Άλμπαν. 
Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Εκδόσεις Ίνδικτος.

Δευτέρα 16 Ιουνίου 2025

Δευτέρα 16η Ιουνίου - Ἀπό σήμερον ἄρχεται ἡ Νηστεία τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων (13 ἡμέραι).

 

16η ουνίου 2025

ΔΕΥΤΕΡΑ: 

Τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Τύχωνος, Ἐπισκόπου Ἀμαθοῦντος τῆς Κύπρου.

πό σήμερον ἄρχεται ἡ Νηστεία τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων (13 ἡμέραι).

Σημείωσις: 
πό σήμερον ἐπανέρχεται ἡ χρῆσις τῆς Παρακλητικῆς. Ἐ­φ­εξῆς καί μέχρι τῆς 26ης Ἰουλίου, ἐάν ἑορτάζηται Ἅγιος, Καταβασίαι· «Ἀνοίξω τό στόμα μου...» καί Κοντάκιον· «Προ­στασία...».


Κυριακή 15 Ιουνίου 2025

Άγιοι νεομάρτυρες της Σερβίας (Β’)


15 Ιουνίου 
Άγιοι νεομάρτυρες της Σερβίας (Β’)

Ο μητροπολίτης ΙΩΑΝΝΙΚΙΟΣ γεννήθηκε στο Στόλοβι, στην περιοχή του κόλπου του Κότορ, το 1880. Μετά τις σπουδές του στο Βελιγράδι, χειροτονήθηκε ιερέας το 1912 και άσκησε το λειτούργημά του κατ’ αρχάς στο Κότορ, εν συνεχεία δε σε μία ενορία του Λάστβα. Δίδαξε κατόπιν σε διάφορα σχολεία και όταν έμεινε χήρος χειροτονήθηκε βοηθός επίσκοπος στο Μπουντίμλιε, το 1940. Τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους, η Ιερά Σύνοδος της Σερβικής Εκκλησίας τον διόρισε μητροπολίτη Μαυροβουνίου και Παραλίων. Χρειάστηκε να αναλάβει το νέο αξίωμά του μέσα στις τραγικές συνθήκες του πολέμου, κατάφερε όμως να εξασφαλίσει την λειτουργία της Ιερατικής Σχολής του Τσέτινιε και συνέστησε στον κλήρο του να υποτάσσεται σε κάθε νόμιμη πολιτική Αρχή. Καθώς πολλοί ιερείς είχαν συλληφθεί από τους κομμουνιστές αντάρτες που ήσαν ήδη ενεργοί στην περιοχή, επιχείρησε να εγκαταλείψει την χώρα μαζί με δεκαεπτά ιερείς. Πιάστηκαν στο Ζιντάνι Μοστ και οι ιερείς τυφεκίσθηκαν επί τόπου, ενώ ο μητροπολίτης Ιωαννίκιος οδηγήθηκε στο Αραντέλοβατς, όπου οι κομμουνιστές τον βασάνισαν και τον εκτέλεσαν (1945). Το σώμα του τάφηκε σε άγνωστο μέρος. 

 

Ο άγιος ΡΑΦΑΗΛ (Μομτσίλοβιτς), αγιογράφος και προσωπογράφος που έχαιρε μεγάλης εκτίμησης κατά τον μεσοπόλεμο, έγινε ηγούμενος της Μονής Σισάτοβατς στην περιοχή του Σρεμ (ΒΔ Γιουγκοσλαβία). Συνελήφθη μαζί με άλλους τρεις μοναχούς τον Αύγουστο του 1941 από τους Ουστάσι και εκτοπίσθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Σλαβόνσκα Ποζέγκα. Κατά την διάρκεια του ταξιδιού οι φύλακές του τον υπέβαλαν σε διάφορα βασανιστήρια, ξεριζώνοντας τα γένια του και κτυπώντας τον με διάφορα αντικείμενα. Στο στρατόπεδο βασανίστηκε συνεχώς μέχρι τις 3 Σεπτεμβρίου, την ημέρα του θανάτου του. Ο τόπος της ταφής του παραμένει άγνωστος. 


 

Ο ιερέας ΜΠΡΑΝΚΟ Ντομπροσάβλιεβιτς υπηρέτησε με τιμή στις ενορίες Μπουβάτσα, Ραντόβιτσα και Βελιούν. Ανήμερα του αγίου Γεωργίου [23 Απριλίου/6 Μαΐου 1941] συνελήφθη από τους Ουστάσι του Βελιούν μαζί με άλλους πέντε Σέρβους, μεταξύ των οποίων ο γιος του Νεμπόισα και ο πατήρ Δημήτριος Σκορουπάν της ενορίας Τσβιγιάνοβιτς Μπρντο. Αφού πέρασαν την νύχτα στο αστυνομικό τμήμα, την επομένη σφαγιάσθηκαν όλοι στο δάσος Κεστένοβατς. Οι Ουστάσι εξανάγκασαν τον πατέρα Μπράνκο να ψάλει την νεκρώσιμο Ακολουθία για τον γιο του πριν τον εκτελέσουν και εκείνον. 

 

Ο πατήρ ΓΕΩΡΓΙΟΣ Μπόγκιτς ήταν ιερέας στην ενορία Νάσιτσε. Στις 17 Ιουνίου 1941, ένας γαλατάς του χωριού έσπευσε στο σπίτι του μαζί με άλλους Ουστάσι με την πρόφαση ότι θα τον πήγαιναν για ανάκριση. Τον οδήγησαν σε ένα λειβάδι, όπου αφού τον έδεσαν σε ένα δένδρο, οι βασανιστές του του έκοψαν τα αυτιά, την μύτη και την γλώσσα, έπειτα του ξερίζωσαν τα γένια, συνοδεύοντας τα βασανιστήρια με τις χειρότερες ύβρεις. Ένας Ουστάσι του άνοιξε την κοιλιά, ξερίζωσε τα εντόσθιά του και τα έβαλε ως περιδέραιο γύρω από τον λαιμό του. Έκοψαν κατόπιν το σχοινί που τον συγκρατούσε στο δένδρο και τον τουφέκισαν. 

 

Ο πατήρ ΝΤΑΝΕ Μπάμπιτς συνελήφθη από τους Ουστάσι στο χωριό Σβίνγιτσι της περιοχής Μπάνια. Οι δήμιοί του τον έθαψαν ζωντανό μέχρι την μέση και άρχισαν να χορεύουν άγρια γύρω του, ξεσχίζοντας ένα κομμάτι σάρκας κάθε φορά που περνούσαν δίπλα του. Μετά από πολλές ώρες μαρτυρίου, εγκατέλειψαν για παραδειγματισμό το σώμα του που δεν είχε πια ανθρώπινο σχήμα. 

Ο ΒΟΥΚΑΤΣΙΝ ήταν ένας γέρος χωρικός από το χωριό Κλέπατς, κοντά στην Τσάπλινα της Ερζεγοβίνης, του οποίου ολόκληρη η οικογένεια είχε δολοφονηθεί στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Γιασένοβατς. Ενώ ένας Ουστάσι έσφαζε τους κατοίκους του χωριού του, εκείνος τον κοίταζε με ένα ύφος παράξενα γαλήνιο που τάραξε τον δήμιο περισσότερο απ’ ό,τι οι κραυγές των θυμάτων του. Όρμησε κατεπάνω του για να τσακίσει την ειρήνη του με τα πιο φρικτά βασανιστήρια, και καθώς ο Βουκάτσιν αρνιόταν να φωνάξει: «Ζήτω ο Πάβελιτς!» [1] του έκοψε διαδοχικά τα αυτιά και την μύτη δίχως παρά ταύτα να μπορέσει να τον βγάλει από την σιωπή του. 
Όταν τον απείλησε ότι θα του ξερίζωνε την καρδιά, ο γέροντας αποκρίθηκε: «Κάνε, παιδί μου, την δουλειά σου!» Έξαλλος ο βασανιστής του έβγαλε τα μάτια και την καρδιά και αφού τον έσφαξε, πέταξε το σώμα του με μια κλωτσιά σε ένα χαντάκι. 
Ο άνθρωπος αυτός ομολόγησε αργότερα ότι από την ημέρα εκείνη δεν μπόρεσε να βρει ησυχία και την νύχτα πεταγόταν από τον ύπνο του και έβλεπε μέσα στο σκοτάδι το διαπεραστικό βλέμμα του Βουκάτσιν, ο οποίος επαναλάμβανε τα ίδια λόγια. 
Αμέσως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο (1946) η Σερβία περιήλθε υπό τον ζυγό των κομμουνιστών και πολλοί ήσαν εκείνοι που αντιστάθηκαν μέχρι αίματος στις πιέσεις των αθέων να ξεριζώσουν την Πίστη του λαού. Ορισμένοι από τους ομολογητές αυτούς τιμώνται ήδη από τον λαό [2]. 
[1] Ο ηγέτης του κινήματος των Ουστάσι (1889-1959), που συμμάχησε με τον Χίτλερ στα 1941. 
[2] Βλ. άγιος Νικόλαος Αχρίδος [5 Μαρτ.].

 

 

«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»·
Τόμος (Ιούνιος),
Εκδόσεις «Ίνδικτος».

π. Κωνσταντίνος Στρατηγόπουλος - Κυριακή των Αγίων Πάντων


Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία
τοῦ π. Κωνσταντίνου Στρατηγόπουλου, στά πλαίσια τῆς ἑρμηνείας πού ἔγινε στό κήρυγμα τῆς Κυριακής 10 Ιουνίου του 2001 
Τὸ ἡχητικὸ ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν ὁμιλία- εδώ  

Κυριακή των Αγίων Πάντων

Κυριακή των Αγίων Πάντων: το αποκορύφωμα της εκκλησιαστικής εμπειρίας. Γι' αυτό μας δόθηκε η Εκκλησία απ' τον Θεό μας. Ως δωρεά για να λειτουργήσουνε μέσα της οι Άγιοι Πάντες. Και το κείμενο το ευαγγελικό που ακούσαμε πριν από λίγο, από τα λόγια του Χριστού ειπωμένο και γραμμένο από το χέρι του Ματθαίου, νομίζεις πως θέλει να ορίσει τα κοινά χαρακτηριστικά των Αγίων Πάντων. Κάποιος, βέβαια, μπορεί να αντιτείνει και να πει πως οι Άγιοι διακρίνονται ποικιλοτρόπως. Έχουν τη δική τους προσωπικότητα. Πώς μπορούμε να διαγράψουμε μέσα σε μερικές γραμμές τα κοινά χαρακτηριστικά τους;

Κι όμως, αν σκεφτούμε τον τρόπο που λειτουργεί η θεότητα και η ζωή μας, που είναι ενότητα και διάκριση, αυτό μπορούμε να το πούμε. Και ο Θεός Ομοούσιος είναι και διακρίνεται σε Πρόσωπα. Και έτσι, παρόλο που τα Πρόσωπα διατηρούνε τη δική τους αυτοτέλεια, τα δικά τους χαρακτηριστικά, μπορούν να είναι μέσα σε έναν χώρο ομοουσιότητας, η οποία ακριβώς περιγράφεται στο Ευαγγέλιο [που ακούσαμε] πριν από λίγο για να δείξει τα κοινά χαρακτηριστικά των Αγίων, τα δικά μας χαρακτηριστικά ως μέλλοντες Άγιοι, πέρα από την προσωπικότητα που καλλιεργούμε μέσα από τα δικά μας, «ί-δι-α», τα «ίδια» προσωπικά χαρίσματα. Να δούμε τα απλά, μικρά στοιχεία μέσα από τον βηματισμό τού κατά Ματθαίον Ευαγγελίου για να κατανοήσουμε αυτά τα κοινά στοιχεία που χαρακτηρίζουν τους Αγίους, γνωστούς τε και αγνώστους. Αυτά τα σημεία τα οποία αποτελούν τον βηματισμό είναι και μια πρόκληση ταυτόχρονα για τον νου μας και για τον τρόπο που σκεφτόμαστε.

Το πρώτο στοιχείο είναι η ομολογία. Λέει: «Όποιος με ομολογήσει εμένα μπροστά στους ανθρώπους, και εγώ θα τον ομολογήσω». Τι είναι αυτή η ομολογία; Αυτή η ομολογία δεν είναι ακριβώς μια κουβέντα για τα πράγματα, ούτε μια κουβέντα για μια ιδεολογία, ούτε μια ανάλυση μιας ιδεολογίας – αλίμονο αν το Ευαγγέλιο εκφραζόταν μέσα από μια έκφραση ιδεολογικών τομών και αναλύσεων. Το «ομολογία» είναι αυτό που λέει η λέξη: «ομο-λογώ», «έχω κοινό λόγο». «Ομολογώ» σημαίνει «λειτουργώ την κοινότητα» και «δίνω Λόγο στην κοινότητα» – φυσικά, τον μοναδικό Λόγο που υπάρχει μέσα στη ζωή, που είναι ο Χριστός, ο Θεός Λόγος. Ομολογώ λοιπόν σημαίνει λειτουργώ την ενότητα, και τη λειτουργώ όχι με άλλα μέτρα, με άλλα μέσα, με άλλες θεωρίες, με άλλες ιδεολογίες, αλλά τη λειτουργώ μόνο μέσα από Εκείνον που μπορεί να λειτουργήσει την ενότητα, που είναι ο Χριστός. Να λοιπόν η ομολογία. «Όποιος ομολογήσει εμένα μπροστά στους ανθρώπους», όποιος λειτουργήσει με μένα την ενότητα της ζωής του κόσμου. Και θαρρείς και τι είναι ζωή και λειτουργιέται έτσι, κι αν δεν λειτουργήσουμε εν Χριστώ την ενότητα του κόσμου, όλα καταρρέουνε και όλα διαλύονται, όλα γίνονται σκουπίδια, όλα γίνονται σκόνη. Και προσπαθούμε να κρατήσουμε τα πράγματα όρθια και να τα συντηρήσουμε. Δεν γίνεται με τίποτε. Τα κράτη, τα έθνη, οι λαοί, η παγκόσμια κοινότητα, οι μικρές ομάδες, η οικογένεια, που προσπαθούν με πολύ καλές διαθέσεις να συγκρατήσουν τα στοιχεία της ενότητας, κάθε μέρα οσονούπω διαλύονται εις τα εξ ων συνετέθησαν, αν δεν λειτουργήσουν την ομο-λογία, την εν Χριστώ έκφραση αυτής της ενότητας, που είναι το πρώτο στοιχείο του βηματισμού στον χώρο της κοινής εκφράσεως της ζωής των Αγίων.

Και μετά από εκεί, έρχεται εκείνο το παράξενο και πολύ χτυπητό, που πραγματικά διαλύει το μυαλό, που λέει: «Όποιος αγαπάει τον πατέρα του ή τη μητέρα του ή το οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο περισσότερο από εμένα, πέρα από εμένα και πριν από εμένα, αυτός δεν μου είναι άξιος». Και τότε, Χριστέ μου, γιατί μας τους έδωσες πλάι μας;. Και είναι τόσο αληθινό το κείμενο και τόσο συγκλονιστικό, πραγματικά, γιατί αν δεν γνωρίσεις το «φίλον», την Αγάπη, την Όντως Αγάπη, πώς θα μπορέσεις να αγαπήσεις; Ο Θεός είναι η Αγάπη, και ο Χριστός εκφράζει αυτή την αγάπη μέσα από το έργο της σαρκώσεώς του. Κι αν Αυτόν δεν γνωρίσουμε, τότε πώς μπορούμε να αγαπήσουμε; Η φράση που λένε τα κείμενα τα πατερικά, πως είναι αδύνατο να αγαπήσεις άνθρωπο αν δεν αγαπήσεις τον Χριστό, είναι τόσο αληθινή, όσο ότι σήμερα το πρωί βγήκε ο ήλιος [και μετά από] το βράδυ θα ανατείλει. Και ακόμα πιο αληθινή από αυτή την έκφραση. «Ο φιλών πατέρα ή μητέρα υπέρ εμέ, ουκ έστι μου άξιος». Και, ναι, δεν μπορεί να αγαπήσεις τίποτε, και αυτή η αγάπη είναι μια σάπια αγάπη, και μετά από λίγο θα αποδειχθεί το σάπιο, και θα αποδειχθεί το αντίπαλο, και θα αποδειχθεί το διχαστικό, και θα λειτουργήσει η καταστροφή, και θα λειτουργήσει η βαθιά εσωτερική αρρώστια. Γιατί νόμιζες που αγαπούσες και δεν αγάπησες, γιατί δεν πρόλαβες να αγαπήσεις Εκείνον που είναι Αγάπη, και ήθελες να αγαπήσεις πριν από Εκείνον τα άλλα τα πράγματα, και αυτό είναι αδύνατο. Και αυτό είναι κοινό χαρακτηριστικό των Αγίων: φάνηκε που αγαπούσανε πρώτα Κάτι Άλλο, πέρα από τους δικούς τους, κι όμως ήθελαν να αγαπήσουν τους δικούς τους, γι' αυτό αγάπησαν πρώτα Εκείνον.

Και ακολουθεί το τρίτο κείμενο του βηματισμού, το οποίο, και αυτό, χαρακτηρίζεται από μια ιδιότροπη έκφραση σκέψεως, που μπορεί να ξαφνιάζει και πάλι το μυαλό και μπορεί πραγματικά να το διαλύει το μυαλό μέσα από τη σκέψη ότι εμείς, για να μπορούμε να σταθούμε πάνω στον κόσμο και για να μπορούμε να εκφραστούμε μέσα στον κόσμο, πρέπει να λειτουργήσουμε άλλα πράγματα του κόσμου. Ήταν η αγάπη, και ήτανε εκείνο το οποίο σημαίνει «να με ακολουθήσετε, παίρνοντας τον σταυρό σας», λέει. Κοιτάξτε, σταυρό έχουν όλοι, αλλά τον έχουν χωρίς να ακολουθούν τον Χριστό. Εδώ είναι η μεγάλη διαφορά του κειμένου. Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μη σηκώνει σταυρό. Τον θέλει, δεν τον θέλει, τον «πιάνει», δεν τον «πιάνει», τον αναλύει, δεν τον αναλύει, τον κατανοεί και δεν τον κατανοεί. Οι πιο πολλοί τον κατανοούνε, γι' αυτό ακριβώς εκφράζονται με δυσαρέσκεια για τη ζωή τους. Έρχεται λοιπόν να μπει μια άλλη τομή. Έχεις που έχεις έναν σταυρό. Τότε να ακολουθείς τον Χριστό. Και τότε ο σταυρός θα είναι μια ακολουθία Χριστού, άρα θα είναι σταυρός του Χριστού. Αλλά θα είναι άλλος βηματισμός, άρα θα είναι μια θεραπεία. Ακολουθώντας τον Χριστό, ο σταυρός γίνεται γεγονός θεραπευτικό για όλη τη ζωή του κόσμου. Και εδώ ακριβώς ξεπερνάμε τα δικά μας – τα  κρυμμένα, τα μοναδικά μας, τα μοναχικά μας, εκείνα τα οποία εκφράζουν μόνο τη ζωή μας και τίποτα άλλο, και κλεινόμαστε στον πόνο μας και διαμαρτυρόμαστε. Και βγαίνουμε έξω και λέμε δεν ξέρουμε αν έχουμε πόνο ή δεν έχουμε, εμείς θα κάνουμε μια έξοδο. Και κάνοντας την έξοδο, ακολουθώντας τον Χριστό, ο πόνος είναι άλλος πόνος. Είναι πόνος για να αλλάξει όλη η κοινότητα, και αυτόν το σταυρό τον σηκώνεις όχι πια από σένα και για σένα, τον σηκώνεις για όλους. Και τότε αυτός ο πόνος γίνεται πανηγυρικός, γιατί έχει κάτι να κάνει για τη ζωή.

Και τέλος, το κείμενο επανέρχεται στις παράξενες σκέψεις και λέει: «Όποιος δεν άφησε τη γυναίκα του, τα παιδιά του...» και τα λοιπά, και τα λοιπά. Και είναι παράξενο: να αφήσεις, τι να αφήσεις; Αν υπάρχει ένας μηχανισμός ο οποίος λειτουργεί και είναι λανθασμένος, πρέπει να τον διαλύσεις και μετά το χέρι του καλού τεχνίτη να τον ξαναφτιάξει. Και ο Χριστός λέει: Όλα διαλύστε τα, αφήστε τα όλα, για να τα γιατρέψετε. Και όταν τα γιατρέψετε, τότε θα τα  συγκροτήσετε. Μην πάτε να κρατήσετε πράγματα τα οποία είναι ενωμένα μέσα από φθορά. Διαλύστε τα όλα, κάντε τα σκόνη, και πιάστε το κάθε ένα χωριστά και ξανά γιατρέψτε τα μέσα από τη χάρη του Χριστού. Αυτό είναι το «να αφήσεις τον πατέρα σου, τη μητέρα σου, τη γυναίκα σου, τα παιδιά σου». Γιατί ως τώρα λάθος τα κρατούσες. Διάλυσέ τα όλα και κοίταξέ τα με το μάτι το θεραπευτικό του Χριστού. Άσε το «να τα γιατρέψεις εσύ», και άσε Εκείνον να τα γιατρέψει. Και αφού θα γιατρευτούν μέσα από τον Χριστό, τότε όλα θα ενωθούν από Αυτόν και όχι από τη δική σου δύναμη, από τα δικά σου χρήματα, από τη δική σου εξυπνάδα, από το δικό σου καλό ή κακό που διαθέτεις ως σκέψη και ιδεολογία. Τα διαλύεις όλα, λοιπόν, και τα αφήνεις στον Χριστό, γιατί είσαι αδύνατος να κάνεις κάτι γι' αυτά. Και τα αφήνεις όλα. Και αφήνοντάς τα, πού τα αφήνεις; Στα χέρια του Χριστού. Και όλα θεραπεύονται, και τότε τα ξαναβρίσκεις. Και όλα αποκτούν ενότητα, και όλα αποκτούν κάλλος, και όλα αποκτούν φως.

Και αυτά είναι τα χαρακτηριστικά των Αγίων, Πάντων των Αγίων, τους οποίους σήμερα η Εκκλησία μας τιμάει επωνύμως τε και ανωνύμως. Και τους τιμάει γιατί τοιουτοτρόπως αγωνίστηκαν. Ο καθένας με αυτά τα κοινά στοιχεία, και ο καθένας στον τόπο του, με τον τρόπο του, με το πρόσωπό του, με τα χαρακτηριστικά του, με όλα εκείνα τα οποία χαρακτηρίζουν την ιδιότητα του ανθρώπου. Κι όμως είχαν κοινή πορεία.

Κοινή πορεία είναι η δική μας η πορεία, ο δικός μας δρόμος, ο καθημερινός μας δρόμος. Τα βήματα τα οποία ανέλυσα πριν από λίγο, όσο συνοπτικά μπορεί να επιτρέψει αυτός ο μικρός χρόνος, χαρακτηρίζουν ολόκληρη τη ζωή μας και όλη τη δυνατότητα να γίνει η ζωή μας Ζωή μας. Και τότε, αν η ζωή μας γίνει Ζωή μας, που σημαίνει ζωή εν Χριστώ, τότε μπορούμε να ελπίζουμε για το σήμερα, για το αύριο, για το χθες, για το πάντα, για τη ζωή, για τους δικούς μας και για όλους. Χωρίς Αυτόν, η ζωή είναι μια μικρή ή μεγάλη απελπισία. Οι Άγιοι Πάντες μας προκαλούν: διαλέξτε τι προτιμάτε.

 

Φιλολογική επιμέλεια κειμένου 

 Ελένη Κονδύλη  

 

Σάββατο 14 Ιουνίου 2025

ΚΥΡΙΑΚῌ ΠΡΩΤῌ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΝΤΩΝ

 

ΚΥΡΙΑΚῌ ΠΡΩΤῌ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΝΤΩΝ 

 

Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον 
ι΄ 32 - 33, 37 - 38, ιθ΄ 27 – 30 
Εἶπεν ὁ Κύριος τοῖς ἑαυτοῦ Μαθηταῖς· Πᾶς ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς· 33ὅστις δ' ἂν ἀρνήσηταί με ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι αὐτὸν κἀγὼ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς. 37Ὁ φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος· καὶ ὁ φιλῶν υἱὸν ἢ θυγατέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος· 38καὶ ὃς οὐ λαμβάνει τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθεῖ ὀπίσω μου, οὐκ ἔστι μου ἄξιος. Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Πέτρος εἶπεν αὐτῷ· Ἰδοὺ ἡμεῖς ἀφήκαμεν πάντα καὶ ἠκολουθήσαμέν σοι· τί ἄρα ἔσται ἡμῖν; 28ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ὑμεῖς οἱ ἀκολουθήσαντές μοι, ἐν τῇ παλιγγενεσίᾳ, ὅταν καθίσῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῦ, καθίσεσθε καὶ ὑμεῖς ἐπὶ δώδεκα θρόνους κρίνοντες τὰς δώδεκα φυλὰς τοῦ Ἰσραήλ. 29καὶ πᾶς ὅς ἀφῆκεν οἰκίας ἢ ἀδελφοὺς ἢ ἀδελφὰς ἢ πατέρα ἢ μητέρα ἢ γυναίκα ἢ τέκνα ἢ ἀγροὺς ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός μου, ἑκατονταπλασίονα λήψεται καὶ ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσει. 30Πολλοὶ δὲ ἔσονται πρῶτοι ἔσχατοι καὶ ἔσχατοι πρῶτοι. 

Άγιοι νεομάρτυρες της Σερβίας (Α)



15 Ιουνίου 
Άγιοι νεομάρτυρες της Σερβίας (Α)
Пострадало монаштво и свештенство СПЦ у НДХ -ΕΔΩ 
Επ’ ευκαιρία του εορτασμού της δεύτερης χριστιανικής χιλιετίας το έτος 2000, η Ιερά Σύνοδος της Σερβικής Ορθοδόξου Εκκλησίας αποφάσισε να μνημονεύονται την ημέρα αυτή [15 Ιουνίου] όλοι οι νεομάρτυρες της Σερβίας από την εποχή της τουρκοκρατίας έως τον 20ο αιώνα και ιδιαιτέρως τα θύματα του καθεστώτος των Κροατών Ουστάσι που υποστήριζε η ναζιστική Γερμανία. Κατά την περίοδο αυτή (1941-1945) περί τους 700.000 άνδρες, γυναίκες και παιδιά πέθαναν αφού υπέστησαν φρικαλεότητες «τέτοιες που ο κόσμος δεν είχε γνωρίσει από την εποχή του Νέρωνα», επειδή αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν την Πίστη των πατέρων τους ασπαζόμενοι τον Ρωμαιοκαθολικισμό που ομολογούσαν οι Ουστάσι.

Ο μητροπολίτης ΔΟΣΙΘΕΟΣ του Ζάγκρεμπ χειροτονήθηκε επίσκοπος Νίσσης το 1913. Στις αρχές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου φυλακίστηκε και δεν μπόρεσε να μεταβεί στην επισκοπή του παρά μόνο το 1918. 
Όταν αποκαταστάθηκε η ειρήνη ορίστηκε αντιπρόεδρος του τοπικού επισκοπικού συμβουλίου και έλαβε μέρος στις συνομιλίες με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Αφού πέρασε τρία χρόνια στην Τσεχοσλοβακία, ορίσθηκε επίσκοπος της νέας επισκοπής Ζάγκρεμπ το 1931. Διέλαμψε εκεί με πλήθος φιλανθρωπικών δραστηριοτήτων και με την δημιουργία ιερατικής σχολής, αφιερωμένης στην αγία Παρασκευή (Πέτκα). Ορίσθηκε επίσης επίτροπος των επισκοπών Γκόρνι-Κάρλοβατς και Μπάνια-Λούκα και βοηθούσε τον επίσκοπο Μύρωνα του Πατράτς. Όταν αρρώστησε βαριά ο πατριάρχης Βαρνάβας, ο Δοσίθεος ανέλαβε να τον αντικαταστήσει, ενώ μετά τον θάνατο του τελευταίου και μέχρι την εκλογή νέου πατριάρχη διοικούσε την αρχιεπισκοπή Βελιγραδίου-Κάρλοβτσι. 
Με την κήρυξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου συνελήφθη από την αστυνομία του Ζάγκρεμπ ενώ ήταν πλέον των ογδόντα ετών. Όντας βαριά άρρωστος μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο όπου υποχρεώθηκε να υποστεί κακομεταχειρίσεις εκ μέρους Ρωμαιοκαθολικών μοναζουσών που εργάζονταν εκεί ως νοσοκόμες. Βασανίστηκε τόσο που ήταν αναίσθητος όταν μεταφέρθηκε στην Μονή Βαβεντένιε και κατόπιν στο Σεράγιεβο. Εκεί υπέκυψε στα τραύματά του στις 13 Ιανουαρίου 1945. 

Ο μητροπολίτης ΠΕΤΡΟΣ γεννήθηκε το 1886. Δίδαξε στην θεολογική σχολή του Ρέλιεβο και εν συνεχεία στο Σεράγιεβο. Χειροτονήθηκε επίσκοπος Ζαχουμίου και Ερζεγοβίνης το 1903 και κατόπιν έγινε μητροπολίτης Βοσνίας το 1920. Όταν κηρύχθηκε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος τον συμβούλευσαν να καταφύγει στην Σερβία ή το Μαυροβούνιο. Εκείνος όμως αποκρίθηκε: «Είμαι ο ποιμένας του λαού μου και πρέπει να συμμεριστώ τις τύχες του, παραμένοντας στην θέση μου». 
Παραμένοντας ακλόνητος στις πιέσεις της Γκεστάπο και των Ουστάσι να απαρνηθεί την Ορθοδοξία και την χρήση του κυριλλικού αλφαβήτου, συνελήφθη στις 12 Μαΐου 1941 και φυλακίσθηκε στο Ζάγκρεμπ. Τον ξύρισαν, του αφαίρεσαν κάθε διακριτικό του επισκοπικού αξιώματός του και τον υπέβαλαν σε μακρά βασανιστήρια. Εν συνεχεία τον μετέφεραν στην Κοπρίβνιτσα και από εκεί στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Γιασένοβατς, όπου πέθανε από τα βασανιστήρια. 

 

Ο επίσκοπος ΠΛΑΤΩΝ γεννήθηκε στο Βελιγράδι το 1874. Μετά τις σπουδές του στην Μόσχα, διορίσθηκε ηγούμενος της Μονής Ραζίνοβατς και καθηγητής μέσης εκπαίδευσης στο Βελιγράδι. Κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο υπηρέτησε ως στρατιωτικός ιερέας και για ένα διάστημα διοίκησε την επισκοπή Αχρίδος. Κατά την διάρκεια της κατοχής έκανε τα πάντα για να συντρέξει τις χήρες και τα ορφανά. Από το 1932 έως το 1938 διηύθυνε τις μοναστικές εκδόσεις του Σρέμσκι Κάρλοβτσι και την εφημερίδα του Σερβικού Πατριαρχείου, παραμένοντας ηγούμενος της Μονής Κρούσεντολ. Το 1936 εξελέγη αρχικά επίσκοπος Μοράβα και εν συνεχεία (1938) ορίσθηκε για την επισκοπή Αχρίδος και Μοναστηρίου (Μπίτολα). Τον επόμενο χρόνο μετατέθηκε στην επισκοπή Μπάνια Λούκα της Κροατίας. 
Μετά την γερμανική εισβολή και την ανακήρυξη του κροατικού φασιστικού κράτους (Απρίλιος 1941) ειδοποιήθηκε ότι ως Σέρβος πολίτης έπρεπε να εγκαταλείψει την χώρα. Απάντησε ότι είχε εκλεγεί κανονικά και νόμιμα για να υπηρετήσει τους Ορθόδοξους Χριστιανούς της επισκοπής Μπάνια Λούκα και ότι όπως ο καλός ποιμήν όφειλε να είναι έτοιμος να δώσει την ζωή του για την σωτηρία του πνευματικού ποιμνίου του. 
Όταν οι πιέσεις έγιναν ισχυρότερες, ζήτησε από τον Ρωμαιοκαθολικό επίσκοπο να παρέμβει ώστε να του δοθεί προθεσμία μερικών μηνών. Αλλά την ίδια εκείνη νύχτα [5 Μαΐου 1941] οι Ουστάσι τον συνέλαβαν μαζί με μερικούς άλλους ιερείς. Οι δήμιοί του τον πετάλωσαν σαν άλογο και τον ανάγκασαν να βαδίσει μέσα σε ανυπόφορους πόνους μέχρι κάποια χιλιόμετρα έξω από την πόλη. Όταν αδυνατώντας να περπατήσει άλλο κατέρρευσε, οι Ουστάσι του ξύρισαν τα γένια, όπως και των άλλων ιερέων, και άναψαν φωτιά με ξυλοκάρβουνα πάνω στο γυμνό στέρνο του. Κατόπιν τους αποτελείωσαν με τσεκούρια και τους πέταξαν στον ποταμό Βμπάνια. 

 

Ο άγιος επίσκοπος ΣΑΒΒΑΣ γεννήθηκε το 1884. Λίγο μετά την χειροτονία του ορίσθηκε ηγούμενος της Μονής Κρούσεντολ. Το 1934 χειροτονήθηκε επίσκοπος Σρεμ και κατόπιν ορίσθηκε επίσκοπος Γκόρνι Κάρλοβατς (1938). Με την κήρυξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου αρνήθηκε την προσφορά των ιταλικών δυνάμεων κατοχής να τον φυγαδεύσουν στο Βελιγράδι. Συνελήφθη από τους Ουστάσι στις 17 Ιουλίου 1941 και εγκλείσθηκε μαζί με τρεις άλλους ιερείς και δεκατρείς επιφανείς Σέρβους. 
Μετά από ανελέητα βασανιστήρια, οι Ουστάσι αλυσόδεσαν τον ιεράρχη και τους τρεις ιερείς και τους οδήγησαν στο στρατόπεδο Γκόσπιτς. Εκεί υπέστησαν ποικίλους βασανισμούς για περισσότερο από έναν μήνα. Στα μέσα Αυγούστου, ο άγιος επίσκοπος οδηγήθηκε στην περιοχή του όρους Βελέμπιτ, όπου θανατώθηκε μαζί με άλλους δύο χιλιάδες Σέρβους Ορθοδόξους. 
Ο τόπος ταφής παρέμεινε άγνωστος.

 

«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»·
Τόμος (Ιούνιος),
Εκδόσεις «Ίνδικτος».

Πέμπτη 12 Ιουνίου 2025

Ο Άγιος Νεομάρτυς Ιωάννης o Τραπεζούντιος



12 Ιουνίου  
Ο Άγιος Νεομάρτυς Ιωάννης o Τραπεζούντιος  
Μαρτύρησε στο Ασπρόκαστρο στις 12 Ιουνίου 1492 
Ο Άγιος Νεομάρτυς Ιωάννης καταγόταν από την Τραπεζούντα του Πόντου και ήταν έμπορος. Κάποτε φόρτωσε σ’ ένα καράβι πολλή πραμάτεια για να εμπορευθεί σ’ άλλες πόλεις του Εύξεινου Πόντου. Ο λατίνος καπετάνιος βλέποντας τον συνειδητό Χριστιανό, να προσεύχεται, δηλαδή, να νηστεύει, να κάνει ελεημοσύνες, άρχισε να τον ενοχλεί για θέματα πίστεως. Σ’ όλο το ταξίδι φιλονικούσαν. Ό Άγιος γνώριζε την Αγία Γραφή, ήταν καταρτισμένος σε θέματα της Εκκλησίας και αποστόμωνε τον καπετάνιο με αποτέλεσμα εκείνος να τον φθονήσει. Κάποια μέρα άραξαν στο Ασπρόκαστρο, πόλη του Εύξεινου Πόντου, αρχαία ελληνική αποικία με το όνομα Τύρα, νότια της Οδησσού, κοντά στις εκβολές του ποταμού Δνείστερου.
 
Το μαρτύριο του Αγίου Ιωάννη του Νέου. Τοιχογραφία στο καθολικό της Μονής Αγίου Γρηγορίου Σουτσεάβα. 
Βρισκόταν στην κυριαρχία των Τούρκων από το 1484 μέχρι το 1812. 
Πήγε λοιπόν ο καπετάνιος στον πασά και του είπε πως στο καράβι μου είναι ένας χριστιανός από την Τραπεζούντα, που αποφάσισε να γίνει μουσουλμάνος και ορκίστηκε μάλιστα. Αν καταφέρεις να τον κερδίσεις θα είναι πολύ σημαντικό για σένα διότι είναι πολύ προικισμένος άνθρωπος και από τους πρώτους της Τραπεζούντας. Αμέσως τότε ο πασάς διέταξε να τον φέρουν μπροστά του. Άκουσα, του λέει, πως αποφάσισες να έλθεις στην πίστη μας, έλα λοιπόν στη λαμπρή και δοξασμένη θρησκεία μας και έχεις ν’ απολαύσεις τιμές, αξιώματα και πλούτη. 
Ο Άγιος μόλις τ’ άκουσε σήκωσε τα χέρια του και τα μάτια του στον ουρανό και είπε με δυνατή φωνή : μη γένοιτο, Κύριέ μου, να σ’ αρνηθώ ποτέ, εγώ Χριστιανός γεννήθηκα και Χριστιανός θέλω ν αποθάνω. Ούτε τα πλούτη σας θέλω, ούτε Τούρκος γίνομαι αλλά πιστεύω στον Κύριό μου Ιησού Χριστό, τον αληθινό Θεό. Ο πασάς θύμωσε και άρχισε να βλαστημάει τον Χριστό και για να τον φοβίσει έφερε μπροστά του όλα τα βασανιστήρια όργανα. Τα βλέπεις, του λέει, αν δεν έλθεις στην θρησκεία μας θα σε βασανίσω και θα πεθάνεις με φρικτό θάνατο. Ο Άγιος ομολόγησε για δεύτερη φορά τον Χριστό, οπότε άρχισαν να τον δέρνουν αλύπητα με χοντρά ραβδιά με ρόζους, τόσο που οι σάρκες του πετιούνταν κομμάτια και ο τόπος κοκκίνιζε από το αίμα του. Ο Άγιος μάρτυρας υπέμενε με γενναιότητα το μαρτύριο και ευχαριστούσε τον Θεό γιατί αξιωνόταν να πάσχει για χάρη Του. Κατόπιν τον έκλεισαν στη φυλακή. Την άλλη μέρα οδηγήθηκε πάλι στον πασά. Το πρόσωπό του ήταν λαμπρό και χαρούμενο τόσο που ο πασάς απορούσε. Βλέπεις, του λέει, λίγο έλειψε να χάσεις τη ζωή σου, μη στεναχωριέσαι θεραπεύεσαι όμως, αν μ’ ακούσεις βέβαια. Εμένα, του απάντησε ο Άγιος, δεν μ’ ενδιαφέρει το φθαρτό μου σώμα, άλλο πράγμα μ’ ενδιαφέρει, πώς θα υπομείνω με τη δύναμη του Χριστού μου όλα τα βασανιστήρια μέχρι τέλους. Ο υπομείνας εις τέλος σωθήσεται, λέει ο Χριστός. Αν επινόησες τίποτε καινούργια βάσανα κάνε μου, γιατί εκείνα που μου έκανες δεν μου φάνηκαν τίποτα. Ο τύραννος θύμωσε και διέταξε να τον δείρουν πάλι. Τόσο τον έδειραν, ώστε έπεσαν οι σάρκες του και φάνηκαν τα εντόσθιά του. Ακόμα κι οι παριστάμενοι Τούρκοι αγανάκτησαν για τη μεγάλη σκληρότητα του πασά. Εκείνος όμως αντί να καμφθεί διέταξε να τον δέσουν στην ουρά ενός άγριου αλόγου και να τον σέρνουν σ’ όλο το κάστρο. Περνώντας από τις γειτονιές των Εβραίων βγήκαν έξω εκείνοι και τον χτυπούσαν και του πετούσαν ό, τι έβρισκαν. Τελικά ένας από τους Εβραίους αρπάζοντας ένα σπαθί του έκοψε την κεφαλή. 
Τότε ένας στρατιώτης έλυσε το Άγιο λείψανο από το άλογο και το άφησε εκεί που τον θανάτωσαν. Κανένας χριστιανός δεν τολμούσε να πλησιάσει να τον πάρει για ταφή. Τη νύχτα στήλη φωτός απ’ τον ουρανό κατέβαινε στον μάρτυρα, γύρω φαίνονταν πολλές λαμπάδες αναμμένες και τρεις λευκοφόροι άνδρες έψαλλαν ύμνους. Κάποιος Εβραίος που κατοικούσε εκεί νομίζοντας πως πήγαν οι ιερείς των χριστιανών για να τον θάψουν άρπαξε το τόξο του και ετοιμάστηκε να τους τοξεύσει. Τότε το ένα του χέρι κόλλησε στο τόξο, το άλλος στο βέλος και έμεινε εκεί δεμένος μέχρι το πρωί. Όταν το έμαθε ο πασάς φοβήθηκε και έδωσε άδεια να ταφεί. Πήγαν οι Χριστιανοί και το ενταφίασαν με πολλή ευλάβεια. Μετά από λίγες μέρες ο καπετάνιος που τον συκοφάντησε μετάνιωσε και πήγε τη νύχτα με ανθρώπους του κρυφά να πάρει το Άγιο λείψανο. Οπότε ο Άγιος εμφανίστηκε στον εφημέριο του ναού και του λέει : σήκω γρήγορα και πήγαινε στην εκκλησία γιατί ήρθαν να με κλέψουν. Αμέσως ο ιερέας μαζί με άλλους χριστιανούς έτρεξαν και έδιωξαν τον καπετάνιο. Το δε Άγιο λείψανο το τοποθέτησαν μέσα στο Άγιο Βήμα του ναού, πλησίον της αγίας Τραπέζης και έμεινε εκεί εβδομήντα χρόνους κάνοντας διάφορα θαύματα. Αργότερα μεταφέρθηκε στην πόλη Σιοτζάβα της Ρουμανίας, στον ναό της Μητροπόλεως, όπου βρίσκεται μέχρι σήμερα και είναι μετά την Αγ. Παρασκευή την Επιβατηνή ο περισσότερο τιμώμενος Άγιος στη Ρουμανία..

Βίος καὶ Πολιτεία τοῦ Ὁσίου Ὀνουφρίου τοῦ Αἰγυπτίου

 


Βίος κα Πολιτεία το σίου νουφρίου το Αγυπτίου

ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Γεωργίου Μηλίτση «Ὁ Ὅσιος Ὀνούφριος», Τρίκαλα 2008

Βίος τοῦ Ὁσίου Ὀνουφρίου


Α) Ἡ ἐπίγεια πατρίδα του

λοι οἱ Ἕλληνες γνωρίζουμε γιὰ τὴν Περσία. Ἄλλοι ἀπὸ τὴν ἐθνική, καὶ ἄλλοι ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστική μας ἱστορία καὶ παράδοση. Ἡ ἱστορία μᾶς ὑπενθυμίζει τὶς προσπάθειες ποὺ ἔκαναν στὰ ἀρχαία χρόνια οἱ Πέρσες γιὰ νὰ κυριεύσουν τὶς περιοχὲς ποὺ βρίσκονταν δυτικὰ τῆς χώρας τους. Ὁ Περσικὸς στρατὸς μὲ ἀρχηγὸ τὸν Ξέρξη ἐπιχείρησε νὰ κατακτήσει ὄχι μόνον τὴν περιοχὴ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἀλλὰ καὶ τὴν πατρίδα μας. Ὅλοι μας γνωρίζουμε γιὰ τὶς μάχες τῶν Πλαταιῶν, τῶν Θερμοπυλῶν, τοῦ Μαραθῶνος καὶ τὴν ναυμαχία τῆς Σαλαμίνας εἰς τὴν ὁποίαν καταστράφηκε ὁ Περσικὸς στόλος καὶ ἔτσι οἱ Πέρσες ἀναγκάστηκαν νὰ ἐπιστρέψουν ἡττημένοι στὴν πατρίδα τους.

Οἱ Πέρσες καὶ κατὰ τὴ Βυζαντινὴ περίοδο προσπάθησαν νὰ κυριεύσουν τὶς ἀνατολικὲς ἐπαρχίες τοῦ Βυζαντίου. Σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς ἐκστρατεῖες τους κυρίευσαν τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ πῆραν σὰν λάφυρο τὸν Τίμιο Σταυρό, καὶ τὸν Πατριάρχη. Οἱ χριστιανοί, μὲ μεγάλο πόνο πληροφορήθηκαν τὸ γεγονὸς καὶ ἀπαιτοῦσαν ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Ἡράκλειο νὰ ἐκστρατεύσει ἐναντίον τῆς Περσίας γιὰ νὰ ἐλευθερώσει τὸν Τίμιο Σταυρό, καὶ τὶς ὑπόδουλες ἐπαρχίες τῆς αὐτοκρατορίας. Οἱ Πέρσες συμμάχησαν μὲ τοὺς Ἀβάρους καὶ προσπάθησαν νὰ κυριεύσουν τὴν Βασιλεύουσα (626 μ.Χ.) ἡ ὁποία ἦταν ἀνυπεράσπιστη, διότι ὁ στρατὸς μὲ τὸν αὐτοκράτορα Ἡράκλειο ἀπουσίαζαν προκειμένου νὰ ἐλευθερώσουν τὸν Τίμιο Σταυρό. Τὴν Πόλη διέσωσε κατὰ θαυματουργικὸ τρόπο ἡ Παναγία μας. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ τὸ γνωρίζουμε ἀπὸ τὴν ἀκολουθία τῶν Χαιρετισμῶν ποὺ ψάλλεται τὶς Παρασκευὲς τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς στὶς ἐκκλησίες τῆς πατρίδας μας.

Ἡ Περσία δέχθηκε καὶ αὐτὴ πολὺ νωρὶς τὸ μήνημα τοῦ Εὐαγγελίου. Πολλοὶ Πέρσες ἀρνήθηκαν τὰ εἴδωλα καὶ πίστεψαν στὸν Κύριό μας. Κατὰ τὸ μέσον τοῦ 2ου αἰ. μέχρι καὶ τὸ μέσον τοῦ 3ου ὁ Χριστιανισμὸς εἶχε ῥιζώσει γιὰ τὰ καλὰ στὴν Περσία. Παράλληλα μὲ τὴν ἀνόθευτη διδασκαλία τοῦ Ναζωραίου διαδόθηκαν καὶ οἱ αἱρέσεις τῶν Μανιχαϊστικῶν καὶ τῶν Γνωστικῶν. Μετὰ τὸ 339 μ.Χ. τὴν εἰρήνη καὶ τὴν ἐλεύθερη ζωὴ τῆς ἐκκλησίας διαδέχθηκαν διωγμοί, τοὺς ὁποίους ἐξαπέλυσαν ὁ αὐτοκράτορας Σαπὼρ Β´ καὶ οἱ διάδοχοί του. Δὲν εἶναι λίγοι οἱ πιστοὶ ποὺ μαρτύρησαν γιὰ τὸν Χριστό. Ἔτσι στὸν θρόνο τοῦ Κυρίου σήμερα βρίσκονται Πέρσες οἱ ὁποῖοι ἱκετεύουν γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ὁμοεθνῶν τους. Ἡ κατάληψη τῆς χῶρας ἀπὸ τοὺς Ἄραβες ἔγινε ἀφορμὴ νὰ ξεσπάσουν νέοι διωγμοὶ κατὰ τῶν Χριστιανῶν μὲ ἀποτέλεσμα ὄχι μόνο νὰ ἔχουμε νέους Μάρτυρες ἀλλὰ σχεδὸν νὰ ἐξαφανιστοῦν οἱ πιστοὶ τοῦ Ναζωραίου.

Β) Χαρὰ στὰ ἀνάκτορα

νας μεγάλος Ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας μας ποὺ γεννήθηκε στὴν Περσία, ἀλλὰ ἐξαγιάστηκε στὴν ἔρημο τῆς Αἰγύπτου εἶναι ὁ Ὅσιος Ὀνούφριος.

Ὁ Ὅσιος Ὀνούφριος καταγόταν ἀπὸ βασιλικὴ οἰκογένεια. Οἱ γονεῖς του ἦταν ἄνθρωποι πιστοὶ στὰ διδάγματα τῆς ἐκκλησίας καὶ προσπαθοῦσαν στὴ ζωή τους νὰ ἐφαρμόσουν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Οἱ τιμὲς ποὺ τοὺς γίνονταν καὶ ἡ δόξα ποὺ ἀπολάμβαναν, λόγω τοῦ ἀξιώματός τους, δὲν τοὺς ἔκαναν ἐγωϊστὲς καὶ ὑπερήφανους. Πάντα εἶχαν στὸ μυαλό τους τὸ γραφικό: Ὁ Θεὸς ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσι χάριν. Παράλληλα μὲ τὸν ἀγῶνά τους γιὰ τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς τους φρόντιζαν ὄχι μόνογιὰ τὴν πνευματικὴ πρόοδο τῶν ὑπηκόων τους ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν εὐημερία τους.

Τὴν χαρὰ καὶ τὴν ευτυχία τους ἐπεσκίαζε ἡ ἔλλειψη τέκνων. Βέβαια στὰ ἀνάκτορα εἶχαν πάρει ὀρφανὰ καὶ τὰ ἀνέτρεφαν σὰν δικά τους παιδιά· ἂν καὶ αὐτὸ ἀπάλυνε τὸν πόνο τους, ὅμως δὲν ἔσβηνε τὸν πόθο τους νὰ ἀποκτήσουν δικό τους παιδί. Ἔπαιρναν θαῤῥος καὶ κουράγιο ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ Κυρίου μας: Αἰτεῖται καὶ δοθήσεται ὑμῖν· γιὰ αὐτὸ κατέφευγαν πάντα σὲ Αὐτόν. γονατιστοί, καὶ μὲ τὰ χέρια ὑψωμένα στὸν οὐρανό, παρακαλοῦσαν τὸν Θεὸ νὰ τοὺς ἀξιώσει νὰ ἀποκτήσουν παιδί: Παντοδύναμε Κύριε, σὲ παρακαλοῦμε μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά μας ἄκουσε τὴν προσευχὴ τῶν ἀναξίων καὶ ἁμαρτωλῶν δούλων Σου καὶ ἀξίωσέ μας νὰ γίνουμε γονεῖς. Χάρισε Κύριε καὶ σὲ μᾶς ἕνα παιδί. Ἐσὺ εἶπες ὅτι ἂν δύο ἄνθρωποι Σοῦ ζητήσουν κάτι, θὰ τοὺς τὸ δώσεις.

Παράλληλα μὲ τὶς δικές τους προσευχές, παρακάλεσαν ἱερεῖς καὶ ἄλλους πιστοὺς ἀνθρώπους νὰ προσευχηθοῦν γιὰ νὰ τοὺς δώσει ὁ Θεὸς ἀπογόνους. Δὲν ἦταν δυνατὸν τόσες θερμὲς προσευχὲς νὰ μὴ κυκλώσουν τὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ μὴν ἔχουν ἀπάντηση. Μπορεῖ ἡ ἀπάντηση νὰ μὴν ἦλθε ἀμέσω, ἴσως ὁ Θεὸς ἤθελε νὰ δοκιμάσει τὴν πίστη τους, ἀλλὰ ὅμως κάποτε ἦλθε.

Μιὰ μέρα μὲ δάκρυα στὰ μάτια ἡ Βασίλισσα ἀνακοίνωσε στὸν ἄνδρα της τὴν χαρμόσυνη εἴδηση ὅτι εἶναι ἔγκυος. Τὴν φορὰ αὐτὴ οἱ προσευχὲς τοῦ ἀνδρόγυνου ἦταν εὐχαριστήριες. Ἡ εἴδηση ὅτι ἡ Βασίλισσα περιμένει παιδάκι ἀμέσως διαδόθηκε σὲ ὅλη τὴν ἐπικράτεια. Ὅλοι ὅσοι τὸ ἔμαθαν ἔνοιωσαν τὴν ἴδια χαρὰ μὲ τοὺς βασιλεῖς τους.

Ὁ χρόνος κυλοῦσε ἥρεμα καὶ ἡ Βασίλισσα μὲ λαχτάρα περίμενε τὴν ὥρα ποὺ θὰ φέρει στὸν κόσμο τὸ δῶρο τοῦ Θεοῦ. Γνώριζε ὅτι μέσα της ἔφερε μιὰ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, γιὰ αὐτὸ ἔκανε τὸ πᾶν, ὥστε τὸ ἔμβρυο νὰ τραβήξει τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ. Κάθε μέρα σταύρωνε τὴν κοιλιά της, θυμίαζε τὸ σπίτι της καὶ ἦταν πολὺ προσεκτικὴ σὲ ὅλη της τὴ ζωή· γενικὰ ἔκανε ὅ,τι εἶχε συμβουλεύσει ὁ πνευματικός τους.

Γ) Ὁ ἀποχωρισμός.

ἐρχομὸς στὸν κόσμο κάθε νέου ἀνθρώπου εἶναι πάντοτε πηγὴ χαρᾶς. Ἡ Βασίλισσα μιὰ μέρα ἔχοντας δίπλα της τὸν σύζυγό της καὶ μὲ τὴν βοήθεια μιᾶς χριστιανῆς μαίας ἔφερε στὸν κόσμο ἕνα πανέμορφο ἀγοράκι. Ἡ βασιλικὴ οἰκογένεια ἦταν πιὰ πανευτυχής. Τὴν ἴδια χαρὰ αἰσθάνθηκαν καὶ ὅλοι οἱ ὑπήκοοί τους. Οἱ γονεῖς, σὰν ζωντανοὶ χριστιανοὶ ποὺ ἦταν, ἔκαναν ὅλα ὅσα ἡ ἐκκλησία μᾶς προστάζει.

Ἔπρεπε σύντομα νὰ τὸ κάνουν μέλος τῆς στρατευομένης ἐκκλησίας. Πῶς νὰ τὸ ὀνομάσουν; Πολλοὶ δικοί τους τοὺς ὑποδείκνυαν διάφορα ὀνόματα ποὺ νόμιζαν ὅτι ταίριαζαν νὰ δοθοῦν στὸ βασιλόπουλο. Οἱ γονεῖς καὶ τὸ ζήτημα αὐτὸ τὸ ἀνέθεσαν στὸν Δημιουργὸ τοῦ κόσμου. Ἡ ἀπάντηση δὲν ἄργησε νὰ ἔρθει. Ὁ βασιλιὰς ἔλαβε θεία ἀποκάλυψη ποὺ τὸν συμβούλευε νὰ ὀνομάσει τὸ παιδί του Ὀνούφριο καὶ μετὰ τὴν βάπτιση νὰ τὸ πάει σὲ ἕνα μοναστήρι ποὺ ἦταν στὴν Ἑρμούπολη τῆς Αἰγύπτου.

Οἱ γονεῖς σὰν ἄνθρωποι ποὺ ἦταν αἰσθάνθηκαν κάποια λύπη γιὰ τὸ ὅτι ἔπρεπε νὰ ἀποχωρισθοῦν τόσο σύντομα τὸ βλαστάρι τους, μὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ποὺ τοὺς τὸ ἔδωσε εἶπαν ὅτι πρέπει νὰ εἶναι πάνω ἀπὸ τὸ δικό τους θέλημα. Γνώριζαν ὅτι κάθε παιδὶ δὲν εἶναι κτῆμα τῶν γονέων του, ἀλλὰ δῶρο τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς τὰ ἐμπιστεύεται στοὺς γονεῖς γιὰ ὅσο χρονικὸ διάστημα Αὐτὸς κρίνει γιὰ νὰ τὰ ἀναθρέψουν σύμφωνα μὲ τὸ θέλημά Του· ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου.

Ὁ Ἐπίσκοπος τῆς περιοχῆς μαζὶ μὲ ἄλλους ἱερεῖς ἔκαναν τὸ μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος καὶ ἔδωσαν στὸ παιδὶ τὸ ὄνομα Ὀνούφριος. Ὁ Ὀνούφριος ὅμως σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἔπρεπε νὰ ἀφιερωθεῖ σὲ Αὐτόν. Τὸ θέλημα αὐτὸ ἀνέλαβε νὰ πραγματοποιήσει ὁ πατέρας. Ἡ Ἑρμούπολη ἀπεῖχε ἀπὸ τὴν χώρα ἀρκετά. Μέχρι νὰ φτάσουν στὸ μοναστήρι θὰ περνοῦσαν ἀρκετὲς ἡμέρες. Πῶς θὰ τρέφονταν τὸ παιδί; Πᾶμε νὰ ἐκπληρώσουμε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸς θὰ προνοήσει καὶ γιὰ αὐτόν· εἶπε ὁ πατέρας.

Ἡ μικρὴ συνοδεία ξεκίνησε, ἀφου ἡ μητέρα πῆρε γιὰ τελευταία φορὰ στὴν ἀγκαλιά της τὸ παιδί της καὶ τὸ ἀσπάστηκε, διότι δὲν ἤξερε ἂν θὰ τὴν ἀξίωνε ὁ Θεὸς νὰ τὸ ξαναδεῖ. Στὸ δρόμο ποὺ πήγαιναν παρουσιάστηκε μία ἐλαφίνα ἡ ὁποία τοὺς ἀκολουθοῦσε. Ὅλοι κατάλαβαν ὅτι ἦταν σταλμένη ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ νὰ θρέψει τὸν Ὀνούφριο. Πράγματι ἡ ἐλαφίνα σὲ ὅλη τὴν διαρκεια δὲν ἀπομακρύνθηκε καθόλου, ἀλλὰ τοὺς ἀκολουθοῦσε καὶ ὅταν ἔβαζαν τὸν Ὀνούφριο νὰ θηλάσει αὐτὴ δὲν ἔφερνε καμία ἀντίσταση.

Δ) Στὸ μοναστήρι.

ταν ὁ βασιλιὰς καὶ ἡ συνοδεία του ἔφτασαν στὴν κεντρικὴ πύλη τοῦ μοναστηριοῦ ἦταν ἀπόγευμα. Στὸν μοναχὸ ποὺ ἦταν στὴν πόρτα εἶπαν ὅτι ἤθελαν νὰ δοῦνε τὸν ἡγούμενο τῆς Μονῆς. Μπορεῖτε νὰ μπεῖτε στὸ μοναστήρι· τοὺς εἶπε καὶ τοὺς ὁδήγησε στὸ ἡγουμενεῖο. Σὲ λίγο ἦλθε μπροστά τους ἕνας ὑψηλὸς μοναχός, ποὺ τὸ πρόσωπό του ἔλαμπε. Ἀφοῦ συστήθηκαν, τοῦ εἶπαν τὸν σκοπὸ τῆς ἐπισκέψεώς τους. Ὁ ἡγούμενος τοὺς ὑπενθύμισε ὅτι οἱ ἱεροὶ κανόνες ἀπαγορεύουν νὰ μένουν στὸ μοναστήρι ἄτομα ποὺ δὲν ἔχουν γένεια.

-Πάρτε τον πίσω, καὶ ὅταν ἐνηλικιωθεῖ καὶ θέλει νὰ ἔλθει τότε εἶναι εὐπρόσδεκτος γιὰ νὰ καταταγεῖ στὸν χορὸ τῶν πατέρων τῆς Μονῆς.

Ὁ πατέρας ἀντέτεινε ὅτι ἂν δὲν ἦταν θέλημα Θεοῦ νὰ γίνει αὐτό, ὁ Θεὸς δὲν θὰ τὸ ζητοῦσε.

-Παιδί μου, λέει ὁ Γέροντας, ὁ διάβολος προσπαθεῖ νὰ μᾶς πλανήσει μὲ χίλιους δύο τρόπους· ξεχνᾶς ὅτι μετασχηματίζεται σὲ ἄγγελο φωτός; Ἀποκλείεται νὰ ἔγινε καὶ ἐδῶ τὸ ἴδιο; Ἄς ποῦμε ὄτι κρατοῦμε τὸν Ὀνούφριο· μὲ τί θὰ τραφεῖ; Ἐδῶ δὲν ἔχουμε γάλα καὶ ὅλα τὰ ἀναγκαῖα ποὺ χρειάζεται γιὰ νὰ μεγαλώσει ἕνα παιδί.

-Γέροντα, τὸ παιδὶ αὐτὸ εἶναι κάτω ἀπὸ τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Ὅπως τὸ ἔθρεψε σὲ ὅλη τὴν διάρκεια τοῦ πολυήμερου ταξιδιοῦ μας, ἔτσι θὰ τὸ θρέψει καὶ ἐδῶ.

-Δηλαδή, τί ἔγινε; ρωτάει ὁ ἡγούμενος.

-Ὁ Θεὸς μᾶς ἔστειλε μία ἐλαφίνα, στὴν ὁποία θήλαζε. Ἡ ἐλαφίνα αὐτὴ εἶναι τώρα ἔξω ἀπὸ τὸ μοναστήρι, πᾶμε νὰ τὴν δεῖτε καὶ πεισθεῖτε ὅτι εἶναι θέλημα Θεοῦ νὰ μείνει τὸ παιδί μου ἐδῶ.

Σὲ λίγο ὅλοι τους ἦταν στὴν ἐξώπορτα τοῦ μοναστηριοῦ. Ὁ γέροντας ὅταν εἶδε τὴν ἐλαφίνα ἀνεφώνησε: Ὡς θαυμαστὰ τὰ ἔργα Σου Κύριε. Εἶμαι βέβαιος ὅτι εἶναι θέλημα Θεοῦ νὰ παραμείνει κοντά μας τὸ νήπιο.

Ὁ βασιλιάς, χαρούμενος ἄκουσε τὰ λόγια τοῦ γέροντα, καὶ ἀφοῦ ἔμεινε μὲ τὴν συνοδεία του μερικὲς μέρες στὸ μοναστήρι, ἀνεχώρησαν γιὰ τὴν πατρίδα τους. Ἦταν εὐχαριστημένος γιατὶ τὸ παιδί του θὰ εὕρισκε ἐκεῖ ἀγάπη καὶ φροντίδα. Ἕνας ἀπὸ τοὺς πατέρες τῆς Μονῆς ἀνέλαβε νὰ μεγαλώσει τὸν Ὀνούφριο.

Ε) Ἡ ζωή του στὸ μοναστήρι.

βασιλιάς, αφοῦ ἀποχαιρέτησε τὸ παιδί του καὶ τοὺς πατέρες τοῦ μοναστηριοῦ, ἀνεχώρησε γιὰ τὴν Περσία, μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι σύντομα θὰ τὸν ἀξιώσει ὁ Θεός, νὰ ξαναγυρίσει.

Ὁ Ὀνούφριος, μέχρι τὰ τρία του χρόνια θήλαζε ἀπὸ τὴν ἐλαφίνα, ἡ ὁποία ἐρχόταν ὧρες. Παράλληλα, παρακολουθοῦσε ὅσο ἦταν δυνατόν, τὶς ἀκολουθίες ποὺ γινόταν στὸ μοναστήρι. Οἱ πατέρες, τὸν προέτρεπαν νὰ κοινωνεῖ τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων καὶ τὸν ἐξασκοῦσαν στὴν ἀρετὴ καὶ τὴν ἁγιότητα.

Ὁ Ὀνούφριος ὅσο περνοῦσε ὁ καιρός· ηὔξανε καὶ ἐκραταιοῦτο, καὶ χάρις Θεοῦ ἦν ἐπ᾿ αὐτόν. Ὅλοι οἱ πατέρες τὸν θαύμαζαν καὶ δόξαζαν τὸν Θεὸ ποὺ τοὺς ἔστειλε κοντά τους τὸ παλληκάρι αὐτό, τὸ ὁποῖο πολλὲς φορὲς τοὺς δίδασκε μὲ τὴν ἁγία του ζωή, καὶ τὸν εἶχαν γιὰ πρότυπό τους. Οἱ πατέρες, τοῦ ἔμαθαν νὰ διαβάζει καὶ ἔτσι σύντομα ἔγινε ἀναγνώστης στὶς ἀκολουθίες τῆς μονῆς. Ὅταν δὲν εἶχε διακόνημα, ἐντρυφοῦσε στὶς σελίδες τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ στὰ Πατερικὰ κείμενα. Ἡ ὑπακοὴ ποὺ ἔκαμε στὸν γέροντα καὶ στοὺς πατέρες, ἔμεινε παροιμιώδης στὸ μοναστήρι.

Στὸ συναξάρι διαβάζουμε ὅτι: Ὅλοι οἱ μοναχοὶ τῆς μονῆς ἐκείνης ἦταν ἁγιότατοι καὶ ἄμεμπτοι καὶ ζοῦσαν τηρώντας ὅλες τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου. Εἶχαν ὅλοι μία ψυχή, καὶ μία καρδιά, καὶ ἀγάπη θαυμάσια μεταξύ των. Ἐὰν κάτι ἄρεσε στὸν ἕνα τὸ ἤθελαν ὅλοι. Νήστευαν, προσεύχονταν ὅλη τὴν νύκτα καὶ τὴν μέρα ἔκαμναν μὲ τόση σιωπὴ τὸ ἐργόχειρό τους, ὥστε κανένας δὲν τολμοῦσε χωρὶς ἀνάγκη νὰ πεῖ ἔστω καὶ ἕναν σύντομο λόγο. Ὅλα αὐτὰ ἔγιναν αἰτία ὥστε σύντομα ὁ Ὀνούφριος νὰ ξεπεράσει στὴν ἀρετὴ καὶ στὴν ἁγιότητα πολλοὺς ἀπὸ τοὺς συμμοναστές του, γιὰ αὐτὸ καὶ κέρδισε τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἐκτίμηση ὅλων.

Στ) Κείρεται μοναχός.

Μὲ μεγάλη χαρὰ ὁ Γέροντας τῆς Μονῆς ἔβλεπε τὴν πνευματικὴ πρόοδο τοῦ Ὀνουφρίου. Μιὰ μέρα τὸν κάλεσε στὸ ἡγουμενεῖο καὶ τοῦ ἀνακοίνωσε ὅτι πρέπει νὰ ἐντείνει περισσότερο τὶς προσπάθειές του γιὰ τὸν ἐξαγιασμό του, διότι σύντομα θὰ τὸν κείρει μοναχό. Ὁ Ὀνούφριος, ὅταν ἄκουσε αὐτά, τὸ μόνο ποὺ κατόρθωσε νὰ ψελλίσει ἦταν τὸ· εὐλόγησον.

Μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες μέσα στὸ λαμπροστολισμένο καὶ ὁλοφώτεινο καθολικό, ποὺ ἦταν γεμάτο ἀπὸ μοναχούς, δύο πατέρες ψάλλοντας τὸ: Ἀγκάλας πατρικάς, διανοῖξαί μοι σπεῦσον…· τὸν ὁδήγησαν στὸν ἡγούμενο ποὺ στέκονταν στὴν Ὡραία Πύλη ὅπου ὁ γέροντας τὸν ρώτησε:

-Τί προσῆλθες ἀδελφέ, προσπίπτων τῷ ἁγίῳ θυσιαστηρίῳ καὶ τῇ ἁγίᾳ Συνοδείᾳ ταύτῃ;

-Ποθῶν τὸν βίον τῆς ἀσκήσεως, τίμιε Πάτερ.

-Ποθεῖς ἀξιωθῆναι τοῦ ἀγγελικοῦ Σχήματος καὶ καταταγῆναι ἐν τῷ χορῷ τῶν μοναχῶν;

-Ναι, τοῦ Θεοῦ συνεργοῦντος τίμιε Πάτερ.

Στὴν συνέχεια, ὁ ἡγούμενος πῆρε τὸ ψαλίδι καὶ κόβοντας λίγα μαλλιά, σχημάτισε στὸ κεφάλι του τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ, λέγοντας: Ὁ ἀδελφὸς ἡμῶν Ὀνούφριος κείρεται τὴν κόμην τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός, καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Κατόπιν οἱ μοναχοί, τὸν ἔντυσαν μὲ τὴ στολὴ τοῦ μοναχοῦ καὶ ὁ ἡγούμενος τοῦ ἔδωσε ἕναν Σταυρό, καὶ ἕνα ἀναμμένο κερί, λέγοντας: Οὕτω λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων.

Ὅταν τελείωσε ἡ ἀκολουθία, ὅλοι οἱ πατέρες πέρασαν καὶ τοῦ εὐχήθηκαν: Καλὴ ὑπομονή, καὶ καλὸν Παράδεισο. Μετά, ἀκολούθησε ἀγρυπνία ἡ ὁποία τελείωσε ὅταν πιὰ ὁ ἥλιος εἶχε ἀνατείλει καὶ στὴ συνέχεια παρατέθηκε τράπεζα.

Ὁ ἡγούμενος στὴν τράπεζα τὸν συμβούλευσε νὰ μὴ ξεχάσει ποτὲ τὶς μοναχικὲς ὑποσχέσεις ποὺ ἔδωσε καὶ ὅτι σὲ ὅλη του τὴν ζωὴ θὰ πρέπει νὰ ἀγωνισθεῖ γιὰ νὰ γίνει δοχεῖο καὶ κατοικητήριο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τῆς Θείας Χάριτος. Τοῦ ὑπενθύμισε ἀκόμα ὅτι οἱ ἀρετὲς μὲ τὶς ὁποῖες πρέπει νὰ κοσμεῖται ὁ μοναχός, εἶναι ἡ ὑπακοή, ἡ παρθενία, καὶ ἡ ἀκτημοσύνη.

Ζ) Ἱερὸς πόθος.

Στὸ μοναστήρι ἡ ζωὴ δὲν ἦταν εὔκολη· ὁ ἐλεύθερος χρόνος ποὺ εἶχε ἦταν μηδενικός. Οἱ ἀκολουθίες συνεχεῖς. Ἄρχιζαν ἀπὸ τὰ μεσάνυκτα μὲ τὴν Ἀκολουθία τοῦ Μεσονυκτικοῦ. Στὴν συνέχεια διάβαζαν τὶς ὧρες, τὸν Ὄρθρο καὶ τελείωναν ἀφοῦ ὁ ἥλιος εἶχε ἤδη ἀνατείλει πρὶν ἀπὸ πολλὴ ὥρα, μὲ τὴν Θεία Λειτουργία. Κατόπιν ὁ κάθε μοναχός, πήγαινε στὸ διακόνημά του τὸ ὁποῖο διαρκοῦσε μὲχρι νὰ σημάνει γιὰ τὴν Ἑνάτη ὥρα. Ἀκολουθοῦσε τὸ λιτὸ γεῦμα καὶ μετὰ ἐπέστρεφαν στὸν ναὸ γιὰ τὸν Ἑσπερινό, καὶ τὸ Ἀπόδειπνο. Ὁ χρόνος τους μετὰ ἦταν ἐλεύθερος γιὰ προσευχή, μελέτη, ξεκούραση…

Στὴν τράπεζα ποὺ ἦταν ἀπέναντι ἀπὸ τὸ καθολικό, καθημερινὰ συγκεντρωνόταν ὅλη ἡ ἀδελφότητα καὶ ἔτρωγε τὸ λιτὸ φαγητὸ ποὺ εἶχε ἑτοιμάσει ὁ μάγειρας τῆς Μονῆς. Ἕνας ἀπὸ τοὺς πατέρες ἀνεβασμένος στὸν ἄμβωνα διάβαζε τὸν βίο τοῦ Ἁγίου ποὺ γιόρταζε τὴν μέρα ἐκείνη, ἢ κάποιο πατερικὸ κείμενο ποὺ βοηθοῦσε τοὺς μοναχοὺς νὰ ἐντείνουν τὸν προσωπικό τους ἀγώνα γιὰ τὴν κατὰ Θεὸ τελείωσή τους. Πρὶν σηκωθοῦν ἀπὸ τὸ τραπέζι, ὁ Γέροντας τόνιζε ὁρισμένα σημεῖα ἀπὸ αὐτὸ ποὺ διαβάστηκε.

Ὅλοι οἱ πατέρες μιλοῦσαν μὲ θαυμασμό, καὶ μεγάλη εὐλάβεια γιὰ τὸν Προφήτη Ἠλία καὶ γιὰ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο καὶ Βαπτιστὴ τοῦ Κυρίου μας. Ἐπίσης οἱ μοναχοὶ θαύμαζαν πολὺ τοὺς Ἁγίους τῆς ἐκκλησίας μας ποὺ ἔζησαν μακριὰ ἀπὸ τὸν κόσμο, μέσα στὴν ἔρημο, τὶς σπηλιές, στὰ δάση… δηλαδὴ τοὺς ἀναχωρητές.

Ὅλα τὰ παραπάνω ἄναψαν τὴν ἐπιθυμία τοῦ Ὀνουφρίου νὰ τοὺς μιμηθεῖ. Μολις γύρισε στὸ κελλί του, ἔπεσε στὰ γόνατα, καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια παρακάλεσε τὸν Θεὸ νὰ τὸν ἀξιώσει νὰ ἀκολουθήσει τὸ δρόμο τῶν ἀναχωρητῶν, ἂν βέβαια εἶναι πρὸς τὸ συμφέρον τῆς ψυχῆς του.

Ἡ σκέψη νὰ φύγει ἀπὸ τὸ μοναστήρι καὶ νὰ πάει στὴν ἔρημο τὸν βασάνιζε ἀρκετὲς μέρες. Μία μέρα πῆρε ἀπόφαση νὰ ἐξομολογηθεῖ τὶς σκέψεις του στὸν πνευματικό του.

Αὐτὸς ὅταν τὸν ἄκουσε, τοῦ εἶπε:

-Ἡ ἐπιθυμία σου εἶναι καλὴ καὶ θεάρεστη. Πρέπει νὰ ξέρεις ὅτι πολλὲς φορὲς ὅτι ἐπιθυμοῦμε, καὶ ἄς φαίνεται ὅτι εἶναι γιὰ τὸ πνευματικό μας συμφέρον, δὲν εἶναι θέλημα τοῦ Θεοῦ, διότι Αὐτὸς γνωρίζει καλύτερα τὰ βάθη τῆς ψυχῆς μας καὶ τὶς δυνατότητές μας. Πολλὲς ἅγιες ἐπιθυμίες μας εἶναι ἐκ τοῦ πονηροῦ. Ὁ μισόκαλος θέλει νὰ μᾶς ῥίξει στὸν ἐγωϊσμό, νὰ ἀγανακτήσουμε κατὰ τοῦ πνευματικοῦ μας, ἂν μᾶς πεῖ ὅτι δὲν συμφωνεῖ μὲ τὴν ἐπιθυμία μας καὶ τελικὰ νὰ μᾶς κάνει νὰ ἀγανακτήσουμε καὶ ἴσως νὰ μελαγχολήσουμε, μὲ φοβερὰ ἀποτελέσματα γιὰ τὴν ψυχική μας ὑγεία. Ἐγὼ παιδί μου δὲν σὲ ἀποτρέπω, μόνον σὲ συμβουλεύω νὰ προσευχηθεῖς πολύ, καὶ ἐγὼ γιὰ νὰ δώσει σημάδι ὁ Θεὸς τὶ θέλει γιὰ σένα.

Τὸ θέμα αὐτὸ τὸν προβλημάτισε γιὰ πολὺ καιρό. Ἤξερε ὅτι ὁ ἡγούμενος τοῦ ἔλεγε πάντοτε αὐτὸ ποὺ ἦταν σωστὸ καὶ πρὸς τὸ συμφέρον τῆς ψυχῆς του. Κάποια μέρα ποὺ ἦταν καὶ πάλι κοντὰ στὸν ἡγούμενο αὐτὸς τὸν ῥώτησε:

-Παιδί μου, ἡ ἐπιθυμία σου νὰ ζήσεις στὴν ἔρημο, ὑπάρχει ἀκόμα;

-Ναὶ γέροντα, σὰν φωτιὰ καίει μέσα μου. Θέλω πολὺ νὰ πάω, ἂν βέβαια εἶναι γιὰ τὸ συμφέρον της ψυχῆς μου. Θέλω ὅμως νὰ πραγματοποιηθεῖ μόνον μὲ τὴν εὐλογία σας.

Ὁ ἡγούμενος τοῦ ἀπάντησε:

-Ἑτοιμάσου παιδί μου νὰ πᾶς ὅπου σὲ ὁδηγήσει ὁ Θεός. Ἄν ἀπὸ ὁποιοδήποτε λόγο ἐπιθυμήσεις νὰ γυρίσεις στὸ μοναστήρι, μὴν δειλιάσεις. Ἡ πόρτα θὰ εἶναι πάντα ἀνοιχτή. Νὰ πᾶς μὲ τὴν εὐχὴ τοῦ Θεοῦ, τῆς Παναγίας καὶ ὅλων τῶν πατέρων.

Ὁ Ὀνούφριος, ἀφοῦ ἔκανε ἐδαφιαία μετάνοια καὶ εὐχαρίστησε τὸν γέροντα, γύρισε στὸ κελλί του. Εὐχαρίστησε τὸν Θεό, ποὺ ἄκουσε τὶς προσευχές του καὶ ἀποφάσισε νὰ φύγει τὸ συντομότερο χωρὶς νὰ τὸ μάθει κανεὶς ἀπὸ τοὺς πατέρες.

Η) Στὴν ἔρημο.

Μια νύχτα, ἑνῶ οἱ πατέρες ἦταν στὴν ἐκκλησία γιὰ τὴν ἀκολουθία, ἔφυγε μὲ ἀνάμεικτα αισθήματα ἀπὸ τὸ μοναστήρι, ἔχοντας μαζί του ἐκτὸς ἀπὸ τὴν εὐχή, τὴν εὐλογία καὶ τὶς συμβουλὲς τοῦ γέροντα, καὶ λίγα παξιμάδια καὶ νερό. Μόλις βγῆκε ἀπὸ τὸ μοναστήρι ἔκανε τὸν Σταυρό του καὶ βάδισε πρὸς τὴν βαθιὰ ἔρημο, ὅπως ἄκουγε νὰ λένε οἱ πατέρες τοῦ μοναστηριοῦ.

Ὅταν ἔφυγε, ἀντίκρισε στὸ βάθος ἕνα βουνό, καὶ μονολόγησε: Ἐκεῖ θὰ πάω. Περπάτησε πολλὴ ὥρα· τὰ πόδια του δὲν μποροῦσε νὰ τὰ σύρει πιά. Λιποψύχησε· θὰ γυρίσω πίσω εἶπε. Ἐνῶ σκεπτόταν αὐτὰ, βλέπει μπροστά του ἕνα ὑπέρλαμπρο φῶς· φώναξε: Θεέ μου, φύλαξέ με ἀπὸ τὶς σατανικὲς παγῖδες. Ἀμέσως ἄκουσε μία φωνὴ ποὺ τοῦ ἔλεγε: Μὴ φοβηθεῖς Ὀνούφριε. Εγὼ εἶμαι Ἄγγελος Θεοῦ ποὺ μὲ πρόσταξε νὰ σὲ φυλάω ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ γεννήθηκες ἕως ποὺ θὰ πεθάνεις. Προχώρα καὶ μὴν φοβηθεῖς τὶς πονηριὲς τοῦ διαβόλου ἤ τοὺς πειρασμούς. Εγὼ εἶμαι μαζί σου νὰ σὲ προσέχω ὥσπου νὰ παραδώσω τὴν ψυχή σου στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ. Πᾶμε μαζὶ μέχρι νὰ συναντήσουμε μιὰ σπηλιά. Τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Ἀγγέλου τοῦ ἔδωσαν κουράγιο καὶ δύναμη. Περπάτησαν μαζὶ 70 μίλια. Ὅταν ἔφθασαν σὲ μία σπηλιά, ὁ Ἄγγελος ἐξαφανίστηκε. Κατάλαβε ὅτι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἦταν νὰ μείνει ἐκεῖ.

Πλησίασε στὴν πόρτα τῆς σπηλιάς, καὶ φώναξε γιὰ νὰ δεῖ ἂν ἦταν κάποιος μέσα. Σε λίγο ξεπρόβαλε ἕνας γέροντας. Ὁ Ὀνούφριος τοῦ ἔκανε ἐδαφιαία μετάνοια καὶ τὸν ἀσπάστηκε. Ὁ γέροντας τοῦ εἶπε: Καλωσόρισες ἀδελφὲ καὶ συνεργάτη μου Ὀνούφριε. Ὁ Κύριος νὰ σὲ σκέπει καὶ νὰ σὲ φυλάει. Πέρνα μέσα.

Κοντὰ στὸν γέροντα αὐτόν, ἔμεινε λίγες μέρες. Μιὰ μέρα ὁ γέροντας τοῦ λέει: Σήκω παιδί μου, γιὰ νὰ σὲ ὁδηγήσω σὲ ἕναν τόπο ἡσυχαστικό, στὴν ἐσωτερικὴ ἔρημο στὸν ὁποῖο θέλει ὁ Κύριος νὰ κατοικήσεις μόνος καὶ ἐκεῖ νὰ πολεμήσεις ἐνάντια στοὺς δαίμονες γιὰ νὰ πάρεις τὰ τρόπαια τῆς νίκης.

Τέσσερα ἡμερόνυχτα βάδισαν μέσα στὴν ἔρημο μέχρις ὅτου ἔφθασαν σὲ μία ὄαση ὅπου ὑπῆρχε μία μικρὴ καλύβα, ἕνας φοίνικας καὶ τρεχούμενο νερό. Αὐτὸς εἶναι ὁ τόπος ὅπου θὰ κατοικήσεις καὶ θὰ ἀγωνισθεῖς γιὰ τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς σου· τοῦ εἶπε. Οἱ δύο πατέρες, Ὀνούφριος καὶ Ἰσάχαρ, ἔμειναν μαζὶ στὸ χῶρο αὐτὸ 30 μέρες. Ὁ ἀσκητὴς στὴ συνέχεια ἔφυγε γιὰ τὴν σπηλιά του, ἀλλὰ ἐπισκεπτόταν κάποτε κάποτε τὸν Ὀνούφριο. Μάλιστα τὴν τελευταία φορά, τοῦ εἶπε ὅτι ἦλθε γιατὶ θὰ ἀναχωρήσει ἀπὸ τὸν κόσμο τοῦτο καὶ τὸν παρακαλεῖ νὰ τὸν ἐνταφιάσει ἀφοῦ ψάλλει τὴν νεκρώσιμη ἀκολουθία.

Θ) Ἡ ζωὴ στὴν ἔρημο.

Δὲν ἦταν εὔκολη ἡ ζωὴ στὴν ἔρημο. Εἶχε νὰ παλέψει μὲ τὸν ἀβάστακτο καύσωνα τῆς ἡμέρας καὶ τὸ κρύο τῆς νύχτας, μὲ τὰ ἄγρια θηρία ποὺ καθημερινὰ ἔρχονταν γιὰ νὰ πιοῦν νερὸ ἀπὸ τὴν πηγὴ ποὺ ὑπῆρχε ἐκεῖ. Ἀκόμα εἶχε νὰ παλέψει μὲ τὰ πάθη ποὺ ἀκόμα δὲν κατόρθωσε νὰ τιθασσεύσει τελείως παρὰ τὶς τόσες προσπάθειες καὶ προσευχές του. Οἱ δαίμονες δὲν τὸν ἄφηναν σὲ ἡσυχία. Τοῦ ἔφερναν στὴν σκέψη τὴν ζωὴ στὸ μοναστήρι καὶ τοὺς πατέρες. Τακτικά, τοῦ ἔβαζαν σκέψεις ὅτι τὸν ἀναζητοῦσαν οἱ δικοί του. Ὅτι στὸ μοναστήρι πῆγε ὁ πατέρας του γιὰ νὰ τὸν συναντήσει καὶ ὅτι τώρα τὸν ψάχνει περιπλανώμενος μέσα στὴν ἔρημο. Τοῦ ἔφερνε ἀκηδία, ὑπνηλία, ἔκανε κρότους γιὰ νὰ τὸν φοβίσει ἢ νὰ τὸν ἀποσπάσει ἀπὸ τὴν προσευχή του καὶ πολλὰ ἄλλα.

Ὁ Ὅσιος τὶς μηχανοραφίες τοῦ διαβόλου τὶς διέλυε μὲ τὶς προσευχές του καὶ κυρίως μὲ τὴν νοερὰ προσευχή. Ἤξερε ὄχι μόνον ἀπὸ ὅσα τοῦ εἶχαν πεῖ οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ ποὺ συνάντησε στὸ μοναστήρι καὶ στὴν ἔρημο, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν προσωπική του πεῖρα. Προσπαθοῦσε νὰ ἐφαρμόσει τὴν προτροπὴ τοῦ Παῦλου ποὺ λέει ὅτι πρέπει νὰ ἀναφέρουμε τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ περισσότερες φορὲς ἀπὸ ὅσες ἀναπνέουμε.

Τὰ φτωχικά του ῥοῦχα δὲν ἄργησαν νὰ λιώσουν καὶ ἔτσι ἔμεινε γυμνός. Γιὰ νὰ σκεπαστεῖ ἔφτιαχνε ροῦχα μὲ τὰ φύλλα τοῦ φοίνικος. Ὁ Θεὸς ὅμως δὲν τὸν ἄφησε γυμνό. Εὐδόκησε καὶ φύτρωσαν τρίχες σὲ ὅλο του τὸ σῶμα, ἔτσι πέτυχε νὰ μὴν αἰσθάνεται τὰ βράδυα τὸ κρύο τῆς ἐρήμου. Ἀκόμα Ἄγγελος Κυρίου τοῦ ἔφερνε ψωμί, γιὰ νὰ μπορεῖ ἀπερίσπαστος νὰ δοθεῖ στὴν προσευχή. Κάθε δὲ Κυριακὴ τὸν ἐπισκεπτόταν Ἄγγελος καὶ τὸν κοινωνοῦσε. Τὴν μέρα ποὺ μεταλάμβανε πλημμύριζε ἀπὸ πνευματικὴ παρηγοριά, δὲν αἰσθάνονταν πεῖνα, δίψα, πόνο ἤ ἄλλη θλίψη.

Ι) Συναντᾶ τὸν Ὅσιο Παφνούτιο.

Ὁ Ὅσιος πολλὲς φορὲς ἐγκατέλειπε τὴν καλύβα του καὶ πήγαινε σὲ πιὸ ἐρημικὰ μέρη γιὰ νὰ προσευχηθεῖ. Μιὰ μέρα ἐκεῖ ποὺ βάδιζε γιὰ νὰ ἐπιστρέψει στὴν καλύβα του, βλέπει ἀπὸ μακρυὰ ἕναν ἄνθρωπο. Τὸν Ὅσιο κατάλαβε καὶ ὁ ἀπρόσμενος ἐπισκέπτης ὁ ὁποῖος ὅταν τὸν εἶδε νὰ βαδίζει σιγὰ-σιγὰ καὶ τὸ σῶμά του νὰ εἶναι σκεπασμένο μὲ τρίχες, νόμισε ὅτι θὰ εἶναι κάτι τὸ πειρασμικό, γιὰ αὐτὸ κρύφθηκε πίσω ἀπὸ ἕνα μεγάλο βράχο ποὺ ὑπῆρχε ἐκεῖ κοντά γιὰ νὰ δεῖ τὶ θὰ κάνει ὁ ἄνθρωπος ποὺ εἶδε.

Ὁ δασύτριχος ἄνθρωπος πλησίασε στὸ βράχο καὶ κάθησε νὰ ξεκουραστεῖ. Σὲ κάποια στιγμή, φωνάζει:

-Κατέβα δοῦλε τοῦ Κυρίου, Παφνούτιε, καὶ μὴν φοβᾶσαι. Καὶ ἐγὼ ἁμαρτωλὸς εἶμαι καὶ ἀσκοῦμαι γιὰ τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς μου σὲ αὐτὴν τὴν ἔρημο.

Ὁ Παφνούτιος χαρούμενος πῆγε κοντά του, ἔπεσε στὰ πόδια του καὶ τοῦ ἔκανε μετάνοια ζητῶντας συγχώρεση καὶ τὴν εὐλογία του. Μετὰ κάθησε κοντά του καὶ τὸν ρώτησε:

-Σὲ παρακαλῶ Ἅγιε Πάτερ, ὅπως ὁ Κύριος σοῦ ἀπεκάλυψε τὰ σχετικὰ μὲ ἐμένα, ἔτσι καὶ ἐσὺ φανέρωσέ μου ἀπὸ ποῦ εἶσαι, πῶς ὀνομάζεσαι καὶ πότε ἦλθες στὴν ἔρημο;

Ὁ Ὅσιος Ὀνούφριος διηγήθηκε τότε στὸν Ὅσιο Παφνούτιο τὴν ζωή του καὶ τοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνές του. Σὲ κάποια στιγμή, σταμάτησε νὰ μιλάει καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο τοῦ λέει:

-Ἄς σταματήσουμε τὰ λόγια παιδί μου, καὶ ἂς πάμε στὴν κατοικία μου.

Ια) Προετοιμάζεται γιὰ τὸ αἰώνιο ταξίδι.

Μὲ χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση περπάτησαν τρία μίλια μέχρις ὅπου ἔφθασαν στὴν καλύβα τοῦ Ὁσίου Ὀνουφρίου. Μπῆκαν μέσα καὶ ἀμέσως προσευχήθηκαν στὸν Κύριο τὸν ὁποῖο εὐχαρίστησαν ποὺ τοὺς ἀξίωσε νὰ συναντηθοῦν καὶ νὰ συνομιλήσουν γιὰ τὸν Θεό. Τὸ ὅτι ἡ ὥρα πέρασε χωρὶς νὰ τὸ καταλάβουν φαινόταν ἀπὸ τὸ ἡλιοβασίλεμα. Ξαφνικὰ στὴ μέση τοῦ κελλιοῦ βλέπουν ἕνα ψωμὶ μεγάλο καὶ ὡραιότατο. Τότε ὁ Ὅσιος Ὀνούφριος λέει:

-Σήκω παιδί μου, φάε καὶ πιὲς ὅ,τι μᾶς ἔστειλε ὁ Κύριος γιατὶ εἶσαι πολὺ ταλαιπωρημένος ἀπὸ τὴν πεζοπορία καὶ ἂν δὲν φᾶς κινδυνεύεις νὰ ἀῤῥωστήσεις.

Ὁ φιλοξενούμενος ἀπάντησε:

-Ζεῖ Κύριος ὁ Σωτήρας μας μπροστὰ στὸν Ὁποῖο βρισκόμαστε. Δὲν θὰ φάω ὅμως, ἂν δὲν φᾶμε μαζὶ μὲ ἀδελφικὴ ἀγάπη.

Τελικά, ὁ Ὅσιος Ὀνούφριος πείσθηκε νὰ φάει καὶ αὐτός. Ἀφοῦ σηκώθηκαν καὶ ἔκαναν τὴν προσευχή τους ξανακάθησαν νὰ φᾶνε μὲ ὅ,τι τοὺς ἔστειλε ὁ Θεός. Ὁ Ὅσιος Ὀνούφριος ἔκοψε μὲ τὰ χέρια του τὸ ψωμὶ σὲ κομμάτια καὶ ἀφοῦ ἔφαγαν δόξασαν τὸν Θεό. Στὴν συνέχεια ὁ καθένας ἀσχολήθηκε μὲ ἀτομικὴ προσευχή.

Ὅταν τὸ φῶς τῆς μέρας ἐπέτρεπε νὰ δεῖς καλὰ τὸ πρόσωπο τοῦ ἄλλου, ὁ Ὅσιος Παφνούτιος βλέπει ὅτι ἡ ὄψη τοῦ προσώπου τοῦ Ὁσίου Ὀνουφρίου ἦταν χλωμή, καὶ ἀλλοιωμένη. Φοβισμένος τὸν ρώτησε γιατὶ συμβαίνει αὐτό. Αὐτὸς ἀπάντησε:

-Μὴ φοβηθεῖς ἀδελφέ, γιατὶ ὁ ἀγαθότατος καὶ σπλαγχνικὸς Κύριος σὲ ἔστειλε γιὰ νὰ θάψεις τὸ σῶμά μου. Νὰ ποὺ σήμερα τελειώνει ἡ παροικία μου καὶ φεύγει ἡ ψυχή μου γιὰ τὴν ἀνείπωτη εὐφροσύνη τῆς οὐρανίου μακαριότητος καὶ νὰ θυμᾶσαι ὅταν πᾶς στὴν Αἴγυπτο νὰ κηρύξεις στοὺς μοναχοὺς καὶ σὲ ὅλους τοὺς χριστιανούς, ὅτι ζήτησα αὐτὴ τὴν χάρη ἀπὸ τὸν Θεό: ὅποιος κάνει τὸ μνημόσυνό μου, καὶ μὲ γιορτάσει ἢ γράψει ἢ διηγηθεῖ τὴν ζωή μου, νὰ μὴν τοῦ ἔλθει πειρασμὸς ἀπὸ τὸν διάβολο.

-Ἅγιε Πάτερ, δῶσέ μου τὴν εὐλογία νὰ μείνω ἐδῶ τὸ ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς μου.

-Δὲν σὲ ἔστειλε ὁ Θεὸς νὰ μείνεις ἐδῶ, ἀλλὰ μόνο νὰ θάψεις τὸ σῶμά μου καὶ νὰ εὐφρανθεῖς μὲ τοὺς Ὁσίους δούλους Του ποὺ μένουν σὲ αὐτὴ τὴν ἔρημο, καὶ νὰ κηρύξεις στοὺς φιλόχριστους τὸν τρόπο ζωῆς τους γιὰ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ γιὰ νὰ τοὺς μιμηθοῦν ὅσο μποροῦν.

Ἔπεσε στὰ πόδια του ὁ Παφνούτιος καὶ τοῦ εἶπε:

-Ἅγιε Πάτερ, γνωρίζω ὅτι ὅσα ζητήσεις ἀπὸ τὸν Θεὸ θὰ σοῦ τὰ δώσει, ἐξαιτίας τῶν ἀγώνων σου. Σὲ παρακαλὼ πολύ, νὰ μὲ εὐλογήσεις νὰ γίνω ὅμοιός σου στὴν ἀρετή, νὰ πάρω ἀπὸ τὸν Θεὸ τὴν ἴδια δόξα καὶ ὅμοιο στεφάνι στὴν αἰώνια ζωή.

-Ὁ Κύριος νὰ μὴν σὲ λυπήσει γιὰ αὐτὸ ποὺ ζήτησες, ἀλλὰ νὰ σὲ εὐλογήσει καὶ νὰ σὲ στηρίξει στὴν ἀγάπη Του, νὰ σὲ λυτρώσει ἀπὸ κάθε ἁμαρτία, πειρασμὸ τοῦ ἐχθροῦ καὶ νὰ ἐκπληρώσει τὴν ἐπιθυμία σου. Οἱ Ἄγγελοι Του νὰ σὲ σκεπάσουν καὶ νὰ σὲ φυλάξουν ἀπὸ τὶς ἐπιβολὲς τοῦ ἐχθροῦ, γιὰ νὰ μὴν σὲ βρεῖ ὁ ψυχοφθόρος κανένα φταίξιμο τὴν ὥρα τῆς κρίσης. Ἡ εὐλογία τῆς Παναγίας Τριάδος ἄς εἶναι μαζί σου, τώρα καὶ στὴν ἀτελειώτη αἰωνιότητα.

Στὴν συνέχεια, ὁ Ὅσιος Ὀνούφριος γονάτισε, ὕψωσε τὰ χέρια καὶ τὸ βλέμμα του στὸν οὐρανὸ καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια προσευχήθηκε λέγοντας:

-Ὕψιστε Κύριε, ποὺ ἡ δύναμή Σου εἶναι ἀνεξιχνίαστη καὶ ἡ δόξαΣου ἀκατανόητη καὶ ἀνέκφραστη, τὸ δὲ ἔλεός σου ἄπειρο καὶ ἀμέτρητο, ὑμνῶ, εὐλογῶ, προσκυνῶ καὶ δοξάζω ἐσένα ποὺ πόθησα ἀπὸ τὴν νεότητά μου καὶ Σένα ἀκολούθησα. Ἐπάκουσέ με Σὲ παρακαλῶ. Ἐσὺ ποὺ φρόντισες γιὰ μένα τὸν φτωχὸ καὶ ἀπομάκρυνες ἀπὸ τὶς ἀνάγκες τὴν ψυχή μου καὶ δὲν μὲ ἐγκατέλειψες στὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν μου ἀλλὰ ἔδωσες ζωὴ στὴν καρδιά μου. Σὲ ἱκετεύω Κύριε, σκέπασόν με μὲ τὴν εὐλογία Σου, γιὰ νὰ μὴ ταραχτεῖ ἡ ψυχή μου ἀπὸ τοὺς δαίμονες ὅταν χωρισθεῖ ἀπὸ τὸ σῶμα, ἀλλὰ παράλαβέ την μὲ τοὺς Ἁγίους Ἀγγέλους σου καὶ κατάταξέ την ὅπου ἐπισκοπεῖ τὸ φῶς τοῦ προσώπου Σου, γιατὶ εἶσαι εὐλογητὸς καὶ δοξασμένος εἰς τοὺς αἰῶνες. Μὴν ξεχνᾶς πολυέλεε τοὺς πιστούς. Ὅσους βρεθοῦν σὲ κίνδυνο καὶ προσευχηθοῦν λέγοντας: Παντοδύναμε Κύριε, μὲ τὶς πρεσβεῖες τοῦ δούλου Σου Ὀνουφρίου ἐλέησέ με· ἄκουσέ τους Σὲ παρακαλῶ καὶ χάρισέ τους τὴν Βασιλεία Σου, ὅπως μοῦ ἔταξες.

Ιβ) Ἄγγελοι παραλαμβάνουν τὴν ψυχή του.

Ὁ Ὅσιος Παφνούτιος ἐκστατικὸς παρακολουθοῦσε ὅλα αὐτά. Στὴν συνέχεια ἀκούει τὸν Ὅσιο νὰ λέει: Κύριε στὰ χέρια σου ἀφήνω τὸ πνεῦμά μου· καὶ τὸν βλέπει νὰ ξαπλώνει στὸ ἔδαφος καὶ νὰ προσεύχεται μυστικά. Τὸ πρόσωπο τοῦ Ὁσίου ἔλαμπε σὰν φῶς καὶ μιὰ ἄῤῥητη εὐωδία γέμισε τὴν ἀτμόσφαιρα. Σὲ λίγο στὸ καταγάλανο οὐρανό, ξέσπασαν βροντές, καὶ ἀστραπές, καὶ ὁ χῶρος γέμισε ἀπὸ Ἀγγέλους οἱ ὁποῖοι ψάλλοντας γλυκυτάτους ὕμνους καὶ ἔχοντας στὰ χέρια τους ἀναμμένες λαμπάδες καὶ θυμιατά, πῆραν τὴν ψυχὴ τοῦ Ὁσίου ποὺ ἔμοιαζε μὲ κάτασπρο περιστέρι καὶ ἀνέβηκαν στὸν οὐρανό. Ὅταν ὁ Ὅσιος Παφνούτιος δὲν ἔβλεπε πιὰ τίποτε, σηκώθηκε καὶ ἄρχισε νὰ ἀσπάζεται τὸ Ἅγιο λείψανό ποὺ ἄστραφτε σὰν μαργαριτάρι. Στὴν συνέχεια ἔκανε ὅσα ἔπρεπε γιὰ ἕναν κεκοιμημένο καὶ προσπάθησε νὰ βρεῖ κάποιο ἀντικείμενο γιὰ νὰ ἀνοίξει τὸν τάφο ὅπου θὰ ἐνταφίαζε τὸ ἱερὸ λείψανο. Ἕνα μουγκρητὸ λιονταριοῦ τὸν ἔκανε νὰ φοβηθεῖ. Γυρίζει πρὸς τὴν εἴσοδο τῆς καλύβας καὶ βλέπει δύο λιοντάρια στὰ ὁποῖα εἶπε: Ξέρω ὅτι ὁ Θεὸς σᾶς ἔστειλε νὰ θάψουμε τὸ ἅγιο λείψανο. Πῆρε στὸ χέρι τὸ ῥαβδί του καὶ μὲ αὐτὸ χάραξε πάνω στὴν γῆ τὸ μῆκος τοῦ τάφου. Ἀμέσως τὰ λιοντάρια μὲ τὰ νύχια τους ἔσκαψαν καὶ ἄνοιξαν λάκκο μέσα στὸν ὁποῖο ἔβαλε τὸ ἅγιο λείψανο. Τὰ λιοντάρια μετὰ τὸν ἐνταφιασμό, ἀφοῦ ἔκαναν μετάνοια στὸν Ὅσιο Παφνούτιο, ἔφυγαν.

Μετὰ τὸν ἐνταφιασμό, ὁ Ὅσιος κάθησε καὶ συλλογίζονταν τὴν δόξα ποὺ ἀπελάμβανε στὸν οὐρανὸ ὁ Ὀνούφριος χάρη στὶς ἀγωνιστικὲς προσπάθειές του. Ἀποφάσισε νὰ μείνει καὶ νὰ ἀσκητέψει στὴν καλύβα αὐτή. Ὅμως δὲν ἦταν αὐτὸ θέλημα Θεοῦ. Αὐτὸ τὸ κατάλαβε γιατὶ ἔγινε μεγάλος σεισμός, ὁ ὁποῖος γκρέμισε τὴν καλύβα, ἐξαφάνισε τὸν φοίνικα καὶ τὸ νερό. Ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ἀκούστηκε μιὰ φωνὴ ποὺ τοῦ ἔλεγε: Παφνούτιε, πήγαινε στὴν Αἴγυπτο καὶ κήρυξε τὴν ζωὴ τοῦ μακαρίου Ὀνουφρίου καὶ ὅλα ὅσα εἶδες. Πορεύου λοιπὸν εἰς εἰρήνη ἐνδυναμούμενος ἀπὸ τὸν Θεό. Ὁ Ὅσιος Παφνούτιος ἔκανε ὑπακοὴ καὶ γύρισε στὴν Αἴγυπτο ὅπου μὲ δάκρυα στὰ μάτια διηγοῦνταν στοὺς χριστιανοὺς τὴν ζωὴ τοῦ Ὁσίου Ὀνουφρίου καθῶς καὶ ὅλα ὅσα εἶδε στὴν ἔρημο.

 

Δημοφιλείς αναρτήσεις