Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ
ΟΙ ΘΕΩΡΙΕΣ ΚΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ [2]
«Πεθαμένη τέχνη» και πεθαμένοι άνθρωποι που την κρίνουν
(Άρθρο του Φώτη Κόντογλου στην ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, 28/11/1948)
(Όπως είχαμε υποσχεθεί, προχωρούμε στο 2ο μέρος του άρθρου του Φώτη Κόντογλου για τη Βυζαντινή Τέχνη.)
Ο Θεοτοκόπουλος που τον υμνολογάτε τώρα, παράτησε τον Τισιάνο και τους Βενετσάνους, που ήτανε τον καιρό εκείνο αυτό που λέτε εσείς σήμερα «μοντέρνοι» και γύρισε πίσω και στην τεχνική και στη σύνθεση του έργου του. Οι Βενετσάνοι ζωγραφίζανε τότε ελεύθερα γιομάτοι κοσμικό πνεύμα χωρίς θρησκευτικότητα με επίδειξη μάλιστα της αθρησκίας τους. Τα θρησκευτικά θέματα τα παίρνανε σαν αφορμή για να κάνουνε σαρκικά έργα κι αυτό το καυχιόντανε κι οι ίδιοι κι άλλοι «ελεύθεροι νόες» κι ίσαμε σήμερα το καυχιούνται, πως δηλαδή πετάξανε το θεοκρατισμό που πίεζε την τέχνη, κληρονομιά του Βυζαντίου, και γυρίσανε στην «καθαρή αισθητική απόλαυση», εμπνευσμένοι από το παγανιστικό πνεύμα του αρχαίου κόσμου. Για ελευθερία περνούσε η εξυπνάδα να βάζουνε το Χριστό καμωμένο πολλές φορές από τον καθρέφτη μέσα σ’ ένα παλάτι της Βενετιάς να τρώγει σ’ ένα τσιμπούσι μαζί με κάποιους άρχοντες, που ήτανε ντυμένοι με ρούχα βενετσιάνικα και που γνωριζόντανε πως ήτανε ο τάδε και ο τάδε και να τους υπηρετούνε σερβιτόροι και λακέδες του καιρού τους, όλοι ντυμένοι με νταντέλες. Τα τραπέζια, το φαγητό, τα κανάτια, τα ποτήρια, τα λυκόσκυλα, όλα ήτανε παρμένα από τη ζωή. Κι αυτό το καλύβι της Γαλιλαίας, που γίνηκε ο εν Κανά γάμος, αυτοί το κάνανε Παλάτσο Ντουκάλε. Σ’ άλλες αγιογραφίες π.χ. στα μαρτύρια των αγίων, οι στρατιώτες δεν ήτανε αρχαίοι Ρωμαίοι αλλά Βενετσάνοι εκείνου του καιρού, αρματωμένοι με αλεμπάρδες και αρκεμπούζια.
Ο Θεοτοκόπουλος γύρισε στα παλιά. Πρώτα πρώτα ήτανε θρήσκος κι έκανε θρησκευτική ζωγραφική. Αυτός γύρισε σ’ αυτά που σιχαινόντανε οι τοτεινοί νεωτεριστές, όπως οι δικοί μας σήμερα, ήγουν στα ξυλένια χέρια, στα ασκητικά πρόσωπα, στα κορμιά δίχως ανατομία και που ήτανε τυλιγμένα με αρχαία ρούχα, στα τοπία και στα φανταστικά τα χτίρια δίχως προοπτική κι έκανε εκείνα τα σύννεφα που ‘ναι σα βράχια στον ουρανό, όλα στραβοζωγραφισμένα κατά το παλιό βυζαντινό σύστημα, στόματα, μάγουλα, μάτια αλλήθωρα, δάχτυλα από κερί, μύτες παρά φύση, νεύρα και φλέβες δίχως γνώση, όλα ακατάστατα και άσχημα.
Οι Ιταλιάνοι του καιρού του και οι Ισπανιόλοι ύστερα, που ήτανε ποτισμένοι από το μοντέρνο πνεύμα της Ιταλίας, τον λέγανε τρελλόν. Είχανε κάνει άνω κάτω τον κόσμο να ξεπαστρέψουνε αυτές τις μούμιες της Ανατολής (τις βυζαντινές εικόνες) για να κάνουνε ωραίες γυναίκες, με γάμπες τορνευμένες, με όμορφα στήθια, μ’ ένα σωρό μπαμπίνα (γυμνά παιδιά), που πετούσανε στον αγέρα, σύννεφα απαλά σα γάζες, κτίρια μεγαλόπρεπα, γαλερίες που ξεγελούσανε το μάτι και τρυπούσανε το μουσαμά και πηγαίνανε εκατό, διακόσια μέτρα παραμέσα, όλη τούτη την αισθηματολογία που τη λένε οι σημερινοί αισθηματολόγοι «χαρά της ζωής, νόημα της ζωής κ.λ.π.». Πως λοιπόν ήτανε νεωτεριστής ο Θεοτοκόπουλος που πήγαινε κατά πίσω; Τι ήθελε να βγάλει απ’ αυτά τα είδωλα, απ’ αυτά τα φαντάσματα της ορθοδοξίας, της γριάς Ανατολής, τώρα που το δροσερό αγέρι της λευτεριάς είχε φυσήξει στην τέχνη κι έκανε «ωραία πράγματα, τέλεια σαν δεύτερη φύση κι ωραιότερη από δαύτη»; Σαν Ρωμιός που ήτανε, θα λέγανε ο Τισιάνος και οι φιλότεχνοι αισθητικοί, δεν μπορεί παρά να ΄ναι «παλαιός, οπισθοδρομικός, θρησκόληπτος, παλιοημερολογίτης, ξυλένιος. Πέταξε ό,τι έμαθε από τη βασίλισσα της τέχνης, τη Βενετιά, και ζωγραφίζει σαν αρχαίος».
Ένας Μαντσίνι, που ήτανε σε κείνον τον καιρό ο πιο σπουδαίος τεχνοκρίτης κι είχε κι αυτός μια θεωρία, γράφει πως ο Θεοτοκόπουλος πέθανε πολύ γέρος και «χαμένος για την τέχνη». Και τώρα αυτοί που αν ζούσανε τότες θα λέγανε ό,τι έλεγε κι ο Μαντσίνι, δοξάζουνε τον Θεοτοκόπουλο σαν «γίγαντα της τέχνης» και τους πιάνει σεληνιασμός και τον αναλύουνε και τον ψάχνουνε και τον σκαλίζουνε και τον γαργαλάνε και τον βασανίζουνε και τον πνίγουνε με τα θυμιατήρια τα ψεύτικα. Κι οι ίδιοι είναι που λένε πως τώρα έχει πεθάνει πια η παράδοση. Όσο πεθαμένη ήτανε στον καιρό του Αλέξιου του Κομνηνού, είτε στον καιρό των Παλαιολόγων, είτε στον καιρό του Θεοτοκόπουλου, άλλο τόσο είναι πεθαμένη σήμερα, Πεθαμένοι είναι αυτοί που τη λένε πεθαμένη. Η παράδοση λέγει τα λόγια του Παύλου : « Είμαι η ζωή η αληθινή, μα σε κείνους που έχουνε μέσα τους τη ζωή, μυρίζω ζωή και σε κείνους που έχουνε μέσα τους θάνατο μυρίζω θάνατο».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου